Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἡ Οἰκουμενικότητα τῆς Ρωμηοσύνης

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀπὸ μερικοὺς ἀσκεῖται κριτικὴ γιὰ τὴν θεωρία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη σχετικὰ μὲ τὴν Ρωμηοσύνη, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ ἐθνικιστικὴ θεωρία, ἐπειδὴ συνδέει τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὸν Ἑλληνισμό, ὅπως ἐκφράσθηκε στὸ λεγόμενο Βυζάντιο –στὴν πραγματικότητα Ρωμανία–, ἐνῷ ἡ Ρωμηοσύνη συνδέεται μὲ τὴν οἰκουμενικότητα καὶ ὄχι μὲ τὸν ἐθνοφυλετισμό. Θεωρῶ ὅτι αὐτὴ ἡ κριτικὴ εἶναι ἄδικη καὶ μὴ πραγματική, γιὰ τέσσερεις βασικοὺς λόγους.

Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι τὸ ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης μὲ τὴν θεωρία αὐτὴ στὴν πραγματικότητα συνδέει τὴν θεολογία μὲ τὴν ἱστορία, γιατί, ὅπως πολλὲς φορὲς ἔλεγε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐρμηνεύση κανεὶς τὴν θεολογία, ἂν δὲν τὴν δὴ μέσα στὸ ἱστορικὸ πλαίσιό της. Ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἄσαρκη καὶ ἰδεολογική, δὲν εἶναι οὐτοπιστική. Σὲ αὐτὸ τὸ θέμα συνεχίζει τὴν σκέψη τοῦ διδασκάλου του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος σαφέστατα ἔκανε λόγο γιὰ τὸ ὅτι ἡ θεολογικὴ συνείδηση εἶναι ἱστορική.

Συγκεκριμένα, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι στὸ κείμενό του μὲ τίτλο «Οἱ δρόμοι τῆς ρωσικῆς θεολογίας» ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ τὸ θέμα. Κάνει λόγο ὅτι οἱ Προτεστάντες στὴν κριτική τους ἐναντίον τῆς Ρώμης γιὰ ὅλες τὶς παπικὲς καινοτομίες ἔγιναν δημιουργοὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, «ὡς μιᾶς ἰδιαίτερης ἐπιστήμης, καὶ συνέβαλαν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον σ' αὐτὴν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπιστήμη». Τὸ ἀντικείμενο αὐτῆς τῆς ἔρευνας ἦταν νὰ παρουσιασθῇ ὁ «ἀρχέγονος» Χριστιανισμός, «κάτι ποὺ προηγεῖται τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας», πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ βασικὸ σημεῖο τοῦ «μοντερνισμοῦ» καὶ «κρύβει μέσα του ἕνα εἶδος ἀπιστίας πρὸς τὴν ἱστορία», ποὺ ὁδηγεῖ στὸν «θετικισμὸ καὶ τὸν οὑμανισμό». Μὲ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἀμφισβητεῖται ἡ ἱστορία καὶ ἐπιβεβαιώνεται ἡ πίστη.

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἐπιμένει, ὅμως, ὅτι αὐτὴ ἡ ἀντιμετώπιση εἶναι λανθασμένη, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεσμευθῇ ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ νὰ συνδεθῇ μὲ μιὰ ἁπλὴ γνωσιολογικὴ καὶ ἰδεολογικὴ πίστη. Γράφει: «Ἡ θεολογικὴ συνείδηση πρέπει νὰ γίνη ἱστορική. Μόνο ἂν εἶναι ἱστορικὴ μπορεῖ ἴσως νὰ γίνη καθολική. Ἀδιαφορία γιὰ τὴν ἱστορία ὁδηγεῖ πάντα σὲ μιὰ αἱρετικὴ ξηρότητα, σὲ μιὰ δογματιστικὴ διάθεση. Ἡ ἱστορικὴ εὐαισθησία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὸν θεολόγο, εἶναι ἀναγκαῖος ὅρος γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁποιοσδήποτε εἶναι ἀναίσθητος γιὰ τὴν ἱστορία δύσκολα θὰ εἶναι καλὸς Χριστιανός».

Ὁ Χριστιανισμὸς συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν ἱστορία, εἶναι μέσα στὴν ἱστορία, δὲν πρόκειται γιὰ «μιὰ ἀποκάλυψη στὴν ἱστορία, ἀλλὰ μᾶλλον μιὰ ἀναφορὰ στὴν ἱστορία, στὴν ἱστορικὴ δράση καὶ δημιουργία». Ὁ Χριστὸς ἐνηνθρώπησε στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν ἀποσαρκώση καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐργάζεται στὴν ἱστορία, χωρὶς νὰ ἐκκοσμικεύεται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ Πατέρες ποὺ χρησιμοποίησαν τὴν ἑλληνικὴ ὁρολογία γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὰ δόγματα ἔζησαν καὶ ἐργάστηκαν μέσα στὴν ἱστορία καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια «ὁ Ἑλληνισμός, οὕτως εἰπεῖν, προσέλαβε αἰώνιο χαρακτῆρα στὴν Ἐκκλησία ἔχει ἐνσωματωθῇ σ' αὐτὴν τὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως». Ἐπισημαίνει δὲ ὅτι, ὅταν ὁ θεολόγος θεωρῇ ὅτι «"οἱ ἑλληνικὲς κατηγορίες" εἶναι ἀπηρχαιωμένες, αὐτὸ ἁπλῶς σημαίνει ὅτι αὐτὸς ἔχει βγεὶ ἔξω ἀπ' τὸν ρυθμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία δὲν μπορεῖ ἴσως νὰ εἶναι καθολική, παρὰ μόνον μέσα στὸν Ἑλληνισμό». Ὅταν κανεὶς ἀρνῆται τοὺς ὅρους μὲ τοὺς ὁποίους διατυπώθηκαν τὰ δόγματα, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλη τὴν σοφία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ θέλει «νὰ ἐπιστρέψη σ' ἕνα καθαρὰ "βιβλικὸ" θεμέλιο», τότε «τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ὁλόκληρος ὁ Χριστιανισμὸς ἀποσυντίθεται σὲ οὐμανιστικὴ ἠθική, κατ οὐσίαν σὲ μιὰ παρωδία μιὰ τέτοια ἐπιστροφὴ στὴν Βίβλο εἶναι μιὰ αὐταπάτη».

Βέβαια, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, ὅταν ὁμιλῇ γιὰ Ἑλληνισμό, δὲν ἐννοεῖ τὸν «ἐθνικὸ ἑλληνισμὸ τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος ἢ τῆς Ἀνατολῆς» οὔτε τὸν «ἑλληνικὸ φυλετισμὸ ποὺ εἶναι ἀπηρχαιωμένος καὶ χωρὶς δικαίωση», ἀλλὰ «τὸν Ἑλληνισμὸ τοῦ δόγματος, τῆς λειτουργίας, τῆς εἰκόνος».

Αὐτὴν τὴν ἄποψη τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκι συνεχίζει καὶ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, καὶ ἔτσι βλέπει τὴν ἑλληνικότητα (τὴν Ρωμηοσύνη) τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπὸ τὸ δόγμα, τὴν λατρεία καὶ τὴν ἄσκηση καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ ἐθνικιστικὴ προοπτική. Ἡ προσπάθεια νὰ ἀποσυνθέση κανεὶς τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπὸ τὴν ἱστορική της ἔκφραση οὐσιαστικὰ συνδέεται καὶ μὲ τὴν ἀποσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἱστορία. Μιὰ τέτοια θεώρηση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καταλήγει στὴν οὐτοπία. Γιατί οὐτοπία δὲν εἶναι ἡ θεωρία περὶ τῆς Ρωμηοσύνης, ἀλλὰ ἡ ἄρνησή της χάρη μιᾶς ἐπαναφορᾶς στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ σὲ μιὰ οὐτοπιστικὴ οἰκουμενιστικὴ διάσταση, εἶναι μιὰ «οὐμανιστικὴ ἠθική», «μιὰ παρωδία», «μιὰ αὐταπάτη», βγαίνει «ἔξω ἀπ' τὸν ρυθμὸ τῆς Ἐκκλησίας».

Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ἡ ὅλη παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης συνδέεται στενὰ μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἐκφράσθηκαν μὲ οἰκουμενικὸ τρόπο. 

Ὁ Ἑλληνισμὸς συνδέεται μὲ τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα, ὅπως φαίνεται στοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους, ἀλλὰ καὶ τὴν δράση τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἡ παιδεία καὶ ἡ φιλοσοφία διακρίνονται ἔντονα ἀπὸ τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα. Ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μὲ τὴν ἐπέκτασή της σὲ ὅλον τὸν κόσμο, στὴν πραγματικότητα ἦταν ὁ Ἑλληνισμὸς στὴν οἰκουμενικὴ διάστασή του. Μὲ τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία διαδόθηκε ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἡ ἑλληνικὴ παιδεία σὲ ὅλον τὸν τότε γνωστὸ κόσμο καὶ ἀναπτύχθηκε ἡ λεγομένη ἑλληνιστικὴ περίοδος τῆς ἱστορίας. Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ποὺ ἐπεκτάθηκε στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ προσέλαβε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ τὴν ἔκφραση τῆς πίστεώς του ὑπῆρξε οἰκουμενικός. Ἄλλωστε, ὅλο τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων ἀναφερόταν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Νέας Ρώμης ὀνομάσθηκε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ Σύνοδοι ποὺ συνεκλήθησαν νὰ «ὁριοθετήσουν» τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια, ἀντιμετωπίζοντας τοὺς αἱρετικούς, ὀνομάσθηκαν Οἰκουμενικές. Ἡ οἰκουμενικότητα τῆς ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ἐκφράσθηκε στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, δὲν λειτουργοῦσε ἐθνικιστικά. Ἄλλωστε, ὁ ἐθνικισμὸς βιώθηκε ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ ἀναπτύχθηκε κυρίως τὸν 18ο αἰῶνα ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τοῦ ρομαντισμοῦ. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1872 στὴν Κωνσταντινούπολη κατεδίκασε τὸν ἐθνοφυλετισμὸ ὡς αἵρεση. Στὸν Συνοδικὸ ὅρο ὁ ἐθνοφυλετισμὸς χαρακτηρίζεται «καινὴ δόξα», «φυλετικὴ παρασυναγωγὴ» καὶ θεωρεῖται ξένος πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ πολέμιός της, ἀντιβαίνει στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀνατρέπει τὸ πολίτευμά της.

Ὁ τρίτος λόγος εἶναι ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη μὲ τὴν ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητος –ὄχι τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἢ τῆς πολυπολιτισμικότητος– συναντᾶται σήμερα καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος.

Ρωμηοὶ εἶναι καὶ αἰσθάνονται οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὰ μέρη τῆς Τουρκίας. Ἄλλωστε, ἐκεῖ μεγαλούργησε ἡ Ρωμηοσύνη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἔκανε λόγο γιὰ τοὺς Ρωμαίους ποὺ συνάντησε στὰ μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἐννοοῦσε τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τοὺς Μωαμεθανούς-Οθωμανούς. Ἅς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν περίφημο λόγο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «Παραγγελίαν ἔχομεν τοῦ μὴ μισῆσαι τινά. Ἀγαπῶ τοὺς Ρωμαίους ὡς ὁμοπίστους τοὺς δὲ Γραικοὺς ὡς ὁμογλώσσους».

Ρωμηοὶ εἶναι καὶ αἰσθάνονται οἱ Ὀρθόδοξοι Ἄραβες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ὅπως τοὺς συνήντησα καὶ προσωπικά, ὅταν εὑρισκόμουν στὸν Λίβανο, ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται Ροὺμ Ὀρτοντόξ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἄραβες καὶ τοὺς Χριστιανοὺς αἱρετικούς. Μάλιστα καυχῶνται καὶ τὸ διακηρύττουν ἐπισήμως ὅτι εἶναι οἱ ἰθαγενεῖς κάτοικοι τῶν περιοχῶν ἐκείνων, τοὺς ὁποίους βρῆκαν οἱ Ἄραβες, ὅταν ἦλθαν στὴν περιοχή τους. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἀγαποῦν καὶ ἐμᾶς τοὺς Ρωμηοὺς Ἕλληνες ποὺ κατοικοῦμε στὴν Ἑλλάδα.

Ρωμηοὶ εἶναι καὶ αἰσθάνονται οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ποὺ κατοικοῦν στὴν περιοχὴ τῆς Ἀλεξάνδρειας τῆς Αἰγύπτου, καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια διαχωρίζονται ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους καὶ Κόπτες. Ἅς θυμηθοῦμε τὴν ἀναφορὰ τῆς Ρωηοσύνης ποὺ κάνει ὁ Καβάφης στὰ ποιήματά του. Στὸ ποίημά του «Πάρθεν» κάνει λόγο γιὰ τὴν Πόλη, τὴν Σαλονίκη, τὴν Τραπεζοῦντα, τὴν Ρωμανία καὶ ὅπως ἔχει εἰπωθῇ «ὁ Καβάφης ζεὶ σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς Ἀφρικῆς καὶ αἰσθάνεται Ρωμιὸς καὶ ὄχι Νεοέλληνας. Αὐτὸ εἶναι τὸ βασικὸ κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ Καβάφη» (Μανόλης Σαββίδης). Ὁ ἴδιος ὁ Καβάφης αὐτοβιογραφεῖται: «Εἶμαι Κωνσταντινουπολίτης στὴν καταγωγή, ἀλλὰ γεννήθηκα στὴν Ἀλεξάνδρεια». Ἔτσι, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ οἰκουμενικότητα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν καὶ ἡ κοσμοπολίτικη συμπεριφορά τους.

Ρωμηοὶ εἶναι καὶ αἰσθάνονται πολλοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ποὺ συνάντησα παντοῦ σὲ ὅλον τὸν κόσμο, τὴν Εὐρώπη, τὴν Ἀμερική, τὰ Βαλκάνια, τὴν Ρωσία, ὅσοι δηλαδὴ καυχῶνται ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ ἔχουν ἀναφορὰ στὴν Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μὲ τὸ οἰκουμενικό της πνεῦμα, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔκανε λόγο γιὰ Ρωμηοσύνη, γιατί ὡς Καππαδόκης κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὴν ρωμαίϊκη ἀτμόσφαιρα, ἔζησε στὴν Ἀμερική, δίδαξε στὸν Λίβανο καὶ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνέπτυξε πολὺ τὴν ἔννοια καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ρωμηοσύνης, ποὺ τὴν διέκρινε ἀπὸ τὴν Φραγκοσύνη καί, γενικά, τὸν ἐνθοφυλετισμό. Πράγματι, μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς Ρωμηοσύνης μποροῦμε νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ πολλοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ζοῦν σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ προέρχονται ἀπὸ διάφορα ἔθνη καὶ διάφορες φυλές. Ἀλλὰ ἔτσι μποροῦμε νὰ δοῦμε καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ποὺ διακρίνονται σαφέστατα ἀπὸ τοὺς παγανιστές-νεοειδωλολάτρες.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης πολλὲς φορὲς ἀναφερόταν στὸν λόγο τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζε τὸν ὅρο Ρωμηοσύνη καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραφε: «Ἕλληνες γιὰ νὰ ρίχνουμε στάχτη στὰ μάτια τοῦ κόσμου πραγματικά, Ρωμιοί. Τὸ ὄνομα (Ρωμιὸς) κάθε ἄλλο εἶναι παρὰ γιὰ ντροπή. Ἂν δὲν τὸ περιζώνει ἀγριλιὰς στεφάνι ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο, τὸ ἀνυψώνει στέμμα ἀκάνθινο μαρτυρικὸ καὶ θυμάρι μοσκοβολὰ καὶ μπαρούτη». Ἔτσι ἡ Ρωμηοσύνη διακρίνεται γιὰ τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα.

Ὁ τέταρτος λόγος εἶναι ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τὰ περὶ Ρωμηοσύνης τὰ συνέδεσε σαφέστατα μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ρωμηοσύνη συνδέεται στενὰ μὲ τὸν ἡσυχασμό. Οἱ Ρωμηοὶ Πατέρες ἦταν ἡσυχαστὲς καὶ ὄχι στοχαστές. Ἔτσι ἑρμήνευε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τὴν Ρωμηοσύνη. Ἀναφερόμενος στὸν εἰδικὸ γιὰ ὀρθόδοξα θέματα Λατῖνο Jugie (Ζιουζὶ) ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ἀνήγγειλε τὸν θάνατο τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης: «Καὶ δὲν νομίζω ὅτι πᾶνε τυχαῖα αὐτὰ τὰ θέματα, ἡσυχασμός-Ρωμηοσύνη. Ὁπότε τὸ σχέδιο ἦταν, νὰ σβύση καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μαζί. Αὐτὸ εἶναι τὸ σχέδιο». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη, κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, δὲν κινεῖται σὲ ἐθνοφυλετικὰ πλαίσια, ἀφοῦ ὁ Ρωμηός-ἡσυχαστὴς ἔχει ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ διακρίνεται γιὰ τὴν φιλοθεΐα καὶ τὴν φιλανθρωπία, τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐθνοφυλετικός. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἡσυχαστική-φιλοκαλικὴ πλευρὰ τῆς Ρωμηοσύνης μποροῦμε νὰ συναντηθοῦμε μὲ πολλοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ποὺ ζοῦν ἐκτὸς Ἑλλάδος καὶ ἀνήκουν σὲ ἄλλα Ἔθνη, καὶ θὰ βιώσουμε τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ρωμηοσύνης. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ βροῦμε καὶ τὴν ἀληθινὴ ἑλληνικότητά μας, τὴν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας.

Ἑπομένως, ὅσοι κρίνουν ἐπιπόλαια τὴν θεωρία περὶ Ρωμηοσύνης καὶ τὴν θεωροῦν ὡς ἐθνικισμὸ δὲν ἔχουν ἀντιληφθῇ ὅτι ἀγνοοῦν τόσο τὴν οἰκουμενικότητά της ὅσο καὶ τὴν ἐκκλησιαστικότητά της μὲ τὴν μετατροπὴ τῆς φιλαυτίας σὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία, καὶ γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ κλεισθῇ στοὺς ποικιλώνυμους ἐθνικισμούς, ὅπως τὸν ἑλληνικό, τὸν ἀραβικὸ καὶ τὸν σλαβικό.–

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ, Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ