Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Στρατηλάτης 8 Φεβρουαρίου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης ἔζησε στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Λικίνιου (τέλη τοῦ 3ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα). Καταγόταν ἀπὸ τὰ Εὐχάϊτα τῆς Γαλατίας καὶ διέμενε στὴν Ἡράκλεια τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Ἦταν ἀξιωματικὸς τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν γενναιότητά του. Εἶχε τὸ χάρισμα τοῦ λόγου, τὸ ὁποῖο ἀξιοποίησε κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο, ἀφοῦ τὸ ἔκανε ἐργαλεῖο ποὺ τὸν βοήθησε πολὺ στὴν σπορὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν φλογερὸ ἱεραποστολικὸ ζῆλο ποὺ τὸν διέκρινε ἐκήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ παρρησία καὶ θάρρος καὶ προσήλκυσε πολλοὺς καλοπροαίρετους στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Λικίνιος θαύμαζε τὴν γενναιότητα τοῦ Θεόδωρου, καθὼς καὶ τὸ χάρισμα τοῦ λόγου τὸ ὁποῖο εἶχε καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν συναντήση γιὰ νὰ ὁμιλήσουν, παρὰ τὸ ὅτι πληροφορήθηκε ὅτι εἶναι Χριστιανός. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος τὸν προϋπάντησε στὴν κεντρικὴ πύλη τῆς Πόλεως καὶ ἐκεῖνος τοῦ πρότεινε νὰ πᾶνε στὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ ἐμπιστευθῇ τὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ ἀγάλματα τῶν θεῶν του ποὺ κουβαλοῦσε μαζί του, γιὰ νὰ προσευχηθῇ στὸ σπίτι του. Ὁ ἅγιος προσευχήθηκε στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ στὴν συνέχεια ἔσπασε σὲ μικρὰ κομμάτια τὰ ἀγάλματα καὶ τὰ μοίρασε στοὺς φτωχούς. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ὁ Λικίνιος διέταξε καὶ τὸν ἐβασάνισαν σκληρά. Ὁ ἅγιος ὑπέμεινε μὲ ὑπομονή, ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ χαρὰ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια, τὶς φυλακίσεις καὶ τὴν σταύρωση, δοξολογῶντας τὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος τὸν θεράπευσε ἀπὸ ὅλες τὶς πληγές, ἀλλὰ καὶ ἀπέστειλε ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὸν σταυρό. Ὁ Λικίνιος ὅταν εἶδε τὸν ἅγιο νὰ βρίσκεται μπροστά του ἐντελῶς ὑγιὴς διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ «εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος».

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ κεφαλαῖο τὸ «λ», εἶναι ὁ Χριστός, τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ μικρὸ τὸ «λ», εἶναι τὰ ὅσα λέγει ὁ Θεὸς στὸν λαό Του, δηλαδὴ οἱ προτροπές, οἱ ὑποσχέσεις καὶ τὰ ἐντάλματά Του, τὰ ὁποία μεταφέρουν στὸν λαό Του οἱ Προφῆτες, καὶ τὰ ὁποία εἶναι «ρήματα ζωῆς αἰωνίου», ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀπαντῶντας σὲ ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή, ὅταν ὁ Χριστὸς ἐρώτησε τοὺς δώδεκα μαθητὰς Τοῦ ἐὰν θέλουν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ κοντά Του, ὅπως τὸ ἔκαναν ἄλλοι, ἐπειδὴ τοὺς φάνηκε σκληρὸς ὁ λόγος Του ποὺ ἀναφερόταν στὴν μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματός Του, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπάντησε: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (Ἰω. στ', 68). Δηλαδή, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι κενὸς λόγος, ἀλλὰ κρύβει μέσα του ζωή. Ἔχει ἐνέργεια καὶ Χάρη, καθὼς καὶ τὴν δύναμη νὰ ἀνακαινίση τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὀδηγήση στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βρίσκη ἀκροατές, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διάθεση νὰ ἐφαρμόσουν τὰ ὅσα ἀκούουν, τότε καρποφορεῖ, ὅπως ὁ σπόρος ποὺ πέφτει στὴν εὔφορη γῆ. Ἀλλὰ ἡ καρποφορία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξαρτᾶται μόνον ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς κήρυκες τοῦ θείου λόγου, οἱ ὁποῖοι θὰ πρέπει νὰ προσπαθοῦν νὰ διδάσκουν καὶ νὰ ἐμπνέουν κυρίως μὲ τὸ παράδειγμά τους. Ἄλλωστε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, ἡ καλύτερη ἱεραποστολὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ γίνεται «μὲ τὴν ἔνταση τῆς προσευχῆς καὶ τὸ παράδειγμα».

Ὁ λόγος τοῦ διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν εὐλογία νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ παρηγορῇ τοὺς πιστούς, πρέπει νὰ εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ λόγος του πρέπει νὰ εἶναι ἐμπειρικὸς λόγος καὶ ὄχι στοχαστικὸς καὶ φιλοσοφικός. Δηλαδή, θὰ πρέπει νὰ μεταφέρη στὸν λαὸ αὐτὰ ποὺ εἶδε καὶ ἄκουσε ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως οἱ Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι πρότασσαν τῆς ὁμιλίας τους τὴν φράση: «τάδε λέγει Κύριος». Δηλαδή, ὁ Προφήτης λέγει ὅτι, προσέξτε καλά, ἐπειδὴ αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πὼ δὲν εἶναι δικά μου λόγια, ἀλλὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποία μοῦ εἶπε ὁ Θεὸς νὰ σᾶς πώ, καὶ ἐὰν ὑπακούσετε ἢ παρακούσετε θὰ ἔχετε νὰ ἀπολογηθῆτε στὸν Θεὸ καὶ ὄχι σὲ μένα.

Τὸ ἴδιο θὰ πρέπει νὰ κάνουν καὶ σήμερα οἱ κήρυκες τοῦ θείου λόγου, δηλαδὴ οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχὴν διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ οἱ Πρεσβύτεροι, οἱ Κατηχητὲς κ.λ.π., οἱ ὁποῖοι διδάσκουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου. Καὶ ἂν δὲν ἔχουν προσωπικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, τότε θὰ πρέπει νὰ στηρίζονται στὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μετέχουν στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἑπομένως ὁ λόγος τους δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα στοχασμοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἐμπειρικὸς λόγος, δηλαδὴ εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ. Καί, ἀσφαλῶς, ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ ἐμπειρικοῦ καὶ στοχαστικοῦ λόγου, ἐπειδὴ ὁ πρῶτος ἔχει τὴν δύναμη νὰ ἀναγεννήση τὸν ἄνθρωπο, ἐνῷ ὁ δεύτερος εἶναι κενὸς ἀνθρώπινος λόγος, χωρὶς ἀναγεννητικὴ δύναμη. Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικὴς ὀνομάζει τὸν λόγο τῶν ἁγίων Πατέρων πνευματικὸ λόγο, ὁ ὁποῖος χορταίνει τὴν ψυχή, ἐνῷ τὴν διάνοια ποὺ στοχάζεται καὶ φιλοσοφεῖ περὶ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀποκαλεῖ πτωχότερη ἀπὸ κάθε τί στὸν κόσμο. Καὶ προτρέπει τοὺς κήρυκας τοῦ θείου λόγου νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ζητοῦν τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ πρὶν νὰ ὁμιλήσουν. Βέβαια, τὸ ἴδιο θὰ πρέπει νὰ κάνουν καὶ ὅσοι μελετοῦν ἢ ἀκούουν τὸν λόγο, γιὰ νὰ τοὺς φωτίση ὁ Θεὸς νὰ τὸν κατανοήσουν σωστά, καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸν κάνουν βίωμά τους.

Τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ εἶναι «λόγια ἁγνά», κατὰ τὸν ἱερὸν Ψαλμωδό, τὰ ὁποία σοφίζουν τὸν ἄνθρωπο, φωτίζουν τὸν νοῦ του καὶ καταγλυκαίνουν τὴν καρδιά του. Εἶναι ἰσχυρὰ σὰν τὸν σεισμό, ἀλλὰ καὶ ἁπαλὰ σὰν τὴν ποτιστικὴ βροχή. Εἶναι πνευματικὸ νερὸ ποὺ δροσίζει, ἀλλὰ εἶναι καὶ στερεὰ τροφή, ποὺ στηρίζει καὶ δυναμώνει τὸν πιστὸ καὶ τὸν βοηθᾶ νὰ ὑπερβαίνη τὰ καθημερινά του προβλήματα, νὰ διατηρῇ τὴν ἐσωτερική του εἰρήνη καὶ νὰ ἔχη χαρούμενη διάθεση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3122