Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ.Ἱεροθέου: Ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ἕνας μεγάλος ἡσυχαστὴς Πατέρας (Β')

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο: Ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ἕνας μεγάλος ἡσυχαστὴς Πατέρας (Α'))

2. Ἡ ἀναζήτηση τῶν συγγραμμάτων τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων καὶ ἡ μετάφρασή τους

Ὁ ὅσιος Παΐσιος, μὲ τὴν φώτιση τοῦ Θεοῦ, κατάλαβε τὴν μεγάλη ἀξία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν νηπτικῶν καὶ ἡσυχαστικῶν συγγραμμάτων τῶν ἁγίων Πατέρων τὰ ὁποία μελετοῦσε ἀπὸ μικρὸ παιδὶ καὶ διαβάζοντας αὐτὰ τὰ κείμενα αὐξανόταν ὁ ζῆλος του γιὰ νὰ ἀποκτήση τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό. Ἤδη ὡς δόκιμος μοναχὸς στὴν Μονὴ τοῦ Λιοῦμπετς κάποιος μοναχὸς τοῦ ἔδωσε νὰ διαβάση τὸ βιβλίο Κλῖμαξ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, πρᾶγμα ποὺ τὸν γέμισε μεγάλη χαρά. Γιὰ νὰ μπορέση νὰ τὸ ἔχη πάντα μαζί του τὸ ἀντέγραφε ὅλη τὴν νύκτα, χρησιμοποιῶντας ἕναν δαυλό, ποὺ γέμιζε τὸ κελλί του μὲ καπνό.

Ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ἕνας μεγάλος ἡσυχαστής Πατέρας (Β')

Ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Παΐσιος διηγεῖται ὅτι ἀπέκτησε αὐτὴν τὴν ἀγάπη στὰ Πατερικὰ βιβλία, γιατί λόγῳ ἐλλείψεως κατάλληλου πνευματικοῦ ὁδηγοῦ ἤθελε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς ποὺ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἀνελάμβανε, νὰ μὴν ἀποκλίνη «ἀπὸ τὸ ὀρθὸ φρόνημα τῆς Ἁγίας Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ἔτσι, ἄρχισε νὰ ἀποκτᾶ διάφορα Πατερικὰ βιβλία στὴν «σλαβικὴ» γλῶσσα, «τὰ ὁποία διδάσκουν περὶ ὑπακοῆς καὶ προσοχῆς, νήψεως καὶ προσευχῆς», περιορίζοντας τὴν τροφὴ καὶ ὑπομένοντας τὴν φτώχια. Διαβάζοντας τὰ ἤδη μεταφρασμένα βιβλία στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα διαπίστωσε ὅτι ὑπῆρχαν σοβαρὰ λάθη καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ βγάλη καθαρὸ νόημα. Στὴν ἀρχὴ προσπάθησε νὰ τὰ διορθώση, χρησιμοποιῶντας ἄλλα σλαβικὰ μεταφρασμένα βιβλία, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ ἔργο τὸ βρῆκε πολὺ δύσκολο καὶ ἀκατόρθωτο.

Ὅταν, ὅμως, ὕστερα ἀπὸ τὴν «πολυετῆ παραμονή» του στὸν Ἅγιον Ὅρος «ἔμαθε σὲ κάποιο βαθμὸ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα», ἀναζητοῦσε νὰ βρὴ τὰ νηπτικὰ βιβλία γραμμένα στὸ πρωτότυπο, ὥστε ἀπὸ αὐτὰ νὰ διορθώση τὰ σλαβονικὰ βιβλία. Διαπίστωσε ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ ἔργο ἦταν δύσκολο καὶ ἀδύνατο. Ἐπισκεπτόταν τὶς Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὅπως τῆς Ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τῆς Μονῆς Βατοπεδίου, τὶς Σκῆτες καὶ τὰ Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλὰ καὶ τοὺς πεπειραμένους Γέροντες γιὰ νὰ βρὴ βιβλία ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἡσυχαστικὴ καὶ νηπτικὴ ζωή, ὅπως τοῦ ἁγίου Φιλοθέου τοῦ Σιναΐτου, τοῦ Ἡσυχίου τοῦ Πρεσβυτέρου, ἀλλὰ κανεὶς δὲν γνώριζε τὴν ὕπαρξή τους. Αὐτὸ τὸν στενοχωροῦσε ὑπερβολικά.

Ἀφηγεῖται τὴν μεγάλη χαρὰ ποὺ δοκίμασε, ὅταν σὲ μιὰ ὁδοιπορία τοῦ ἀπὸ τὴν Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας πρὸς τὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, πέρασε ἀπὸ τὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ συνάντησε ἕναν μοναχὸ ποὺ ἀντέγραφε τὰ βιβλία τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, τοῦ ἁγίου Φιλοθέου, τοῦ ἁγίου Ἡσυχίου, τοῦ ἁγίου Διαδόχου, τοῦ ἁγίου Θαλασσίου, τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Μοναχοῦ, τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἠσαΐα κλπ. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις καὶ ἔξοδα ἀπέκτησε πολλὰ τέτοια νηπτικὰ κείμενα, καὶ ἐπανῆλθε στὴν Μολδαβία γιὰ νὰ οἰκονομήση τὴν μεγάλη Ἀδελφότητα, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε δημιουργηθῇ, ὁπότε καὶ ἐπιδόθηκε στὴν μετάφραση τῶν νηπτικῶν αὐτῶν κειμένων.

Στὴν ἀρχὴ προσπάθησε νὰ διορθώση τὰ ἤδη μεταφρασμένα κείμενα στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα, χρησιμοποιῶντας τὰ πρωτότυπα ἑλληνικὰ κείμενα. Ἐπειδὴ καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ ἦταν δύσκολο, διότι δὲν εἶχαν μεταφρασθῇ καλά, ἄρχισε νὰ τὰ μεταφράζη ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὁ ὅσιος Παΐσιος μετέφραζε τὰ κείμενα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ στὴν Ρωσοσλαβονικὴ γλῶσσα, αὐτὴ ποὺ εἶχε ἐπικρατήσει τὸν 17ο αἰῶνα στὰ βιβλία ποὺ εἶχαν ἐκδοθῇ στὴν Ρωσία.

Ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ: «Τὸ ἔργο αὐτὸ ἦταν ὑπεράνω τῶν δυνάμεών μου». Ὁ βιογράφος καὶ μαθητής του Μητροφάνης λέγει ὅτι ὁ ὅσιος Παΐσιος μετέφρασε ἀπὸ τὴν «ἑλληνογραικικὴ» γλῶσσα στὴν δική μας τὴν «σλαβονικὴ» καὶ ἀπὸ αὐτὴν οἱ «βλαχόφωνοι ἀδελφοὶ μετέφραζαν στὴ γλῶσσα τους». Ὅλη τὴν ἡμέρα ἠσχολεῖτο μὲ τὰ ζητήματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν τὴν Μονὴ καὶ τὴν νύκτα μετέφραζε «ὑπερβάλλοντας σὲ ἐργασία τὰ ὅρια τῆς φύσης», ἀκόμη καὶ ἐνῷ πονοῦσε ὅλο τὸ σῶμα του, καὶ «ἦταν ἀνάπηρος, ὑποφέροντας πολὺ ἀπὸ πληγές».

Ὁ βιογράφος του μᾶς δίνει καὶ τὴν πληροφορία πῶς ἔγραφε τὴν νύχτα ὁ ὅσιος Παΐσιος: «Στὸ κρεβάτι ποὺ ἀναπαυόταν ἦταν περιτριγυρισμένος ἀπὸ βιβλία: πόσα λεξικά, Βίβλος ἑλληνική, βίβλος σλαβονική, Γραμματικὴ ἑλληνικὴ καὶ σλαβονική, τὸ βιβλίο ποὺ μετέφραζε, στὴ μέση δὲ ἕνα ἀναμμένο κερί. Καθισμένος σὰν ἕνα μικρὸ παιδὶ καὶ σκύβοντας, εἴτε ξαπλωμένος, ἔγραφε ὅλη τὴ νύχτα, ξεχνῶντας καὶ ἀρρώστια καὶ κόπο, μὴ μπορῶντας νὰ δώσει ἀπάντηση οὔτε καὶ νὰ ἀκούσει ἂν τοῦ μιλοῦσαν ἢ συνέβαινε κάτι ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί του».

Ἔκανε τὶς μεταφράσεις τῶν νηπτικῶν αὐτῶν βιβλίων, αὐτῶν ποὺ εἶναι ἐντεταγμένα μέσα στὸ βιβλίο Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν μὲ πολὺ ζῆλο, γιατί ἀφ ἑνὸς μὲν σὲ αὐτὰ βρῆκε τὴν σοφία τῶν Πατέρων καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο κανεὶς μπορεῖ νὰ φθάση στὴν ἕνωση καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἀφ ἑτέρου δὲ γιὰ νὰ τὰ δώση στοὺς ὑποτακτικούς του προκειμένου νὰ γίνουν τροφὴ σὲ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ μυηθοῦν στὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἔτσι, ὁ ὅσιος Παΐσιος συνετέλεσε ὅσον ὀλίγοι στὴν ἀνανέωση τοῦ ἡσυχαστικοῦ μοναχισμοῦ στὴν Οὐκρανία, τὴν Μολδαβία, τὴν Βλαχία (Ρουμανία), τὴν Ρωσία καὶ σὲ ἄλλες χῶρες.

3. Πνευματικὸς καθοδηγὸς ἑκατοντάδων καὶ χιλιάδων μοναχῶν

Ἐπειδὴ ὁ ὅσιος Παΐσιος αἰσθάνθηκε στὴν καρδιά του τὴν γλυκύτητα τῆς νοερᾶς ἡσυχίας καὶ τῆς προσευχῆς, γι’ αὐτὸ καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξη προσήλκυσε κοντά του πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ μοναχοὺς ποὺ ἀναζητοῦσαν αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Στὸ Ἅγιον Ὅρος ἔζησε δέκα ὀκτὼ χρόνια (1746-1763). Στὴν ἀρχὴ παρέμενε σ’ ἕνα μικρὸ καλύβι πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος. «Φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο γιὰ μεγάλους ἄθλους, ἀπόλαυσε τὴν ἡσυχία ἐπὶ δυόμισι χρόνια». Σιγά-σιγὰ ἄρχιζαν νὰ ἔρχωνται κοντά του διάφοροι μοναχοί, ὁπότε ἀναγκάσθηκαν νὰ ἀγοράσουν καὶ ἄλλη καλύβη πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴν δική τους καὶ στὴν συνέχεια ἀγόρασαν τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Ἡ συνοδεία ἀποτελεῖτο ἀπὸ ρουμανόφωνους καὶ σλαβόφωνους ἀδελφούς. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο πρὸς χάρη τῆς ἀδελφότητας πιέσθηκε καὶ ἀπὸ σεβάσμιους Πνευματικοὺς Πατέρες νὰ δεχθῇ τὴν ἱερωσύνη γιὰ νὰ ἐξυπηρετήση τὴν ἀδελφότητα.

Ὅταν εἶχαν συναχθῇ ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική του καθοδήγηση, «εἴκοσι ἀδελφοί», μετακόμισαν στὴν Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλία. Οἱ ἀκολουθίες γίνονταν σὲ δύο γλῶσσες, τὴν Σλαβονικὴ καὶ τὴν Ρουμανική, ὡς ἐργόχειρο εἶχαν τὸ νὰ κατασκευάζουν κουτάλια, τὰ ὁποία πωλοῦσαν, ὥστε καὶ αὐτοὶ νὰ ἔχουν τὰ ἀπαραίτητα, ἀλλὰ καὶ νὰ φιλοξενοῦν ἀδελφούς. Γράφει ὁ Μητροφάνης: «Ἐργαζόταν δὲ ὁ πατέρας μας στὸ ἐργόχειρο, κάνοντας διπλᾶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, τὴν νύκτα δὲ ἀντέγραφε βιβλία. Ὅλη του ἡ ζωὴ περνοῦσε σὲ νυκτερινὴ ἀγρυπνία, μὴ μπορῶντας νὰ κοιμηθεῖ περισσότερο ἀπὸ τρεὶς ὧρες». Ἡ φήμη του εἶχε ἐξαπλωθῇ σὲ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ πολλοὶ ἔρχονταν γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν, ἀκόμη καὶ ὁ Πατριάρχης Σεραφείμ, ποὺ τότε διέμενε στὴν Μονὴ Παντοκράτορος.

Γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα μὲ μερικοὺς μοναχοὺς μετέβη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σίμωνος Πέτρας, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ Μοναστήρι ἦταν χρεωμένο γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ μείνη περισσότερο ἐκεῖ. Πάντως, μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του «φώτισε ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὅρος» καὶ «ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες ἐθαύμασαν τὴ λάμψη αὐτοῦ τοῦ φωτός». Ὅταν, ὅμως, «ἔγινε πολυάριθμη ἡ ἀδελφότητα στὸν προφήτη Ἠλία καὶ δὲν χωροῦσε πιά, τότε ὁ Θεὸς τὸν πῆρε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὸν ἔφερε σ’ αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη χώρα, τὴ Μολδαβία». Τὸν ἀκολούθησαν ἑξῆντα ἕξι μοναχοί.

Ὁ ὅσιος Παΐσιος μὲ τοὺς μοναχούς του ἐγκαταστάθηκε στὴν Μονὴ Ντραγκομίρνα καὶ ὑποβλήθηκαν σὲ πολλοὺς κόπους γιὰ νὰ τὴν ἀνασυγκροτήσουν καὶ στὴν ὁποία ἔβαλε τὴν ἁγιορείτικη τάξη. Εἶχε ρυθμίσει τὸ τυπικὸ τοῦ Κοινοβίου βάσει τῶν τυπικῶν καὶ τῶν συγγραφῶν τοῦ Μ. Βασιλείου. «Στὰ κοινὰ διακονήματα ἔπρεπε νὰ τηρεῖται ἡ σιωπὴ καὶ ἡ εὐχὴ στὸ στόμα». «Στὰ κελλιὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται ἀνάγνωση τῶν ἔργων τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, καὶ ἡ νοερὰ προσευχὴ διὰ τοῦ νοὸς στὴν καρδιὰ νὰ τελεῖται ἐντέχνως καὶ ἀκριβῶς, ὅπως καὶ ἡ ἀναπνοὴ νὰ κρατιέται μὲ φόβο Θεοῦ, διότι αὐτὸ εἶναι πηγὴ ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ὅπως καὶ πηγὴ ὅλων τῶν ἀρετῶν». Κάθε βράδυ γινόταν ἐξομολόγηση λογισμῶν, γιατί «αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς σωτηρίας, τῆς εἰρήνης, τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀγάπης». Στὴν Μονὴ αὐτὴ ἠσκοῦντο πάνω ἀπὸ διακόσιοι μοναχοί.

Τοὺς παιδαγωγοῦσε ὡς πατέρας καὶ ὡς διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Τοὺς δίδασκε ἀνελλιπῶς, κατὰ τὶς νηστεῖες, ἀλλὰ καὶ ἄλλες ἡμέρες. «Καθημερινῶς, ἐκτὸς Κυριακῆς καὶ ἑορτῶν, συνάγονταν οἱ ἀδελφοὶ τὸ βράδυ στὴν τράπεζα, ἄναβαν τὰ κεριά, καὶ ἐρχόταν ὁ μακαριστὸς πατέρας μας, καθόταν στὴ συνηθισμένη θέση του, ἄνοιγε ἕνα πατερικὸ βιβλίο, εἴτε τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου τὸ Νηστευτικόν, εἴτε τοῦ Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, εἴτε τοῦ ἁγίου Δωροθέου, ἢ τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου». Στὴν συνέχεια ἑρμήνευε τὰ χωρία ποὺ διάβαζε μέσα ἀπὸ τὴν δική του πνευματικὴ πεῖρα.

Στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ντραγκομίρνα παρέμειναν δώδεκα χρόνια (1763-1775), ὅπου καὶ λόγῳ τοῦ ἐπισυμβάντος Ρωσοτουρκικοῦ πολέμου, ἐξυπηρέτησαν καὶ διακόνησαν μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ συγκεντρώθηκαν στὸ Μοναστήρι. Στὸ τυπικὸ τῆς Μονῆς ποὺ ἐκπόνησε ὁ ὅσιος Παΐσιος τὸ 1763 «προέβλεπε ὅτι ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς ἔπρεπε νὰ γνωρίζει τρεὶς γλῶσσες, τὴν ἑλληνική, τὴ σλαβικὴ καὶ τὴ ρουμανική». Ὅμως, ὅταν ἐγκαταστάθηκαν στὸ Μοναστήρι οἱ Γερμανοὶ (οἱ Αὐστριακοὶ) καὶ ὁ ὅσιος κατάλαβε ὅτι δὲν μποροῦσε «νὰ ζήσει κάτω ἀπὸ τοὺς παπικοὺς» μετακινήθηκαν μὲ μεγάλη θλίψη καὶ πόνο σὲ ἄλλη Μονὴ σταδιακά, δηλαδὴ στὴν Μονὴ τοῦ Σέκου.

Ὁ Μητροφάνης γράφει γιὰ τὴν μετακίνηση τῆς ἀδελφότητος ἀπὸ τὴν Μονὴ τῆς Ντραγκομίρνα: «Διωχθήκαμε ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ μόνοι μᾶς ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Ντραγκομίρνα, γιὰ νὰ μὴν πάθουμε τίποτε στὴν ὀρθόδοξη πίστη μας ἀπὸ τοὺς ἀρχιαιρετικοὺς καὶ τὶς κοσμικές τους ἀρχές, ὅπως πραγματικὰ ὑπέφεραν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τὰ μοναστήρια καὶ οἱ κοσμικὲς καὶ οἱ πνευματικὲς ἀρχὲς ποὺ ἔμειναν ἐκεῖ». Καὶ ἀναλογιζόμενος τὴν ζωὴ ποὺ ἔζησαν σὲ αὐτὸ τὸ Μοναστήρι γράφει: «Ὧ Ντραγκομίρνα, Ντραγκομίρνα, γλυκύτητα καὶ παρηγοριὰ τῶν ψυχῶν μας, θυμᾶμαι τὴ ζωή μας σὲ σένα. Καλύτερα, ὅμως νὰ σιωπήσω γιὰ νὰ μὴν γεμίσουν πίκρα οἱ καρδιὲς μᾶς ποὺ σὲ ἔχασαν... Ἐσὺ ἤσουν γιὰ ἐμᾶς σὰν παράδεισος ἠδύτητας, ἐσὺ ἤσουν γιὰ ἐμᾶς σὰν κῆπος ποὺ γρήγορα ριζώνει κοντὰ σὲ νερὰ καὶ τὰ ἄνθη του ἀναδίδουν διάφορες εὐωδίες καὶ καρπούς».

Ἔτσι, ἀπὸ τὴν Ντραγκομίρνα μετακινήθηκαν τὸ 1775 στὴν Μονὴ τοῦ Σέκου, ὅπου κουράσθηκαν ὑπερβολικὰ γιὰ νὰ κατασκευάσουν κελλιὰ ὥστε νὰ ἐγκατασταθῇ ὅλη ἡ ἀδελφότητα. Τὸ μέρος ἦταν ἥσυχο καὶ ἐρημικό. Ἡ κατάσταση τῆς ἀδελφότητας, μετὰ ἀπὸ πολλοὺς ἀγῶνες τριῶν ἐτῶν, ἔφθασε στὸ ἐπίπεδο τῆς προηγούμενης Μονῆς καὶ αὐτὸ χαροποιοῦσε τὸν ὅσιο Παΐσιο καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Ἀλλὰ ὁ Πρίγκιπας Κωνσταντῖνος Μουρούζης προέτρεψε καὶ πίεσε τὸν ὅσιο Παΐσιο νὰ ἐγκατασταθῇ στὴν Μονὴ Νεάμτς. Ὁ ὅσιος δὲν ἐπιθυμοῦσε μιὰ τέτοια μετακίνηση ὕστερα ἀπὸ τόσες ταλαιπωρίες, ἀλλὰ τελικὰ ὑπέκυψε ἀπὸ ὑπακοὴ στὴν ἐπιθυμία τοῦ Πρίγκιπα. Τὸ ἔτος 1779 ἕνα τμῆμα τῆς ἀδελφότητος μετακινήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Νεάμτς. Νέοι ἀγῶνες τὸν περίμεναν ἐκεῖ γιὰ τὴν ἀνασυγκρότηση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, πρᾶγμα ποὺ δυσκόλευσε καὶ στενοχώρησε τὸν ὅσιο Παΐσιο.

Στὴν Μονὴ αὐτὴ ὁ ὅσιος Παΐσιος κατασκεύασε Νοσοκομεῖο καὶ Ξενῶνα γιὰ τοὺς γέροντες, τοὺς χωλοὺς καὶ τυφλοὺς ποὺ ἔρχονταν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς δεχθῇ καὶ νὰ τοὺς ἐλεήση. Ἐδῶ ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν, μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἦταν στὶς Σκῆτες, ἔφθασε στοὺς τριακόσιους. Πάντως, πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Παϊσίου στὴν Μονὴ Νεὰμτς εἶχαν συγκεντρωθῇ κοντά του περίπου 700 μοναχοί. Στὴν βιογραφία τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω, γράφεται ὅτι οἱ μοναχοὶ ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ ὁσίου Παϊσίου ὑπερέβαιναν τὸν ἀριθμὸ τῶν χιλίων. Πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι στὴν Μονὴ Νεὰμτς «ζοῦσαν μοναχοὶ δέκα συνολικῶς ἐθνοτήτων, δηλαδὴ Μολδαβοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Οὗγγροι, Ἕλληνες, Ἑβραῖοι, Ἀρμένιοι, Τοῦρκοι, Ρῶσοι καὶ Οὐκρανοί». Στὴν Μονὴ αὐτὴ κοιμήθηκε ὁ Ὅσιος τὸ 1794.

Ὁ ὅσιος Παΐσιος βρῆκε τὸν δρόμο τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὁπότε ἡ καρδιά του γέμισε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ στὴν συνέχεια ξεχύλισε αὐτὴ ἡ ζωὴ στὴν διδασκαλία πρὸς τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἔτρεχαν ἀπὸ παντοῦ γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν θεία σοφία ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα του, κυρίως, ὅμως ἀπὸ τὴν καρδιά του.

4. Ἡ βίωση τοῦ ἡσυχαστικοῦ μοναχισμοῦ.

Ἡ ἀνάγνωση καὶ ἡ μετάφραση τῶν νηπτικῶν ἡσυχαστικῶν βιβλίων ἀνταποκρινόταν στὴν ἀναζήτηση τοῦ ὁσίου Παϊσίου ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία, ἀλλὰ συγχρόνως, ἄναβε ἀκόμη περισσότερο τὸν πόθο του γιὰ τὴν ἡσυχαστική-νηπτικὴ ζωή. Ὁ βιογράφος καὶ μαθητής του Ἱερομόναχος Μητροφάνης στὸ κείμενό του παρουσιάζει τὴν πνευματικότητα τοῦ ὁσίου Παϊσίου. Θὰ παραθέσω μερικὲς ἐνδεικτικὲς φράσεις του ποὺ δείχνουν αὐτὴν τὴν πραγματικότητα. Ἀπὸ τὴν νεότητά του ὁ ὅσιος Παΐσιος «ὑπῆρξε σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τέλειος τηρητὴς τῶν ἐντολῶν του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του ὑπῆρξε δυνατὸς καὶ τέλειος, πλήρης Χάριτος, διεισδυτικὸς μέσα στὴν ψυχή, τέτοιος ποὺ νὰ ξεχωρίζει τὸ κακὸ ἀπὸ τὸ ἀγαθό, τὸ ὁποῖο ξεριζώνει τὰ πάθη καὶ καλλιεργεῖ τὶς ἀρετὲς στὶς ψυχὲς αὐτῶν ποὺ μὲ πίστη ἀκούουν». «Ἡ χάρη τοῦ παναγίου Πνεύματος κατοίκησε μέσα του ἀπὸ τὴν κοιλιὰ ἀκόμη τῆς μητέρας του» καὶ αὐτὴ ἡ Χάρη αὐξήθηκε ἀργότερα μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἦταν σοφός. «Μολονότι δὲ ἦταν μικρὸ παιδὶ στὴν ἡλικία, ἦταν γέρος στὸν νοῦ καὶ τὴ σοφία. Ὑποτάσσοντας τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἐπιθυμία στὴ λογική, ἀποξένωσε τὶς αἰσθήσεις τοῦ ἀπὸ ὅλα τὰ ὡραῖα καὶ ἡδονικὰ τοῦ κόσμου τούτου καὶ τὰ θεωροῦσε ὅλα σὰν σήψη». «Κλείστηκε στὸ σπίτι τοῦ καὶ ζοῦσε στὴν ἡσυχία, ὡσὰν νὰ ἦταν στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ». Τὸν ἔφλεξε ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία «ζῆλος ἀνείπωτος» νὰ ἀγαπήση τὸν Κύριο καὶ νὰ ἐγκαταλείψη ὅλα τὰ τοῦ κόσμου «ἀκόμη καὶ τὴ μητέρα του». Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀγάπησε τὴν νοερὰ ἡσυχία καὶ τὴν νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν ἀπόκτηση αὐτῆς τῆς μεθόδου, διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὴν ἑνότητά του μὲ τὸν Θεό.

Τὰ φυσικὰ χαρίσματα ποὺ εἶχε, ἀλλὰ καὶ οἱ καρποὶ τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς προσευχῆς ἦταν εὐδιάκριτα. «Τὴν ὀξύνοια καὶ τὴ μνήμη του, ποὺ τὴ στερέωσε ἡ Χάρη, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν περιγράψει. Ἦταν ταχὺς στὴν κατανόηση τῶν ὑψηλοτέρων δογματικῶν θεμάτων καί, ἂν τὰ διάβαζε μία φορά, τὰ ἀποθησαύριζε στὴ μνήμη τοῦ γιὰ πάντα». «Πράγματι ὁ θαυμαστὸς αὐτὸς ἄνδρας, ὁ μακαριστὸς πατέρας μας, ἐξομοιώθηκε σὲ ὅλα μὲ τοὺς ἀρχαίους ἅγιους Πατέρες».

Ὁμοίαζε μὲ τοὺς ἀρχαίους ἐρημῖτες. «Ἂν τὸν συγκρίνουμε μὲ τοὺς ἁγίους ἐρημῖτες, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦνταν στὴν κατ' ἰδίαν ἡσυχία, τότε δὲν θὰ ἐκπλαγοῦμε γιὰ τὸ πόσο εὐφραινόταν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό». «Ὁ νοὺς τοῦ ἦταν πάντοτε γαλήνιος» καὶ «φλεγόμενος ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό», δὲν ἄκουγε τίποτε ὅ,τι κι ἂν συνέβαινε ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί του. Ἀγρυπνοῦσε στὸ κελλί του μὲ νοερὰ προσευχὴ καὶ νήψη. «Ὅπως οἱ ἅγιοι ἐρημῖτες ὅλη τὴ νύχτα παρέμεναν ἄγρυπνοι νήφοντας, ἔτσι καὶ αὐτὸς σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ τὴ νύχτα ἀγρυπνοῦσε νήφοντας, μὴ ὑπολειπόμενος κατὰ τίποτε στὴν ἄθληση ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες».

Ἀκόμη ὁμοίαζε μὲ «τοὺς ἀρχαίους ἁγίους κοινοβιάτες Πατέρες» σὲ πολλὰ σημεῖα. Μέσα του κατοικοῦσε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἀπὸ τὰ χείλη του «ἔρρεε ἡ μελίρρυτη πηγὴ τῶν θείων διδαγμάτων, ποὺ ἁπάλυνε καὶ θεράπευε τὶς ψυχὲς καὶ ἐξάλειφε τὰ πάθη. Ὑπῆρχε σ’ αὐτὸν θεῖος νούς, μὲ τὸν ὁποῖο κατανοοῦσε σωστὰ τοὺς κανόνες τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας...».

Ἦταν «ἀκλόνητος στὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ», εἶχε «φόβο Θεοῦ μὲ τὸν ὁποῖο τηροῦσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ», «μέσα του ὑπῆρχε φλογερὴ ἀγάπη» πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ «γεμᾶτος φλόγα, ξεχύθηκε ἀδιακρίτως πρὸς τοὺς πάντες, ἀγαπῶντας, ἐμψυχώνοντας, διδάσκοντας τοὺς πάντες, συμπάσχοντας μὲ ὅλους, ἀσπαζόμενος μὲ τὴν ψυχή του τὰ πνευματικά του τέκνα, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐρχόταν πρὸς αὐτόν». «Εἶχε εἰρήνη πάντοτε μὲ ὅλους, ποτὲ δὲν ἐχθρεύθηκε καὶ δὲν πίκρανε κανέναν», ἦταν σὲ μεγάλο βαθμὸ ταπεινός, ἐγκρατής. «Ἐνῷ ἡ ἀκακία καὶ ἡ ἁπλότητα μέσα του ἦταν παιδική, ὁ νοὺς τοῦ ἦταν θεῖος καὶ ὄχι παιδικός». Τὸ πρόσωπό του ἦταν «ἀγγελόμορφο».

Ὁ Μητροφάνης, ποὺ ἔζησε τὸν ὅσιο Παΐσιο ἀπὸ κοντά, περιγράφει καὶ τὴν ὅλη παρουσία του, ἀφοῦ καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα του εἶχε μεταμορφωθῇ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ κατοικοῦσε μέσα του.

«Τὸ πρόσωπό του ἦταν φωτεινὸ ὅπως ἑνὸς ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ, τὸ βλέμμα του ἤρεμο, ὁ λόγος του ταπεινὸς καὶ ξένος πρὸς τὴν προπέτεια, χαιρετοῦσε ὅλους μὲ ἀγάπη, ἀπαντοῦσε μὲ προσήνεια• ἦταν γεμᾶτος καλοσύνη, ἦταν πρόθυμος στὴν ἐλεημοσύνη, ἔφερνε ὅλους κοντὰ τοῦ σὰν τὸν μαγνήτη ποὺ ἀπὸ τὴ φύση του τραβάει τὸ σίδερο. Εἶχε βάθος ταπεινοφροσύνης καὶ πραότητας, μακροθυμία σὲ ὅλα. Ὁ μέγας αὐτὸς ἄνθρωπος ἦταν ὁλόκληρος ἔνθεος καὶ ἔμπλεως χάριτος. Ὁ νοὺς τοῦ ἦταν πάντοτε ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ καὶ μάρτυρας αὐτοῦ ἦταν τὰ δάκρυα. Ὅταν μιλοῦσε περὶ Θεολογίας, τότε ἡ καρδιά του παλλόταν ἀπὸ ἀγάπη, τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ χαρά, τὰ μάτια του δάκρυζαν, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν ἀλήθεια. Ὅταν στεκόμασταν μπροστά του, τὰ μάτια μᾶς δὲν κουράζονταν νὰ τὸν θεωροῦν ἀλλὰ ἤθελαν ἀχόρταγα νὰ τὸν βλέπουν, ἡ ἀκοή μας ἀπὸ τὴν ὁμιλία του οὔτε κουραζόταν, οὔτε καὶ ἔνιωθε ἀνία, διότι ἀπὸ τὴ χαρὰ στὴν καρδιά μας, ὅπως τὸ εἶπα, ξεχνιόμασταν ἐντελῶς».

Ὁ βιογράφος του περιγράφει καὶ μερικὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἔζησε βλέποντας τὸν ὅσιο Παΐσιο.

Μιὰ φορὰ μπῆκε μέσα στὸ κελλί του, τοῦ μίλησε, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἦταν ἐξαπλωμένος καὶ ἀκίνητος, δὲν ἄκουσε. Καὶ τότε, ὅπως διηγεῖται ὁ Μητροφάνης, «ἐγὼ παραμένοντας ὄρθιος τὸν κοίταξα καὶ εἶδα τὸ πρόσωπό του σὰν νὰ ἦταν πυρωμένο». Ἐπειδή, ὅμως, αὐτὸς ἀπὸ τὴν φύση του «ἦταν λευκὸς καὶ χλωμὸς στὸ πρόσωπο, κατάλαβα ὅτι ἡ φλόγα τῆς καρδιᾶς του, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς προσευχῆς, διαπέρασε καὶ τὸ πρόσωπό του».

Κάποια ἄλλη φορὰ εἶδε τὸ πρόσωπό του νὰ λάμπη. «Ὁ ἴδιος δὲ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ χαρὰ μιλοῦσε χαμογελῶντας μὲ ἀνείπωτη ἀγάπη, βγάζοντας ἀπὸ μέσα του λόγους πνευματικούς, ἦταν δὲ σὰν νὰ ἐνστάλαζε στὶς ψυχές μας χαρά».

Ὁ ὅσιος Παΐσιος εἶχε «καὶ τὸ χάρισμα τῆς προοράσεως καὶ ὅ,τι προέβλεψε συνέβη», ἀλλὰ καί, ἐνῷ βρισκόταν στὸ κελλί του, γνώριζε τὶς διαθέσεις ὅλων τῶν ἀδελφῶν τῆς Μονῆς. Δὲν τοῦ ἔλειπαν δὲ καὶ τὰ θαύματα. «Ὁ δὲ μακαριστὸς πατέρας μας ἔκανε πολλὰ θαύματα, ἀλλά, ἐπειδὴ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα οὔτε νὰ ἀκούσει δὲν ἤθελε καὶ ὅλα τὰ ἀπέδιδε στὴν τιμιότατη Θεοτόκο, γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ θὰ σταματήσω ὥστε νὰ μὴν τοῦ ἐναντιωθῶ, μολονότι γνωρίζω γιὰ πολλὰ θαύματα καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτόν».

Μιὰ τέτοια προσωπικότητα ποὺ διέθετε πολλὰ πνευματικὰ χαρίσματα, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν νοερὰ προσευχή, ἀλλὰ καὶ διδασκαλία, συγκέντρωνε πολλοὺς μοναχοὺς κοντά του καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀνακαίνισε τὸν μοναχισμὸ τῆς ἐποχῆς του, μεταφέροντας σὲ αὐτὸν τὴν νηπτικὴ παράδοση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ περισσότεροι μοναχοὶ στὴν ἐποχή του, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς φωτεινὲς ἐξαιρέσεις ποὺ καὶ ὁ ἴδιος γνώρισε στὰ σπήλαια τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ ἀλλοῦ, εἶχαν ἀλλοιωθῇ τόσο, ὥστε διατηροῦσαν μόνον τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τοῦ μοναχισμοῦ. «Δὲν γνώριζαν τί εἶναι μοναχισμὸς καὶ τί εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ὑπακοῆς καὶ πόση ὠφέλεια πρσφέρει στὸν ὑποτακτικὸ ποὺ προσέρχεται μὲ ἐπίγνωση, τί δὲ εἶναι ἡ ἐργασία, ἡ θέα καὶ ἡ νοερὰ προσευχή, αὐτὴ ποὺ τελεῖται στὸν νοῦ διὰ τῆς καρδιᾶς. Ὁ ἴδιος αὐτὰ τὰ διδάχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, μέσα ἀπὸ τὴ μελέτη καὶ τὴ μετάφραση τῶν ἔργων τους».

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο: Ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ἕνας μεγάλος ἡσυχαστὴς Πατέρας (Γ'))