Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ «ἐλευθερία τῆς βούλησης-θέλησης τοῦ προσώπου» κατὰ τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν πατερικὴ θεολογία

 Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τὸ κείμενο αὐτὸ περιλαμβάνεται στὸ νέο βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου τὸ ὁποῖο πρόκειται ἐντὸς ὀλίγου νὰ κυκλοφορήση, μὲ τίτλο «Μεταπατερικὴ θεολογία καὶ Ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρικὴ θεολογία». Δημοσιεύθηκε στὴν ἱστοσελίδα romfaia.gr στὶς 15 Ὀκτωβρίου 2012

Τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας τῆς βούλησης ἢ τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου, ὅπως παρουσιάζεται στὶς ἡμέρες μας, δὲν στηρίζεται στὴν πατερική-ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλὰ εἶναι κυρίως ὑπόθεση τῆς σύγχρονης φιλοσοφίας καὶ μεταφέρεται ἀπὸ μερικοὺς στὴν θεολογία. Θὰ ἐντοπισθοῦν μερικὰ σημεῖα γύρω ἀπὸ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα, γιὰ νὰ φανῇ τὸ πρόβλημα ποὺ παρουσιάζεται ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τῆς πατερικῆς θεολογίας καὶ οἱ συνέπειες ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ θεωρία στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή.

1. Ἡ θέληση-βούληση στὴν δυτικὴ θεολογία καὶ φιλοσοφία

Ὁ καθηγηγὴς Γεώργιος Παναγόπουλος, ἀναλύοντας τὰ σχετικὰ μὲ τὴν δυτικὴ θεολογία, ἐπισημαίνει ὅτι ὁ σχολαστικὸς θεολόγος Ἰωάννης Δοὺνς Σκῶτος, ἐκφραστὴς τῆς Φραγκισκανικὴς θεολογίας, εἰσήγαγε τὸν βολονταρισμὸ (βουλησιοκρατία) σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὀντολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη. Ὁ Δοὺνς Σκῶτος ἔκανε λόγο γιὰ τὴν «θεία παντοδυναμία», τὴν «ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπουσία κάθε ἐξαναγκασμοῦ ἀπὸ τὸ θεῖο εἶναι». Μὲ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἄνοιξε «μιὰ καινούργια ἀτραπὸ σκέψης στὴν δυτικὴ θεολογία», ἀφοῦ «τὸ βουλητικὸ στοιχεῖο ἀνατιμᾶται σὲ σχέση μὲ τὸ ὀντολογικὸ» καὶ προοιώνισε «ἕνα ἀπὸ τὰ κεντρικὰ αἰτήματα τῆς Μεταρρύθμισης, τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ προτεραιότητα τοῦ Θεοῦ στὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου».

Ἔτσι, ὁ βολονταρισμός-βουλησιοκρατία ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ θεολογία πέρασε στὴν Μεταρρύθμιση καὶ τὸν Προτεσταντικὸ κόσμο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφθασε καὶ στὴν δυτικὴ φιλοσοφία, στὴν ὁποία ἄλλοτε γίνεται λόγος γιὰ τὴν προτεραιότητα τῆς ὀντολογίας καὶ ἄλλοτε γιὰ τὴν προτεραιότητα τῆς βουλησιοκρατίας.

Ὁ καθηγητὴς Θεοδόσης Πελεγρίνης, κάνοντας λόγο γιὰ τὴν βουλησιοκρατία (voluntarism), γράφει ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ φιλοσοφικὸ ἐκεῖνο σύστημα «στὸ ὁποῖο πρωτεύοντα λόγο διαδραματίζει ἡ βούληση, κατ' ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ λόγο». Ἐπίσης, γράφει ὅτι, ἐνῷ οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι ἀντιμετώπιζαν τὰ διάφορα ζητήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν ἔχοντας ὡς γνώμονα τὸν λόγο, ὁ Ἀριστοτέλης ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία στὸν ρόλο τῆς βουλήσεως «στὸ πλαίσιο τοῦ πρακτικοῦ συλλογισμοῦ». Ὅμως, ἰδιαίτερα στὴν νεώτερη ἐποχὴ διάφοροι φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Ντεκάρτ, ὁ Κάντ, ὁ Σοπενχάουερ, ὁ Νίτσε καὶ ὁ Γουΐλιαμ Τζέϊμς, δίνουν μεγάλη σημασία στὴν βούληση καὶ μάλιστα στὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως.

Κατὰ τὸν Σωκράτη Γκίκα ἡ βουλησιοκρατία ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ βούληση ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, τὸ πιὸ δυναμικό της στοιχεῖο, γιατί κατευθύνει τὴν δράση τοῦ ἀτόμου. Ἡ νόηση καὶ τὸ συναίσθημα ἔρχονται σὲ δεύτερη μοῖρα». Ἡ ψυχολογικὴ βουλησιοκρατία ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν Βούντ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ βούληση ἐπιδιώκει νὰ πραγματοποιήση τοὺς σκοποὺς ποὺ ἐπιλέγει ἡ νόηση, καὶ τὸ συναίσθημα ἢ παρωθεῖ τὴν βούληση ἢ στέκεται ἐμπόδιο στὴν βουλητικὴ προσπάθεια. Ἐπίσης, ἀπὸ τὸν Σοπενχάουερ ὑποστηρίχθηκε «ὁ μεταφυσικὸς βουλητισμός», σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει «ἡ παγκόσμια τυφλὴ βούληση», ἀφοῦ «ὅλα στὸν κόσμο κατευθύνονται ἀπὸ τὴν θεϊκὴ βούληση» καὶ ἡ ὁποία «βρίσκεται πίσω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς καὶ βιολογικοὺς νόμους».

Ἐπίσης, ἡ ἐλευθερία, κατὰ τὴν σύγχρονη φιλοσοφία, εἶναι «ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου ἢ μιᾶς ὁμάδας νὰ αὐτοορίζεται, νὰ μὴν πιέζεται ἢ καταδυναστεύεται, νὰ κινεῖται ὅπως θέλει, νὰ ἀναπτύσσει δράση, νὰ πραγματώνει τοὺς σκοποὺς ποὺ θέλει». Ὁ Κὰντ ἔκανε λόγο γιὰ «τὴν ἠθικὴ ἐλευθερία» ὡς δυνατότητα ἐπιλογῆς. Ὁ Φίχτε ὁμίλησε «γιὰ τὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, τελικὰ ὅμως θεώρησε μιὰ τέτοια ἐλευθερία ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Σὰρτρ ὑποστήριζε ὅτι «ἡ ἐλευθερία ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης», εἶναι ἀσταμάτητη καὶ «ὁ ἄνθρωπος εἶναι καταδικασμένος σὲ ἐλευθερία», ἀφοῦ «μὲ τὴν ἐλευθερία του δημιουργεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ μηδέν». Ἀκόμη, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ ἄποψη «εἶναι ἡ ἀπουσία ἐσωτερικῶν συγκρούσεων, συμπλεγμάτων, ἔμμονων ἰδεῶν καὶ συνηθειῶν, καταναγκαστικῶν πράξεων καὶ ψυχαναγκαστικῶν τάσεων».

Εἶναι φανερὸ ὅτι γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν βούληση τοῦ ἀτόμου ἢ τοῦ προσώπου ἔγινε ἰδιαίτερος λόγος τὰ τελευταῖα χρόνια ἀπὸ πλευρᾶς φιλοσοφίας, ὑπαρξισμοῦ καὶ ψυχολογίας, γιατί παραβιάζονταν τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα ἀπὸ ποικιλώνυμες ἐξουσίες. Κανεὶς δὲν ἀρνεῖται τὴν ἀξία τῆς κοινωνικῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ καθήκοντα, καὶ μάλιστα σὲ περιόδους ποὺ καταπιέζονται οἱ πολῖτες. Τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι, ὅταν σύγχρονοι θεολόγοι ἐπηρεάζωνται ἀπὸ τὰ ρεύματα αὐτὰ καὶ προσπαθοῦν νὰ δοὺν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ἐλεύθερης βούλησης καὶ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο ἀλλοιώνεται ἢ ὑπονομεύεται ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

2. Ἡ θέληση στὴν ὀρθόδοξη θεολογία

Τὸ θέμα τῆς βούλησης-θέλησης ἐτέθη ἐπανειλημμένως στὶς θεολογικὲς συζητήσεις ἀπὸ τὸν 4ο αἰῶνα καὶ μετά, ὅταν τὸ ρεῦμα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας εἰσῆλθε μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε οἱ Πατέρες προσπάθησαν νὰ ἀντικρούσουν τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία γιὰ νὰ κατανοήσουν τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὸ δόγμα τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό. Κυρίως ὅμως δυὸ φορὲς ἔγινε σοβαρὴ συζήτηση καὶ ἐλήφθησαν ἀποφάσεις.

Τὴν πρώτη φορὰ ἦταν κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα καί, βεβαίως, ἀπεφάνθη ἡ Α' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Τότε συζητήθηκε τὸ θέμα ἐὰν ὁ Πατὴρ ἐγέννησε τὸν Λόγο ἀπὸ τὴν οὐσία Τοῦ, ὁπότε εἶναι ὁμοούσιος καὶ ἄκτιστος, ἢ ἐὰν ὁ Λόγος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν βούληση τοῦ Πατρός, ὅπως ὅλη ἡ κτίση, ὁπότε ἦταν κτίσμα. Ὁ ὅρος τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι σαφής: «Καὶ εἰς ἕναν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρὸς μονογενῆ, τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός». Αὐτὸ στρεφόταν ἐναντίον τῶν Ἀρειανῶν, ποὺ ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Χριστὸς «οὔκ ἐστιν ἴδιος τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», ἀλλὰ εἶναι κτίσμα καὶ δημιουργήθηκε ἐν χρόνῳ «ἀλλότριος δὲ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς καὶ τρεπτὸς καὶ ἀλλοιωτὸς τὴν φῦσιν».

Στὶς ἀποφάσεις τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς προσθῆκες στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἔγινε ἀλλαγὴ ὁρολογίας (ἐπειδὴ διακρίθηκε ἡ ὑπόσταση ἀπὸ τὴν οὐσία), δὲν ἔγινε ὅμως ἀλλαγὴ θεολογίας. Στὸ τελικὸ κείμενο δὲν ὑπάρχει τὸ «τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», ἀλλὰ σαφέστατα ὑπονοεῖται, ἄλλωστε ὑπάρχει ἡ λέξη «ὁμοούσιος», καὶ ὁπωσδήποτε οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Υἱὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα ἐκ τῆς οὐσίας Τοῦ καὶ δὲν εἶναι δημιούργημα τῆς βουλήσεώς Τοῦ. Ὁ Πατὴρ εἶναι αἴτιος τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ κατὰ τὴν εὔστοχη φράση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη: «ὁ Πατὴρ κοινωνεῖ τὴν οὐσία Τοῦ στὸν Υἱὸ διὰ τῆς γεννήσεως καὶ στὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τῆς ἐκπορεύσεως».

Τὴν δεύτερη φορὰ ποὺ ἔγινε συζήτηση γιὰ τὴν θέληση ἦταν τὸν 7ο αἰῶνα καὶ μάλιστα στὴν Χριστολογία. Οἱ Μονοθελῆτες ἔλεγαν ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχει μία θέληση. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς δίδασκαν ὅτι ἡ θέληση καὶ ἡ ἐνέργεια εἶναι γνωρίσματα τῆς φύσεως, καὶ ἐφ' ὅσον ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φύσεις, ἔχει καὶ δύο θελήσεις, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρωπίνη. Ἔτσι, κάθε φύση στὸν Χριστὸ ἤθελε καὶ ἐνεργοῦσε τὰ δικά της, ἀλλὰ σὲ κοινωνία μὲ τὴν ἄλλη, ἑνωμένες στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς ἀναπτύσσοντας τὸ θέμα τῶν δύο θελήσεων στὸν Χριστὸ θὰ πὴ ὅτι τὸ θέλημα θὰ εἶναι ἢ φυσικὸ ἢ ὑποστατικὸ ἢ παρὰ φῦσιν. Ἂν τὸ θέλημα χαρακτηρισθῇ ὑποστατικό, τότε ὁ Χριστὸς θὰ παρουσιασθῇ «ἐτερόβουλος» ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ τὸ ὑποστατικὸ θέλημα θὰ εἶναι γνώρισμα μόνον τῆς ὑπόστασης. Ἂν τὸ θέλημα τὸ χαρακτηρίσουν παρὰ φῦσιν, τότε δογματίζουν τὴν ἔκπτωση τῶν οὐσιῶν, ἀφοῦ τὰ παρὰ φύση εἶναι φθαρτικὰ τῶν κατὰ φύση. Ἑπομένως, τὸ θέλημα εἶναι φυσικό, δηλαδὴ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς φύσεως, καὶ ὄχι ὑποστατικό, δηλαδὴ δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ὑπόστασης.

Πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ἀποφάνθηκε ἡ ΣΤ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία μεταξὺ τῶν ἄλλων, δογμάτισε:

«Καὶ δύο φυσικὰς θελήσεις, ἤτοι θελήματα ἐν αὐτῷ, καὶ δύο φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως κατὰ τὴν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν ὠσαύτως κηρύττομεν.
Καὶ δύο μὲν φυσικὰ θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μὴ γένοιτο, καθὼς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ' ἑπόμενον τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καὶ μὴ ἀντιπῖπτον, ἢ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μὲν οὔν καὶ ὑποτασσόμενον τὼ θείῳ αὐτοῦ καὶ πανσθενεὶ θελήματι...».

Ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φυσικὰ θελήματα στὸ ἕνα πρόσωπό Τοῦ, τὰ ὁποία φυσικὰ θελήματα δὲν ἀντιπαλαίουν μεταξύ τους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ θέλημα δὲν εἶναι γνώρισμα τοῦ προσώπου, γιατί τότε ὁ Χριστὸς θὰ εἶχε ἕνα θέλημα, ἀλλὰ εἶναι ἰδιότητα τῆς φύσεως. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀποδέχονται πλήρως τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ γι' αὐτὸ κάνουν τὴν διάκριση μεταξὺ θελήσεως-βουλήσεως ποὺ συνδέεται μὲ τὴν φύση, καὶ τῆς προαιρέσεως, ποὺ κάνει τὴν ἐπιλογὴ στοὺς ἀνθρώπους. Δηλαδή, στοὺς Πατέρες ἡ θέληση-βούληση δὲν εἶναι ἡ ἐλευθερία, ὅπως τὴν ὁρίζουν οἱ σύγχρονοι φιλόσοφοι καὶ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι.

Γιὰ νὰ μὴ γίνη καμμία σύγχυση καὶ παρεξήγηση στὰ ὅσα θὰ λεχθοῦν στὴν συνέχεια, πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, δὲν ὑπάρχει ὑπόσταση χωρὶς οὐσία, οὔτε οὐσία χωρὶς ὑπόσταση, ἀλλὰ ἡ ὑπόσταση-πρόσωπο ὁρίζεται ὡς οὐσία μὲ τὰ ἰδιώματα. Ἔτσι, ἡ ἐνέργεια εἶναι οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσης, ἀλλὰ ὁ ἐνεργῶν εἶναι τὸ πρόσωπο. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀποφαίνεται: «ἄλλο ἐστὶν ἐνέργεια καὶ ἄλλο ἐνεργητικὸν καὶ ἄλλο ἐνέργημα καὶ ἄλλο ἐνεργῶν». Ἐνέργεια εἶναι «ἡ δραστικὴ καὶ οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις». Ἐνεργητικὸ εἶναι «ἡ φύσις ἐξ ἧς ἡ ἐνέργεια πρόεισιν». Ἐνέργημα εἶναι «τὸ τῆς ἐνεργείας ἀποτέλεσμα». Καὶ ἐνεργῶν εἶναι «ὁ κεχρημένος τὴ ἐνεργεία ἤτοι ἡ ὑπόστασις».

Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς δίνει τοὺς ὁρισμοὺς γιὰ τὴν θέληση, τὴν βούληση, τὸ θελητό, τὸ θελητικὸ καὶ τὸν θέλοντα. Θέληση εἶναι «ἡ ἁπλὴ δύναμις τοῦ θέλειν». Βούληση εἶναι «ἡ περὶ τί θέλησις», δηλαδὴ ἡ θέληση γιὰ κάτι. Θελητὸ εἶναι «τὸ ὑποκείμενον τὴ θελήσει πρᾶγμα». Χρησιμοποιεῖ ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ δείξη τὴν διαφορά. Ἡ ἁπλὴ ὄρεξη γιὰ βρώση εἶναι ἡ θέληση, ἡ ὄρεξη πρὸς βρώση εἶναι ἡ βούληση, ἡ τροφὴ εἶναι τὸ θελητό. Ἀκόμη, θελητικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει τὴν θελητικὴ δύναμη, ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Καὶ θέλων εἶναι «ὁ κεχρημένος τὴ θελήσει».

Ἔχοντας ὑπ' ὄψιν τὶς βασικὲς θεολογικὲς αὐτὲς ἀρχές, γνωρίζουμε ὅτι ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς μιᾶς ἑνιαίας φύσεως καὶ κοινὴ στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ θέλων εἶναι καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι, ὁ θέλων εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, ἡ θέληση ἀνάγεται στὴν φύση, ὅμως ἡ θεία φύση εἶναι ἀδιανόητη χωρὶς τὶς ὑποστάσεις καὶ τὸ ἀντίστροφο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ αἰτιότητα τοῦ Πατρός, ὅτι αὐτὸς εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν θέληση, ἡ ὁποία εἶναι κοινὴ στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ κοινὴ εἶναι ἡ φύση καὶ ἡ ἐνέργεια.

Ἐπίσης, στὸν ἄνθρωπο ὑπάρχει ἡ βούληση τῆς φύσης καὶ ἡ προαίρεση «ἤγουν ἐπιλογὴ» ἀνάμεσα σὲ δύο διαφορετικὰ πράγματα. Ἔτσι, ὑφίσταται διαφορὰ μεταξὺ βούλησης καὶ προαίρεσης στὸν ἄνθρωπο. Ὅμως, στὸν Θεὸ «βούλησιν μὲν λέγομεν, προαίρεσιν δὲ κυρίως οὐ λέγομεν οὐ γὰρ βουλεύεται ὁ Θεός». Οὔτε ἀκόμη μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ εἶχε βουλὴ ἢ προαίρεση, γιατί δὲν εἶχε ἄγνοια καὶ γνωμικὸ θέλημα, λόγῳ τῆς ἑνώσεως τῆς ἀνθρώπινης μὲ τὴν θεία φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Ἔτσι, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν ἐναντίον τοῦ θείου θελήματος οὔτε παρὰ τὸ θεῖον θέλημα.

3. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γιὰ τὴν ἐλευθερία, τὴν θέληση καὶ τὴν προαίρεση

Ἀναλύοντας τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας τῆς θέλησης καὶ τῆς προαίρεσης, θὰ περιορισθῶ στὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ἰδιαιτέρως κωδικοποίησε τὴν θεολογία τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος.

Κατ' ἀρχὰς ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲν κάνει ἰδιαίτερο λόγο γιὰ τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὴν ἐκλαμβάνουν οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι. Στὰ σχόλιά του στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου «περὶ θείων ὀνομάτων» κάνει λόγο γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ γράφει: «ἁμαρτίαν γὰρ πάντη ἀγνοήσας, κατηξίωσεν ὑπὲρ ἡμῶν, μὴ ἐκστὰς τῶν οἰκείων, ἀναμαρτήτως ἁμαρτία διὰ τῆς δι' ἑαυτοῦ ἡμῶν υἱοθεσίας εἰς τὴν ἀρχαίαν ἐπαναγάγη ἐλευθερίαν». Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ Πατέρες δὲν ἀναφέρονται στὴν «ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν θεότητά Τοῦ», μὲ τὴν «δυνατότητά Τοῦ νὰ ἐνανθρωπίζει», ἀφοῦ ὁ Χριστός, γενόμενος ἄνθρωπος, δὲν ἐξίσταται τῆς θείας φύσεώς Τοῦ, «τῶν οἰκείων». Δηλαδὴ οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν προσδιορίζουν τὴν ἐλευθερία ὡς δυνατότητα ἐκστάσεως ἀπὸ τὴν θεία φύση, ἀλλὰ κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχαία ἐλευθερία, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.

Καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς διδασκαλίας του ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐλευθερία ὄχι ὡς δικαίωμα ἢ δυνατότητα ἐπιλογῆς, ἀλλὰ ὡς ἀναμαρτησία, ὡς ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη. Ἀναφερόμενος στὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ γράφει: «τὴ μὲν γενέσει φυσικῶς εἰς ταυτὸν τὼ ἀνθρώπῳ κατὰ τὴν ζωτικὴν ἀγόμενος ἔμπνευσιν, ἐξ ἧς τὸ κατ' εἰκόνα λαβῶν ὡς ἄνθρωπος ἄπρακτον διέμεινεν ἔχων τῆς ἐλευθερίας τῆς ἀναμαρτησίας καὶ ἄχραντον». Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου ἦταν ἐλεύθερη, ἀπαθής, αὐτοπροαίρετη καὶ ἁγνή. Ἀκόμη, συνδέει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ «ἀνείδεον κάλλος». Ὅμως, σὲ ἄλλο σημεῖο ὁμιλεῖ γιὰ τὸ ὅτι δοῦλος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπιλέγει τὰ πάθη, ἐνῷ ἀντίθετα ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν ἀρετὴ εἶναι «ψυχῆς ἐλευθερία».

Ἔπειτα, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἐνῷ δὲν κάνει λόγο γιὰ ἐλευθερία, ἀλλὰ ὁμιλεῖ γιὰ προαίρεση, ὅμως θεωρεῖ ὅτι ἡ προαίρεση δὲν εἶναι θέληση-βούληση, ἡ ὁποία εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως, ἀλλὰ εἶναι ὄρεξη διασκεπτικὴ γιὰ ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπὸ μᾶς, δηλαδὴ ἡ προαίρεση εἶναι ἕνα κρᾶμα, ἀπὸ ὄρεξη, βουλὴ καὶ κρίση. Γράφει: «τὴν προαίρεσιν ὄρεξιν βουλευτικὴν τῶν ἐφ' ἡμῖν. Οὐκ ἔστι οὔν προαίρεσις ἡ θέλησις», «ἡ προαίρεσις ὀρέξεως καὶ βουλῆς καὶ κρίσεως σύνοδος» «οὐκ ἔστιν οὔν θέλησις ἡ προαίρεσις». Ἐπίσης, κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀμέσως μὲ τὴν πρόσληψή της, ὁδήγησε τὴν προαίρεση σὲ ἀτρεψία, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο τὸ ζοὺν ἐν Χριστῷ καὶ οἱ ἅγιοι.

Ἑπομένως, στὴν πατερικὴ διδασκαλία, ἀπ' ὅ,τι γνωρίζω, δὲν ἀνευρίσκεται ἡ ἔκφραση «ἐλευθερία τῆς βούλησης» ἢ «ἐλεύθερη βούληση τοῦ προσώπου», ἀφοῦ ἡ βούληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως, ἐνῷ ἡ προαίρεση συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο-ὑπόσταση, καὶ αὐτὸ ἐξηγεῖται μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ ὅ,τι στὴν σύγχρονη φιλοσοφία. Καὶ ὁπωσδήποτε ἡ πατερικὴ διδασκαλία περὶ ἐλευθερίας καὶ προαιρέσεως δὲν μπορεῖ νὰ συνδυασθῇ μὲ τὴν ἐλευθερία, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ἡ σύγχρονη φιλοσοφία καὶ ἡ σύγχρονη φιλοσοφοῦσα θεολογία.

Θὰ πρέπει νὰ δοῦμε μὲ συντομία ὅλα αὐτὰ στὴν Τριαδολογία, τὴν Χριστολογία καὶ τὴν ἀνθρωπολογία, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ποὺ ἔκανε μεγάλο ἀγῶνα γιὰ τὰ θέματα αὐτά. Εἰσαγωγικὰ πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ χωρία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τὰ ὁποία ἀναφέρονται στὶς σχέσεις μεταξὺ ὑποστάσεως, φύσεως καὶ ἐνεργείας, ὅμως ἐδῶ θὰ γίνη ἁπλῶς μιὰ νύξη.

Ὁ Θεοδόσιος, Ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Βιθυνίας, μεταξὺ ἄλλων, ὑποστήριζε ὅτι πρέπει νὰ λέμε «μίαν ἐνέργειαν τοῦ Χριστοῦ ὑποστατικήν», δηλαδὴ συνέδεε τὴν ἐνέργεια μὲ τὴν ὑπόσταση. Ὅμως, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε ὅτι μιὰ τέτοια ἄποψη «μόνων γὰρ αἱρετικῶν πολυθεούντων ἐστιν». Ἡ ἐνέργεια εἶναι φυσικὴ καὶ ὄχι ὑποστατική. Ὅταν κανεὶς ἀπονέμη ὑποστατικὲς ἐνέργειες στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τότε ἡ μακαρία θεότητα θὰ ἔχη τέσσερεις ἐνέργειες, δηλαδὴ τρεὶς ἐνέργειες ποὺ χωρίζουν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ μία φυσικὴ ἐνέργεια ποὺ δηλώνει τὴν κατὰ φύση κοινότητα τῶν τριῶν ὑποστάσεων. Ὅποιος ὑποστηρίζει μιὰ τέτοια ἄποψη νοσεῖ τὴν νόσο τῆς τετραθεΐας. Ὅμως, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο οἱ Πατέρες διδάσκουν: «φυσικὴν γάρ, ἀλλ' οὐχ ὑποστατικὴν πᾶσαν εἶναι ἐνέργειαν». Ἐννοεῖται ὅτι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἀναφερόμαστε στὴν φυσικὴ καὶ ὄχι ὑποστατικὴ θέληση.

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν εἰσαγωγικὴ παρατήρηση θὰ δοῦμε τὸ θέμα τῆς θελήσεως στὴν Τριαδολογία. Τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν ἔχουν προσωπικὴ ἐλευθερία ἢ ὑποστατικὴ ἐλευθερία, γιατί ἂν συνέβαινε αὐτό, τότε κάθε Πρόσωπο θὰ εἶχε τὸ δικό του θέλημα, τὴν δική του ἐλευθερία, πρᾶγμα ποὺ θὰ διασποῦσε τὴν ἑνότητα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ἡ ἀπόδοση τῆς θέλησης στὸ πρόσωπο προκειμένου νὰ ἐξασφαλισθῆ ἡ «ἐλευθερία τοῦ προσώπου» δημιουργεῖ πρόβλημα τριθεΐας στὴν Ἁγία Τριάδα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀναφερόμενος στὴν Ἁγία Τριάδα, ἀποδίδει μὲ σαφήνεια τὴν θέληση στὴν φύση καὶ ὄχι στὸ πρόσωπο. Γράφει ὅτι θὰ ρωτοῦσε εὐχαρίστως τοὺς μονοθελῆτες ἂν ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ὅλων θέλη ἐπειδὴ εἶναι Πατὴρ ἢ ἐπειδὴ εἶναι Θεός, δηλαδὴ ἂν τὸ θέλημά Τοῦ συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς ἢ μὲ τὴν θεότητά Τοῦ. Ἐὰν θέλη ἐπειδὴ εἶναι Πατήρ, τότε θὰ εἶναι ἄλλο τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς καὶ ἄλλο τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ, γιατί εἶναι διαφορετικὰ πρόσωπα. Ἂν ὅμως θέλη ἐπειδὴ εἶναι Θεός, τότε ἐπειδὴ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Θεοί, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ θέλημα εἶναι τῆς φύσεως, δηλαδὴ εἶναι θέλημα φυσικό.

Ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, εἶναι τρία Πρόσωπα, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὰ ὁποία ἔχουν μία φύση, μία ἐνέργεια, μία θέληση, μία δόξα, μία βασιλεία.

Ἡ περσοναλιστικὴ φιλοσοφία καὶ θεολογία ἐγκλωβίζεται στὴν ταύτιση φύσεως καὶ ἀναγκαιότητας καὶ γι' αὐτὸ εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ ἀπόδοση τῆς θέλησης στὸ πρόσωπο καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς ὑποτιθέμενη «ἐν ἐλευθερίᾳ» βουλητικὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ βουλητικὴ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, ἡ ὁποία συνεπάγεται Ἀρειανισμό.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅμως, καὶ πάλι ἀποβαίνει σαφέστατος. Γράφει ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα εἶναι «ὑπὲρ τὴν θέλησιν», δηλαδὴ δὲν μεσολαβεῖ ἡ θέληση μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, οὔτε ἡ θέληση τοῦ Πατρὸς προεπινοεῖται τοῦ Υἱοῦ, ἐπειδὴ οὔτε προϋπῆρχε ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς εἶχαν «ἅμα τὸ εἶναι», γι' αὐτὸ ἔχουν καὶ μία θέληση, «ἁπλήν τε καὶ ἀδιαίρετον», ὅπως ἔχουν καὶ μία οὐσία καὶ μία φύση.

Τὸ ὅτι ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸ ἐκ τῆς οὐσίας Τοῦ δὲν συνεπάγεται ἀναγκαιότητα ἢ ἀνελευθερία, διότι εἶναι ἀδιανόητη ἡ ἀπόδοση ὁποιασδήποτε ἀναγκαιότητας στὴν ἄκτιστη φύση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος παρατηρεῖ ὅτι ἐὰν τὸ φυσικὸ εἶναι καὶ ἀναγκασμένο, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ φύση Θεός, κατὰ φύση ἀγαθὸς καὶ κατὰ φύση δημιουργός, τότε ὁ Θεὸς θὰ εἶναι καὶ κατ' ἀνάγκη Θεὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ δημιουργός, πρᾶγμα ποὺ εἶναι βλάσφημο καὶ νὰ τὸ σκεφθῇ κανείς. Γιατί «τὶς γὰρ ὁ τὴν ἀνάγκην ἐπάγων;», δηλαδή, ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀνάγκη; Παραπέμπει δὲ στὸ χωρίο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας: «Μηδὲν φυσικὸν εἶναι ἐν τῇ νοερὰ φύσει ἀκούσιον».

Τὴν ταύτιση φύσεως καὶ ἀναγκαιότητας, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι τὴν χρησιμοποιοῦσαν προκειμένου νὰ ἀποδείξουν τὴν κτιστότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου διὰ τῆς ἐκ τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ Πατρὸς γέννησή Τοῦ, τὴν χρησιμοποιοῦσαν καὶ οἱ φιλονεστοριανοὶ Ἀντιοχειανοί, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Θεοδώρητος Κύρου, προκειμένου νὰ ἀποδείξουν τὸ ἀδύνατον τῆς καθ' ὑπόστασιν ἑνώσεως θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ νεστοριανικὴ ἀντιπρόταση γιὰ τὴν ἕνωση θεότητας καὶ ἀνθρωπότητας στὸν Χριστὸ ἦταν ἡ «συνάφεια», ἕνωση σχέσης δυὸ ξεχωριστῶν ὑποστάσεων, ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔσωζε κατ' αὐτοὺς τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπὸ μιὰ ἀναγκαστικὴ ἕνωση, μὲ ἀποτέλεσμα ὡστόσο τὴν μὴ πραγματικὴ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὅμως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν πέφτει σὲ τέτοιες πλάνες, γιατί διδάσκει ὅτι ἡ βούληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως καὶ ὄχι τοῦ προσώπου.

Ἅς δοῦμε μὲ συντομία τὸ θέμα τῆς βουλήσεως-θελήσεως στὴν ἀνθρωπολογία.

Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Πολλοὶ Πατέρες τὸν ὅρο κατ' εἰκόνα τὸν προσδιορίζουν ὡς τὸ νοερὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο, «ἡ δὲ αὐτεξουσιότης ἐστὶν αὐτοκρατῇς τοῦ θελήματος κίνησις». Πάντως, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα εἶχαν τὴν δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς. Ὅμως, τὸ πρῶτο ἀνδρόγυνο δὲν εἶχε τὴν τελειότητα, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ φθάση σὲ αὐτήν, ἦταν νήπιοι καὶ ἔπρεπε νὰ ὁλοκληρωθοῦν, ἡ φύση τους ἦταν ἀτελής. Ἡ κακὴ χρήση τῆς προαίρεσης τοὺς ὁδήγησε στὴν πτώση. Ἔτσι, ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς, τῆς προαίρεσης ἦταν ἔκφραση τῆς ἀτέλειάς τους.

Ἑπομένως, καὶ στὸν ἄνθρωπο ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως, εἶναι φυσικὴ θέληση καὶ ὄχι ὑποστατική, ἡ θέληση δὲν κάνει ἐπιλογή, τὴν ὁποία ἐπιλογὴ κάνει ἡ προαίρεση. Τὸ προοδευτικὸ σχῆμα ποὺ διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὅπως τὸ εἴδαμε καὶ προηγουμένως, εἶναι: θέληση-βουλή-γνώμη-προαίρεση. Τὸ «θέλημα εἶναι φυσικὸν ἤγουν θέλησιν, δύναμιν τοῦ κατὰ φῦσιν ὄντος ὀρεκτικήν». «Ἡ προαίρεσις περὶ ταῦτὰ ἐστι μετὰ τὴν κρίσιν, περὶ ἅ ἡ βουλὴ πρὸ τῆς κρίσεως».

Λέγοντας, ὅμως, ὅτι τὸ θέλημα εἶναι τῆς φύσεως, δὲν ἀγνοοῦμε ὅτι ὁρίζουμε τὴν ὑπόσταση ὡς οὐσία μετὰ ἰδιωμάτων, ὁπότε δὲν μπορεῖ νὰ κάνουμε λόγο γιὰ προτεραιότητα τῆς φύσεως ἔναντι τοῦ προσώπου οὔτε γιὰ προτεραιότητα τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς φύσεως. Οἱ Πατέρες διακρίνουν τὸ «θέλειν» ἀπὸ τὸ «πῶς θέλειν», γι' αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ γίνεται σύγχυση μεταξὺ τῆς θελήσεως, ποὺ εἶναι τῆς φύσεως, καὶ τοῦ πῶς ἐκφράζεται ἡ θέληση, ποὺ εἶναι τοῦ προσώπου. Ὁ ἅγιος Μάξιμος γράφει ὅτι «οὐ ταυτὸν τὸ θέλειν καὶ τὸ πῶς θέλειν», ὅπως δὲν εἶναι τὸ ἴδιο «τὸ ὁρᾶν καὶ τὸ πῶς ὁρᾶν». Τὸ νὰ θέλη καὶ νὰ βλέπη κανεὶς εἶναι τῆς φύσεως καὶ ὑπάρχει σὲ ὅλα τὰ ὁμοφυῇ καὶ ὁμογενῆ, ἀλλὰ «τὸ πῶς θέλειν», ὅπως καὶ «τὸ πῶς ὁρᾶν», δηλαδὴ τὸ νὰ θέλη νὰ περπατήση ἢ νὰ μὴ θέλη, τὸ νὰ βλέπη σὲ κάθε κατεύθυνση «τρόπος ἐστιν τῆς τοῦ θέλειν καὶ ὁρᾶν χρήσεως». Αὐτὸ δηλαδὴ τὸ «πῶς θέλειν» εἶναι «τὼ κεχρημένω προσὸν» ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴν λεγομένη κοινῶς διαφορά.

Ἑπομένως, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται σύγχυση μεταξὺ τοῦ «θέλειν», ποὺ εἶναι τῆς φύσεως, καὶ τοῦ «πῶς θέλειν» ποὺ εἶναι προσὸν αὐτοῦ ποὺ χρησιμοποιεῖ τὴν θέληση. Αὐτὴ εἶναι ἡ χρυσῆ τομὴ μεταξὺ τῆς οὐσιοκρατίας καὶ τοῦ περσοναλισμοῦ καὶ δείχνει ὅτι ἡ Πατερικὴ διδασκαλία ἀποφεύγει τόσο τὴν σχολαστικὴ οὐσιοκρατία ὅσο καὶ τὸν φιλοσοφικὸ περσοναλισμό.

Ἅς δοῦμε τὸ θέμα τῆς θελήσεως στὴν Χριστολογία.

Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Τοῦ προσέλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ἕνωσε μὲ τὴν θεία φύση στὴν ὑπόστασή Τοῦ, τὴν θέωσε. Ἂν καὶ ἔγινε πρὸς Χάρη μας ἄνθρωπος, Αὐτὸς ποὺ εἶναι «ὁ ποιητὴς τῶν ἀνθρώπων», ὅμως, «ἡμῖν δηλονότι καὶ τὴν ἀτρεψίαν κατώρθωσε τῆς προαιρέσεως, ὡς ἀτρεψίας δημιουργός». Ἔτσι, «τὸ ἀνθρώπινον τοῦ Θεοῦ» (τοῦ Χριστοῦ) «κατὰ προαίρεσιν ὡς ἡμεῖς οὐ κεκίνηται», κάνοντας μὲ τὴν ἐξέταση καὶ τὴν κρίση τὸν διαχωρισμὸ τῶν ἀντιθέτων, «ἵνα μὴ φύσει κατὰ προαίρεσιν νομισθείη τρεπτόν». Ἀλλά, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ εἶναι, ἀμέσως μετὰ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸν Λόγον «ἀδίστακτον, μᾶλλον δὲ στάσιμον τὴν κατ' ὄρεξιν φυσικήν, ἤτοι θέλησιν, κίνησιν ἔσχεν». Ὁπότε, ἡ προαίρεση στὸν Χριστὸ δὲν κινήθηκε.

Οἱ ἄνθρωποι ὡς ἀτελεῖς, μὲ τὴν γέννησή τους, ἔχουν τὴν προαίρεση, ἀφοῦ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ κινηθοῦν πρὸς τὰ δύο, «τὰ καλά τε λέγω καὶ τὰ κακά». Αὐτή, ὅμως, ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς –τῆς προαίρεσης– παύει νὰ ὑφίσταται στοὺς ἁγίους, ποὺ ἑνώνονται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ γίνονται μέλη τοῦ Σώματός Τοῦ, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ ἀποκτοῦν τὴν ἀτρεψία τῆς προαίρεσης, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α' Κόρ. ἰγ', 8). Στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ ὑπάρχη δυνατότητα ἐπιλογῆς, οἱ ἅγιοι θὰ ἔχουν ἐν Χριστῷ ἀτρεψία τῆς προαίρεσης, ἀφοῦ δὲν θὰ ὑπάρχουν ἀντίθετες καταστάσεις.

Ἑπομένως, τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν ἔχουν ἐλευθερία, ὅπως τὴν ἐννοοῦν οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς δὲν ἔχει δυνατότητα ἐπιλογῆς, ἤτοι γνωμικὸ θέλημα, ἀφοῦ ἔχει ἀτρεψία προαίρεσης. Καὶ ὁ ἄνθρωπος στὴν πτωτικὴ κατάσταση ἔχει μὲν δυνατότητα προαίρεσης, ἀλλὰ ὅταν φθάνη στὴν θέωση ἀποκτᾶ ἐν Χριστῷ τὴν ἀτρεψία τῆς προαίρεσης καὶ ὁδηγεῖται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἄσκηση καὶ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ γνωμικὸ θέλημα στὸ φυσικὸ θέλημα.

Ἔτσι, ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου, τὴν ὁποία οἱ θεολόγοι σήμερα ἐπαινοῦν ὑπερβαλλόντως, ὡς στοιχεῖο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἔκφραση καὶ καθοριστικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συνιστᾶ τὴν τελειότητά του, εἶναι ἀπαράδεκτη ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς.

Ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι ὑποστατική, ἀλλὰ φυσική. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία, διότι ἔτσι διατρανώνεται ἡ καλὴ λίαν δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως, τὸ πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο ποῦ κάνοντας παράχρηση τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας τῆς φύσεως καταλήγει στὴν ἁμαρτία. Ἑπομένως, δὲν «ὑπερβαίνει τὸ πρόσωπο διὰ τῆς ἐλευθερίας τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως», ἀλλὰ ἀντίστροφα, κάθε ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος καὶ τὴν δική του συνέργεια διὰ τῆς φυσικῆς θελήσεως, μπορεῖ νὰ ἀχθῇ πέραν τῶν ὁρίων τῆς φύσεώς του καὶ νὰ φθάση στὴν θέωση. Ἀντίθετα, τὸ πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἂν δὲν κάνη καλὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου, καταλήγει δέσμιο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὑποδουλώνει τὴν φύση στὰ πάθη. Συνεπῶς, ἡ ἀπόδοση ἀναγκαιότητας στὴν φύση δείχνει εἴτε ἄγνοια τῶν πατερικῶν κειμένων εἴτε ἑρμηνευτικὸ ἐκβιασμό τους μὲ σκοπὸ τὴν ἐξαγωγὴ τῶν ποθουμένων περσοναλιστικῶν συμπερασμάτων.

4. Οἱ συνέπειες τοῦ περσοναλισμοῦ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή

Πρέπει νὰ ἐπισημανθῇ κάτι πολὺ σημαντικὸ καὶ ἀξιοπρόσεκτο, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν λεγομένη μεταπατερικὴ θεολογία τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου.

Ἡ μεταφορὰ τῆς συγκεκριμένης περσοναλιστικὴς τριαδολογικὴς ἀπόψεως στὴν σημερινὴ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία μὲ τὴν θρυλούμενη «ἐλευθερία τοῦ προσώπου», ἡ ὁποία μάλιστα προβάλλεται καὶ ὡς οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς σὲ σχέση μὲ τὴν οὐσιοκρατία τῆς χριστιανικῆς Δύσης, ἔχει συγκεκριμένες προεκτάσεις, ὅπως τὴν συχνὴ κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖται στὴν ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ ὡς ἀντιστρατευόμενη τὴν «ἐλευθερία τοῦ προσώπου». Ὅπως πάντοτε, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ ἐσφαλμένη δογματικὴ ἄποψη ὁδηγεῖ σὲ ποικίλες ἑρμηνευτικὲς παρεκτροπὲς ποὺ ἔχουν συνέπεια στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζὴ ὁ Χριστιανὸς ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

Θὰ τονισθοῦν μερικὲς συγκεκριμένες παραχαράξεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν λεγόμενη ἐλευθερία τῆς βούλησης ἢ τῆς θέλησης καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου.

Πρῶτον, ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῶν πραγμάτων, ἑρμηνεύεται καὶ ἐκλαμβάνεται μέσα ἀπὸ τὴν θεωρία τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἀγάπης, ὅπως ἑρμηνεύθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀλέξη Χομιακὼφ καὶ τὸν Ἀφανάσιεφ. Σύμφωνα μὲ τὶς θεωρίες αὐτὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ἔχει μεγάλη σημασία ἡ βίωση τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς κανονικὲς προϋποθέσεις ποὺ ἔχουν θεσπίσει οἱ Πατέρες τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἔτσι, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ κρίνεται στὴν πράξη μὲ ὅρους «ἀστικῆς δημοκρατίας», προκειμένου νὰ στοχοποιηθοῦν ἱεραρχικὲς δομὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ κριθοῦν ὡς καταπιεστικὲς καὶ ἀπάδουσες τῆς πρώτης «δημοκρατικῶς φερομένης» ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Στὴν συνέχεια χρησιμοποιεῖται ἡ ἐσφαλμένη αὐτὴ δογματικὴ θέση στὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογίας, ὥστε νὰ εἰσαχθοῦν διάφορες οὐμανιστικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν μετοχὴ στὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς θεολογικὲς καὶ κανονικὲς προϋποθέσεις, ὡσὰν ἡ πνευματικὴ ζωὴ νὰ εἶναι μιὰ «δημοκρατία ἀστικοῦ τύπου», στὴν ὁποία ὅλοι ἀπολαμβάνουν τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπροϋποθέτως. Εἶναι βέβαιο ὅτι μὲ τέτοιες προϋποθέσεις στοχοποιοῦνται καὶ ὑπονομεύονται Πατερικὰ ἔργα, ὅπως τὰ Ἀρεοπαγητικὰ συγγράμματα, τὰ ὁποία ἑρμηνεύθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ὅτι δῆθεν κατοπτρίζουν ἄκαμπτες ἐκκλησιαστικὲς δομὲς ποὺ ἔγιναν ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως ἀπὸ τὸν Κλῆρο.

Δεύτερον, ἡ ἀσκητικὴ τοῦ ἡσυχασμοῦ κρίνεται ὅτι κατοπτρίζει τὴν λογικὴ τῆς ἀτομιστικῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία δὲν ἔχει ἄμεση ἀναφορὰ στὴν «ὀντολογία τοῦ προσώπου», δηλαδὴ στὸ «ὑπάρχειν ἐλευθέρως ἐν σχέσει», ἀλλὰ στὴν προοπτικὴ μιᾶς ἀτομιστικῆς καθάρσεως τῶν παθῶν χωρὶς ἀναφορὰ στὸν Ἄλλο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν προϋποθετικὴ συνθήκη τοῦ «ὑπάρχειν προσωπικῶς». Ἔτσι, διασπᾶται ἡ ἑνότητα μεταξὺ Μυστηρίων καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία στὴν πράξη εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ζωή, δηλαδὴ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀμφισβητεῖται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ἡ ἀσκητικὴ θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ὡς ὠριγενικὴ καὶ νεοπλατωνική, ἀλλὰ ὑπονομεύεται ὕπουλα καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεῶν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς «πνευματοκρατική».

Τρίτον, ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἀσκητικὴ εὐλάβεια, ποὺ ἐπαινεῖται ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς Πατέρες, ἐπικρίνεται ἀπὸ τοὺς ἐκφραστὲς τῆς θεωρίας «τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου» ὡς ἀνελεύθερος δυτικὸς εὐσεβισμὸς καὶ ἠθικισμός, ἀλλὰ καὶ ὡς «θρησκειοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος». Ἔτσι, παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νὰ κρίνεται καὶ νὰ ὑπονομεύεται τὸ περιεχόμενο τῆς «Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν Πατέρων», ὅτι δῆθεν συνιστᾶ μιὰ «θεραπευτικὴ ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία ἀνέτρεψε τὴν «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» τῆς πρώτης Ἐκκλησίας!

Τέταρτον, ἡ ὑπακοὴ σὲ Πνευματικὸ Πατέρα κρίνεται ὡς κολόβωση τῆς «ἐλευθερίας τοῦ προσώπου» καὶ ἀπέκδυση τῆς εὐθύνης τῆς ὕπαρξης, «τοῦ ὑπάρχειν ἐλευθέρως», ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐξομολογούμενο καὶ μετάθεση αὐτῆς τῆς «προσωπικῆς εὐθύνης» στὸν Γέροντα. Βεβαίως, δὲν παραβλέπουμε διάφορα λάθη τὰ ὁποία γίνονται στὸν τομέα αὐτό, εἴτε ἀπὸ Πνευματικοὺς Πατέρες εἴτε ἀπὸ πνευματικὰ παιδιά, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τέτοια λάθη νὰ ὑπονομεύεται ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν δουλεία στὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, ὅπως περιγράφεται στὴν πορεία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας μὲ τὴν θεοπτικὴ καθοδήγηση τοῦ Μωϋσέως.

Ἑπομένως, ἡ λανθασμένη θεωρία περὶ τῆς «ἐλευθερίας τῆς βούλησης-θέλησης» καὶ τῆς «ἐλευθερίας τοῦ προσώπου» καὶ περὶ συνδέσεως τῆς θέλησης μὲ τὸ πρόσωπο, ἔχει σημαντικὲς προεκτάσεις στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Μὲ τέτοιες θεωρίες ὑπονομεύεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ προϋποθέσεις τοῦ ἁγιασμοῦ, καὶ οὐσιαστικὰ παρερμηνεύεται ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ποὺ κάνει λόγο γιὰ πρακτικὴ φιλοσοφία, φυσικὴ θεωρία καὶ μυστικὴ θεολογία, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ κάθαρση, φωτισμὸ καὶ θέωση.

Κατὰ συνέπεια, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἐλεύθερη βούληση τοῦ προσώπου ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, διότι ἡ θέληση-βούληση εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς φύσης καὶ ὄχι τοῦ προσώπου, ἐνῷ ἡ ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο γίνεται μὲ τὴν προαίρεση, ἡ ὁποία συνιστᾶ μὲν ἀτέλεια τῆς φύσης, ἀλλὰ οἱ ἅγιοι ἀποκτοῦν ἐν Χριστῷ καὶ τὴν ἀτρεψία τῆς προαίρεσης. Τὰ περὶ ὀντολογίας καὶ ἐλευθερίας τοῦ προσώπου γιὰ νὰ ἀποφευχθῇ δῆθεν ἡ ἀναγκαιότητα τῆς φύσης εἶναι δυτικὸς περσοναλισμός, μιὰ «ψευδομόρφωση» στὴν σύγχρονη θεολογία, εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς λεγόμενης «μεταπατερικῆς θεολογίας».