Skip to main content

Κωστῆ Μπαστιᾶ: Παπουλᾶκος

Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου

Θὰ ἦταν ἀσυγχώρητο λάθος, ἂν θεωρούσαμε τὸν «Παπουλάκο» τοῦ Κωστῆ Μπαστιὰ σὰν ἕνα λογοτεχνικὸ εἶδος, ἕνα μυθιστόρημα π.χ. ἢ ἕνα ἄλλο εἶδος ἀφηγήματος. Εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο. Εἶναι ἡ ἀνάγκη ἔκφρασης τῆς πίστεως ἑνὸς Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ. Εἶναι ἕνα ἔργο εἰλικρίνειας, μιὰ στάση ζωῆς, ποῦ ὁ συγγραφέας ἀντλεῖ τὴν δύναμη ἀπὸ τὶς κατασταλαγμένες ἰδέες του καὶ τὸν στέρεο μεταφυσικό του προσανατολισμό.

Σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ ἔργο εἶναι φανερὴ ἡ ἀγωνία τοῦ Μπαστιᾶ γιὰ τὴν μοῖρα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Καὶ εἶναι σταθερὴ ἡ ἄποψή του ὅτι τὸ νεοελληνικὸ κράτος θὰ ξαναβρῇ τὸν σωστὸ δρόμο, ἂν στραφῆ καὶ κτίση τὸ μέλλον του πάνω στὶς στέρεες παραδόσεις τῆς νεοελληνικῆς Ὀρθοδοξίας.

Κωστή Μπαστιά: Παπουλάκος

Κόπηκε τὸ ρεῦμα τῶν ἔργων τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας, ποῦ στηριζόταν στὴν παράδοση τοῦ Βυζαντίου μὲ τοὺς ἀνακαινιστὲς τοῦ εἴδους καὶ κορυφαῖο τὸν Κοραῆ, καὶ εἰδικὰ στὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα τὸν Θεόκλητο Φαρμακίδη. Θιασώτης τοῦ Οὑμανισμοῦ ὁ τελευταῖος, μέχρι τὸ 1837, ἔπαιξε καθοριστικὸ ρόλο στὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα. Στὶς ἀπόψεις τοῦ Φαρμακίδη στηρίχθηκε ὁ Μάουερ καὶ μὲ διάταγμα τοῦ 1833 καθιέρωσε τὴν ἀνεξαρτησία καὶ τὸ αὐτοκέφαλο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὑπαγωγή της στὸ κράτος καὶ τὴν διάλυση ἑκατοντάδων ὀρθοδόξων μοναστηριῶν, ὅσων εἶχαν λιγότερους ἀπὸ πέντε μοναχούς.

Ὅπως ἦταν φυσικό, ἀναπτύχθηκε γρήγορα καὶ ἡ ἀντίδραση σ’ αὐτὸν τὸν κατήφορο τῆς Ὀρθοδοξίας. Κάπως δειλὰ στὴν ἀρχὴ καὶ ὕστερα δυναμικὰ κάποιοι κορυφαῖοι τῶν Γραμμάτων μας, ὅπως ὁ Ἴων Δραγούμης, ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, ὁ Φῶτος Πολίτης, ὁ Φώτης Κόντογλου καὶ προπαντὸς ὁ μεγάλος Παπαδιαμάντης, ἐπεσήμαναν τὶς ἀντινομίες καὶ τὴν ἀνθελληνικότητα καὶ ἀνορθοδοξία τοῦ νόμου τοῦ Μάουερ καὶ ἐπέκριναν τὶς πολιτικὲς καὶ πνευματικὲς κατευθύνσεις του. Ὁ Μπαστιᾶς μὲ τὸν «Παπουλᾶκο» καὶ τὰ ἄλλα βιβλία τοῦ ἐπάξια θεωρεῖται ἄξιος συνεχιστὴς τοῦ ἔργου ἐκείνων.

Στὸ ἔργο αὐτὸ προβάλλεται ἡ νεοελληνικὴ Ὀρθοδοξία. Τὴν ἐκπροσωπεῖ ἕνας μοναχός, ὁ Παπουλάκος, ποῦ κατὰ τὸν Μπαστιὰ παίρνει ἐπάνω του ὁλόκληρη τὴν πνευματική, θρησκευτικὴ καὶ πολιτικὴ ζωὴ τῆς νεώτερης Ἑλλάδας. Γι’ αὐτὸ λέμε πῶς τὸ βιβλίο τοῦτο τοῦ Μπαστιὰ δὲν εἶναι μόνο λογοτεχνικὸ ἀφήγημα, ἀλλὰ καὶ ἕνα θεμελιακὸ δοκίμιο κριτικῆς τοῦ νεώτερου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ποῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀγνοήση ἢ νὰ τὸ προσπεράση ἀδιάφορος, ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ξεπερασμένο. Εἶναι ἕνα ἔργο ποῦ ἁπλώνεται σὲ πλῆθος θεμάτων καὶ τὰ κρίνει ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τῆς νεοελληνικῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀποδεικνύει τὴν ἀντινομία ἀνάμεσα στὴν παράδοση καὶ τὴν σημερινὴ πραγματικότητα ποῦ βιώνει τὸ Ἔθνος μας.

Ὁ Παπουλᾶκος -τὸ πραγματικό του ὄνομα Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος- γεννήθηκε τὸ 1790 μὲ 1795 στὸ χωριὸ Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων. Νέος ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ χασάπη. Σὲ ὥριμη ἡλικία ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἀσκήτεψε σὲ ἕνα μοναστήρι ποῦ ἔκτισε ὁ ἴδιος. Ἔμαθε μόνος του γραφὴ καὶ ἀνάγνωση καὶ διάβασε πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. Ὕστερα ἄρχισε νὰ περιοδεύη στὰ χωριὰ τῆς Ἀχαΐας πρῶτα καὶ μετὰ καὶ σὲ ἄλλους νομούς. Δίδασκε τὸ Εὐαγγέλιο, συγκέντρωνε τρόφιμα καὶ τὰ μοίραζε στοὺς φτωχούς. Διέθετε γλωσσικὴ εὐχέρεια καὶ σπάνια πειστικότητα. Ἐνθουσίαζε τοὺς ἀκροατές του καὶ τὸν περίμεναν μὲ θερμὲς ὑποδοχές. Τοῦ ἀπέδιδαν θαύματα καὶ ἔτρεχαν ἀπὸ παντοῦ νὰ τὸν συναντήσουν.

«Γιατί σιγά-σιγά ἀπ’ ὅλον τὸ Μοριᾶ, μπουλούκια-μπουλούκια οἱ Χριστιανοὶ μπαίνανε σὲ σκοῦνες καὶ θαλασσοδερνόταν γιὰ νὰ φτάσουνε στὴν Ἄντρο, ν’ ἀνεβοῦνε στὸ μοναστήρι καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸ γέροντα. Τὸ ἴδιο, καραβάνια προσκυνητὲς ξεμπαρκάριζαν ἀπὸ τὴ Σύρα, τὴν Τῆνο, τὴν Κύμη, τὴν Κάρυστο καὶ τὶς Σποράδες. Φέρνανε μαζί τους τρόφιμα γιὰ τὸ γέροντα, ἀλλὰ καὶ τάματα γιὰ τὴν ἐκκλησιὰ καὶ χαρίσματα στὸν ἡγούμενο». («Παπουλᾶκος» σέλ. 244)

Καταφερόταν μὲ πάθος κατὰ τῆς προόδου καὶ τοῦ μοντερνισμοῦ καὶ συνιστοῦσε τὴν ἁπλὴ παραδοσιακὴ ζωή.

«Γιὰ μαζέψτε τὸ νοῦ σας καὶ συλλογιστῆτε σὰν μυαλωμένοι ἄνθρωποι κι ὄχι σὰν ξιπασμένα ὄρνια τί εἶναι τάχα τὰ μεγάλα τοῦτα κατορθώματα τ’ ἀνθρώπου, ποῦ τόσο διαλαλοῦνε οἱ σοφοὶ κι οἱ κυβερνῆτες τοῦ κόσμου; Ἀντὶς νὰ κινιέται τὸ πλεούμενο μὲ τὴ βοήθεια τ’ ἀγέρα ἀρμενίζει μὲ τὴ φωτιά. Κι ἔπειτα; Ἡ φαρμακερὴ περηφάνεια τ’ ἀνθρώπου νὰ παραστήσει τὸ Θεό, εἶναι ρίζα σ’ ὅλα τὰ καμώματα. Ἀντὶς ὅμως νὰ παραστήσει τὸ μικρὸ Θεὸ μὲ τὴν περηφάνεια τοῦ ὁ ἄνθρωπος παρασταίνει τὸ μικρὸ διάβολο. Γιατί τὰ ἔργα τῆς περηφάνειας δὲν εἶναι ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ παγίδες τοῦ σατανᾶ. Πασχίζει νὰ μικρύνει τὸν καιρὸ καὶ νὰ κοντύνει τὸν τόπο μόνο γιὰ ν’ ἀποχτήσει περισσότερο πλοῦτος καὶ βασανίζεται ἀπὸ τὴ λαχτάρα τοῦ χρυσαφιοῦ, γιατί θέλει μὲ τὴ βοήθειά του νὰ ζεὶ ἄνομα κι ἀνώφελα. Κοροϊδεύει καὶ κοροϊδεύεται πῶς τάχα μ’ ὅλα τοῦτα θὰ καλυτερέψει τ’ ἀνθρώπινο γένος, ἐνῷ στὸ βάθος ἔγνοια εἶναι πῶς νὰ ξεσπάσουν ἀτιμώρητα τὰ πάθια. Νὰ μπορεῖ ἀκίντυνα νὰ χορταίνει τὴ λαιμαργία του καὶ νὰ μπορεῖ χωρὶς φόβο νὰ ζεὶ μὲ κανόνα τὴν πορνεία.

Ὁ ἄνθρωπος πώχει γιὰ κανόνα τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει χρεία ἀπὸ τέτοια γιατρικὰ τοῦ σατανᾶ, γιατί οὔτε λαίμαργος εἶναι, οὔτε πόρνος, οὔτε μοιχός, οὔτε κλέφτης, οὔτε ψεύτης, κοντολογὶς δὲν εἶναι περήφανος καὶ γιὰ τοῦτο δὲ νοιάζεται νὰ μικρύνει τὸν καιρὸ καὶ νὰ κοντύνει τὸν τόπο. Ὅλα τοῦτα εἶναι τερτίπια τοῦ σατανᾶ, ποῦ ἀδιάκοπα ποτίζει τὸ δέντρο τῆς περηφάνειας καὶ ξεγελᾶ τὸν ἄνθρωπο. Τὰ βαπόρια κι οἱ πιὸ τρανὲς ἀκόμα μηχανὲς ποῦ θὰ σκαρφιστεῖ ὁ πλαταγμένος νοὺς τ’ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι δρόμοι ποῦ θὰ τοῦ χαρίσουν τὴ χαρὰ τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς ψυχῆς τὴ γαλήνη. Κι ὅσα περσότερα βρεί, τόσο κοντήτερα θὰ νιώσει τὴν κρυάδα τοῦ θανάτου» (σέλ. 169-171)

Αὐστηρὴ θέση ἔπαιρνε καὶ στὸ εἶδος τῶν Γραμμάτων ποῦ πρέπει νὰ μαθαίνουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ποιά βιβλία νὰ διαβάζουν:

«Τ’ ἄθεα γράμματα παραμέρισαν τοὺς ἅγιους καὶ τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ βάλανε στὸ κεφάλι τοῦ ἔθνους ξένους κι ἄπιστους γραμματισμένους, ποῦ πᾶνε νὰ νοθέψουνε τὴ ζωή μας. Τ’ ἄθεα γράμματα κόψανε τὸ δρόμο τοῦ ἔθνους καὶ τ’ ἀμποδάνε νὰ χαρεῖ τὴ λευτεριά του. Εἶναι ντροπή μας, ἕνα γένος ποῦ μὲ τὸ αἷμα τοῦ πύργωσε τὴ λευτεριά του, ποῦ πορπάτησε τὴ δύσκολη ἀνηφοριά, νὰ παραδεχτεῖ πῶς δὲν μπορεῖ νὰ πορπατήσει στὸν ἴσιο δρόμο ἅμα εἰρήνεψε κι ὅτι δὲν ξέρουμε μεὶς νὰ συγυρίσουμε τὸ σπίτι, ποῦ μὲ τὸ αἷμα μας λευτερώσαμε, ἀλλὰ ξέρουν νὰ τὸ συγυρίσουν ἐκεῖνοι ποῦ δὲν πολέμησαν, ἐκεῖνοι ποῦ δὲν πίστεψαν στὸν ἀγῶνα, ἐκεῖνοι ποῦ πᾶνε νὰ μᾶς ἀποκόψουνε ἀπὸ τὸ Χριστό, καὶ πασχίζουνε νὰ μᾶς ρίξουνε στὴ σκλαβιὰ ἄλλων ἀφεντάδων, ποῦναι πιὸ δαιμονισμένοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Γιατί καὶ κεῖνα ποῦ σεβάστηκεν ὁ Τοῦρκος, τ’ ἄθεα γράμματα τὰ πατᾶνε καὶ πᾶνε νὰ τὰ ξερριζώσουνε. Ἀφανίζουνε μοναστήρια, πομπεύουνε τοὺς καλογέρους καὶ τὶς καλόγριες, κλέβουνε τ’ ἅγια δισκοπότηρα καὶ τὰ πουλᾶνε γι’ ἀσήμι ποῦ θὰ στολίσει τὶς βρωμογυναῖκες. Ἁρπάζουνε τ’ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ τὰ βάζουνε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῆς ἐξουσίας τους, ποῦ τὰ ὁρίζει κατὰ τὰ νιτερέσα της. Τ’ ἄθεα γράμματα ὑφαίνουνε τὸ σάβανο τοῦ γένους. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ γράμματα θὰ μάθουμε στὰ παιδιά μας;» (σέλ. 171)

«Γιὰ τοῦτο ἕνας δρόμος μᾶς μένει πρὸς σωτηρία: Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Τὰ Βαγγέλια, οἱ Ψαλμοί, τὸ Χτοήχι. Σὲ τοῦτα τὰ βιβλία εἶναι μαζωμένη ὅλη ἡ σοφία τοῦ κόσμου, ὅλη ἡ ἀλάθευτη γνώση, κι αὐτὰ μονάχα μποροῦν ν’ ἀνταποκριθοῦν στὸν ἄνθρωπο, ποῦ ρωτᾶ καὶ ποῦ διψᾶ νὰ μάθει. Ὄξω ἀπ’ αὐτὰ γνώση καὶ ἀλήθεια δὲν ὑπάρχουν. Νὰ τὰ μάθετε λοιπὸν γράμματα τὰ παιδιά σας, ἀλλὰ νὰ τὰ μάθετε γράμματα τοῦ Θεοῦ κι ὄχι γράμματα τοῦ διαβόλου. Ὑπάρχουνε δυὸ λογιῶ γράμματα, ἀδέρφια μου, συνέχισε ὁ Παπουλάκος. Τὰ θεοτικὰ γράμματα καὶ τ’ ἄθεα γράμματα. Ὁ πατέρας τοῦ Ἔθνους, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς μᾶς ὁρμήνεψε νὰ μαθαίνουμε γράμματα, ἀλλὰ μᾶς δίδαξε ν’ ἀκονίζουμε τὸ μυαλό μας στὸ ἀκόνι τοῦ Χριστοῦ. Τ’ ἄθεα γράμματα εἶναι ἡ ρίζα κάθε συμφορᾶς, Χριστιανοί μου. Σ’ αὐτὰ ἔχουνε θεμελιωθεῖ ὅλου τοῦ κόσμου οἱ συμφορές. Αὐτὰ πασχίζουν νὰ σβύσουν ἀπὸ τὰ μάτια μας τὴν ἅγια ὄψη τοῦ Χριστοῦ μας κι αὐτὰ μᾶς μαθαίνουνε πῶς χρεία μας εἶναι τὸ μῖσος κι ὁ φτόνος κι ὄχι ἡ ἀγάπη κι ἡ ἐλεημοσύνη. Μιλλιούνια ἀνθρῶποι πλανήθηκαν ἀπ’ αὐτὴ τὴν ξεγελάστρα μάθηση, κι ἀκουμπήσαν ἀπάνω της, γιὰ νὰ κοιμηθοῦν ξέγνοιαστοι. Δὲν τὰ κατάφεραν ὅμως. Τοὺς ξύπνησαν τὰ οὐρλιάσματα τοῦ πολέμου καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ. Τὸ τέλος καὶ τὸ δικό τους καὶ τῶν παιδιῶν τους καὶ τῶν παιδιῶν τῶν παιδιῶν τους, στάθηκε πιὸ φοβερό. Τέτοια γνώση εἶναι καρπὸς τῆς περηφάνειας, ποῦ εἶναι τὸ πιὸ θανάσιμο κρῖμα, εἶναι τὸ ψήλωμα τοῦ νοῦ, εἶναι κατάρα Θεοῦ, ποῦ στέλνει ὀλόϊσα στὴν κόλαση» (σέλ. 115-116).

Συχνὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν κλεψιὰ καὶ τὴν πλεονεξία τῶν ἀνθρώπων. Σὲ μιὰ ὁμιλία του στὸ χωριὸ Τρόπαια εἶπε καὶ τοῦτα:

«Σᾶς ἔκραξα, εἶπε, γιὰ νὰ σᾶς μιλήσω. Ὁ Θεὸς ἔχει γυρίσει τὸ πρόσωπό του ἀπ’ τὰ Τρόπαια καὶ γι’ αὐτὸ ἔπεσε τόσο θανατικὸ καὶ τόση φτώχεια. Κι ἅμα ὁ Θεὸς σηκώσει τὸ μάτι του ἀπὸ ἕναν τόπο, ἐκεῖ στήνει τὸ βασίλειό του ὁ σατανᾶς. Καὶ μάθετε πῶς ὁ διάβολος ἔχει κυκλώσει ἀπ’ ὁλοῦθε τὰ Τρόπαια κι οὔτε χαΐρι, οὔτε προκοπὴ θὰ δῆτε, ἂν δὲν πέσετε σὲ βαρειὰ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ ταξίματα. Κι ἡ προκοπὴ ποῦ ἔχω ἐγὼ στὸ νοῦ μου, δὲν εἶναι κείνη ποῦ βάζετε ἐλόγου σας μὲ τὸ χαλασμένο μυαλό σας, ἀλλὰ προκοπὴ σὲ πράματα ἁγιοτικά, προκοπὴ στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ μας. Μὴ διψᾶτε χρυσάφι, γιατί εἶναι πρᾶμα τοῦ διαβόλου κι ὄχι τοῦ Χριστοῦ μας. Μέσα δώ, στὰ Τρόπαια ζοῦνε ἀνάμεσά μας ἄνθρωποι καταραμένοι, ὄργανα τοῦ διαβόλου, ποῦ μαζώξανε τὸ χρυσάφι μὲ τὸ ψέμα, μὲ τὸ δόλο, ρουφῶντας τὸ αἷμα σας, ἐπειδὴ τάχα σᾶς εὐκολύνανε ν’ ἀγοράσετε τὸ χωράφι σας ἢ νὰ πάρετε τὸ ζωντανό σας. Αὐτοὶ εἶναι πιὸ καταραμένοι κι ἀπὸ τὸ φονιᾶ, εἶναι οἱ πιὸ κριματισμένοι ἄνθρωποι καὶ μέσα τους ἀντὶ γιὰ ψυχή, φωλιάζει ὁ σατανᾶς. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, τούτη τὴ νύχτα κιόλας, θὰ πλερώσει στὸ δαίμονα ὅλα του τὰ χρέγια, δίνοντάς του τὴ μαύρη καὶ κολασμένη ψυχή του. Τούτη κιόλας τὴ νύχτα...» (σέλ. 109)

Καὶ ὅταν σὲ ἄλλο χωριὸ κάποιος ἄπληστος προύχοντας, Ἀντρέας τὸ ὄνομά του, πῆγε νὰ τοῦ δώση φιλοδωρήματα γιὰ νὰ ξεφορτωθῇ τὸν ἔλεγχό του πῆρε τὴν ἀπάντηση:

«-Ἐγὼ δὲν ἔχω χρεία ἀπὸ χαρίσματα. Ἕνα κομμάτι ψωμί, ἕνας καρπὸς ἀπὸ δέντρο, λίγο χόρτο καὶ λίγο τρεχάμενο νερὸ θὰ βρίσκουνται πάντοτε γιὰ νὰ θραφῶ. Δὲ χρειάζουμαι περισσότερα. Κεῖνο ποὺ λείπει εἶναι ἡ θροφὴ τῆς ψυχῆς. Γιατί τὸ κορμί μας θὰ λυώσει σ’ ἕνα μνημούρι, Ἀντρέα, ἡ ψυχή μας ὅμως δὲ θὰ λυώσει, ἀλλὰ θὰ ζήσει κατὰ τὰ ἔργα μας. Αὐτὴ μόνη θὰ γνωρίσει παράδεισο ἢ κόλαση. Γιὰ τὴ ζωὴ τῆς ψυχῆς σου μπῆκα στὸ σπίτι σου ξέροντας πὼς θὰ μὲ κακοδεχτεῖς». (σέλ. 104).

Παράλληλα ὅμως μὲ τὰ πλήθη τῶν ὀπαδῶν του αὐξάνονταν καὶ οἱ ἐχθροί του. Καὶ αὐτοὶ προέρχονταν περισσότερο ἀπὸ τὶς πλουσιότερες τάξεις, τὸν ἀνώτερο Κλῆρο καὶ τοὺς μορφωμένους. Τὸν κατηγοροῦν ὅτι εἶναι ἀγράμματος, λέει ψέματα, ξεγελάει τὸν ἁπλοϊκὸ κόσμο μὲ τὶς ἀνοησίες του. Ὁ Παπουλᾶκος δὲν ἀργεῖ σὲ ὁμιλία του νὰ ἀπαντήση:

«-Οἱ δεσποτᾶδες στὴν Ἀθήνα, εἶπε, μὲ κατηγοράνε καὶ μὲ καταφρονάνε ἐπειδή, λέει, εἶμαι ἀγράμματος. Αὐτοὶ ὅμως ποῦ εἶναι σπουδαγμένοι στὰ θεολογικὰ καὶ γραμματισμένοι ποιμενάρχες τί κάνουνε γιὰ νὰ φυλάξουνε τὴν Ἄμπελο τοῦ Κυρίου; Ἐσεῖς ποῦ εἶστε τὸ τίμιο καὶ ἀγαθὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καὶ Σωτῆρα μας, ποῦ τοὺς εἰδατε καὶ ποῦ τοὺς ἀνταμώσατε; Θυμᾶστε ν’ ἀκούσατε ἀπὸ τὰ χείλια τους τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ; Σὲ τί λοιπὸν εἶναι χρήσιμη ἡ σπουδή, ἂν δὲν μπορεῖ νὰ θρέψει τὸ πεινασμένο πνεῦμα σας καὶ τὴν ψυχή σας; Τί ἀξίζει τόση σπουδή, ἂν δὲν μπορεῖ νὰ σταλάξει στὰ ξαναμένα χείλη σας μιὰ στάλα θεϊκῆς δροσιᾶς, ἂν δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος παρηγοριᾶς στὶς συμφορές σας καὶ δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ σᾶς ψυχώσει, ὥστε νὰ μπορεῖτε νὰ στέκεστε ὀρθοὶ κι ἀλύγιστοι στοὺς πειρασμοὺς τοῦ ἑωσφόρου, καθὼς στέκεται τὸ κυπαρίσσι ὅταν τὸ ταλανίζουν οἱ ἄγριοι ἀγέρηδες; Τέτοια σπουδὴ εἶναι σὰν τὸ ἄκαρπο δέντρο, ποῦ πρέπει νὰ κόβεται καὶ νὰ γίνεται κούτσουρο γιὰ τὴ φωτιά. Τέτοια ἄκαρπη κι ἀνώφελη σπουδὴ εἶναι πρᾶμα τοῦ σατανᾶ, εἶναι ἡ κακὴ κοπριὰ ποῦ κοπρίζει γιὰ νὰ φουντώσουν τ’ ἀγκάθια κι οἱ τριβόλοι τῆς περηφάνειας». (σέλ. 170)

Ἀνησυχοῦν ὅμως καὶ οἱ Ἀρχὲς βλέποντας τὸν φανατισμένο κόσμο νὰ τὸν ἀκολουθῇ. Καὶ περισσότερο, ὅταν ἀνοιχτὰ καταφέρεται κατὰ τῶν Ἀρχῶν:

«Ποιός ὅμως ἀπὸ τοὺς ἀρχόντους ποὺ μᾶς κυβερνᾶνε ἔχει τὴ δύναμη νὰ σηκώσει τὸ ροῦχο σας καὶ νὰ φανερώσει στὰ ἴδια σας τὰ μάτια τὶς πληγές σας; Κανένας. Γιατί εἶναι οἱ ἴδιοι βρώμικοι καὶ λωβιαμένοι, αἰσχροὶ καὶ ἄτιμοι καὶ γιομᾶτοι τόσο ἔμπυο, ποῦ ὁ καθένας θὰ τοὺς ἔλεγε κατάμουτρα γιατροὺς ἀνήμπορους νὰ γιατρέψουνε τὶς ξένες πληγὲς ἀφοῦ δὲν μποροῦν νὰ γιατρέψουν τὶς δικές τους. Ζυμωμένοι στὴν ψευτιὰ λαχανιάζουνε ἀναμεταξύ τους, πῶς θὰ ξεπεράσει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὸ κρῖμα. Κι ὄντας τέτοιοι ὁρμηνεύουνε τὸ λαὸ καὶ κανονίζουνε μὲ νόμους πῶς νὰ κυβερνηθεῖ τὸ μυαλὸ καὶ ἡ ψυχὴ τῶν παιδιῶν μας. Αὐτοὶ ποῦ προδίνουνε ὀλημερὶς τὸ στεφάνι τους καὶ ξαδιάντροπα γυρίζουν μὲ παλακίδες, αὐτοὶ ποῦ ἔχουνε κάνει νόμο καὶ κανόνα τὴν πουτανιὰ μιλᾶνε γιὰ νόμο καὶ γι’ ἀλήθεια... Ὅλοι σας εἶστε βουτημένοι στὴν ἁμαρτία, ὅλοι σας ἔχετε κλέψει, ὅλοι σας ἔχετε ψευτίσει, ὅλοι σας ἔχετε πιθυμήσει τὴ γυναῖκα τοῦ γείτονα ἢ τοῦ ξένου, ὅλοι σας ἔχετε μοιχέψει μὲ τὸ νοῦ καὶ μὲ τὴν πράξη, ὅλοι σας ἔχετε κλείσει σατανικὰ τὰ μάτια στὶς πληγὲς τοῦ ἀδερφοῦ σας καὶ τ’ αὐτιὰ σᾶς στὸν βόγγο τῶν ἄρρωστων καὶ τοῦ κυνηγημένου». (σέλ. 204-205)

Δὲν τὸν ἀνέχονται οἱ Ἀρχὲς ἄλλο. Μὲ εἰσήγηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἡ κυβέρνηση διατάζει τὸν Γενναῖο Κολοκοτρώνη νὰ τὸν συλλάβη. Ὁ λαὸς ἀντιστέκεται καί, δυστυχῶς, βρίσκεται ἕνας δικός του ἄνθρωπος νὰ τὸν προδώση καὶ νὰ συλληφθῇ. Εἶπαν πῶς θέλουν νὰ τὸν δικάσουν, μὰ δίκη δὲν γινόταν. Τὸν ἔκλεισαν σ’ ἕνα μοναστήρι στὴν Ἄνδρο. Καὶ ἀπὸ τὸν σιδερόφραχτο ὅμως φεγγίτη τοῦ κελιοῦ του ὁ Παπουλάκος ἐξαπέλυσε μύδρους ἐναντίον τῶν διωκτῶν του. Τὸν ἄκουε ὁ λαὸς ποὺ εἶχε πλημμυρίσει τὴν αὐλὴ τοῦ μοναστηριοῦ. Εἶπε καὶ τοῦτα:

«Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν δένεται, φώναξε. Ὁ σπόρος ποῦ ἔσπειρε ἔχει καταχωνιαστεὶ σὲ τέτοιο βάθος, ποῦ ὅσο καὶ νὰ σκαλίσουν οἱ τύραννοι καὶ οἱ ἄπιστοι δὲν θὰ καταφέρουν νὰ τὸν ἀφανίσουν. Πλούσια θ’ ἀνθίσει ἡ βλάστηση καὶ νικητὴς θάναι πάντα ὁ Χριστός. Δὲν θὰ περάσουν χρόνια καὶ οἱ τύραννοι θὰ πλερώσουν σὲ τοῦτον κιόλας τὸν κόσμο τὰ κρίματά τους. Μὴν πιστεύετε στὶς φοβέρες τῶν τραμπούκων. Τὰ ἔργα τους φανερώνουν τρόμο κι οἱ ἴδιοι τρέμουνε σὰν τοὺς κυνηγημένους λαγούς. Καταντήσανε νὰ φοβοῦνται καὶ τὸν ἴσκιο τους κι ἀπὸ τὸ φόβο τους δὲν μὲ δικάζουνε, γιατί μιὰ τέτοια κρίση ὅσο κι ἂν εἶναι κυβερνημένη ἀπ’ αὐτοὺς θὰ πέσει πάνω στὰ κριματισμένα κεφάλια τους. Φοβοῦνται ν’ ἀκούσουν καὶ τὴ φωνή μου καὶ ν’ ἀντικρύσουν τὸ σκοῦφο μου. Χρόνια ζητάω νὰ κριθῶ κι ἀντὶς νὰ μὲ κρίνουν μὲ φυλακώνουν ἄκριτον καὶ πιστεύουν πῶς δένουν ἔτσι τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἄδικος ὅμως ὁ κόπος τους. Φοβερὸ ἀστροπελέκι θὰ πέσει στὰ κεφάλια τους καὶ θὰ τοὺς κάμει στάχτη σὰν τὰ Σόδομα καὶ Γόμορα». (σέλ. 244).

Τί ἦταν, λοιπόν, αὐτὸς ὁ Παπουλᾶκος; Ἕνας ἅγιος, ἕνας ψευδαπόστολος ἀγύρτης; Ὁπωσδήποτε ὑπῆρξε ἕνα ἀληθινὸ πρόσωπο, ἀλλὰ καὶ ἕνας θρῦλος. Δὲν πέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τὶς μέρες του μέχρι σήμερα καὶ ὅμως δὲν ἔχει τὴν ἴδια θέση στὰ ἱστορικὰ κείμενα. Βασικοὶ ἱστορικοὶ τῆς νεώτερης Ἑλλάδας, ὅπως ὁ Κόκκινος, ὁ Φωτιάδης κ.ἄ. θεωροῦν τὸν Παπουλᾶκο ἕναν κοινὸ ἀγύρτη. Χιλιάδες, ὅμως, πιστοὶ Χριστιανοί, μεταξὺ τῶν ὁποίων θεολόγοι καὶ ἱερωμένοι, τὸν πιστεύουν ὡς ἅγιο. Σημασία ἔχει, ὅμως, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀλήθεια, πῶς ὁ Μπαστιᾶς ἔβαλε στὸ στόμα αὐτοῦ τοῦ ἥρωά του τὴν κεντρικὴ ἰδέα τοῦ θείου λόγου τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὸν ἐπενδύει μὲ μιὰ λαϊκὴ γλῶσσα, ἁπλὴ καὶ κατανοητή, θερμὴ καὶ πειστική, ποὺ θυμίζει τὰ ἀνάλογα κηρύγματα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.

Κανένας ἄλλος ἀπὸ τοὺς λογοτέχνες μας δὲν ἔσκυψε μὲ τόση ἀγάπη καὶ κατανόηση στὸν θρησκευόμενο Νεοέλληνα. Τοῦ ἔδωσε ἕνα πρότυπο Χριστιανοῦ ποῦ ἐξελίσσεται μέσα ἀπὸ ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς δοκιμασίες, τὴν ἀβεβαιότητα καὶ τὴν ἐχθρότητα τοῦ κατεστημένου, στὴν τελικὴ νίκη. Ὑψώνει τὸν ἥρωά του σὲ σύμβολο ποῦ ἐνσαρκώνει καὶ τὶς δικές του ἰδέες καὶ τῶν ὁμοϊδεατῶν του καὶ οἱ ὁποῖες γίνονται ὅπλο γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὰ δυτικὰ θρησκευτικὰ πρότυπα. Σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ μυθιστόρημα στήνει ἕνα σκηνικὸ ποῦ παίζεται ἕνα δρᾶμα προβλημάτων, πεποιθήσεων καὶ ἐθνικῶν προβληματισμῶν καὶ μέσα ἀπὸ τὴν δραματικὴ πορεία τοῦ ἥρωά του προβάλλει δικούς του προβληματισμοὺς καὶ ἰδέες.

Ἀπὸ λογοτεχικὴς ἀπόψεως ὁ «Παπουλᾶκος» εἶναι ἕνα ἀφήγημα ὀργανωμένο μὲ πολλὴ μαστοριά, ποῦ τοποθετεῖ τὸν Μπαστιὰ στοὺς μεγάλους πεζογράφους μας. Ἔχει τόση ζωντάνεια καὶ παραστατικότητα, ποῦ δύσκολα ξεχωρίζουμε ποῦ σταματάει τὸ πραγματικὸ καὶ ἀρχίζει τὸ φανταστικό. Καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Παπουλάκου εἶναι παντοῦ παροῦσα. Ὑπάρχουν σελίδες συγκλονιστικὲς ποῦ πείθουν πῶς ὁ ἥρωάς του ἦταν ἕνας ἅγιος καὶ ἕνας μάρτυρας.

Γιὰ νὰ συμφωνήση ὅμως σ’ αὐτὸ κάποιος, πρέπει νὰ ἔχη σχέση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ἀλλιῶς θὰ συμφωνήση μὲ τὸν κριτικὸ Γιάννη Χατζίνη, ὁ ὁποῖος παραδέχεται τὸν Μπαστιᾶ ὡς μεγάλο λογοτέχνη, ἀλλὰ στὸν «Παπουλᾶκο» «δὲν εἶδε βαθύτερα πὼς τὰ ὅρια μεταξὺ ἁγιωσύνης καὶ ἀγυρτείας συγχέονται σὲ τέτοιες περιπτώσεις» (Περιοδικὸ Νέα Ἑστία» τόμ. 52, σέλ. 1107)

  • Προβολές: 2727