Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Ἡ εἰκόνα στὴν ὀρθόδοξη καὶ τὴν δυτικὴ παράδοση»

(Εἰσήγηση στὸν 2ο Εἰκαστικὸ κύκλο τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τοῦ Δήμου Ἀγρινίου, βλ. τ. 175)

Ἀπόστολος Παῦλος

Εἶναι γνωστὸν ὅτι γενικὰ ἡ τέχνη ἐκφράζει τὸν πολιτισμικὸ τρόπο ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε καὶ ἡ θρησκευτικὴ τέχνη κάθε λαοῦ εἶναι μέρος τοῦ πολιτισμοῦ του. Μέσα στὸ πλαίσιο αὐτὸ πρέπει νὰ ἐνταχθῇ καὶ ἡ θεολογία τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰκόνας, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν θεολογικὴ καὶ πολιτισμικὴ διαφορὰ μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Τὸ θέμα αὐτὸ ἔχει πολλὲς διαστάσεις. Θὰ προσπαθήσω ὅμως νὰ παρουσιάσω, ὅσο τὸ δυνατὸν σύντομα, μερικὲς ἀπὸ αὐτές, ποὺ δὲν εἶναι πολὺ συνηθισμένες.

Θὰ χωρίσω τὸ θέμα μου σὲ τρεὶς ἑνότητες. Στὴν πρώτη θὰ γίνη λόγος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τῆς εἰκόνας, ὅπως διατυπώθηκε στὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν δεύτερη γιὰ τὸ πῶς ὁ Καρλομάγνος καὶ γενικότερα οἱ Φράγκοι ἀπέρριψαν καὶ καταδίκασαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁπότε ἄρχισε ἡ διαφοροποίηση τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας στὴν Δύση καὶ στὴν τρίτη ἑνότητα θὰ δοῦμε τὴν διαφορὰ τῆς θρησκευτικῆς εἰκόνας στὴν Δύση ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου εἰκόνας ποὺ ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή.

1. Ἡ ἀπόφαση τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων

Στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας γιὰ 120 περίπου χρόνια (726-843) δημιουργήθηκε μεγάλη ἔνταση γύρω ἀπὸ τὶς εἰκόνες, καὶ συνεκλήθησαν πολλὲς Σύνοδοι γιὰ νὰ ἀποφανθοῦν ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ. Οἱ Νεστοριανοὶ καὶ οἱ Παυλικιανοὶ ἀπέρριπταν τὶς ἱερὲς εἰκόνες, ὁ δὲ Νακωλείας τῆς Φρυγίας Κωνσταντῖνος μὲ ἄλλους ἀνωτέρους Κληρικούς, ἦταν εἰκονομάχοι. Ὁ Λέων Γ' Ἴσαυρος μὲ τὴν συμβουλὴ τοῦ Νακωλείας Κωνσταντίνου ἐξέδωκε δύο διατάγματα τὰ ἔτη 726 καὶ 730 μὲ τὰ ὁποία διέτασσε τὴν καταστροφὴ τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ἀπαγόρευσε τὴν προσκύνησή τους ὡς εἰδωλολατρικὴ πράξη. Ὁ υἱὸς του Κωνσταντῖνος Κοπρώνυμος καταπολέμησε ὀξύτερα τὶς εἰκόνες καὶ συγκάλεσε τὸ 754 Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, χωρὶς τὴν συμμετοχὴ τῶν Πατριαρχείων Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων, μὲ συμμετοχὴ εἰκονομάχων Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία Σύνοδος καταδίκασε τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων καὶ μάλιστα τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς νεστοριανικὴ καὶ μονοφυσιτικὴ αἵρεση.

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός

Οἱ κάτοικοι τῆς Αὐτοκρατορίας χωρίσθηκαν σὲ δύο παρατάξεις, ἀφοῦ ἡ μία ἦταν οἱ λεγόμενοι εἰκονόφιλοι ποὺ ἀγαποῦσαν τὶς εἰκόνες καὶ ἤθελαν νὰ ὑπάρχουν στοὺς Ἱεροὺς Ναούς τους καὶ ἡ ἄλλη παράταξη ἦταν οἱ λεγόμενοι εἰκονοκλάστες ἢ εἰκονομάχοι ποὺ ἀρνοῦνταν τὶς εἰκόνες καὶ τὶς ἀπέβαλαν ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Ναούς. Τὴν περίοδο ἐκείνη ἀναπτύχθηκαν πολλὰ ἐπιχειρήματα, κυρίως θεολογικά, γιὰ τὴν ἀξία καὶ τὴν σπουδαιότητα τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐγράφησαν πολλὰ καὶ ἀξιόλογα κείμενα, ἀναδείχθηκε ὡς μεγάλη μορφὴ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός. Τελικά, ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 787 μ.Χ. ἀποφάνθηκε γιὰ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὅμως, χρειάσθηκαν πολλὰ ἀκόμη χρόνια γιὰ νὰ γίνη ἡ ἀναστήλωσή τους, ποὺ πραγματοποιήθηκε τὸ 843 καὶ ἔκτοτε τὴν ἑορτάζουμε ὡς ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ ὅρος τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι σημαντικὸς καὶ συνοψίζει ὁλόκληρη τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιὰ τὶς εἰκόνες. Θὰ σημειωθοῦν δύο βασικὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα τὰ ὁποία δείχνουν τὴν θεολογία τῆς ἱερῆς εἰκόνας, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι οἱ εἰκόνες, οἱ ὁποῖες ὀνομάζονται «ἱεραὶ καὶ ἅγιαι», ποὺ κατασκευάζονται ἀπὸ χρώματα, καὶ ψηφῖδες καὶ ἀπὸ ἄλλη ὕλη, καὶ οἱ ὁποῖες τίθενται «παραπλησίως τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ», θεσπίσθηκε νὰ τοποθετοῦνται στὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ, στὰ σκεύη καὶ τὰ ἐνδύματα, στοὺς τοίχους καὶ τὶς σανίδες, στοὺς οἴκους καὶ τὶς ὁδούς. Πρόκειται γιὰ τὶς εἰκόνες τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τῶν τιμίων ἀγγέλων καὶ «πάντων ἁγίων καὶ ὁσίων ἀνδρῶν». Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, καθὼς οἱ πιστοὶ θὰ βλέπουν «δι’ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως» τὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους θὰ «διανίστανται πρὸς τὴν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καὶ ἐπιπόθησιν».

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι στὶς ἱερὲς εἰκόνες ἀπονέμεται «τιμητικὴ προσκύνησις», ὄχι ὅμως, καὶ «ἀληθινὴ λατρεία», ἡ ὁποία ἀποδίδεται «μόνη τὴ θεία φύσει». Ἡ τιμὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν τιμὴ ποὺ ἀποδίδεται στὸν τύπο τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, τὰ ἅγια Εὐαγγέλια καὶ τὰ λοιπὰ ἱερὰ ἀναθήματα, θυμιάματα καὶ φῶτα. Καί, βέβαια, ἡ τιμητικὴ προσκύνηση δὲν ἀποδίδεται στὴν εἰκόνα, ἀλλὰ στὸ πρωτότυπο, διότι «ὁ προσκυνῶν τὴν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τὴν ὑπόστασιν», ἀφοῦ, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, «ἡ γὰρ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει»

Φώτης Κόντογλου "Ἔκφρασις"

Ἔκτοτε τιμᾶμε τὶς ἱερὲς εἰκόνες, τὶς ἀσπαζόμαστε καὶ ζητᾶμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων. Ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου, ὁ ὁποῖος συνετέλεσε πολὺ στὴν ἐπαναφορὰ στὴν Ἑλλάδα τῆς ἁγιογραφήσεως τῶν Ναῶν μὲ βάση τὴν βυζαντινὴ τεχνοτροπία, καὶ ἀποβλήθηκαν οἱ λεγόμενες φράγκικες εἰκόνες, οἱ ὁποῖες ζωγραφίζονταν τότε ἀκόμη καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἔχει ἀναφερθῇ στὴν ἀξία τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ στὸν τρόπο ἁγιογραφήσεώς τους. Θὰ παραθέσω μερικὰ χαρακτηριστικά του σημεῖα.

Ἡ λειτουργικὴ εἰκόνα κατὰ τὸν Φώτη Κόντογλου ἔχει «θεολογικὴν ἔννοιαν. Δὲν εἶναι, ὡς εἴπαμεν, μία ζωγραφία ὁποὺ γίνεται διὰ νὰ τέρπη τοὺς ὀφθαλμούς μας, ἢ ἀκόμα διὰ νὰ μᾶς ἐνθυμίζη ἁπλῶς τὰ ἅγια πρόσωπα, ὅπως γίνεται μὲ τὰς εἰκόνας ὁποὺ ἔχομεν διὰ νὰ φέρνωμεν εἰς τὴν μνήμην μας τοὺς ἀγαπημένους συγγενεῖς καὶ φίλους μας, ἀλλὰ εἶναι κατὰ τέτοιον τρόπον ζωγραφισμένη, ὥστε νὰ μᾶς ἀνυψώνη ἀπὸ τὸν φθαρτὸν κόσμον τοῦτον, καὶ νὰ μᾶς κάμνη νὰ ὀσφρανθῶμεν ἐκεῖνον τὸν καινὸν ἀέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο δὲν ἔχει καμμίαν ὁμοιότητα μὲ τὰς ζωγραφίας ὁποὺ παριστάνουν μὲ ὑλικὸν τρόπον κάποια πρόσωπα, ἀκόμα καὶ Ἁγίους, ὅπως γίνεται εἰς τὴν θρησκευτικὴν τέχνην τῆς Δύσεως. Εἰς τὴν λειτουργικὴν εἰκόνα τὰ ἅγια πρόσωπα εἰκονίζονται ἐν ἀφθαρσίᾳ».

Ἡ τέχνη τῶν εἰκόνων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «λέγεται ἁγιογραφία ὡς ζωγραφίζουσα ἅγια πρόσωπα καὶ ἁγίας ὑποθέσεις». Ἔτσι, «ἡ λειτουργικὴ τέχνη τρέφει τὸν πιστὸν μὲ πνευματικὰ ὁράματα καὶ ἀκούσματα, διϋλίζουσα τὰ εἰσερχόμενα διὰ τῶν πυλῶν τῶν αἰσθήσεων, φαιδρύνουσα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ μὲ τὸν οὐράνιον οἶνον, καὶ δωρουμένη εἰς αὐτὸν τὴν εἰρήνην τῆς διανοίας».

Ἐπειδὴ ἡ τέχνη αὐτὴ εἶναι λειτουργικὴ καὶ προορίζεται γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν λατρεία γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἁγιογράφος «δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας τεχνίτης ὁποὺ κάμνει μίαν ἀναπαραστατικὴν ζωγραφίαν ἐπάνω εἰς κάποια θέματα θρησκευτικά, ἀλλὰ ἔχει πνευματικὸν ἀξίωμα καὶ πνευματικὴν διακονίαν, τὴν ὁποίαν ἐπιτελεῖ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὡς ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ ἱεροκῆρυξ».

Ἀλλὰ ὁ ἁγιογράφος χρησιμοποιεῖ καὶ τὰ κατάλληλα μέσα γιὰ νὰ ἁγιογραφήση μιὰ εἰκόνα. Ὅλα πρέπει νὰ εἶναι διαφορετικὰ καὶ ὅλα πρέπει νὰ ἀποβλέπουν στὴν λειτουργικὴ ζωὴ καὶ τὴν πνευματικότητα. «Καὶ αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ὅπου μεταχειρίζεται ὁ ἁγιογράφος, εἶναι εὐλογημένα, ταπεινά, εὔοσμα, λεπτά. Οὕτω, διὰ νὰ κάμη κάρβουνα μὲ τὰ ὁποία νὰ σχεδιάζη, μεταχειρίζεται ξύλον ἄσηπτον ξηρᾶς λεπτοκαρυὰς ἢ μυρσίνης διὰ νὰ κάμη σανίδα, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν θὰ ζωγραφίση τὴν εἰκόνα, μεταχειρίζεται τὴν κυπάρισσον, τὴν καρυδέαν, τὴν καστανέαν, τὴν πεύκην ἢ ἄλλο δένδρο εὐωδιάζον. Τὰ χρώματα εἶναι τὰ περισσότερα χώματα τῆς γῆς ὁποὺ μοσχοβολοῦν ὅταν βραχοῦν ἀπὸ τὸ νερόν, ἰδίως εἰς τὴν ζωγραφικὴν τοῦ τοίχου, καὶ εὐωδιάζουν ὅπως τὰ βουνὰ κατὰ τὰ πρωτοβρόχια ἢ ὡσὰν ἕνα καινούριον κανάτι μὲ δροσερὸν νερόν. Εἰς τὸ αὐγὸν βάζει ὁ τεχνίτης ὀλίγον ὄξος, διὰ νὰ τὸ διατηρήση. Τὰ δὲ βερνίκια μοσχοβολοῦν ὡσὰν τὸ θυμίαμα, καὶ ὁ ἀσπαζόμενος τὴν εἰκόνα αἰσθάνεται ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς. Τὰ ὑλικὰ τῆς εἰκόνος εἶναι τὰ χρώματα ὁποὺ τὰ περισσότερα εἶναι χώματα, τὸ αὐγὸν μὲ τὸ ὄξος, τὸ νερόν, ὁ κηρός, τὸ ρετσίνι τῶν πεύκων, ἡ εὔοσμος σαντράκα, τὸ μαστίχι, τὸ μέλι, τὸ κομμίδι τῆς μυγδαλιᾶς. Μὲ ἕνα σύντομον λόγον, ἡ ἁγιασμένη τούτη τέχνη δὲν μεταχειρίζεται χονδροειδῆ καὶ πηκτὰ ὑλικά, ὅπως ἡ κοσμικὴ ζωγραφικὴ ὁποὺ μεταχειρίζεται λινέλαια κάκοσμα καὶ χρώματα πηκτὰ καὶ βοῦρτσες χονδρότριχες».

Ἔχει μεγάλη σημασία καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἁγιογραφεῖ ὁ ἁγιογράφος. Καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ἔχει σχέση μὲ τὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἀφοῦ «τὸ κάλλος εἰς τὴν λειτουργικὴν ζωγραφικὴν εἶναι κάλλος πνευματικόν, καὶ οὐχὶ σαρκικόν». Ὁπότε καὶ ὁ ἁγιογράφος πρέπει νὰ διαθέτη τὸ ἀσκητικὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.

«Ἡ τέχνη αὕτη εἶναι νηστευτικὴ καὶ λιτή, ἐκφράζουσα τὴ πτωχεία τὰ πλούσια, καὶ ὅπως εἶναι τὸ Εὐαγγέλιον καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη συνοπτικὰ καὶ συντομόλογα, οὕτω καὶ ἡ Ὀρθόδοξος ἁγιογραφία εἶναι ἁπλή, χωρὶς περιττὰ στολίδια καὶ ματαίας ἐπιδείξεις. Οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι ἁγιογράφοι ἐνήστευαν, δουλεύοντας, καὶ ὀπόταν ἄρχιζαν μίαν εἰκόνα, ἄλλαζαν τὰ ἐσώρουχά των, διὰ νὰ εἶναι καθαροὶ ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, καὶ ἐργαζόμενοι ἔψαλλαν, διὰ νὰ γίνεται τὸ ἔργον των μὲ κατάνυξιν καὶ διὰ νὰ μὴν μετεωρίζεται ὁ νούς των εἰς τὰ ἐγκόσμια».

Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀσπάζεται τὴν ἱερὴ εἰκόνα πρέπει νὰ δαπνέεται ἀπὸ ἀνάλογα νηστευτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ βιώματα, γιατί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ διὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση αὐτῶν ποὺ τὶς ἀσπάζονται.

«Ὅσην εὐλάβειαν καὶ ταπείνωσιν καὶ πίστιν εἶχαν οἱ ἁγιογράφοι ὁποὺ ἐποίησαν τὰς σεβασμίας καὶ ἁγίας εἰκόνας, ἄλλην τόσην εὐλάβειαν καὶ ταπείνωσιν καὶ πίστιν πρέπει νὰ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς ὁποὺ τὰς προσκυνοῦμεν, διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν τὴν μυστικὴν χάριν ὅπου διαχύνεται ἀπὸ αὐτάς».

Ὅσοι δὲν διαθέτουν αὐτὴν τὴν κατάσταση δὲν μποροῦν νὰ αἰσθανθοῦν τὴν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων. «Δι’ αὐτό, αἱ κατ’ ἐξοχὴν λειτουργικαὶ καὶ κατανυκτικώτεραι Εἰκόνες φαίνονται δύσμορφοι εἰς ὅσους ἔχουν τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου, τὰ δὲ πρόσωπα δὲν ἔχουν κατ’ αὐτοὺς "εἶδος οὐδὲ κάλλος", καθ’ ὅσον "τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεὸν" (Ρώμ. ἡ', 7)». Ἑπομένως, ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θέσπισε τὴν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ποὺ ἀποτελεῖ δόγμα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ ὁ Φώτης Κόντογλου, ἁγιογράφος ὁ ἴδιος, ἔδειξε πῶς ἐφαρμόζεται στὴν πράξη αὐτὸ τὸ δόγμα, πὼς συμπεριφέρονται τόσο ὁ ἁγιογράφος ὅσο καὶ ὁ προσκυνητὴς τῶν ἱερῶν εἰκόνων.

2. Τὰ Libri Carolini καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Φραγκφούρτης τοῦ 794

Libri Carolini

Γιὰ νὰ δοῦμε τὴν διαφορὰ μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως στὸ θέμα τῶν ἱερῶν εἰκόνων πρέπει νὰ ἀνατρέξουμε σὲ ἕνα κομβικὸ σημεῖο, στὸ πῶς ἀντέδρασε ὁ Καρλομάγνος στὴν ἀπόφαση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ ἀποκατέστησε τὰ πράγματα στὸ θέμα τῆς τιμητικῆς καὶ ὄχι λατρευτικῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Στὴν πραγματικότητα ὁ Καρλομάγνος ἐκμεταλλεύθηκε τὴν εὐκαιρία αὐτὴ γιὰ νὰ στραφῆ ἐναντίον τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (Παλαιᾶς καὶ Νέας Ρώμης) καὶ νὰ ὑλοποιήση τὰ δικά του σχέδια γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ φαίνεται τὸ πῶς συνδέεται στενὰ ἡ ἱστορία μὲ τὴν θεολογία.

Γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἱστορία ὅτι μετὰ τὴν μεταφορὰ τῆς Πρωτεύουσας τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἀπὸ τὴν Δύση στὴν Ἀνατολή, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Ρώμη στὸ μέρος ἐκεῖνο ποὺ βρισκόταν μιὰ μικρὴ πολίχνη μὲ τὴν ὀνομασία Βυζάντιο, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Μ. Κωνσταντῖνο καὶ ὀνομάσθηκε Νέα Ρώμη καὶ ἀργότερα Κωνσταντινούπολη, τὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀποδυναμώθηκε σταδιακὰ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀναπτυχθοῦν δύο βασικὰ κέντρα, τὸ ἕνα (θρησκευτικὸ) μὲ κέντρο τὸν Πάπα, καὶ μάλιστα ἱδρύθηκε καὶ τὸ Κράτος τοῦ Βατικανοῦ, καὶ τὸ ἄλλο (πολιτικὸ) μὲ κέντρο τὸν Καρλομάγνο (Κάρολος Μέγας) καὶ τοὺς ἀπογόνους του.

Στὴν πραγματικότητα, ἀπὸ τὸν 6o αἰῶνα καὶ μετά, πολλὰ βαρβαρικὰ φῦλα κατέβαιναν ἀπὸ τὸν Βορρᾶ καὶ καταλάμβαναν τμήματα τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως οἱ Γότθοι, οἱ Βησιγότθοι, οἱ Ὀστρογότθοι, οἱ Βάνδαλοι, οἱ Λογγοβάρδοι, οἱ Φράγκοι καὶ κατέστρεφαν μνημεῖα πολιτισμοῦ, ἤτοι Ναοὺς καὶ Μοναστήρια, καὶ ἀφάνιζαν καὶ τὸν Ρωμαίϊκο-ὀρθόδοξο πληθυσμό. Οἱ Γότθοι, Βάνδαλοι, Λογγοβάρδοι ἦταν ἀρειανοί –ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου– ποὺ πίστευαν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ ἄνθρωπος, τὸ πρῶτο κτίσμα καὶ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ οἱ Φράγκοι ἦταν μὲν τυπικὰ ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶχαν ἀναμείξει τὴν πίστη μὲ δεισιδαιμονίες, καὶ τὸ βασικότερο εἶχαν πολιτικὲς βλέψεις, ἀφοῦ ἤθελαν, ὅπως καὶ τὸ κατόρθωσαν, νὰ ἐπικρατήσουν στὴν Εὐρώπη. Ἔτσι, ὁ Καρλομάγνος μὲ συνεχεῖς πολέμους κυριάρχησε στὸ δυτικὸ τμῆμα, ἵδρυσε τὴν ἁγία Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ ἔθνους, καὶ ἀπέκτησε ἐπιρροὴ στὸν τότε Ἐπίσκοπο Ρώμης. Ἀργότερα δὲ οἱ Φράγκοι ἐπέβαλαν Φράγκο Ἐπίσκοπο στὴν Ρώμη, ὁπότε εἰσῆλθε ἡ αἵρεση τοῦ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ ἔτσι οἱ δυτικοὶ Χριστιανοὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία.

Αὐτὴ ἡ στάση τοῦ Καρλομάγνου, ποὺ ἀκόμη θεωρεῖται ὡς ὁ ἱδρυτὴς τῆς ἑνιαίας Εὐρώπης, εἶχε συνέπεια καὶ στὶς εἰκόνες. Στὴν πραγματικότητα ὁ Καρλομάγνος, ποὺ εἶχε βλέψεις στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἐκμεταλλεύθηκε τὴν εἰκονομαχικὴ ἔριδα, γιὰ νὰ ὑλοποιήση τὰ πολιτικά του σχέδια. Ἔτσι, προέβη σὲ δύο ἐνέργειες. Ἡ πρώτη ἦταν νὰ δώση ἐντολὴ στοὺς θεολόγους του νὰ ἀντικρούσουν τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁπότε ἐγράφησαν τὰ λεγόμενα Libri Carolini. Καὶ ἡ δεύτερη ἦταν νὰ συγκαλέση στὴν Φραγκφούρτη τὸ 794 μ.Χ. Σύνοδο ἡ ὁποία καταδίκασε τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὑπάρχουν ἀναφορὲς στὰ δύο αὐτὰ θέματα σὲ βιβλία συγχρόνων ἑλλήνων ἐρευνητῶν, κυρίως στὰ κείμενα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ἀλλὰ θὰ δοῦμε τὸ τί γράφουν γι’ αὐτὰ μερικὰ δυτικὰ κείμενα. Εἶναι σημαντικὸ νὰ δοῦμε τὶς ἀπόψεις τῶν δυτικῶν ἱστορικῶν καὶ ἐρευνητῶν, ὥστε τὰ ὅσα θὰ ἀναλυθοῦν νὰ γίνουν δεκτὰ ἀπὸ ὅσους τυχὸν ἀμφιβάλλουν.

Libri Carolini

Τὰ Libri Carolini εἶναι τέσσερα βιβλία τὰ ὁποία συνετάγησαν στὴν αὐλὴ τοῦ Καρλομάγνου καὶ καταφέρονται ἐναντίον τῶν ἀποφάσεων τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Οἱ πράξεις τῆς Συνόδου αὐτῆς ἐξετάσθηκαν προσεκτικὰ στὴν αὐλὴ τοῦ Καρλομάγνου «καὶ καταγράφηκε ἕνας κατάλογος σημείων στὰ ὁποία ὁ Καρλομάγνος ἐπιθυμοῦσε νὰ δώση μιὰ ἀπ' εὐθείας ἀντίκρουση αὐτὸς ὁ κατάλογος, προφανῶς ἴδιος μὲ τὶς ἀρχικὲς ἐπικεφαλίδες τῶν κεφαλαίων τῶν Libri Carolini στάλθητε στὸν Πάπα». Ὁ Πάπας Ἀδριανός, ὅμως, ὑπερασπίσθηκε τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν ὁποία παρευρέθηκαν καὶ ἐκπρόσωποί του, ποὺ ὑπέγραψαν τὰ Πρακτικά.

Ἡ Ann Freeman ποὺ θεωρεῖται ὡς κορυφαία ἐρευνήτρια στὰ Libri Carolini ἰσχυρίζεται ὅτι τὰ βιβλία αὐτὰ δὲν εἶναι πλαστὰ ἢ κατασκευασμένα, ὅπως ὑποστήριζαν μερικοί, ἀλλὰ αὐθεντικά. Βέβαια κάποιο χρονικὸ διάστημα ὑποστηριζόταν ἀπὸ Καθολικοὺς ὅτι ἦταν χαλκευμένα κείμενα ἀπὸ σύγχρονους Λουθηρανοὺς καὶ μερικοὶ προσπάθησαν νὰ ὑποστηρίξουν ὅτι τὸ παρισινὸ χειρόγραφο ποὺ βρέθηκε τὸν 16ο αἰῶνα, ὅπως θὰ γραφὴ παρακάτω, ἦταν ἔργο ἑνὸς πλαστογράφου τοῦ 18ου αἰῶνος ποὺ εἶχε τελειοποιήσει τὸν τρόπο γραφῆς τῆς Καρολίγγειας περιόδου. Ὅμως, ὅπως ἡ ἴδια ἰσχυρίζεται, μετὰ τὸ 1865 ποὺ ἐπανακαλύφθηκε τὸ χειρόγραφο τοῦ Βατικανοῦ, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸ πρωτότυπο τοῦ παρισινοῦ χειρογράφου, «κανεὶς δὲν ἔχει ἐπιχειρήσει νὰ ὑποστηρίξη ὀτι τὰ LC εἶναι πλαστὰ ἢ κατασκευασμένα. Εἶναι ἀποδεκτὸ ἀπὸ ὅλους ὅτι τὸ ἔργο ἀπορρέει ἀπὸ τὸν στενὸ κύκλο γύρω ἀπὸ τὸν Καρλομάγνο δηλαδὴ στὴν πράξη εἶναι προϊὸν τῆς ‘’Ἀκαδημίας’’ του». Στὴν συνέχεια ἡ ἴδια διερευνᾶ τὴν ταυτότητα τοῦ συγγραφέα καὶ καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι συγγραφέας τῶν βιβλίων αὐτῶν ἦταν ὁ Θεοντούλφ, ἕνας λόγιος βησιγοτθικὴς καταγωγῆς ποὺ βρισκόταν στὴν αὐλὴ τοῦ Καρλομάγνου, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε ἀποδεκτὸ εὐρύτερα. Ὅπως ὑποστηρίζει ὁ John Contreni τὸ ἔργο αὐτὸ χρειάσθηκε γιὰ νὰ συνταχθῇ τρία χρόνια καὶ δὲν δημοσιοποιήθηκε ποτέ, μόνο ἡ δημοσίευσή του ἔγινε πρόσφατα ἀπὸ τὴν Ann Freeman.

Τὰ Libri Carolini, ὅπως ὑποστηρίζει ἡ Ann Freeman, ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης καὶ μετά, περιέπεσαν σὲ λήθη ἕως ὅτου στὰ μέσα τοῦ 16ου αἰῶνα ἀνακαλύφθηκαν σὲ Παρισινὸ χειρόγραφο σὲ ἕνα γαλλικὸ καθεδρικὸ ναὸ ἀπὸ τὸν Ζὰν ντὲ Τιγιὲ (Jean de Tillet) μετέπειτα ἐπίσκοπο τοῦ Meaux, ὁ ὁποῖος τὸ δημοσίευσε τὸ 1549 μὲ ψευδώνυμο. «Ἀμέσως οἱ Προτεστάντες ἅρπαξαν τὸ ἔργο ὡς μιὰ ἐντυπωσιακὴ πηγὴ ὑποστήριξης τῆς ἀντίθεσής τους πρὸς τὶς εἰκόνες, κυρίως ὁ Καλβίνος, ὁ ὁποῖος παρέπεμψε σὲ αὐτὸ σὲ ὅλες τὶς ἐκδόσεις τῶν Institutes του ποὺ ἐξέδωσε στὴν Γενεύη. Κυκλοφόρησε μεταξὺ τῶν Προτεσταντῶν οὐμανιστῶν». Ἔτσι, οἱ Καθολικοὶ ἀπέρριψαν τὰ Libri Carolini, ἐνῷ οἱ Προτεστάντες τὰ ἀποδέχονταν.

Τὰ Libri Carolini ἀρχίζουν ὡς ἑξῆς: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀρχίζει τὸ ἔργο τοῦ ἐπιφανεστάτου καὶ ἐνδοξοτάτου Καρόλου, μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ βασιλιᾶ τῶν Φράγκων, τῶν Γαλατῶν, τῆς Γερμανίας κλπ. ἐναντίον τῆς Συνόδου ἡ ὁποία σὲ Γραικικὰ μέρη διακήρυξε σταθερὰ καὶ περήφανα ὑπὲρ τῆς λατρείας (adorandis) τῶν εἰκόνων». Εἶναι περίεργο ποὺ τὰ Libri Carolini κάνουν λόγο γιὰ ὅτι ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφάσισε γιὰ τὴν λατρεία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, γιατί πουθενὰ δὲν ὑπάρχει στὰ Πρακτικὰ τῆς αὐτὴ ἡ λέξη (λατρεία), ἀντίθετα γινόταν διάκριση μεταξὺ τιμητικῆς προσκύνησης τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ἀληθινῆς λατρείας ποὺ ἀποδίδεται μόνον στὴν θεία Φύση, ὅπως εἴδαμε πιὸ πάνω.

Ἐπίσης, στὸ δεύτερο βιβλίο τῶν Libri Carolini κατηγορεῖται ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὅτι δῆθεν εἶπε: «ὅπως ἀκριβῶς τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου περνᾶνε ἀπὸ γεννήματα τῆς γῆς σὲ ἕνα ἐπιφανὲς μυστήριο, τὸ ἴδιο καὶ οἱ εἰκόνες, φτιαγμένες μὲ δεξιότητα τοῦ τεχνίτη, περνᾶνε στὸ σεβασμὸ τῶν προσώπων τὴν εἰκόνα τῶν ὁποίων φέρουν». Ὅπως ἐπισημαίνεται, «αὐτὸ δὲν εἰπώθηκε οὔτε διδάχθηκε ποτὲ στὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας, ἐνῷ κάτι παραπλήσιο μὲ αὐτὸ διακηρύχθηκε στὴ σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 754 (ποὺ ἦταν ἡ Σύνοδος τῶν εἰκονομάχων). Οἱ ἀκριβεῖς λέξεις ποὺ παρατίθενται δὲν ἐμφανίζονται στὶς πράξεις οὔτε τῆς μιᾶς οὔτε τῆς ἄλλης συνόδου. Πάντως, ἡ ὑπολανθάνουσα ἰδέα ἐκφράσθηκε καθαρὰ ἀπὸ τὴν εἰκονομαχικὴ σύνοδο τοῦ 754 καὶ ἀπορρίφθηκε ἐξ’ ἴσου καθαρὰ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη σύνοδο τοῦ 787». Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἔγινε πλαστογράφηση καὶ ἀλλοίωση τῶν Πρακτικῶν γιὰ νὰ εἶναι εὐάλωτα σὲ ἀρνητικὴ κριτική.

Ἡ Καθηγήτρια τοῦ Boston College Willemien Otten στὸ συλλογικὸ ἔργο, μὲ ἐπιμελήτρια τὴν Irena Backus, «Ἡ πρόσληψη τῶν Πατέρων τῆς ἐκκλησίας στὴν δύση ἀπὸ τοὺς Καρολίγγειους ἕως τοὺς Maurists» λέγει ὅτι στὴν Καρολίγγεια περίοδο «βρίσκει κάποιος μιὰ ἐκπληκτικὴ ἄγνοια ὁρισμένων σημαντικῶν πατερικῶν συγγραφέων». Ἔτσι, «τὰ Libri Carolini ἀπορρίπτουν τὴν μαρτυρία τοῦ Καππαδόκη Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας Γρηγορίου Νύσσης, ἁπλῶς ἐπειδὴ τὰ γραπτά του εἶναι ἄγνωστα σὲ αὐτούς, καὶ συνεπῶς τὰ θεωροῦν ἄσχετα».

Τὰ Libri Carolini διαιροῦνται σὲ τέσσερα βιβλία. «Ἡ κεντρικὴ σκέψη στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τοῦ ἔργου τονίζει τὴν ἀνάγκη ἑνότητας στὴν Ἐκκλησία. Οἱ Καρολίγγειοι θεωροῦν τὴν εἰκονόφιλη στάση τοῦ Βυζαντίου ἀπειλὴ κατ’ αὐτῆς τῆς ἑνότητας καὶ τοὺς ἑαυτούς τους ὑπεύθυνους γιὰ τὴν προστασία της. Εἶναι σημαντικὸ ὅτι τὰ Libri Carolini ἀντιμετωπίζουν ὄχι μόνον τὴν δεύτερη Σύνοδο τῆς Νικαίας τοῦ 787, ποὺ διακήρυξε τὴν λατρεία (τὴν προσκύνηση) τῶν εἰκόνων, ἀλλὰ καὶ τὴν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης τοῦ 754, ἡ ὁποία ἀπέρριψε τὸν σεβασμὸ πρὸς τὶς εἰκόνες ὡς εἰδωλολατρική. Ἀπορρίπτοντας τόσο τὴν εἰκονόφιλη ὅσο καὶ τὴν εἰκονομαχικὴ θέση, τὰ Libri Carolini ἐπέλεξαν μιὰ ἀμυντικὴ στρατηγικὴ στὴν ὁποία ἡ ἑνότητα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας κρίνεται ἀνάλογα μὲ τὸ κατὰ πόσο ἀκολουθεῖται μιὰ μέση ὁδός». Τὰ Libri Carolini ὑποστήριζαν τὴν ἄποψη ὅτι «καθόριζαν μιὰ μέση ὁδό, μεταξὺ τῶν δύο ἄκρων: τῆς ὁλικῆς καταστροφῆς (εἰκονομαχία) καὶ τῆς χονδροειδοῦς λατρείας (εἰκονοφιλία) τὰ ὁποία ἀντιπροσώπευαν οἱ δύο σύνοδοι τοῦ 754 καὶ τοῦ 787».

Ἀφοῦ ἐγράφησαν τὰ βιβλία αὐτά, καὶ προετοιμάσθηκε στὴν αὐλὴ τοῦ Καρλομάγνου ὅλο τὸ σκεπτικὸ ἐναντίον τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου μὲ παρανοήσεις καὶ παραποιήσεις-ἀλλοιώσεις καὶ μὲ σαφεῖς πολιτικὲς σκοπιμότητες, στὴν συνέχεια ὁ Καρλομάγνος συγκάλεσε στὴν Φραγκφούρτη, τὸ 794, μιὰ Σύνοδο ἡ ὁποία καταδίκασε τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καί, βεβαίως, καταδίκασε τὶς ἀποφάσεις της γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Θὰ δοῦμε μερικὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα αὐτῆς τῆς Συνόδου.

Ὅπως γράφει ἡ Καθολικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια «ἡ Σύνοδος τῆς Φραγκφούρτης τὸ 794 ἐπίσημα καταδικάζει τὴν Δεύτερη Σύνοδο τῆς Νικαίας ἐπιδεικνύοντας ταυτόχρονα ὅτι παρανοεῖ ἐντελῶς τὴν ἀπόφαση τῆς Νικαίας. Ἡ οὐσία τῆς ἀπόφασης τῆς Φραγκφούρτης βρίσκεται στὸ δεύτερο κανόνα της: " Ἔχει τεθῇ τὸ ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τὴν ἑπομένη Σύνοδο τῶν Γραικῶν ἡ ὁποία διεξήχθη στὴν Κωνσταντινούπολη (σημείωση τῆς Καθολικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας "οἱ Φράγκοι δὲν γνωρίζουν κὰν ποὺ διεξήχθη ἡ Σύνοδος τὴν ὁποία καταδικάζουν", ἀφοῦ συνεκλήθη στὴν Νίκαια), ἀναφορικὰ μὲ τὴν λατρεία τῶν εἰκόνων, στὴν ὁποία σύνοδο γράφεται ὅτι ὅσοι δὲν ἀπονέμουν λατρεία στὶς εἰκόνες τῶν ἁγίων ἴση μὲ αὐτὴν ποὺ ἀπονέμουν στὴν Ἁγία Τριάδα θὰ ἀναθεματίζονται. Ἀλλὰ οἱ ἁγιότατοι Πατέρες μας τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα παρατέθηκαν πιὸ πάνω ἀρνοῦνται τὴν λατρεία καὶ καταφρονοῦν καὶ καταδικάζουν αὐτὴν τὴν σύνοδο», ἐννοεῖται ἡ Σύνοδος τῆς Φραγκφούρτης.

Ἡ Judith Herrin παρατηρεῖ ὅτι τὸ 794 στὴν Φραγκφούρτη «οἱ ἐκκλησίες τῆς ἐπικράτειας τοῦ Καρόλου πέτυχαν τὴν αὐτονομία ἡ ὁποία τὶς χώρισε τόσο ἀπὸ τὴ Ρώμη ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν προσυπέγραψαν τὰ Libri Carolini καταδίκασαν καὶ τὴν Σύνοδο τοῦ 787 καὶ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Πάπα Ἀδριανοῦ πρὸς αὐτήν, καὶ ἔτσι κέρδισαν στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα μιὰ φωνὴ κριτικὴ γιὰ τὴν παπωσύνη, ἂν καὶ ἀκόμη μὲ σεβασμὸ πρὸς τὴν Πέτρεια ἐξουσία».

Δὲν διασώζονται τὰ πλήρη Πρακτικὰ τῆς Συνόδου τῆς Φραγκφούρτης τοῦ 794, ἀλλὰ ἀπὸ διάφορα ἄλλα διασωθέντα κείμενα μποροῦμε νὰ συνάγουμε μερικὲς σημαντικὲς πληροφορίες. Ἀπὸ αὐτὰ «εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Κάρολος εἶχε ἡγετικὸ ρόλο. Συγκάλεσε καὶ προήδρευσε στὴν συνάντηση, ἡ ὁποία φαίνεται νὰ περιελάμβανε ἀντιπροσώπους ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐπισκόπους στὶς ἀπόμακρες περιφέρειές τους, συμπεριλαμβανομένων αὐτῶν ἀπὸ τὴν Ἀκουηλία καὶ δύο παπικῶν ἐκπροσώπων ποὺ ἔστειλε ὁ Ἀδριανός. Αὐτοὶ οἱ Κληρικοὶ συναντιόνταν χωριστὰ στὴν μεγάλη αἴθουσα τοῦ Παλατιοῦ στὴν Φραγκφούρτη καὶ ὁ Κάρολος τοὺς ἔβαζε νὰ ἀκούσουν τὴν διακήρυξη τοῦ Ἔλιπαντ γιὰ τὸν Adoptionsim (Μιὰ ἀπὸ τὶς αἰτίες τῆς σύγκλησης τῆς Συνόδου ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ ἀdoptionsim, αἵρεσης ποὺ ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ Χριστὸς «υἱοθετήθηκε» ἀπὸ τὸν Θεὸ) καὶ νὰ τὴν συζητήσουν. Ὁ ἴδιος δὲν ἐξέφερε κρίση. Τὰ Libri Carolini διαβάστηκαν πιθανῶς κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἔτσι ὥστε οἱ φραγκικὲς ἀντιρρήσεις ἀπέναντι τόσο τὴν veneration (λατρεία) τῶν εἰκόνων ὅσο καὶ στὴν καταστροφή τους, καθὼς καὶ διάφορα ἄλλα ζητήματα, νὰ γίνουν δημοσίως γνωστά».

Στὴν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης ὄχι μόνον καταδικάσθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ ὁ χαρακτῆρας τῆς οἰκουμενικότητας τῆς Συνόδου, ὁπότε τὴν ἐξέλαβαν ὡς Τοπικὴ Σύνοδο. Οἱ Φράγκοι ἀνέπτυξαν μιὰ θεωρία ποὺ ἦταν ἀντίθετη μὲ τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ποὺ καθορίσθηκε ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, περὶ τῆς πενταρχίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διοικεῖται συνοδικῶς ἀπὸ τοὺς πέντε Θρόνους (Παλαιᾶς Ρώμης, Νέας Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων). Ἡ νέα θεωρία ποὺ ἀνέπτυξε ἡ Σύνοδος τῆς Φραγκφούρτης «ὑποστήριζε ὅτι ὑπῆρχαν δυὸ κρίσιμες πλευρὲς σὲ μιὰ ἀληθινὰ οἰκουμενικὴ σύναξη: ἡ πρώτη ἦταν ἡ συγκατάθεση ὅλων τῶν Χριστιανῶν (μιὰ ὁριζόντια συναίνεση), ἡ δεύτερη ἦταν ἡ συνέχεια μὲ τὶς προηγούμενες συνόδους, τῶν διαβουλεύσεων, παραδόσεων, καὶ κανόνων τους (κάθετη συναίνεση). Σὲ κανένα ἀπὸ τὰ δύο δὲν ἱκανοποιοῦσε τὰ κριτήρια τῆς οἰκουμενικότητας ἡ Σύνοδος τοῦ 787, διότι δὲν εἶχε διαβουλευθῇ μὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες γιὰ τὸ ζήτημα τῆς veneration (λατρείας) τῶν εἰκόνων, οὔτε εἶχε διατηρήσει τὶς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων συνόδων».

Ὁ Chris Murray συνοψίζει γιὰ τὸ ποιά τελικὰ ἦταν ἡ Καρολίγγεια ἄποψη γιὰ «τὴν θρησκευτικὴ εἰκονιστικὴ τέχνη». «Οἱ εἰκόνες εἶναι ὑποδεέστερες ἀπὸ τὴν γλῶσσα ὡς μέθοδος διατύπωσης καὶ μετάδοσης τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης, ἀλλὰ εἶναι χρήσιμες γιὰ τὴν διδασκαλία τῶν ἀγραμμάτων. Οἱ εἰκόνες εἶναι ἐπίσης χρήσιμες ὡς τρόπος ἀπεικόνισης καὶ ἑορτασμοῦ σημαντικῶν γενονότων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τοῦ βίου τῶν ἁγίων. Οἱ εἰκόνες στολίζουν καὶ ὀμορφαίνουν τὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ. Οἱ εἰκόνες δὲν πρέπει νὰ λατρεύονται, ἀλλὰ εἶναι ἀποδεκτὲς καὶ τιμῶνται ἐπειδὴ βοηθοῦν νὰ φέρνουν στὴν μνήμη τὶς ἀλήθειες τῆς θρησκείας. Συνεπῶς δὲν πρέπει νὰ καταστραφοῦν».

Σαφέστατα ἐδῶ τίθεται ἡ λογικὴ ὡς κέντρο γνώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ θεωρεῖται ὅτι ἡ ἀρτιότερη γνώση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ διανόηση-λογική, καθὼς ἐπίσης ὅτι οἱ εἰκόνες εἶναι ἁπλῶς ἡ διδασκαλία τῶν ἀγραμμάτων. Προφανῶς οἱ ἐγγράμματοι, οἱ θεολόγοι, δὲν ἔχουν ἀνάγκη τῆς παρουσίας τῶν εἰκόνων καὶ φυσικὰ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση οἱ εἰκόνες ἁπλῶς στολίζουν τοὺς Ἱεροὺς Ναούς. Ἀπορρίπτεται, δηλαδή, ὅλη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία τῶν εἰκόνων περὶ τῆς τιμῆς ποὺ ἀνάγεται στὸ πρωτότυπο. Ἀπὸ ἐδῶ ἀρχίζει ὁ φραγκολατινικὸς σχολαστικισμὸς καὶ ἀργότερα ὁ προτεσταντικὸς εὐσεβισμός.

Ἡ Judith Herrin παρατηρεῖ ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Φραγκφούρτης τὸ 794 δημιούργησε ἄλλα δεδομένα στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Τελικά, οἱ Φράγκοι δὲν διαφώνησαν μόνον γιὰ τὶς εἰκόνες, ἀφοῦ δὲν κατάλαβαν ἢ ἐνσυνείδητα παραποίησαν, τὴν ἀπόφαση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ εἰκόνων, ἀλλὰ διαφώνησαν καὶ γιὰ ἄλλα ζητήματα τὰ ὁποία σχετίζονται μὲ τὴν Σύνοδο αὐτή. Διαφώνησαν «ἰδιαίτερα μὲ τοὺς ἰσχυρισμοὺς γιὰ τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία καὶ γιὰ τὴν ἀνάρρηση τοῦ Ταρασίου (στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο) ἀπὸ λαϊκό. Τὸ ὅτι οἱ ἀνατολικοὶ αὐτοκράτορες "βασίλευαν ἐν Θεῷ" καὶ προήδρευαν τῆς Συνόδου μὲ ἐξουσία ἴση μὲ αὐτὴν τῶν ἀποστόλων ("ἰσαπόστολος") ἀποτελοῦσε ἀπαράδεκτη ἀλαζονεία γιὰ τὴ δύση. Ὁ ρόλος τοῦ Καρόλου ὡς "ὑπερασπιστῆ τῆς ἐκκλησίας" ἀποτελοῦσε μιὰ πιὸ ταιριαστὴ σεμνότητα. Γινόταν ἐπίθεση στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ὅρους πολὺ ὅμοιους μὲ αὐτοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἰσίδωρος Σεβίλης (ὡς ἄντρο αἱρέσεων), ἐνῷ τὸ βασίλειο τῶν Φράγκων ἐξυμνεῖτο ὡς αὐτὸ ποὺ ἦταν προικισμένο μὲ ὅλες τὶς χριστιανικὲς ἀρετές. Ἡ αἴσθηση μιᾶς καινούργιας χριστιανικῆς πρακτικῆς στὴν Εὐρώπη προβαλλόταν σὲ κοντρὰστ μὲ τὴν παγανιστικὴ δεισιδαιμονία ἄψυχων ἀντικειμένων τὴν ὁποία ἀκολουθοῦσε ἡ ἀνατολή».

Ἡ χρησιμοποίηση τοῦ παραδείγματος τοῦ Ταρασίου, ποὺ ἀνέβηκε στὸν θρόνο ἀπὸ λαϊκός, δὲν εἶναι εὔστοχη, γιατί ὁ Καρλομάγνος αὐτὸ τὸ ἔπραττε συχνά, ἀφοῦ «πολλοὶ λαϊκοὶ διορίζονταν σὲ ὑψηλὰ Ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα στὴν Δύση, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Καρλομάγνο», γι’ αὐτὸ καὶ «οἱ ἀμφισβητήσεις γιὰ τὴν ἀκαταλληλότητα τοῦ Ταρασίου ἦταν ἀρκετὰ ἀμυδρές». Μὲ ὅλα αὐτά, ὅπως ὑποστηρίζει ἡ Judith Herrin, «ἡ φραγκοσύνη καθιέρωσε ἕνα ρῆγμα ὄχι μόνο μεταξὺ Δύσης καὶ Ἀνατολῆς, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν Δύση. Διότι ὁ διαχωρισμὸς τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ Καρόλου, ἐνθαρρυμένες ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῆς ἀνεξάρτητης Βησιγοτθικὴς πρακτικῆς καὶ θεωρίας (στὴν Ἱσπανία) μείωσε ἐπίσης τὸν ἔλεγχο τῆς Ρώμης ἐπὶ τῆς Δύσεως. Ἡ Σύνοδος στάθηκε μάρτυς τοῦ τέλους μιᾶς ἐποχῆς παπικῆς ἡγεμονίας στὶς δυτικὲς ἐκκλησίες. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ὕστερα, οἱ φράγκοι ἡγεμόνες υἱοθέτησαν μιὰ λιγότερη καὶ περισσότερη αὐταρχικὰ σχέση μὲ τὴν παπωσύνη. Εἶχαν ἀνακαλύψει μιὰ αὐτονομία ἡ ὁποία θὰ καθόριζε τὶς μεταγενέστερες χριστιανικὲς ἐξελίξεις στὴν Εὐρώπη».

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Καρλομάγνος μὲ τὴν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης καὶ τὴν καταδίκη τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔκανε μιὰ ἰδιαίτερη πρακτική, δηλαδὴ καταδίκασε τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἔτσι αὐτονομήθηκε τόσο ἀπὸ τὸν Πάπα ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα. Ἀκόμη, καθιέρωσε νὰ ἀποκαλοῦνται οἱ Ὀρθόδοξοι Ρωμαῖοι ὡς Γραικοί, τοὺς θεώρησε αἱρετικούς, καὶ τέθηκαν τὰ βάθρα γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς λεγομένης ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ ἔθνους. Ἀργότερα, ὅταν οἱ Φράγκοι τὸ 1009 κατέλαβαν καὶ τὸν παπικὸ θρόνο, τότε καὶ ἡ Παλαιὰ Ρώμη ἀποκαμακρύνθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ filioque.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι μέχρι τὴν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τὸ 794 οἱ Φράγκοι ἀποκαλοῦσαν τὴν Αὐτοκρατορία Ρωμαϊκή. Στὰ Libri Carolini γιὰ τελευταία φορὰ μνημόνευαν τὴν αὐτοκρατορία ὡς Imrerium Romanum. Ἔκτοτε, κυρίως ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης, ἔγινε ἡ πλαστογραφία καὶ οἱ Φράγκοι χρησιμοποιοῦν γιὰ πρώτη φορὰ τὰ ὀνόματα Graeci καὶ Graecia, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ εἰδωλολάτρου καὶ τοῦ αἱρετικοῦ. Ἀργότερα, οἱ συνεχιστὲς τῆς φραγκικῆς αὐτῆς νοοτροπίας ἀντικατέστησαν τὸ «Γραικὸς» μὲ τὸ «Βυζαντινὸς» καὶ τὸ «αἱρετικὸς» μὲ τὴν «ἀλλαγὴν Πολιτισμοῦ».. Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι ἀπὸ τότε ἐγράφησαν διάφορα βιβλία μὲ τίτλο: Condra errores Graecorum (κατὰ τῶν αἱρέσεων τῶν Γραικῶν). Μὲ αὐτὴν τὴν ἐσκεμμένη πλαστογραφία τῶν ὀνομάτων διαφοροποιήθηκε ἡ πολιτισμικὴ παράδοση τοῦ δυτικοῦ τμήματος ἀπὸ τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ φθάνει μέχρι τὶς ἡμέρες μας.

Πάντως, κατὰ τὴν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης ὁ Πάπας μὲ τοὺς ἀντιπροσώπους του ἀντέδρασαν στὶς ἀποφάσεις της καὶ ἀντέκρουσαν τὰ Libri Carolini, ἀλλὰ ὁ Καρλομάγνος ἐπέβαλε τὶς ἀπόψεις του στὴν περιφέρεια ποὺ κυριαρχοῦσε. Φαίνεται περίτρανα ὅτι ἐνεργοῦσε σκόπιμα, γιατί ἤθελε νὰ κατοχυρώση τὴν κυριαρχία του σὲ Δύση καὶ Ἀνατολή. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο παραποίησε τὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, χαρακτήρισε τοὺς Ὀρθοδόξους Ρωμαίους ὡς αἱρετικοὺς γραικούς. Ἡ πολιτική του σκοπιμότητα εἶναι πασιφανής.

3. Τὸ παπικὸ παρεκκλήσι Capella Sixtina

Στὴν Δύση κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, πρᾶγμα ποὺ ἐπεκτάθηκε καὶ μετέπειτα, ἐπικράτησαν δύο παραδόσεις. Ἡ πρώτη τοῦ Καρλομάγνου καὶ τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου τῆς Φραγκφούρτης τοῦ 794 ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικὰ ὑποτίμησαν καὶ παραθεώρησαν τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ὁ Καλβίνος, ὅταν ἀνακάλυψε τὰ Libri Carolini, τὰ υἱοθέτησε καὶ ἔτσι ἀπέβαλε τὶς εἰκόνες ἀπὸ τοὺς ναοὺς καὶ τὴν ζωὴ τῶν ὀπαδῶν του. Ἡ ἄλλη παράδοση ποὺ ἐπικράτησε ἦταν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ἡ ὁποία κατ’ ἀρχὰς εἶχε ἀντιδράσει στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Φραγκφούρτης, στὴν συνέχεια, ὅμως, ἐπηρεάσθηκε, ὁπότε θεώρησε τὶς εἰκόνες ὡς κάποιες θρησκευτικὲς παραστάσεις. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, μάλιστα ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπέβαλε τὸ μυστικὸ καὶ θεολογικὸ νόημα τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὅπως εἶχε ἀποφασισθῇ στὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.

Ἡ Σύνοδος τῆς Φραγκφούρτης ἀποτελεῖ μιὰ πρώτη προσπάθεια θεολογικῆς καὶ ἐθνικῆς διαφοροποίησης τῶν Φράγκων καὶ τῆς Δύσης ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς Ἀνατολῆς. Αὐτὸ φαίνεται τόσο στὴν θεολογία ὅσο καὶ στὴν λατρεία. Οἱ Φράγκοι υἱοθέτησαν μερικὲς ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ Αὐγουστίνου, τὶς ὁποῖες ἐπεξέτειναν ἑρμηνευτικῶς. Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος εἶχε ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸν νεοπλατωνισμό. Ἐπικεντρώνοντας τὴν προσοχή μας στὸ θέμα τῆς Ἰταλικῆς Ἀναγέννησης, στὴν ὁποία ὑπάγεται καὶ ἡ εἰκονογράφηση τῆς Capella Sixtina, μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθῇ ὅτι ἡ τεχνοτροπία τῶν παραστάσεων συνδέεται μὲ μερικὲς ἀρχές, ποὺ ἄρχισαν νὰ ἐπικρατοῦν μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης καὶ ἀναπτύχθηκαν ἀκόμη περισσότερο στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες, ἀλλὰ ἔχει καὶ δικά της στοιχεῖα, κυρίως ἀνθρωπολογικὰ καὶ ἀρχαιοελληνικά. Σίγουρα, ὅμως, ἡ τέχνη τῆς Ἀναγεννήσεως ἀποδεσμεύθηκε ἀπὸ τὸ πνευματικό-θεολογικὸ πλαίσιο ποὺ καθόρισε ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.

Ἡ τέχνη τῆς Ἰταλικῆς Ἀναγέννησης ἀναβιώνει τοὺς κανόνες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τέχνης, ἔχει κέντρο καὶ μέτρο της τὸν ἄνθρωπο. Στόχος της εἶναι νὰ μετατρέψη τὴν εἰκαστικὴ ἐπιφάνεια σὲ ἕνα κομμάτι τῆς ἐξωτερικῆς πραγματικότητας, γι’ αὐτὸ ἐφαρμόζει τὴν γεωμετρικὴ προοπτικὴ γιὰ τὴν ἀπόδοση τοῦ βάθους καὶ ἀποδίδει τὴν ἀνθρώπινη μορφὴ μὲ ἁπτικὲς ἀξίες, δηλαδὴ μὲ ὄγκο. Ὁ θεατὴς πρέπει νὰ πεισθῇ ὅτι αὐτὸ ποὺ βλέπει πάνω στὸν πίνακα ἢ τὴν τοιχογραφία εἶναι συνέχεια τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου καὶ νὰ διαπαιδαγωγηθῇ ἀπὸ τὸ θέμα. Οἱ ἰδέες τοῦ νεοπλατωνισμοῦ ποὺ καλλιεργοῦνται στὴν αὐλὴ τῶν Μεδίκων τὴν ἐποχὴ τοῦ Λορέντσο τοῦ Μεγαλοπρεποῦς (15ος) μὲ ἡγετικὴ φυσιογνωμία τὸν φιλόσοφο Μarsilio Ficino ἀποτελοῦν τὸ κυρίαρχο πνευματικὸ κλίμα μέσα στὸ ὁποῖο ἀνδρώνονται πολλοὶ καλλιτέχνες τῆς ἐποχῆς στὴν Φλωρεντία, ὅπως ὁ Botticelli ἀλλὰ καὶ ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος. Γι’ αὐτὸ καὶ μιὰ σοβαρὴ ἐπιστημονικὴ ἄποψη ὑποστηρίζει ὅτι τὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα σχεδιάσθηκε ἀπὸ τὸν Ἐγίδιο τοῦ Viterbo, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ἔγκριτους θεολόγους τῆς αὐλῆς τοῦ Πάπα Ἰούλιου Β', τῆς οἰκογένειας Della Rovere, καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε μαθητεύσει κοντὰ στὸν Marsilio Ficino.

Ἀνοιχτὸ παραμένει τὸ θέμα τῆς συνύπαρξης παγανιστικῶν καὶ χριστιανικῶν στοιχείων στὴν ὀροφὴ τῆς Capella Sixtina, θέματα τῆς ἀρχαιότητας βρίσκονται συνυφασμένα μὲ τὶς εἰκόνες τῆς χριστιανικῆς θεολογίας καὶ ἀποκτοῦν ἔτσι ἴση ἀξία μὲ αὐτές. Στὰ ἐρωτήματα, πῶς ἐξηγεῖται ὁ ρόλος τῶν ἀρχαίων Σιβυλλῶν καὶ γιατί οἱ γυμνοὶ νέοι ἔχουν τόσο περίοπτη θέση μέσα σὲ μιὰ Ἐκκλησία, στὴν καλύτερη περίπτωση μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ σιγουριὰ ὅτι ὁ Πάπας Ἰούλιος Β' θέλησε νὰ ἐξασφαλίση γιὰ τὸν ἑαυτό του, μέσα ἀπὸ τὴν χρήση ἀρχαίων στοιχείων, τὴν θέση τοῦ φυσικοῦ κληρονόμου τῆς ἀρχαιότητας. Ἡ ὀροφὴ τῆς Capella Sixtina μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῇ ὅτι ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας, ποὺ ὑπόσχεται τὴν αἰώνια ζωή, ἔχει ἐλευθερώσει τὴν Ρώμη ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρεία, καθιστῶντας τὴν «αἰώνια πόλη». Αὐτὴ ἡ Ρώμη, ἀναστημένη ἀπὸ τὸ πανίσχυρο χέρι τοῦ Πάπα, ὀφείλει τώρα νὰ ἀναλάβη τὸν ἡγεμονικὸ ρόλο τῆς διάδοσης τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸν κόσμο. Οἱ ἔνδοξες ἡμέρες τῆς ἀρχαίας Ρώμης θὰ ἐπιστρέψουν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα.

Ἡ Capella Sixtina εἶναι τὸ παπικὸ Παρεκκλήσι ποὺ εἶχε ἀνοικοδομηθῇ ἀπὸ τὸν Πάπα Σίξτο τὸν IV, ἀπὸ τὸ 1473-1477, γιὰ νὰ χρησιμοποιηθῇ ὡς Παπικὸ παρεκκλήσι, ποὺ καθιερώθηκε τὸ 1483 στὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας. Οἱ δύο μακρεὶς τοῖχοι τοῦ οἰκοδομήματος, ὁ βόρειος καὶ ὁ νότιος, εἶχαν ζωγραφισθῇ ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ζωγράφους τῆς Τοσκάνης καὶ τῆς Οὔμπριας. Ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος ἀνέλαβε νὰ διακοσμήση τὴν ὀροφὴ ποὺ εἶναι μήκους 40 μέτρων, πλάτους 13,50 μέτρων καὶ ἡ κορυφὴ τῆς καμάρας βρίσκεται σὲ ὕψος 18 μέτρων ἀπὸ τὸ δάπεδο τοῦ Παρεκκλησίου. Ἡ ἔναρξη τῆς διακόσμησης τῆς ὀροφῆς ἔγινε τὸ ἔτος 1508. Πάνω στὴν ὀροφὴ ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος «ζωγράφισε μαζὶ μὲ τοὺς γυμνοὺς νέους 343 συνολικὰ μορφὲς σὲ διάφορα εἰκονιστικὰ σύνολα». Ἡ διακόσμηση τῆς ὀροφῆς τελείωσε τὸ ἔτος 1512. Ἀργότερα, καὶ μάλιστα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1535 καὶ 1541, ἐργάσθηκε τὴν παράσταση τῆς Δευτέρας Παρουσίας στὴν δυτικὴ πλευρὰ τοῦ Παρεκκλησίου, στὸν βωμό. Ὁ Καθηγητὴς Χρύσανθος Χρήστου παρατηρεῖ:

«Στὴν Capella Sixtina ἡ Δευτέρα Παρουσία δὲν ζωγραφίσθηκε ὅπως ἦταν σχεδὸν ὁ κανόνας στὸν τοῖχο τῆς εἰσόδου -ἂν καὶ δὲν λείπουν καὶ παραδείγματα ποὺ εἶναι σὲ ἄλλες θέσεις καὶ στὸν τοῖχο τοῦ βωμοῦ- ἀλλὰ στὸν τοῖχο τοῦ βωμοῦ καὶ αὐτὸ ἴσως δὲν εἶναι ἄσχετο μὲ τὴν προσπάθεια τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας νὰ ἐνισχύση τὴν θέση τοῦ Πάπα καὶ νὰ τὸν παρουσιάση ἐκπρόσωπο τοῦ Μεγάλου Κριτοῦ». Ἡ παράσταση αὐτὴ εἶναι «μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ζωγραφικὲς προσπάθειες ὅλης τῆς ἀνθρώπινης τέχνης» καὶ περιλαμβάνει πάνω ἀπὸ 400 πρόσωπα. Πρόκειται γιὰ μιὰ «τιτανικὴ τοιχογραφία».

Capella Sixtina, ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Παναγία, Δευτέρα Παρουσία

Ὁ Χριστός, ὁ Κριτὴς τοῦ Παντὸς βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς σύνθεσης καὶ εἶναι «περισσότερο ἕνας ὀργισμένος Δίας ποὺ μὲ τὸ ἀνυψωμένο πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι δεξὶ του χέρι ἐξαπολύει τὸν κεραυνὸ ἢ Ἀπόλλωνας μὲ τὰ σημάδια τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ θανάτου καὶ λιγότερο Χριστὸς Σωτῆρας τοῦ Κόσμου τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐδῶ οὐσιαστικὰ ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος συναντᾶ ἕνα ἄλλο μεγάλο πατριώτη του τὸν Δάντη, ὁ ὁποῖος ὅπως ἔχει παρατηρηθῇ ὀνομάζει τὸν Χριστὸ "ὕψιστο Δία" (Sommo Giove), τὸν παρουσιάζει σὰν τὸν βίαιο κριτὴ τῆς ἀντιμεταρρύθμισης καὶ ὄχι σὰν τὸν Θεὸ ποὺ συγχωρεῖ».

Στὸ δεξιὸ κάτω μέρος τῆς παράστασης ζωγραφίζεται ὁ Μίνωας «ζωσμένος ἀπὸ φίδια» «μὲ ἀπειλητικὴ ἔκφραση» μὲ φυσιογνωμία ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὸν τελετάρχη τοῦ Πάπα Biazio da Cesena. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὅταν ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος τελείωσε τὸ ἔργο αὐτό, πῆγε ὁ Πάπας Παῦλος, μαζὶ μὲ τὸν τελετάρχη του, γιὰ νὰ τὸ δοῦν. Σὲ ἐρώτηση τοῦ Πάπα στὸν τελετάρχη τοῦ Biazio da Cesena πῶς τοῦ φαίνεται τὸ ἔργο, ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι «ἦταν πολὺ ἄπρεπο νὰ εἰκονίζωνται τόσα πολλὰ γυμνὰ σ’ ἕνα τόσο ἑορταστικὸ χῶρο, ποὺ μάλιστα δείχνουν μὲ αἰσχρὸ τρόπο τὴν γύμνια τους καὶ ὅτι ἦταν ἕνα ἔργο ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ βρίσκεται στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Πάπα, ἀλλὰ σ’ ἕνα λουτρὸ ἢ σὲ μιὰ ταβέρνα». Ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος ποὺ ἦταν παρὼν καὶ ἄκουσε αὐτὴν τὴν κρίση τοῦ παπικοῦ τελετάρχη δυσαρεστήθηκε, γι’ αὐτό, καὶ γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῇ, «ἔκανε τὴν προσωπογραφία του μόλις ἔφυγε χωρὶς νὰ τὸν βλέπη, τὸν ἔβαλε στὴν κόλαση μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Μίνωα, ζωσμένο μὲ ἕνα μεγάλο φίδι καὶ στὸ μέσο ἑνὸς βουνοῦ ἀπὸ διαβόλους». Ὅταν ὁ Biazio παραπονέθηκε στὸν Πάπα, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «ἂν σὲ εἶχε ὁ ζωγράφος βάλει στὸ Καθαρτήριο, θὰ ἔκανα τὰ πάντα γιὰ νὰ σὲ σώσω, ἀφοῦ ὅμως σὲ πῆγε στὴν Κόλαση, εἶναι ἀνώφελο νὰ καταφεύγης σὲ ἐμένα, γιατί ἀπὸ ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει σωτηρία».

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ἕνα βιβλίο τοῦ Heinrich Pfeiffer μὲ τίτλο: «Capella Sixtina, νέα ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν τοιχογραφιῶν» στὸ ὁποῖο παρουσιάζει τὶς τοιχογραφίες τοῦ Παπικοῦ Παρεκκλησίου μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν τοιχογραφιῶν, κατὰ τὴν ὁποία «ἀναδείχθηκε ὄχι μόνο ἡ ποιότητα καὶ ἡ λάμψη τῶν χρωμάτων, ἀλλὰ προέκυψαν καὶ νέα στοιχεῖα γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ εἰκονογραφικοῦ προγράμματος». Ἔτσι, στὸ ἔργο αὐτὸ ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ δοῦμε ὅλες τὶς παραστάσεις τοῦ Παπικοῦ Παρεκκλησίου, ἀλλὰ καὶ νὰ δοῦμε τὴν νέα θεολογικὴ ἀνάλυσή τους.

Ὁ Pfreiffer ἔκανε πολυχρόνιες μελέτες στὴν εἰκονογράφηση αὐτὴ καὶ κατέληξε ὅτι κάτω ἀπὸ τοὺς καλλιτέχνες ποὺ ζωγράφισαν τὸ Παρεκκλήσι βρίσκονται σύμβουλοι καθοδηγητὲς παπικοὶ θεολόγοι, ἡ λεπτομέρεια τῶν εἰκονογραφιῶν στηρίζεται σὲ κείμενα ποὺ εἶχαν στὴν διαθεσή τους οἱ θεολόγοι αὐτοί, καθὼς ἐπίσης ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ἁρμονία ποὺ παρατηρεῖται πηγάζουν ἀπὸ ἕνα εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα τοῦ ὁποίου τὰ χαρακτηριστικὰ εἶχαν διαμορφώσει θεολόγοι τοῦ Πάπα Σίξτου Δ’. Ὁ ἴδιος ὁ ἐρευνητὴς ὁμολογεῖ ὅτι, ἐνῷ μελετοῦσε τὶς τοιχογραφίες, συγχρόνως ἀναζητοῦσε τὰ πατερικὰ καὶ μεσαιωνικὰ κείμενα ποὺ συσχετίζονται μὲ τὴν εἰκονογράφηση.

Capella Sixtina, Οἱ Κολασμένοι, Δευτέρα Παρουσία

Οἱ ἐπιφανεῖς ζωγράφοι ποὺ ἐπιστρατεύθηκαν γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἦταν ὁ Μποτιτσέλι, ὁ Περουτζίνο, ὁ Σιντορέλι, ὁ Κόζιμο Ροσέλι, ὁ Πιντουρίκιο, κ.ἄ. καὶ βέβαια ἀργότερα ὁ μεγάλος ζωγράφος Μιχαὴλ Ἄγγελος ποὺ κορυφώνει τὴν Ἀναγέννηση καὶ προαναγγέλλει τὸ Μπαρόκ.

Ὁ Μακάριος Ἀμαδέος ποὺ ἦταν πνευματικὸς τοῦ Πάπα Σίξτου Δ’ «ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ χτιστεῖ καὶ νὰ ἱστορηθεῖ ἡ Capella Sixtina». Οἱ θεολόγοι ποὺ συνετέλεσαν στὸ πρόγραμμα τῶν σκηνῶν τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης ἦταν ὁ Πέτρος Κολόνα, ποὺ ἦταν γνωστὸς καὶ ὡς Πέτρος Γαλατινὸς ποὺ ἦταν φραγκισκανικὴς ἀτμόσφαιρας, ὁ Κροάτης Dragisic Juraj, καὶ «ὡς ἐκπρόσωπος τῆς νεοπλατωνικῆς τάσης, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Αἰγίδιο τοῦ Βιτέρμπο, ὁ Ἑνετὸς πατρίκιος καὶ πρωτονοτάριος Χριστοφόρος Μάρκελος».

Εἶναι φυσικὸ ὅτι στὴν εἰκονογράφηση τοῦ παρεκκλησίου ἀποτυπώνεται ἡ θεολογία τοῦ σχολαστικισμοῦ, ὅπως ἀναπτύχθηκε στὴν Δύση ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα καὶ μετά. Πράγματι, σὲ παραστάσεις εἰκονογραφεῖται ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία οἱ παπικοὶ ἐπιδιώκουν νὰ καταλάβουν παρουσιάζεται ἡ ἑρμηνεία γιὰ τοὺς τρεὶς οὐρανούς, ὅτι ὁ πρῶτος οὐρανὸς εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὁ δεύτερος οὐρανὸς εἶναι ἡ τέλεια γνώση τῆς κτίσης καὶ ὁ τρίτος οὐρανὸς εἶναι ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἡ γνωστὴ contemplatio Dei παρουσιάζεται τὸ δόγμα τῆς ἄμωμης σύλληψης τῆς Μαρίας παρουσιάζεται ὁ Πάπας ὡς ὁ Νυμφίος ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας κλπ.

Πολλὰ εἶναι τὰ σημεῖα ἐκεῖνα στὶς εἰκόνες ποὺ δείχνουν τὴν διαφορετικὴ θεολογία ποὺ ἐπικράτησε στὴν Δύση. Θὰ περιορίσω τὸν λόγο σὲ δύο ἀπὸ αὐτά.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Θεοῦ Πατρὸς νὰ δημιουργῇ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος στὴν Capella Sixtina παρουσίασε τὸν Πατέρα ὡς δημιουργὸ τοῦ κόσμου, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ ἄπειρο, τὸν «τρισδιάστατο χῶρο τοῦ κενοῦ», ποὺ ὠθεῖται στὸν «ὁλόγυμνο Ἀδάμ», «ἀπὸ θυελλώδεις ἀνέμους». Μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα ἀπεικονίζονται διάφορα ἄλλα ὄντα, «ἕνα ἀγόρι δεμένο στενὰ μὲ τὸν Θεὸ πίσω ἀπὸ τὸν ἀριστερό του ὦμο», ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς, «μιὰ γυμνή, νεαρὴ γυναικεία μορφή», ποὺ τὴν «κρατᾶ ἀγκαλιασμένη μὲ τὸ ἀριστερό του μπράτσο» καὶ «συμβολίζει τὴν ἰδέα τῆς γυναίκας καὶ νύμφης ἐν Κυρίῳ». Ὁ Πατὴρ δημιουργός, ὁ Υἱὸς ποὺ εἶναι κολλημένος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποὺ συμβολίζεται μὲ «τὴν πνοὴ τοῦ ἀέρα ποὺ φουσκώνει τὸν μανδύα, ὁ ὁποῖος τυλίγει ἀπὸ πίσω ὁλόκληρο τὸν μετέωρο ὅμιλο», δείχνουν τὴν παρουσία τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Διαφορετικὰ εἶναι τὰ πράγματα στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία, ὅπου ὅλες οἱ Θεοφάνειες τοῦ Θεοῦ στὴν Π. Διαθήκη εἶναι ἐμφανίσεις τοῦ ἀσάρκου Λόγου, τοῦ Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγέλου. Αὐτὸς εἶναι ὁ Ὧν καὶ ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου. Ἡ Ἁγία Τριάδα δημιούργησε τὸν κόσμο, ἀφοῦ «ὁ Πατὴρ δι' Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ποιοὶ τὰ πάντα». Διὰ τοῦ Λόγου γνωρίζουμε τὸν Πατέρα, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα» (Ἰω. ἰδ', 9).

Αὐτὸ φαίνεται ἔκδηλα στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία στὴν ὁποία ἁγιογραφεῖται «τὸ τριλαμπὲς τῆς μιᾶς θεότητος». Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ βγαίνουν ἀπὸ τὴν οὐσία διὰ τῶν θείων Προσώπων. Αὐτὸ εἰκονογραφεῖται μὲ τέσσερεις ὁμόκεντρους κύκλος. «Ὁ κεντρικὸς κύκλος εἶναι σκοτεινός. Ἕνα μεῖγμα ἀπὸ μαῦρο, πράσινο, λουλακὶ καὶ ἐλάχιστο λευκὸ καλύπτει τὴν στρογγυλὴ ἐπιφάνεια τοῦ κεντρικοῦ αὐτοῦ κύκλου. Αὐτὸς ὁ κύκλος εἰκονίζει τὴν Οὐσία τοῦ Θεοῦ». Στὴν πραγματικότητα ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται «πίσω ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ κύκλο», ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ φαίνεται σκοτεινὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ κρύπτει τὴν οὐσία, γιατί ἀπὸ τὸ πολὺ φῶς θὰ τυφλωνόμασταν, σὰν νὰ στέκεται ἡ σελήνη ἀνάμεσα στὸν φωτεινὸ ἥλιο καὶ τὴν γῆ. Αὐτὸ δείχνει ὅτι δὲν ἔχουμε μέθεξη τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Πάντως, «οἱ φωτεινὲς ἀκτῖνες δὲν πηγάζουν μέσα ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ κύκλο, ἀλλὰ πίσω ἀπὸ αὐτόν, ἀπὸ τὴν ἀόρατη ἀποστράπτουσα οὐσία τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ «δὲν εἶναι σκοτεινὴ ἀντίθετα εἶναι ὑπέρλαμπρη», ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει τὸ κατάλληλο ὄργανο γιὰ νὰ τὴν διερευνήση.

Γύρω ἀπὸ τὸν «λαμπρινὸ γνόφο», τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέρχονται οἱ ἀκτῖνες τῆς θείας ἐνεργείας, εἰκονίζονται τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς «τρεῖς ὁμόκεντρες κυκλικὲς ταινίες». Ὁ «σκουροπράσινος κύκλος» εἰκονίζει τὸν Πατέρα. «Κολλητὰ μὲ τὴν ταινία –μέρος τοῦ κύκλου– τοῦ Πατρὸς εἶναι ἡ πιὸ ἀνοιχτόχρωμη γαλαζοπράσινη ζώνη-κύκλος τοῦ Υἱοῦ». «Ἡ τρίτη ἐξωτερικὴ ζώνη εἶναι πιὸ φωτεινὴ καὶ ζωγραφίζεται μὲ μεῖγμα τῆς ζώνης τοῦ Υἱοῦ προσθέτοντας λευκὸ καὶ λίγη ὤχρα, γιὰ νὰ κιτρινίσει» καὶ εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. «Μὲ τὶς ζῶνες δηλώνονται οἱ σχέσεις τῶν Τριῶν Προσώπων καὶ ἡ εἰδικὴ λειτουργία τους στὴν ἔκφανση-φανέρωση τῆς Θεότητας». Ἔτσι, «οἱ ἐνέργειες ἀρχίζουν-πηγάζουν ἀπὸ τὴν οὐσία καὶ σὰν χρυσὲς πυκνὲς ἀκτῖνες διατρέχουν τὶς τρεὶς κυκλικὲς ταινίες ὡς τὸ ἐξωτερικὸ ὅριο τοῦ κυκλικοῦ σχήματος», δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱό-Λόγο καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.

Ἄλλοτε αὐτὸ τὸ «τριλαμπὲς τῆς Θεότητος» εἰκονογραφεῖται μόνον μὲ «τρεὶς ὁμόκεντρους κύκλους τῶν προσώπων», χωρὶς «τὸν σκοτεινὸ κύκλο τῆς οὐσίας», αὐτὸν τὸν «λαμπρινὸν γνόφον» πέριξ τοῦ ἀσάρκου καὶ σεσαρκωμένου Λόγου, καὶ τὸ βλέπουμε στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου, στὴν Μεταμόρφωση, στὴν εἰς Ἅδου κάθοδο τοῦ Χριστοῦ σὲ κυκλικὸ σχῆμα, σὲ ἐλλειπτικὸ κύκλο καὶ ἄλλα σχήματα ποὺ ἐκφράζουν τὰ γνωρίσματα τῶν προσώπων.

Στὴν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως ἡ δόξα ποὺ περιβάλλει τὸν Χριστὸ ἔχει τρία σχήματα. Τὸ ἕνα, τὸ πιὸ εὐρύτερο, εἶναι τέλειος κύκλος ποὺ ἐκφράζει τὸν Πατέρα, τὸ ἄλλο εἶναι τέλειο τετράγωνο, ποὺ δηλώνει τὸν συναΐδιο καὶ συνάναρχο τέλειο Λόγο καὶ τὸ τρίτο εἶναι καμπυλόγραμμο τετράγωνο καὶ δηλώνει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποὺ διαρκῶς κινεῖται. Ἂν μελετήση κανεὶς προσεκτικὰ τὶς ἀπεικονίσεις τοῦ Μιχαὴλ Ἀγγέλου στὴν Capella Sixtina καὶ τὶς ὀρθόδοξες ἁγιογραφίες, θὰ δὴ τὴν διαφορὰ στὸ τριαδολογικὸ δόγμα καὶ στὸ θέμα τῆς οὐσίας-ἐνεργείας καὶ στὸ θέμα τῆς ἰσότητας τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ καὶ στὸν τρόπο μεθέξεως τῆς δόξης τῆς τριλαμποῦς θεότητος.

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ἡ παράσταση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ζωγραφίζεται στὸ Παπικὸ Παρεκκλήσι, ἀλλὰ καὶ ὅπως ἁγιογραφεῖται στοὺς Ὀρθοδόξους Ἱεροὺς Ναούς.

Δευτέρα Παρουσία, Ἱερά Μονὴ Ἁγίου Στεφάνου, Μετέωρα

Κατ’ ἀρχὰς ἡ παράσταση τοῦ Κριτοῦ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία ζωγραφίζεται ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Ἄγγελο στὸν δυτικὸ τοῖχο τοῦ Παρεκκλησίου πίσω ἀπὸ τὸν βωμό, μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ παρίστανται στὴν ἀκολουθία. Αὐτό, ὅπως προαναφέρθηκε, ἔχει τὴν ἑρμηνεία του, γιατί θέλει νὰ δείξη τὴν κυριαρχία τοῦ Πάπα στὸν κόσμο, ὡς ἐκπροσώπου τοῦ κριτοῦ τῆς οἰκουμένης. Ἀντίθετα, στοὺς Ὀρθοδόξους Ναοὺς ἡ Δευτέρα Παρουσία ἁγιογραφεῖται στὸν νάρθηκα τοῦ Ναοῦ, ἐνῷ ὁ πιστὸς εἰσέρχεται στὸν Ἱερὸ Ναό, ἐνῷ στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ζωγραφίζεται ὁ λειτουργικὸς κύκλος, ἡ θεία Μετάληψη καὶ οἱ λειτουργοὶ Ἱεράρχες. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ παρουσιάζει τὴν θεολογία περὶ τῆς Κρίσεως καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἁγιογραφεῖται, προετοιμάζει τὸν πιστὸ γιὰ τὴν θεραπεία γιὰ νὰ μεθέξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἔπειτα, βλέποντας τὶς δύο εἰκόνες -παπικὴ καὶ ὀρθόδοξη- παρατηροῦμε ὅτι στὴν παπικὴ εἰκόνα ὑπάρχει μιὰ φοβερὴ κινητικότητα, μιὰ τρομερὴ ἀνησυχία, μιὰ πολεμικὴ σύρραξη, ἐνῷ στὴν ὀρθόδοξη εἰκόνα ἐπικρατεῖ μιὰ ἠρεμία καὶ σοβαρότητα.

Ἀκόμη, ἔχει μεγάλη σημασία πῶς παρουσιάζεται ὁ Κριτής, ὁ Χριστός. Ὁ Pfeiffer παρατηρεῖ ὅτι «τὸ κεφάλι του ἔχει πρότυπο τὸ κεφάλι τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Μπελβέντερε, συνεπῶς αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει αὐτὸν τὸν Χριστὸ εἶναι μιὰ εἰδωλολατρικὴ ἰδέα τοῦ θεϊκοῦ. Ἡ φυσιογνωμία του δὲν ἀποδίδει τὸν κλασσικὸ τύπο, τὸν ὁποῖο γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας... γιὰ πρώτη φορὰ καλλιτέχνης διορισμένος ἀπὸ τὸν πάπα τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας φιλοτεχνεῖ μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀποκλίνει ἀπὸ τὸν καθιερωμένο εἰκονογραφικὸ τύπο καὶ παραπέμπει σὲ εἰδωλολατρικὴ θεότητα. Γιὰ πρώτη φορὰ καλλιτέχνης διορισμένος ἀπὸ τὸν πάπα τολμᾶ νὰ ζωγραφίσει μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ δὲν εἶναι τὸ καθιερωμένο πορτραῖτο του. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο στὴν εἰκόνα ἀποδίδεται ἐντελῶς διαφορετικὸς θρησκευτικὸς χαρακτῆρας ἀπὸ ὅ,τι παλιότερα. Δὲν ἀποδίδει τὴ θεϊκὴ μορφὴ ὅπως εἶναι, ἀλλὰ μιὰ ἄλλη ποὺ ἔρχεται νὰ ἐκπροσωπήσει τὴ μορφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ὁποία προσπαθεῖ νὰ μεταδώσει στὸν θεατὴ μόνο μερικὲς ψυχικὲς ἰδιότητες καὶ γνωρίσματα τοῦ χαρακτῆρα, καὶ ὄχι τοῦ σώματος...

Ἡ χειρονομία ἀναθέματος τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνον καθορίζει τὴν κίνηση ὁλοκλήρου τοῦ μυώδους σώματός του, ἀλλὰ εἶναι τὸ στοιχεῖο ποὺ οὐσιαστικὰ ζωντανεύει ὅλη τὴ νωπογραφία. Μοιάζει θαρρεῖς καὶ ἡ χειρονομία αὐτὴ προκαλεῖ τρέμουλο μέχρι καὶ τὴν τελευταία, τὴν πιὸ μακρινὴ γωνίτσα τῆς τοιχογραφίας. Καὶ βεβαίως δὲν ὑπάρχει πλέον ἀμφιβολία πῶς ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ Μαρία δὲν στρέφεται πιὰ παρακλητικὰ στὸν γιό της, ὅπως στὰ προσχέδια. Στρέφει τὸ βλέμμα της στὶς δυὸ διασταυρούμενες δοκούς, τὶς ὁποῖες μιὰ ὁλόγυμνη -μετὰ τὴν τελευταία ἀποκατάσταση τοῦ μνημείου- καὶ πάλι ἀνδρικὴ μορφὴ κρατᾶ κοντὰ στὸ σῶμα της μὲ τὸ δεξὶ χέρι».

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ποὺ ὡς ζωγράφος ἐπανειλημμένως εἶδε αὐτὴν τὴν παράσταση, σὲ ἕνα βιβλίο του ἀναφέρεται σὲ αὐτὴν καὶ τὴν συγκρίνει μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία τῆς Δευτέρας Παρουσίας:

«Ὕστερα ἀπὸ μακρὰ μελέτη τῆς "Ἐσχάτης Κρίσεως" τοῦ Μιχαὴλ Ἀγγέλου στὴν Καπέλλα Σιξτίνα, ἀνακάλυψα στὴν τοιχογραφία μιὰ ἀναλογία σχετικὴ μὲ τὴν δική μου ἀντίληψη γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου. Προσέξτε τὸ Χριστὸ τῆς εἰκόνας, τὴ χειρονομία ποὺ κάνει. Ὡσὰν πρωταθλητής, ἐξακοντίζει στὴν ἄβυσσο ὅλους ὅσους τόλμησαν νὰ τὸν πολεμήσουν. Ὁλόκληρη ἡ ἀπέραντη ὀροφὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους ποὺ τρέμουν ἀπὸ φόβο. Μέσα στὴν ὁλοφάνερη κοσμική τους διάσταση, ὅλα ἔχουν ἀποδοθεῖ ἔτσι λόγῳ τῆς δικῆς τους καταστάσεως καὶ ὄχι λόγῳ τῆς ὀργῆς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς βρίσκεται στὸ κέντρο καὶ ἡ ὀργή του εἶναι τρομερή. Αὐτός, βέβαια, δὲν εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐγὼ βλέπω τὸ Χριστό. Ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος ἦταν εὐφυής, ἀλλὰ ὄχι εἰδικὸς γιὰ λειτουργικὰ θέματα. Ἅς ἀνακατασκευάσουμε τώρα τὴ νωπογραφία. Ὁ Χριστὸς φυσικὰ πρέπει νὰ εἶναι στὸ κέντρο, ἀλλὰ διαφορετικὸς Χριστός, πιὸ σύμφωνος μὲ τὶς ἀποκαλύψεις ποὺ εἴχαμε γι’ αὐτόν: Ὁ Χριστὸς παντοκράτορας, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τῆς ταπεινῆς ἀγάπης. Δὲν τοῦ ἁρμόζει ἡ ἐκδικητικὴ χειρονομία. Δημιουργῶντας μᾶς ὡς ἐλεύθερα ὄντα, περίμενε σὰν πιθανή, ἴσως ἀναπόφευκτη, τὴν τραγωδία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καλῶντας μας ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἀνυπαρξίας στὴν ὕπαρξη, ἡ μοιραία του χειρονομία μᾶς ἀνεβάζει στὰ ἀπόκρυφα βασίλεια τῆς κοσμικῆς ζωῆς. "Ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν" στέκεται πάντοτε κοντά μας. Μᾶς ἀγαπᾶ πνευματικὰ παρὰ τὴν ἀναίσθητη συμπεριφορά μας. Μᾶς καλεῖ, εἶναι πάντοτε ἕτοιμος νὰ ἀπαντήσει στὴν κραυγή μας γιὰ βοήθεια, καὶ νὰ ὁδηγήσει τὰ διστακτικὰ καὶ ἀβέβαια βήματά μας μέσα ἀπ' ὅλα τὰ ἐμπόδια ποὺ βρίσκονται στὸν δρόμο μας. Μᾶς σέβεται ὡς ἴσους του. Τὸ ὕψιστο ἰδανικό του εἶναι νὰ μᾶς δεὶ στὴν αἰωνιότητα, ἀληθινὰ ὡς ἴσους του, φίλους του καὶ ἀδελφούς του, καὶ γιοὺς τοῦ Πατέρα. Ἀγωνίζεται γι’ αὐτόν, τὸ ἐπιθυμεῖ διακαῶς. Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός μας, καὶ ὡς ἄνθρωπος κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα».

Στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία τῆς Δευτέρας Παρουσίας φαίνεται ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση δὲν ὑπάρχουν ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε τὴν Κόλαση γιὰ νὰ τιμωρήση τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὑπάρχουν ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι καὶ Παράδεισος καὶ Κόλαση. Ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ ἐξέρχεται τὸ φῶς ποὺ φωτίζει τοὺς δικαίους καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν θρόνο ἐξέρχεται ὁ πύρινος ποταμὸς ποὺ καίει τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ἀνάστασις, Μονὴ τῆς Χώρας, Κωνσταντινούπολη

Αὐτὸ ἀπηχεῖ τὴν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώνεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ὅτι ὅπως ὁ κτιστὸς ἥλιος ἔχει δύο ἰδιότητες, τὴν φωτιστικὴ καὶ τὴν καυστική, ἔτσι καὶ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ φωτίζει καὶ κατακαίει. Ὁ Μ. Βασίλειος, ἑρμηνεύοντας τὸ ψαλμικὸ χωρίο τοῦ Δαυίδ: «φωνὴ Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός», γράφει ὅτι τὸ πῦρ ἔχει δύο δυνάμεις, τὴν καυστικὴ καὶ τὴν φωτιστικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, γι’ αὐτὸ καὶ καίει καὶ φωτίζει. Ἔτσι, ὁ Θεὸς διακόπτει τὴν φλόγα τοῦ πυρός, ξεχωρίζει τὴν φωτιστικὴ ἀπὸ τὴν καυστικὴ ἐνέργεια, ὁπότε τὸ πῦρ τῆς Κολάσεως εἶναι ἀλαμπὲς καὶ τὸ φῶς τοῦ Παραδείσου εἶναι ἄκαυστον. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι ἡ μέλλουσα ζωὴ εἶναι «φῶς τοῖς κεκαθαρμένοις τὴν διάνοιαν», «κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς καθαρότητος» καὶ σκότος «τοῖς τυφλώττουσι τὸ ἡγεμονικόν», «κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς ἐντεῦθεν ἀμβλυωπίας».

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, καὶ ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους δικαίους καὶ ἀδίκους, ἁμαρτωλοὺς καὶ ἁγίους, δὲν ἀλλάζει διαθέσεις, δὲν εἶναι ὀργισμένος, δὲν εἶναι ἕνας δικαστὴς καὶ παγκόσμιος φεουδάρχης. Αὐτὸς μᾶς εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Μάτθ. ε', 45). Πῶς μπορεῖ νὰ μιλᾶμε γιὰ ἕναν ὀργισμένο Θεό; Ὅταν στὴν Ἁγία Γραφὴ γίνεται λόγος γιὰ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, στὴν πραγματικότητα ἐμεῖς τὸν αἰσθανόμαστε ὡς ὀργισμένον, ἐπειδὴ αἰσθανόμαστε ἔνοχοι καὶ ἀποδίδουμε σὲ Αὐτὸν ὅλες τὶς ἐσωτερικές μας διαθέσεις. Ἔτσι, ὅπως γράφει ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος «παράδεισός ἐστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ», ἀλλὰ καὶ ἡ κόλαση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «οἱ ἐν τῇ γεέννη κολαζόμενοι, τῇ μάστιγι τῆς ἀγάπης μαστίζονται. Καὶ τί πικρὸν καὶ σφοδρὸν τὸ τῆς ἀγάπης κολαστήριον;».

Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση ἔχει σημαντικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ποιμαντική της καὶ ἑρμηνεύει ὅλη τὴν θεολογία της γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση δὲν ὑφίστανται ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἔλεγε συχνὰ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης Ἡ Ἱερὰ Μονὴ ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων μὲ μιὰ ὡραία καὶ προσεγμένη ἐργασία ἀνέλυσε θεολογικὰ τὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ εἰκόνα δείχνει τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο τρόπων ζωῆς, ὀρθοδόξου καὶ δυτικοῦ.

Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα εἶναι καρπὸς τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας τῶν θεουμένων ἁγίων. Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ ἅγιοι, ὅταν φθάνουν στὴν θέωση καὶ τὴν θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, μετέχουν τοὺς Φωτὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκοῦνε ἄρρητα ρήματα, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Β' Κόρ. ἰβ', 4). Μετὰ τὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι καταγράφουν τὴν ἄκτιστη αὐτὴν ἐμπειρία μὲ κτιστὰ ρήματα, νοήματα καὶ εἰκονίσματα, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Οἱ εἰκόνες εἶναι κτιστὰ εἰκονίσματα τῆς ἀκτίστου πραγματικότητος. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς καὶ οἱ ἅγιοι περιβάλλονται ἀπὸ τὸ Φῶς, τὸ σῶμα εἶναι μεταμορφωμένο γιατί καὶ αὐτὸ συμμετέχει στὴν ἄκτιστη πραγματικότητα, καὶ τελικὰ οἱ εἰκόνες δείχνουν τὴν ἄκτιστη λατρεία καὶ τὴν ἄκτιστη θεία λειτουργία. Οἱ ἱερὲς εἰκόνες χρειάζονται γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται στὸ στάδιο τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ, ἀλλὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάνη στὴν θέωση καὶ βλέπη τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ μέσα στὴν δόξα Τοῦ, δὲν τοῦ χρειάζονται εἰκόνες.

Ἔπειτα, ὅταν κανεὶς ἀσπάζεται τὶς ἱερὲς εἰκόνες, ἀσπάζεται τὴν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζομένου καὶ λαμβάνει Χάρη, ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία ὁ ἴδιος βρίσκεται. Ἄν, δηλαδή, βρίσκεται στὸ στάδιο τῆς καθάρσεως, καθαίρεται, ἂν βρίσκεται στὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, φωτίζεται. Στὴν Δύση οἱ εἰκόνες δὲν εἶναι ἔκφραση τῆς ἀρρήτου πραγματικότητας, ἀλλὰ ἔκφραση τῆς κτιστὴς πραγματικότητας, ἐκφράζουν τὸν ἀμεταμόρφωτο κτιστὸ κόσμο, τὸν κόσμο τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν αἰσθητῶν καὶ δὲν ὁδηγοῦν στὴν θεοποιὸ μέθεξη. Στὴν πραγματικότητα οἱ δυτικὲς εἰκόνες ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἐγκλωβίζουν τὸν ἄνθρωπο στὴν αἰσθητὴ πραγματικότητα, καὶ δὲν τοῦ δίνουν τὴν δυνατότητα νὰ μεθέξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Ἐπικρατεῖ, δηλαδή, μιὰ ἐγκοσμιοκρατία καὶ αἰσθησιοκρατία.

Σαφέστατα ὑπάρχει πολιτισμικὴ διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ δυτικῆς εἰκόνας, ποὺ προϋποθέτει διαφόρους τρόπους ζωῆς καὶ διάφορα ἤθη.

  • Προβολές: 6066