Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ Κοζίτσα στὴν μνήμη τῆς Θεοτόκου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ Θεὸς διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων Τοῦ συγκαταβαίνει στὴν μηδαμινότητα τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καὶ στὴν περιορισμένη ἀντιληπτικότητά τους, συχνότερα ὅμως στὴν ἀνάγκη ποῦ ἔχουν γιὰ αἴσθηση μιᾶς ἀπροσμάχητης ὑπερκόσμιας προστασίας, ἡ ὁποία νὰ τοὺς διασώζη «καταποντουμὲν[ους] κακώσεσι τοῦ βίου» καὶ νὰ τοὺς δίνη τὴν βεβαιότητα ὅτι ἀρραγὲς θεμέλιο καὶ συνοχέας κάθε ἀπειροελάχιστου καὶ κάθε ὑπερμέγιστου, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη αἴσθηση, ὑπαρκτοῦ εἶναι ἡ πατρικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴν τὴν θεϊκὴ πρόνοια διακονοῦν καὶ γνωστοποιοῦν τὰ διάφορα θαύματα τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων, ποῦ ἑλκύουν χιλιάδες πιστῶν διαφόρων κοινωνικῶν τάξεων, φυλετικῶν καταβολῶν καὶ μορφωτικῶν ἐπιπέδων, σὲ θαυματουργὲς εἰκόνες, σὲ ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια, σὲ τόπους ποῦ ἁγιάστηκαν ἀπὸ θαυμαστὰ γεγονότα. Ἡ σχέση ὅλων αὐτῶν τῶν προσκυνητῶν μὲ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁπωσδήποτε ποικίλη, ἀνάλογη μὲ τὴν πνευματικὴ ἡλικία τους, τὴν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς τους καὶ τὴν σοφία τοῦ νοῦ τους.

Ἕνας τόπος στὸν ὁποῖον ἐκδηλώθηκε ἡ ἰδιαίτερη μέριμνα τῆς Θεοτόκου καὶ ἁγιάστηκε ἀπὸ τὴν θαυμαστὴ ἐπίσκεψη τῆς εἰκόνας της, εἶναι ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς Ἀμπελακιώτισσας, ποῦ ἀποτελεῖ τὴν πνευματικὴ καρδιὰ τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας. Στὸν τόπο αὐτὸ ἐκφράζεται μὲ ἰδιαίτερους τρόπους ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶναι γιὰ παράδειγμα ἡ εὐλάβεια ποῦ δείχνουν στὴν βελανιδιὰ πάνω στὴν ὁποία βρέθηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας.

Οἱ σχολιασμοὶ ποῦ καταγράφουμε κυοφορήθηκαν τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κατὰ τὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ στὸ Καθολικὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἀμπελακιώτισσας. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀκολουθίας πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἀφοῦ προσκυνοῦσαν τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας, πήγαιναν κατόπιν στὸ δένδρο, στὸ ὁποῖο πρωτοφιλοξενήθηκε ἡ εἰκόνα κατὰ τὴν ἔλευσή της στὴν Ναυπακτία καὶ κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἔπαιρναν μικρὲς ἀκίδες ἀπὸ τὸν κορμὸ ἢ τὰ κλαδιά του ὡς εὐλογία καὶ φυλακτό.

Τέτοιες εὐλάβειες ἐξερεθίζουν τοὺς ἐμφορουμένους ἀπὸ τὸ προτεσταντικὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα, ἀπὸ τὰ ὑπερήφανα νοήματα τοῦ «πρακτικοῦ» δυτικοῦ ἀνθρώπου, ποῦ δὲν γνωρίζει ἱερὸ καὶ ὅσιο, ἀλλὰ μόνο τὸ συμφέρον τοῦ θεοποιημένου κεφαλαίου, γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ δὲν καταλαβαίνει τὴν σημασία, γιὰ παράδειγμα, τῆς Κυριακῆς, δηλαδή, τὸ νόημα ποῦ ἀποκτᾶ ὁ χρόνος, ὅταν ἀφιερώνεται στὸν Θεό, ὅπως δὲν καταλαβαίνει τὸ πῶς καὶ διὰ ὑλικῶν στοιχείων μπορεῖ νὰ δοξάζεται ὁ Θεὸς καὶ νὰ λαμβάνη ὁ ἄνθρωπος τὴν Χάρη Τοῦ.

Ἀπέναντι σὲ τέτοιες εὐλάβειες ἐκδηλώνονται διάφορες ἀντιδράσεις καὶ στὴν «καθ’ ἡμᾶς ἀνατολή», κυρίως ἀπὸ ὁρισμένους ποῦ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους κήρυκα τῆς «αὐθεντικότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου», μὲ ὀφθαλμοφανεῖς ὅμως παρεκκλίσεις ἀπὸ τὸν «τρόπο» τῶν ἁγίων Πατέρων, τὴν θεολογία, τὸ «ἦθος τῆς ἐλευθερίας» τους καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ «ποιμαντικὴ ἐπιστήμη» τους. Στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων, αὐτοὶ ποῦ ἀντιδροῦν ἀπορριπτικὰ σὲ τέτοιες εὐλάβειες, αἰσθάνονται στὸ βάθος τους θρησκευτικὰ καταπιεσμένοι, μὲ ψυχικὰ τραύματα ποῦ δὲν θεραπεύθηκαν ἀπὸ τὴν θεολογικὴ παιδεία ποῦ ἔλαβαν. Πρόκειται στὴν οὐσία γιὰ τὴν δυσκολία τους ἢ τὴν ἀπροθυμία τους νὰ διαβοῦν ἀπὸ τὴν «πνευματικὴ ἐφηβεία» στὴν ἐν Χριστῷ ἐνηλικίωση, μᾶλλον «ἀναπαυόμενοι» σὲ μιὰ ἐλευθεριάζουσα ἐφηβικὴ θεολογία. Σὲ αὐτοὺς εἶναι πολὺ εὔκολο καὶ ψυχολογικὰ ἐκτονωτικό, νὰ μιλοῦν μὲ θυμώδη ἀπολυτότητα γιὰ θρησκειοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἢ γιὰ εἰδωλολατρικὲς ἐκτροπὲς τῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητας ἢ γιὰ νόθο εὐλάβεια μὲ στοιχεῖα μαγείας, ὅταν βλέπουν τὴν συρροὴ τοῦ κόσμου σὲ Ἱερὰ Προσκυνήματα καὶ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἐκδηλώνεται ἡ εὐλάβειά του.

Εἶναι γεγονός, βέβαια, ὅτι ὑπάρχουν πνευματικὲς ἀσθένειες ποῦ ἀλλοιώνουν τὴν πίστη καὶ ἐκφυλλίζουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ βίωμα μὲ διαθέσεις καὶ ἀντιλήψεις ποῦ προσιδιάζουν περισσότερο σὲ παγανιστικὲς θρησκεῖες. Γι’ αὐτὸ εἶναι εὐθύνη τῶν ποιμένων καὶ διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας νὰ καθοδηγοῦν τὸν λαὸ τῆς στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ ὀρθὴ πορεία τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως.

Ὅμως, ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι φαίνεται ὅτι δὲν «φοβοῦνται» τὴν θρησκειοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἢ τὶς εἰδωλολατρικὲς ἐκτροπὲς τῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητας καὶ δοκιμάζουν τὴν ποιότητα τῆς πίστης μας καὶ τὴν γνησιότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας φρονήματος μὲ θαυμαστὰ γεγονότα, ποῦ συνδέουν τὸν λαὸ τῆς Ἐκκλησίας μὲ εἰκόνες, ἁγίους Τόπους, ἐπιτάφιους λίθους, ὀστᾶ ἁγίων, γενικὰ μὲ ὑλικὰ στοιχεῖα, μέσῳ τῶν ὁποίων παρέχεται ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, φυσικὰ στοὺς δεκτικοὺς τῆς Χάριτος.

Ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε, τὰ γεγονότα εἶναι γεγονότα, ὅσο καὶ ἂν κάποια ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἀσύμβατα μὲ τὴν συνήθη τάξη ποῦ ἀντιλαμβανόμαστε στὸν κόσμο, ὅσο καὶ ἂν εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνατότητες τῆς περιορισμένης λογικῆς μας, ὅσο καὶ ἂν ἡ ἀποδοχή τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν μαρτυρία τῶν ἀσθήσεων, ἀπαιτῇ καὶ τὴν ἀγαθὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία πιστεύει στὸν λόγο τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ γεγονότα αὐτὰ (τὰ ἀσύμβατα μὲ τὴν φανταστικὴ ὑλιστικὴ αἰτιοκρατία) εἶναι σημεῖα τῆς ἀδιάλειπτης παρουσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, τὰ ὁποία λειτουργοῦν ὡς προκλήσεις στὴν φιλοτιμία μας, μὲ νυγμοὺς στὴν ἐγγενῆ (ὡς πεπτωκότων) ἰδιοτέλειά μας, ὥστε νὰ ἀντιληφθοῦμε κάπως (ἀνάλογα μὲ τὴν ἀμβλύτητα ἢ ὀξύτητα τῆς πνευματικῆς μας ὅρασης) τὴν ταπεινὴ μεγαλοπρέπεια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ἕνα τέτοιο θαυμαστὸ γεγονὸς εἶναι αὐτὸ ποῦ ἑλκύει τοὺς πιστοὺς στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἀμπελακιώτισσας καὶ στὴν βελανιδιὰ ποῦ βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς, πάνω στὴν ὁποία βρέθηκε ἡ εἰκόνα.

Εἶναι καλὸ νὰ θυμόμαστε τὸ γεγονός, γιὰ νὰ θερμαίνουμε κάπως τὴν μνήμη μας, ἡ ὁποία παγώνει «μὲς στὴν πολλὴ συνάφεια τοῦ κόσμου», «στῶν σχέσεων καὶ τῶν συναναστροφῶν τὴν καθημερινὴν ἀνοησία» (κατὰ τὸν Καβάφη), μέσα στὴν τύρβη τῆς λογικοκρατούμενης ἰδιοτέλειας τῶν φτωχῶν πελατῶν τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, μὲ τοὺς ὁποίους ἀναγκαστικὰ συγχρωτίζονται τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Παναγία, λοιπόν, τὸ 1455 πῆρε τὴν εἰκόνα τῆς ἀπὸ τὰ Ἀμπελάκια τῆς Θεσσαλίας, ὅταν (δύο χρόνια μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης) οἱ Τοῦρκοι εἰσβολεῖς ἔκαψαν τὸν Ναό της. Δύο φορὲς τὴν πέταξαν στὸν Πηνειὸ ποταμὸ (μαζὶ μὲ ἄλλα ἱερὰ σκεύη), ἀλλὰ αὐτὴ ἐπέστρεφε πάλι στὴν θέση της. Ἀμετανόητοι, ἂν καὶ ἔκπληκτοι ἀπὸ τὸ γεγονός, οἱ πιστοὶ τοῦ Κορανίου τὴν τρίτη φορὰ ποῦ τὴν πέταξαν στὸν Πηνειὸ ἔκαψαν τὸν Ναό της, γιὰ νὰ μὴ μπορῇ νὰ ἐπιστρέψη στὸ σπίτι της. Τότε ἡ Παναγία πῆρε τὴν εἰκόνα τῆς καὶ τὴν ἀπόθεσε πάνω στὰ κλαδιὰ μιᾶς βελανιδιᾶς, μέσα σὲ πυκνὸ δάσος, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ χωριὸ Κοζίτσα τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας. Ταπεινὸς βοσκὸς τῆς Κοζίτσας δύο συνεχόμενες νύχτες ἔβλεπε μέσα στὸ δάσος φῶς, σὰν ἀπὸ κάποια φωτιά, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἐπεκτεινόταν στὸ πυκνόφυτο δάσος. Τὴν τρίτη νύχτα πῆρε μαζί του καὶ ἄλλον συγχωριανό του βοσκὸ καὶ ἀφοῦ προσδιόρισαν τὸ σημεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐρχόταν τὸ φῶς, τὴν ἄλλη μέρα μπῆκαν στὸ δάσος καὶ βρῆκαν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία ποῦ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πυκνὸ δάσος κτίσθηκε ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἀμπελακιώτισσας.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δείχνει τὴν ἰδιαίτερη μέριμνα τῆς Θεοτόκου γιὰ τὸν συγκεκριμένο τόπο. Ἡ Παναγία θέλησε τὴν περιοχὴ τῆς Κοζίτσας ὡς τὸ προσκυνητάρι τῆς «διωκόμενης» ἀπὸ τοὺς Τούρκους εἰκόνας της. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ περιοχὴ μὲ τοὺς ἀνθρώπους της εἶναι διαχρονικὰ μέσα στὴν μνήμη της, ἡ ὁποία στέκεται ἀνοιχτὴ καὶ διαφανὴς διαρκῶς ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ «ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητος».

Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ συγκεκριμένου τόπου ἀπὸ τὴν Παναγία ἔχει ὁπωσδήποτε καὶ κάποιο πνευματικὸ λόγο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπόκρυφος μέσα στὶς ἄγνωστες βουλὲς τοῦ Θεοῦ. Πάντως, ὁ λόγος τῆς παρουσίας τῆς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἀμπελακιώτισσας μπορεῖ νὰ γίνεται σὲ κάποιο βαθμὸ κατανοητός, ὅσον ἀφορᾶ τὴν προσωπικὴ ἱστορία καὶ προοπτικὴ τοῦ κάθε προσκυνητῆ της, ἀνάλογα μὲ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἀνιδιοτέλεια τῆς σχέσης ποῦ αὐτὸς ἀναπτύσσει, ἐκ βαθέων, μὲ τὴν Θεοτόκο καὶ τὸν Χριστό.

Παρὰ τὶς θεολογικὲς ἀνεπάρκειες τῶν πολλῶν καὶ τὴν ροπὴ στὶς εἰδωλοποιήσεις, ἡ εὐλάβεια μὲ τὴν ὁποία περιβάλλουν, μέχρι καὶ σήμερα, οἱ πιστοὶ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀμπελακιώτισσας καὶ τὸ δένδρο πάνω στὸ ὁποῖο βρέθηκε, εἶναι εὐλάβεια ποῦ ἀναφέρεται στὴν Παναγία καὶ στὸν Χριστό. Ἡ ταπείνωση τῆς Παναγίας καὶ ἡ ἀγάπη της πρὸς τὸν λαό, ὅπως φανερώνεται ἀπὸ τὸν τρόπο ποῦ ἐπέλεξε τὸν συγκεκριμένο τόπο, δὲν ἀφήνει τὸν νοῦ τῶν πολλῶν νὰ ἐκτραπῇ καὶ νὰ δουλωθῇ στὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ