Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Νηπτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

13 08 10

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὡς ἅγιος, ζοῦσε μέσα σὲ αὐτὸ τὸ «πνεῦμα» τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Στὶς ὁμιλίες του φαίνεται ὅτι κατηύθυνε τὸ ποίμνιό του μὲ τὸ ἀληθινὸ «πνεῦμα» τοῦ Εὐαγγελίου, μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τὴν ὁποία καὶ ἐκεῖνος γνώρισε στὴν ἔρημο ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία. Ἡ διδασκαλία του ἔχει πολλὰ στοιχεῖα νηπτικότητας καὶ γι αὐτὸ ἦταν κατ ἐξοχὴν κοινωνική. Μέχρι σήμερα ἡ διδασκαλία του ἔχει μεγάλη ἐπιρροή, θαυμάζουμε τὸν λόγο του, γιατί προέρχεται ἀπὸ μιὰ καθαρὴ καὶ ἐξαγιασμένη καρδιά, ποῦ εἶχε ἐλευθερωθῇ ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ἀνθρώπινη ἰδιοτέλεια.

Στὴν εἰσήγηση αὐτὴ δὲν μποροῦν νὰ γίνουν εὐρύτερες ἑρμηνευτικὲς ἀναλύσεις, ἀλλὰ θὰ τονισθοῦν μερικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν νηπτικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποῦ θὰ δείξουν, ὅπως νομίζω, ὅτι ὁ λόγος του ἐμπνεόταν ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ζωή του, τὴν νήψη ποῦ τὸν διέκρινε, τὴν μεγάλη ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό, γι αὐτὸ ἔχει καὶ μεγάλη διαχρονικὴ ἀξία καὶ σπουδαιότητα.

α) Ὁ Χριστιανὸς ὡς ἐσταυρωμένος καὶ ἀναστημένος

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν διδασκαλία του ἐκφράζει τὸ «πνεῦμα» τοῦ Εὐαγγελίου ποῦ περιέχει τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων οἱ ὁποῖοι συνιστοῦν νὰ ζὴ ὁ Χριστιανὸς μὲ ἄσκηση, σύμφωνα μὲ τὸν νέο τρόπο ζωῆς ποῦ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστός. Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ σηκώνουν τὸν σταυρό, νὰ ζοὺν τὸ ἦθος τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Ὁλόκληρος ὁ βίος τους πρέπει νὰ εἶναι ἐσταυρωμένος. Ἄλλωστε, αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Χριστός: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοὶ» (Μάρκ. ἡ', 34, πρβλ. Μάτθ. ἰς', 24 καὶ Λούκ. θ', 23). Ὑπάρχουν πολλὰ χωρία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, στὰ ὁποία φαίνεται ποιά πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ. Τὸ νὰ ζητᾶ κανεὶς ἄνεση καὶ ἀνάπαυση εἶναι «ἀνάρμοστον καὶ ἀλλότριον Χριστιανοῦ», καθὼς ἐπίσης τὸ νὰ προσκολλᾶται κανεὶς στὴν παροῦσα ζωὴ εἶναι ἀλλότριο στὴν ἐπαγγελία καὶ τὴν στρατολογία.

Ἑρμηνεύοντας τὸ ἀποστολικὸ χωρίο «ὅτι καθὼς περισσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν» (Β' Κόρ. α', 5), κάνει λόγο γιὰ τὴν συμμετοχή μας στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐρωτᾶ: «τί γὰρ ἤδιον τοῦ τὼ Χριστῷ μὲ γίνεσθαι κοινωνόν;». Ἐπίσης λέγει ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἰσοδύναμο καὶ καλύτερο ἀπὸ τὸ νὰ μαστιγώνεται κανεὶς μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θλίβεται γιὰ τὴν εὐσέβεια. Καὶ καταλήγει ὅτι κανένας δὲν μπορεῖ νὰ γίνη κοινωνὸς τοῦ Χριστοῦ τρυφῶντας καὶ καθεύδοντας καὶ ἀναπίπτοντας, ζῶντας τὴν φιλήδονη καὶ παραλυμένη ζωή, ἀλλὰ γίνεται κοινωνὸς τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνος ποῦ περνᾶ θλίψη καὶ πειρασμὸ καὶ ὁδεύει τὴν στενὴ ὁδό.

Ἀναλύοντας τὸ ἀποστολικὸ χωρίο ποῦ ἀναφέρεται στοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ ἔχουν βαπτισθῇ, ἐν τούτοις εἶναι «ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ» (Φίλ. γ’, 18), κάνει λόγο γιὰ ἐκείνους ποῦ ὑποκρίνονται ὅτι ἀνήκουν στὸν Χριστιανισμὸ καὶ ζοὺν μὲ ἄνεση καὶ τρυφή. Μιὰ τέτοια ζωὴ εἶναι «ἐναντίον τὼ σταυρῶ». Τὸ νὰ ζητᾶ κανεὶς ἄνεση καὶ ἀνάπαυση εἶναι «ἀνάρμοστον καὶ ἀλλότριον Χριστιανοῦ», καθὼς ἐπίσης τὸ νὰ προσκολλᾶται κανεὶς στὴν παροῦσα ζωὴ εἶναι ἀλλότριο στὴν ἐπαγγελία καὶ τὴν στρατολογία. Ὅσοι ζοὺν κατ αὐτὸν τὸν τρόπο «κὰν λέγωσιν εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ ὡς ἐχθροὶ εἰσι τοῦ σταυροῦ». Ἐρωτᾶ: «ὁ Δεσπότης σου ἐσταυρώθη, καὶ σὺ ἄνεσιν ζητεῖς; ὁ Δεσπότης σου προσηλώθη, καὶ σὺ τρυφάς; καὶ ποῦ ταῦτα στρατιώτου γενναίου;». Καὶ μὲ ἀπόλυτο τρόπο γράφει: «εἰ φιλεῖς τὸν Δεσπότην σου, τὸν θάνατον ἀπόθανε τὸν ἐκείνου» καὶ ὅποιος εἶναι φίλος τῆς τρυφῆς καὶ τῆς ἐνταῦθα ἀσφαλείας, «ἐχθρὸς ἐστι τοῦ σταυροῦ».

Τὴν ἴδια προοπτικὴ συναντοῦμε καὶ στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἀποστολικοῦ χωρίου «Χριστῷ συνεσταύρωμαι ζὼ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζὴ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γάλ. β', 20). Ἑρμηνεύει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὸ «Χριστῷ συνεσταύρωμαι» ἐννοεῖ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ μὲ τὸ «ζὼ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζὴ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» ἐννοεῖ «τὴν μετὰ ταῦτα πολιτείαν, δι ἧς νεκροῦται ἡμῶν τὰ μέλη». Ἡ ὅλη ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι σταυρικὴ ζωὴ καὶ ὁ βίος του εἶναι ἐσταυρωμένος βίος, διότι μόνον ἔτσι μπορεῖ κανεὶς νὰ κοινωνήση τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, διαφορετικὰ εἶναι ἐχθρὸς τοῦ σταυροῦ.

Ἀπὸ αὐτὸ φαίνεται ὅτι ἡ σταυρικὴ ζωή, ποῦ δηλώνει τὴν νέκρωση τῶν παθῶν, καὶ ἡ κοινωνία μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστὸ εἶναι εὐαγγελικὴ ζωὴ καὶ κοινὴ σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανούς, μοναχοὺς καὶ ἐγγάμους, ποῦ ζοὺν στὸν κόσμο καὶ στὰ Μοναστήρια, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Σὲ πολλὰ κείμενά του κάνει λόγο γιὰ «ἑτέραν πολιτείαν» τὴν ὁποία πρέπει νὰ ζοὺν οἱ Χριστιανοί, γιὰ τὴν «καινὴν ζωὴν» ποῦ πρέπει νὰ τοὺς χαρακτηρίζη.

Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ζοὺν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ νὰ ἐκφράζουν αὐτὴν τὴν νέα ζωὴ ποῦ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστός. Πρέπει νὰ εἶναι «ἀλλότριοι τοῦ παρόντος βίου», ὄχι μὲ τὴν ἔννοια νὰ φύγουν ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ μένουν στὸν κόσμο καὶ νὰ δείχνουν στοὺς ἀπίστους «ὅτι εἰς ἑτέραν πολιτείαν ἑαυτοὺς μετέστησαν καὶ οὐδὲν κοινὸν ἔχουσι πρὸς τὴν γῆν καὶ τὰ ἐπὶ γῆς πράγματα». Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ γνωρίζωνται «οὐκ ἀπὸ τοῦ τόπου, ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ τρόπου» τῆς ζωῆς τους. Ὁ πιστὸς δὲν πρέπει νὰ φαίνεται ὡς πιστὸς μόνον ἀπὸ τὸ Mυστήριο τοῦ Bαπτίσματος, «ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῆς ζωῆς τῆς καινῆς». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο προτρέπει τοὺς Χριστιανούς: «Ἐπιδειξώμεθα τοίνυν καινὴν τινα ζωὴν ποιήσωμεν τὴν γῆν οὐρανόν», ὥστε οἱ εἰδωλολάτρες νὰ βλέπουν αὐτὴν τὴν καινὴν ζωὴ καὶ νὰ βλέπουν τὴν ἴδια τὴν εἰκόνα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Δὲν τοὺς συνιστᾶ νὰ φεύγουν ἀπὸ τὶς κοινωνίες καὶ νὰ ἀνεβαίνουν στὰ ὄρη, ὅπως τὸ κάνουν οἱ μοναχοί, ἀλλὰ νὰ ζοὺν μέσα στὴν κοινωνία, τηρῶντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. «Οὐδὲν λέγω φορτικὸν οὐ λέγω, μὴ γάμει οὐ λέγω, καταλίμπανε πόλεις καὶ ἀφίστασο πολιτικῶν πραγμάτων ἀλλ ἐν αὐτοῖς ὧν δεῖξον τὴν ἀρετήν».

β) Λογισμοί

Οἱ νηπτικοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν τὴν προσβολὴ ποῦ γίνεται μὲ τοὺς λογισμοὺς ὡς ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας. Λέγονται λογισμοὶ γιατί, ὅπως προαναφέραμε, πρέπει νὰ εὑρίσκωνται στὴν λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ μὴ κατέρχωνται στὴν καρδιά. Μὲ τοὺς λογισμοὺς ἡ ἁμαρτία προσβάλλει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τοὺς λογισμούς, ὅταν δὲν ἀντιμετωπίζωνται σωστά, γεννᾶται ἡ ἐπιθυμία καὶ ἀκολουθεῖ ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γνωρίζει πολὺ καλὰ τὸ τί δημιουργοῦν οἱ λογισμοί, ἀλλὰ καὶ πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ αὐτούς. Σὲ μιὰ ὁμιλία του κάνει λόγο γιὰ τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῶν λογισμῶν. Ὅπως στὴν ἐκτεταμένη καὶ εὐρύχωρη γῆ ὑπάρχουν πολλὰ ζῶα, ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἠμερότερα καὶ ἄλλα ἀγριότερα, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς λογισμοὺς στὸ πλάτος τῆς ψυχῆς, «οἱ μὲν εἰσιν ἀλογώτεροι καὶ κτηνώδεις, οἱ δὲ θηριωδέστεροι καὶ ἀγριώτεροι». Ἐπίσης, ὑπάρχουν καὶ λογισμοὶ ποῦ, ἐνῷ ἐκ φύσεως εἶναι ἐχθροί, ἐν τούτοις περιβάλλονται «δορὰν προβάτων».

Τὰ πάθη προκαλοῦν ταραχὴ καὶ σύγχυση, διαστρέφουν τὰ πάντα καὶ καταστρέφουν τὴν ὁδὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἐκδιώκουν τὴν εἰρήνη καὶ τὸν ὕπνο, δημιουργοῦν ἀφόρητη θλίψη. Οἱ λογισμοὶ δημιουργοῦν μεγάλη ταραχὴ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ἐξωτερικὴ εἰρήνη, ἀλλὰ μέσα του γεννιέται ταραχὴ καὶ ζάλη ἀπὸ τοὺς λογισμούς, τότε «οὐδὲν ὄφελος τῆς ἔξωθεν εἰρήνης». Συσχετίζει ὁ ἅγιος τὴν κυοφορία καὶ τὶς ὠδίνες τῆς ἐγκύου γυναικὸς μὲ τὴν ψυχὴ ποῦ κυοφορεῖ καὶ τίκτει τοὺς λογισμοὺς καὶ βρίσκει ὀδυνηρότερη τὴν δεύτερη περίπτωση. Στὸν ἄνθρωπο ποῦ μηχανορραφεὶ «σήμερον οὗτος κατεβλήθη ὁ λογισμός, καὶ πάλιν αὔριον ἕτερος καὶ μύριαι μεταβολαὶ τῶν πονηρῶν τούτων πραγμάτων, καὶ καθ ἑκάστην ἡμέραν συλλήψεις καὶ ὠδίνες διαφθείρουσαι τὴν ταῦτα τίκτουσαν διάνοιαν».

Ὡς πνευματικὸς ἰατρὸς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δὲν ἀρκεῖται στὴν διάγνωση, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ στὴν θεραπεία τοῦ προβλήματος ποῦ δημιουργοῦν οἱ λογισμοί. Ἀπαντῶντας στὴν ἔνσταση μερικῶν ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ κυριαρχήσουμε στοὺς λογισμοὺς λέγει ὅτι, ἀφοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξουσιάσουμε καὶ νὰ ἡμερώσουμε τὰ λιοντάρια, δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλουμε ὅτι μποροῦμε νὰ μεταβάλλουμε τὴν θηριωδία τοῦ λογισμοῦ σὲ ἡμερότητα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνη, γιατί στὰ θηρία ἡ ἀγριότητα ὑπάρχει κατὰ φύση καὶ τὸ ἥμερο παρὰ φύση, ἐνῷ στὸν ἄνθρωπο κατὰ φύση εἶναι τὸ ἥμερο καὶ παρὰ φύση τὸ ἄγριο καὶ θηριῶδες.

Στὰ κείμενά του συναντοῦμε καὶ διαφόρους τρόπους θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοὺς λογισμούς. Γράφει ὅτι ἄλλοι ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς δὲν φθάνουν στὴν ψυχὴ ἂν τὴν περιφράξουμε μὲ ἀσφάλεια ἄλλοι γεννιῶνται μέσα μας καὶ βλαστάνουν ὅταν εἴμαστε ράθυμοι, ἀλλὰ ἂν τοὺς προλάβουμε τότε πνίγονται ταχέως καὶ καταχωνιάζονται ἄλλοι γεννιῶνται καὶ μεγαλώνουν καὶ γίνονται πράξεις, ποῦ διαφθείρουν ὅλη τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς ὅταν ζοῦμε μὲ ραθυμία. Στὴν συνέχεια, ὡς πνευματικὸς ἰατρός, ὑποδεικνύει καὶ τὸν τρόπο θεραπείας, δηλαδὴ «τὸ μακάριον μήτε ὅλως δέξασθαι τὸν πονηρὸν λογισμόν». Τὸ ἑπόμενο «μακάριον» εἶναι, ἐὰν εἰσῆλθαν οἱ λογισμοὶ στὴν ψυχή, νὰ τοὺς ἀπωθήσουμε ταχέως καὶ νὰ μὴ τοὺς ἐπιτρέψουμε νὰ ἐνδιατρίψουν πολὺ μέσα ἐκεῖ, ὥστε νὰ μὴ κάνουν πονηρὴ βοσκή. Ἐὰν καὶ αὐτὸ δὲν τὸ κατορθώσουμε, τότε γιὰ τὴν παραμυθία τῆς ραθυμίας ἔχουν κατασκευασθῆ ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ πολλὰ φάρμακα γιὰ τὰ τραύματα ποῦ δημιουργοῦν οἱ λογισμοί.

Ἀπὸ τὰ λίγα αὐτὰ χωρία φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι γνώστης τῆς ἐσωτερικῆς ἐργασίας ποῦ γίνεται στὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς καὶ γνωρίζει τοὺς τρόπους θεραπείας τοῦ ἐσωτερικοῦ αὐτοῦ «χώρου». Πρόκειται γιὰ διδασκαλία τοῦ πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τοῦ ποιμνίου του.

γ) Πάθη

Ἀπὸ τὴν κακὴ ἀντιμετώπιση τῶν λογισμῶν συλλαμβάνεται ἡ ἐπιθυμία καὶ πραγματοποιεῖται ἡ ἁμαρτία, καὶ ὅταν ἡ ἁμαρτία ἐπαναλαμβάνεται πολλὲς φορὲς γίνεται πάθος. Ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος τὸ παρουσιάζει μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἁλιείας: «ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον» (Ἰακ. α', 14-15). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὡς Πνευματικὸς Πατέρας, γνωρίζει ὅλη αὐτὴν τὴν μάχη ποῦ γίνεται μέσα στὴν καρδιὰ μὲ τὰ πάθη, ἀλλ ἐπίσης γνωρίζει καὶ νὰ θεραπεύη τὰ πάθη. Ἄλλωστε, ὁ Πνευματικὸς Πατέρας εἶναι πνευματικὸς ἰατρὸς καὶ γνωρίζει νὰ θεραπεύη τὶς πνευματικὲς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἄγνοια αὐτῆς τῆς θεραπείας δὲν συνιστᾶ κάποιον ὡς καλὸ Κληρικό, ὅπως ἡ ἀδυναμία ἢ ἡ ἄγνοια τοῦ ἰατροῦ νὰ θεραπεύη δὲν τὸν χαρακτηρίζει ὡς καλὸ ἰατρό. Θὰ ἀναφερθοῦν μερικὰ χωρία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπὸ τὰ τόσα πολλά, ποῦ ἀναφέρονται σὲ αὐτὸ τὸ σημαντικὸ θέμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Κατ ἀρχὰς τὰ πάθη εἶναι ἡ ἐξέλιξη τῶν λογισμῶν - προσβολῶν, ποῦ προχωροῦν καὶ γίνονται ἐπιθυμία, πράξη καὶ ὅταν ἡ πράξη ἐπαναλαμβάνεται στὴν συνέχεια γίνεται πάθος. Τὰ πάθη εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς προπτωτικῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν ὁποία διεστράφησαν οἱ φυσικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ κινοῦνται παρὰ φύση. «Μετὰ τοῦ θανάτου, φησί, καὶ ὁ τῶν παθῶν ἐπεισῆλθεν ὄχλος». Τὰ πάθη ἀναπτύσσονται μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἄκανθες ποῦ ματώνουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνουν νὰ πονᾶ. Ὀνομάζονται δὲ πάθη διότι ὁ ἄνθρωπος πάσχει καὶ ὑποφέρει: «Διὰ τοῦτο καὶ πάθη καλεῖται ψυχῆς, καὶ τραύματα, καὶ ὠτειλαί». Σὲ ἄλλο σημεῖο παρουσιάζει τὰ πάθη ὡς κύματα «θαλαττίων ἀγριώτερα», ἀλλά, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἔμπειρος κυβερνήτης, γνωρίζη νὰ θέτη τὸν λογισμὸ ὡς κυβερνήτη τοῦ σκάφους τοῦ σώματός του, τότε μπορεῖ νὰ τὸ ὀδηγήση «πρὸς τὸν εὔδιον τῆς φιλοσοφίας λιμένα», διαφορετικά, ἂν εἶναι ἄπειρος, θορυβεῖται.

Προτείνει ὡς φάρμακα θεραπείας «τὸ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ», ὅταν κανεὶς τὸ λαμβάνη μὲ παρρησία, τὴν ἀκρόαση τῶν θείων Γραφῶν μὲ ἀκρίβεια, τὴν ἐλεημοσύνη ποῦ θὰ συνοδεύη τὴν ἀκρόαση αὐτή. Στὰ κείμενά του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καταγράφει καὶ τὶς διαιρέσεις τῶν παθῶν. Πάντοτε, βέβαια, αὐτὸ ποῦ λέγει ἔχει σχέση μὲ τὸ χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποῦ ἑρμηνεύει, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν κατάσταση τοῦ ἀκροατηρίου του. Ἔτσι, στὴν διδασκαλία του βλέπουμε ὅτι ὑπάρχουν πάθη σωματικὰ καὶ πάθη ψυχικά. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι σὲ πολλὰ κείμενά του χαρακτηρίζει τὰ πάθη μὲ τὶς ἐκδηλώσεις τῶν ἀγρίων ἀλόγων ζώων καὶ κάνει λόγο γιὰ θηριώδη πάθη καὶ μάλιστα λέγει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποῦ διακρίνεται ἀπὸ τέτοιες ἐκδηλώσεις «τῆς ἐκείνων ἀλογίας γέγονεν ἀλογώτερος».

Σὲ ὁμιλία τοῦ σὲ Ψαλμὸ τοῦ Δαυΐδ ἀναφέρεται σὲ πολλὰ πάθη ποῦ σκοτίζουν τοὺς ἀνοήτους καὶ δὲν μποροῦν νὰ δοὺν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὡς πρῶτο πάθος ὀνομάζει τὸ φιλήδονο, δεύτερο τὴν ἄνοια καὶ τὸ διεστραμμένο τῆς γνώμης, τρίτο ὅτι δὲν γνωρίζουν τί εἶναι καλὸ καὶ τί εἶναι κακὸ καὶ ἔχουν ἐσφαλμένη κρίση γιὰ τὰ πράγματα, τὸ τέταρτο ὅτι δὲν σκέπτονται καθόλου τὰ ἁμαρτήματά τους, τὸ πέμπτον ὅτι ὑφίσταται μεγάλη ἀπόσταση μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ ἕκτον τὸ ὅτι δὲν θέλει ὁ Θεὸς νὰ φανερώνη ὅλα παντοῦ. Προφανῶς τὰ τελευταῖα δὲν εἶναι πάθη μὲ τὴν ἔννοια ποῦ ἐμεῖς τὰ χαρακτηρίζουμε, ἀλλὰ δείχνει τὴν ἀκαταστασία τοῦ ἀνθρώπου νὰ δεχθῇ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.

Τὰ πάθη, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἀρρωσταίνουν τὸν ὅλο ἄνθρωπο καὶ φυσικὰ αὐτὸ ἔχει καὶ κοινωνικὲς συνέπειες. Τὰ πάθη εἶναι ἀσθένειες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Χρησιμοποιεῖ πολλὲς εἰκόνες γιὰ νὰ δείξη τὶς συνέπειες τῶν παθῶν. Τὰ πάθη εἶναι χειρότερα ἀπὸ τοὺς δημίους καὶ καταξηραίνουν τὴν ψυχή, εἶναι τύραννοι, καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο δοῦλο κλπ.

Οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ τῶν παθῶν δείχνουν καὶ τὸ τί προξενοῦν στὸν ἄνθρωπο. Θὰ ὑπενθυμίσουμε μερικὲς καταστάσεις, ὅπως τὶς συναντοῦμε στὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Τὰ πάθη προκαλοῦν ταραχὴ καὶ σύγχυση, διαστρέφουν τὰ πάντα καὶ καταστρέφουν τὴν ὁδὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἐκδιώκουν τὴν εἰρήνη καὶ τὸν ὕπνο, δημιουργοῦν ἀφόρητη θλίψη. Κάθε πάθος εἶναι «ὠμὸν καὶ τυραννικὸν καὶ ἀκόρεστον» καὶ δὲν παύει νὰ μᾶς κατατρώγη κάθε ἡμέρα, θολώνει τὸν ὀφθαλμὸ τοῦ ἀνθρώπου μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάνη τὴν ἀρετή, δὲν ἀντέχει ὁ ἄνθρωπος στὰ ὑψηλὰ καὶ μεγάλα, ἀποκάμνει καὶ χάνει τὸ θάρρος, τείνει πρὸς τὸν ὕπνο καὶ τὴν ραθυμία καὶ χάνει τὰ ἐνδιαφέροντα γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ζωὴ ποῦ προέρχεται ἀπὸ αὐτήν. Ἡ ἐμπαθὴς ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ δὴ καὶ νὰ πράξη κάτι γενναῖο καὶ πάσχει ἀπὸ ἀμβλυωπία. Τὰ πάθη ἀνάβουν μεγάλη φωτιὰ στὴν ψυχή, ὅπως γίνεται μὲ τὸ πὺρ ποῦ πυρπολεῖ τὸ δάσος. Γενικά, τὰ πάθη ἀρρωσταίνουν τὸν ἄνθρωπο, γι αὐτό, ὅπως λέγει, «ἐὰν ἁφῆς εἰς ἀμετρίαν ἐξελθεῖν, νοσήματα γίνεται,...».

Γράφει ἐπανειλημμένως γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἡσυχίας. Ὅταν κάνη λόγο γιὰ ἡσυχία, ἐννοεῖ τὴν ἡσυχία τοῦ λογικοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ τόπου, δηλαδὴ τὴν ἡσυχία ψυχῆς καὶ σώματος. Πέρα ἀπὸ τὴν ἐπισήμανση τῶν κακῶν ποῦ προξενοῦν τὰ πάθη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σὲ πολλὰ κείμενά του ὑποδεικνύει καὶ τὸν τρόπο τῆς θεραπείας. Ἐνδεικτικὰ θὰ παρουσιασθοῦν μερικοὶ τρόποι. Στὰ κείμενά του ὁμιλεῖ γιὰ τὴν μεγάλη ἀξία τῆς νήψεως στὸν πόλεμο γιὰ τὰ πάθη τοῦ σώματος ποῦ θὰ ἔχη συνέπεια στὴν θεραπεία τῶν νοσημάτων τῆς ψυχῆς, γιὰ τὸν ὀρθὸ λογισμό, τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἑρμηνεύοντας τὴν ἐπὶ τοῦ Ὅρους ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στὸν τρόπο τῆς θεραπείας τῶν παθῶν τοῦ θυμοῦ, τῆς ἐπιθυμίας περὶ τὰ σώματα, περὶ τὰ χρήματα, περὶ τὴν δόξα, περὶ τὸν παρόντα βίο. Μὲ πολὺ ὡραῖο τρόπο διδάσκει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θεραπεύεται τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας.

Σὲ κάποια ὁμιλία του προσδιορίζει τὸν ἀποτελεσματικότερο τρόπο θεραπείας τῶν παθῶν. Κατ ἀρχὰς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ αἰσθάνεται «καὶ τὸν θυμὸν θηρίον εἶναι». Ἔπειτα, πρέπει νὰ αἰσθάνεται ὅτι οὔτε τὸ λιοντάρι καὶ ἡ ἔχιδνα μποροῦν νὰ κατασπαράξουν τὰ σπλάχνα μας, ὅπως τὸ κάνει ὁ θυμός. Καὶ προτείνει ὡς φάρμακα θεραπείας «τὸ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ», ὅταν κανεὶς τὸ λαμβάνη μὲ παρρησία, τὴν ἀκρόαση τῶν θείων Γραφῶν μὲ ἀκρίβεια, τὴν ἐλεημοσύνη ποῦ θὰ συνοδεύη τὴν ἀκρόαση αὐτή. Μὲ τοὺς τρόπους αὐτοὺς «δυνήσεται νεκρωθῆναι τὰ λυμαινόμενα τὴν ψυχὴν ἡμῶν πάθη». Ὅσο ἔχουμε τὰ πάθη δὲν εἴμαστε καλύτερα ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἐνῷ, ὅταν θεραπεύσουμε τὰ πάθη, τότε μόνον μποροῦμε νὰ ζήσουμε. Καὶ παραγγέλλει: «Κὰν μὴ φθάσωμεν αὐτὰ ἀποκτείναντες ἐνταῦθα, ἐκεῖ πάντως ἡμᾶς ἀποκτενεί», ἀλλὰ μᾶλλον θὰ ὑποστοῦμε καὶ ἐδῶ τὴν τιμωρία.

Στὶς ὁμιλίες του βλέπουμε μιὰ ὁλόκληρη διδασκαλία γιὰ τὰ πάθη, τὰ ἀποτελέσματά τους καὶ τὸν τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ αὐτά.

δ) Νήψη

Πιὸ πάνω ἔχουμε ὁριοθετήσει τὸ τί σημαίνει νήψη ποῦ συνδέεται καὶ ταυτίζεται μὲ τὴν ἐγρήγορση, τὴν ἑτοιμότητα. Ὡς γνήσιος Πνευματικὸς Πατέρας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὰ κείμενά του ἀναφέρεται συχνὰ σὲ θέματα νήψεως, ἐγρηγόρσεως. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐντάσσεται ὀργανικὰ στὸ «πνεῦμα» τῶν ἀναλόγων προτροπῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ συντονίζεται μὲ τοὺς λεγομένους νηπτικούς - φιλοκαλικοὺς Πατέρες. Ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὸ ἀποστολικὸ χωρίο «γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν» (Α' Θέσ. ε', 7), κάνει διάκριση μεταξὺ ἐγρηγόρσεως καὶ νήψεως. Εἶναι δυνατὸν κανεὶς νὰ εἶναι ξυπνητός, νὰ μὴ κοιμᾶται, ἀλλὰ νὰ μὴ ἐπιτελὴ κανένα ἀγαθὸ ἔργο. «Ὥστε γρηγορήσεως ἐπίτασις ἡ νῆψὶς ἐστιν». Καὶ αὐτὴ ἡ νήψη εἶναι ἀπαραίτητη ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουμε πότε θὰ ἔλθη ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ νήψη εἶναι ἀναγκαία καὶ στὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ τῶν παθῶν. Μὲ τὴν νήψη ἀντιλαμβανόμαστε τὶς κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ καὶ στὴν συνέχεια μποροῦμε νὰ τὶς ἀντιμετωπίσουμε. Λέγει ὁ ἅγιος: «Πάντοτε νήφειν καὶ ἐγρηγορέναι δεί, καὶ μηδέποτε ἐν ἀδείᾳ εἶναι». Σὲ μιὰ ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση στοὺς Ψαλμοὺς ἀναφέρεται στὴν λήθη τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδὴ ὁ Θεὸς ξεχνᾶ κάποιον ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν κάνει τίποτε περισσότερο τὸν Θεὸ νὰ ἐνθυμῆται τὸν ἄνθρωπο ὅσο «τὸ ἀγαθὸν τί ποιεῖν, τὸ νήφειν, τὸ ἐγρηγορέναι, τὸ ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι».

ε) Ἡσυχία

Ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ βασικὴ προϋπόθεση τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ἡσυχία, ἐννοοῦμε τὴν ἐξωτερικὴ ἡσυχία τὴν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ θορύβους, καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ἡσυχία, τὴν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη ποῦ ὑπάρχουν μέσα στὴν καρδιά. Τὸ ὅτι ἡ ἡσυχία καὶ μάλιστα ἡ λεγομένη νοερὰ ἡσυχία εἶναι βασικὴ προϋπόθεση τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ὑπέδειξε αὐτὸν τὸν τρόπο, μὲ τὸ νὰ ἀποσύρεται ὁ Ἴδιος στὸ ὅρος. Ἑπομένως καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς δὲν εἶναι δοσμένος μόνο γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ἀσκητές, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει ἐπανειλημμένως γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἡσυχίας. Ὅταν κάνη λόγο γιὰ ἡσυχία, ἐννοεῖ τὴν ἡσυχία τοῦ λογικοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ τόπου, δηλαδὴ τὴν ἡσυχία ψυχῆς καὶ σώματος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι γνώστης τῆς ἐσωτερικῆς ἐργασίας ποῦ γίνεται στὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς καὶ γνωρίζει τοὺς τρόπους θεραπείας τοῦ ἐσωτερικοῦ αὐτοῦ «χώρου».

Ὡς πρότυπο ἡσυχίας πολλὲς φορὲς φέρει στοὺς ἀκροατὲς τοῦ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἀνέβαινε καὶ στὸ ὅρος γιὰ νὰ προσευχηθῇ μόνος Τοῦ, ὄχι γιατί τὸ εἶχε ἀνάγκη, ἀλλὰ γιατί ἤθελε νὰ μᾶς παιδαγωγήση νὰ ἐπιδιώκουμε τόπους ἡσυχαστικοὺς γιὰ νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεό. Συνδέει τὴν ἡσυχία μὲ τὴν προσευχή. Ὁ Χριστὸς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μᾶς παιδαγωγεῖ «ὅτι καλὸν ἡ ἐρημία καὶ ἡ μόνωσις, ὅταν ἐντυγχάνειν δέη Θεῷ». Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πολλὲς φορὲς κατέφευγε στὶς ἐρημίες καὶ διανυκτέρευε προσευχόμενος γιὰ νὰ μᾶς διδάξη «τὴν ἀπὸ τοῦ καιροῦ καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ τόπου θηράσθαι ἐν ταὶς εὐχαῖς ἀταραξίαν». Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο γιατί «ἡσυχίας γὰρ μήτηρ ἡ ἔρημος, καὶ γαλήνη καὶ λιμὴν ἁπάντων ἀπαλλάττουσα θορύβων ἡμᾶς». Ὁ Χριστὸς καὶ δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσεύχωνται καὶ ἀνέβαινε στὸ ὅρος γιὰ νὰ προσευχηθῇ, ὥστε νὰ μᾶς προτρέψη «μήτε ὄχλοις ἀναμίγνυσθαι διηνεκῶς, μήτε φεύγειν ἀεὶ τὸ πλῆθος,...» ἀλλὰ καὶ τὰ δύο νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε πρὸς ὠφέλειαν καὶ νὰ τὰ ἀνταλλάσσουμε ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη.

Πολλὲς φορὲς ἡ διαμονὴ μᾶς στὸν κόσμο δημιουργεῖ σύγχυση καὶ ταραχή, γι αὐτὸ «ἐπιτήδειον πρὸς φιλοσοφίαν ἐρημία». Ἡ ἐρημία βοηθᾶ καὶ στὴν ὑγεία τοῦ σώματος, ἐπειδὴ ἀναπνέουμε καθαρὸ ἀέρα καὶ μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα νὰ παρατηρήσουμε ἀπὸ ψηλὰ τὴν οἰκουμένη, ὁπότε φιλοσοφοῦμε καὶ ἀναπαυόμαστε ἀπὸ τὶς βιοτικὲς φροντίδες. Βέβαια, δίνει μεγάλη σημασία στὴν ἡσυχία τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῶν λογισμῶν καὶ τῶν παθῶν. Σὲ κάποια ὁμιλία του λέγει ὅτι ὁ Θεὸς θέλει «ἡμῶν τὴν καρδίαν ἐν γαλήνῃ καὶ ἡσυχία τυγχάνειν, καὶ τὸν λογισμὸν ἡμῶν ἀτάραχον εἶναι, καὶ παντὸς ἀπηλλᾶχθαι πάθους». Γι αὐτὸ σὲ ἄλλη ὁμιλία του λέγει ἐπιγραμματικά: «ἐκείνην ἐγὼ ζητῶ τὴν ἡσυχίαν τὴν ἀπὸ διανοίας, τὴν ἀπὸ ψυχῆς».

Τὸ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ζοῦσε νηπτικὰ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ὅπως φαίνεται στὶς ὁμιλίες του, ἐκφράζει τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση γιὰ τὴν ἡσυχία τῆς διανοίας καὶ τῆς καρδίας, ἀκόμη καὶ ὅταν ζοῦσε στὸν κόσμο. Ἔχοντας ὑπ ὄψη τοῦ τοὺς μοναχοὺς ποῦ ζοῦσαν στὴν ἔρημο, συνιστᾶ στὸν ἀκροατή του νὰ τοὺς μιμηθῇ καὶ νὰ ἐπιδιώκη τὴν ζωὴ τῆς «ἐπὶ μέσης πόλεως ἐρημίας». Θὰ πρέπει νὰ ζὴ κανεὶς μέσα στὴν πόλη ὡσὰν νὰ εἶναι στὴν ἔρημο. Καὶ στὴν συνέχεια ἐπεξηγεῖ πῶς μπορεῖ νὰ συμβῇ αὐτό. «Ἐὰν τοὺς πονηροὺς φεύγης, ἐὰν τοὺς ἀγαθοὺς διώκης». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἐπιτύχη ὁ ἄνθρωπος μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἀπὸ τοὺς ἐρημῖτες μοναχούς, ἀφοῦ δὲν θὰ ἀποφεύγη μόνον τοὺς κακούς, ἀλλὰ καὶ θὰ ὠφελῆται ἐπικοινωνῶντας μὲ τοὺς ἀγαθούς. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο συνιστοῦσε στοὺς Χριστιανούς: «Ἐρημίας ἐπιζητῶμεν, μὴ τὰς ἐκ τόπων μόνον, ἀλλὰ τὰς ἀπὸ τῆς προαιρέσεως». Ἐρημία εἶναι καὶ ὁ τόπος, ἀλλὰ καὶ ἡ προαίρεση, ὁ τρόπος ζωῆς

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ