Γράφτηκε στις .

Ὁμιλία Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἱερωνύμου. Ἀναγόρευση σὲ ἐπίτιμο διδάκτορα Ἰατρικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων

(ἀποσπάσματα)

13 08 12Ἡ χριστιανικὴ φιλανθρωπία θεσμοποιήθηκε πολὺ νωρὶς καὶ στὶς διοικητικὲς εὐθύνες τοῦ ἐπισκόπου συμπεριλαμβανόταν καὶ ἡ ὀργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς φιλανθρωπίας. Σύμφωνα μὲ τοὺς ἀποστολικοὺς κανόνες, καθῆκον τοῦ ἐπισκόπου ἦταν νὰ βρεθοῦν τρόποι ὥστε νὰ προσφέρεται στὰ ὀρφανὰ φροντίδα σὰν τοῦ γονιοῦ, στὶς χῆρες φροντίδα καὶ προστασία σὰν τοῦ συζύγου... στοὺς ἀναπήρους συμπόνια, στοὺς ξένους καταφύγιο, στοὺς πεινασμένους τροφή, στοὺς διψασμένους νερό, στοὺς γυμνοὺς ἐνδύματα, στοὺς ἀρρώστους ἐπίσκεψη, στοὺς φυλακισμένους βοήθεια.

Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ὀφείλω νὰ ὑπογραμμίσω ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἐπαναστατικὸς καὶ ὅσον ἀφορᾶ στὸν ἄνθρωπο καὶ ὅσον ἀφορᾶ στὶς κοινωνικὲς σχέσεις. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴσοι καὶ δὲν ὑπάρχει διάκριση ἀνάμεσα στὸν πατρίκιο καὶ τὸν βάρβαρο, τὸν πολίτη καὶ τὸν δοῦλο, τὸν κλητὸ ἢ τὸν προσήλυτο. Μάλιστα, ἡ κριτικὴ τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, ποῦ σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν ἔνδεια, τὶς ἀνθρώπινες δοκιμασίες καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς φιλανθρωπίας εἶναι κάποτε ἰδιαίτερα αἰχμηρή.

Οἱ σύγχρονες δυτικοκεντρικὲς ἀντιλήψεις, ποῦ ἐγκλωβίζουν τὴ διανόηση ἀποκλειστικὰ στὰ ὅρια τῆς «Ἀναγέννησης» καὶ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ «Διαφωτισμοῦ», ἐπιμένουν νὰ τοποθετοῦν τὴ γέννηση τοῦ Νοσοκομείου στὸν ΙΘ’ αἰῶνα. Ὡστόσο, ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ἀναδεικνύει αὐτὸ ποῦ ἐμεῖς γνωρίζαμε πάντοτε ἀπὸ τὴν Παράδοσή μας. Τὰ ἐρευνητικὰ εὑρήματα, ὅπως ἔχω σημειώσει καὶ παλαιότερα, ἀποδεικνύουν ὅτι «ἡ Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, ὁ λεγόμενος Βυζαντινὸς κόσμος, ἡ Ὀρθοδοξία, ὑπῆρξε ἱστορικὰ ἡ πρωτοπορία στὴν ὀργάνωση τῶν νοσοκομείων καὶ στὴ φιλάνθρωπη ἄσκηση τῆς ἰατρικῆς. Ξεκινῶντας ἀπὸ τὶς παραδόσεις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ὄαση ἀγάπης καὶ ἐλέους στὴν αὐχμηρὴ ἔρημο ἑνὸς σκληροῦ γιὰ τοὺς ἀδύνατους κόσμου, βασισμένη στὸ ἔμπρακτο παράδειγμα ἑνὸς Μ. Βασιλείου καὶ τόσων ἄλλων πατέρων, ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ παρουσίασε ἀξιάγαστη κοινωνικὴ πρόνοια μὲ πλῆθος εὐαγῶν ἱδρυμάτων. Ἀληθινὰ κοσμήματα τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρξαν τὰ νοσοκομεῖα της. Ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνον ἐνεθάρρυνε τὴν ἵδρυσή τους, ἀλλὰ ἡ μέριμνα γιὰ τὴ νοσοκομειακὴ περίθαλψη ἦταν πάντοτε μέσα στὰ αὐτονόητα καθήκοντα τῶν ἐπισκόπων. Ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ ἐλεήμων ὑπῆρξαν ἐμπνευστὲς καὶ ἱδρυτὲς νοσοκομείων. Ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὰ φιλάνθρωπα κηρύγματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι οἱ αὐτοκράτορες ἀπὸ τὸν Μ. Κωνσταντῖνο μέχρι τοὺς Παλαιολόγους ὑποστήριξαν μὲ ποικίλους τρόπους τὴν ἵδρυση καὶ συντήρηση "ἐνδιαιτημάτων ἀρρωστούντων". «Πλεῖστα δὲ μοναστήρια διέθεταν προσαρτημένα νοσοκομεῖα, στὰ ὁποία ὑπηρετοῦσαν ὡς νοσηλευτικὸ προσωπικὸ καὶ μοναχοί».

Αὐτὸ ποῦ ἐμφανίστηκε ἐντυπωσιακὰ στὸν τέταρτο αἰῶνα συνέχισε νὰ ἐξελίσσεται δυναμικότερα στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Λαμπρὸ παράδειγμα αὐτῶν τῶν ἐξελίξεων, ἐγγραφόμενο σημασιοδοτικὰ στὴν ἱστορία ὄχι μόνο τῆς χριστιανοσύνης ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπιστήμης, τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς φιλόθεης ἀνθρωπιᾶς στέκεται ὁ Ξενῶν τοῦ Παντοκράτορος. Τὰ ἐρευνητικὰ εὑρήματα, ὅπως ἔχω σημειώσει καὶ παλαιότερα, ἀποδεικνύουν ὅτι «ἡ Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, ὁ λεγόμενος Βυζαντινὸς κόσμος, ἡ Ὀρθοδοξία, ὑπῆρξε ἱστορικὰ ἡ πρωτοπορία στὴν ὀργάνωση τῶν νοσοκομείων καὶ στὴ φιλάνθρωπη ἄσκηση τῆς ἰατρικῆς...».

Πρόκειται γιὰ τὸ Νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος τῆς Κωνσταντινούπολης, ποῦ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Β' Κομνηνό. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς Timothy Miller, «ὁ Ξενῶν τοῦ Παντοκράτορος προορίζετο γιὰ τὴν θεραπεία τῶν ἀσθενῶν τῆς Πόλεως. Σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ αὐτοκράτορος, προσέφερε σὲ πάσχοντες ἀπὸ νοσήματα ἢ τραύματα καθαρὲς κλῖνες, θρεπτικὴ τροφή, νοσηλεία ἡμέρα καὶ νύκτα καὶ τὴν προσεκτικὴ διακονία τῶν ἰατρῶν. Ἐν συντομίᾳ, ὁ αὐτοκράτωρ ἵδρυσε αὐτὸ ποῦ ἕνας σύγχρονος ἄγγλος ἐρευνητής –ὁ Arthur Megaw- θὰ ὀνόμαζε νοσοκομεῖο», ἐνῷ «ἕνας ἐξέχων βυζαντινολόγος –ὁ Herbert Hunger- περιγράφει αὐτὸ τὸ ἵδρυμα τοῦ ΙΒ' αἰῶνος ὡς ἐκπληκτικὰ σύγχρονο».

Ἡ ἀναφορὰ στὴ δομὴ καὶ στὸν τρόπο λειτουργίας αὐτοῦ τοῦ νοσοκομείου τοῦ ΙΒ' αἰῶνα θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ἀπὸ μόνη της μιὰ μακροσκελὴς καὶ ἐντυπωσιακὴ εἰσήγηση, βασισμένη σὲ ἱστορικὰ δεδομένα, τὰ ὁποία προκύπτουν ἀπὸ τὸ διασωθὲν «Τυπικὸν τῆς Αὐτοκρατορικῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος», τὸ ἕνα τέταρτο τοῦ ὁποίου, ἀναφερόμενο στὴ λειτουργία τοῦ «Ξενῶνα», διασώζει τόσες πολλὲς καὶ σαφεῖς λεπτομέρειες ὥστε καὶ ὁ πιὸ δύσπιστος ἐρευνητὴς δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει πῶς τὸ ἐν λόγῳ ἵδρυμα σχεδιάστηκε ὡς νοσοκομεῖο.

Οἱ παρεχόμενες νοσοκομειακὲς ὑπηρεσίες, ἡ τεχνοκρατικὰ ὀργανωμένη καθαριότητα, τὸ προσεκτικὰ ὀργανωμένο διαιτολόγιο, ἡ ὕπαρξη μεγάλου ἀριθμοῦ ἐξειδικευμένου προσωπικοῦ, ἡ παρουσία εἰδικευμένων ἰατρῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ γυναῖκες (ἰάτραινες), τὰ ὀργανωμένα χειρουργεῖα, ὁ τεχνικὸς ἐξοπλισμός, ἡ χρήση καθαρὰ ἰατρικῶν θεραπευτικῶν μεθόδων, ἡ ὀργάνωση πολλαπλῶν βοηθητικῶν ὑπηρεσιῶν καὶ ἡ συγκροτημένη διοίκηση ἐντυπωσιάζουν καὶ μαρτυροῦν περὶ τοῦ ὑψηλοτάτου ἐπιπέδου τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας, ἀφοῦ τὸ νοσοκομεῖο λειτούργησε ὡς τμῆμα τῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος καὶ οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ διακονοῦσαν σὲ αὐτό. Αὐτὴ ἡ παράδοση τῆς διακονίας τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου μὲ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο καὶ μὲ ἀξιοποίηση τῶν ἐπιστημονικῶν δεδομένων κάθε ἐποχῆς δὲν σταμάτησε ποτέ. Ἀκόμη καὶ σὲ ἐποχὲς δύσκολες, ὅπως ἡ περίοδος τῆς τουρκοκρατίας. Αὐτὸ καταδεικνύουν οἱ θαυμαστὲς δραστηριότητες ὀργανωμένου φιλανθρωπικοῦ ἔργου, ὅπως –γιὰ παράδειγμα-τῆς ἁγίας Φιλοθέης τῆς Ἀθηναίας.

Εἶναι σαφές, καὶ πρέπει νὰ τονισθεῖ «παντὶ σθένει», ὅτι αὐτὴ ἡ διάσταση τοῦ διακονικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας δὲν συνιστᾶ ἕνα εἶδος ἀκτιβισμοῦ θρησκευτικῆς ἐμπνεύσεως, ὡσὰν νὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἁπλῶς ἕνας θρησκευτικὸς κοινωνικοπρονοιακὸς ὀργανισμὸς οὔτε πρόκειται γιὰ δραστηριότητες ποῦ ἀποσκοποῦν στὴν δημόσια προβολὴ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἀναγνώριση τῆς χρησιμότητάς της στὸ κοινωνικὸ γίγνεσθαι. Τὸ θεμελιῶδες ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μὲ κάθε τρόπο μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ τῶν ἐπιπτώσεων στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ποῦ αὐτὸ συνεπάγεται. Ἡ ἀξία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ νόημα τῆς ὕπαρξής Της μέσα στὴν ἱστορία δὲν εἶναι αὐτὸ ποῦ ἔχει ἢ αὐτὸ ποῦ κάνει ἀλλὰ αὐτὸ ποῦ εἶναι. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνα θρησκευτικὸ σωματεῖο ἢ ἕνας ἠθικοπλαστικὸς κοινωνικὸς θεσμός, ἀλλὰ «Σῶμα Χριστοῦ». Εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας» (ἄγ. Αὐγουστῖνος). Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι διανόημα ἰδεολογικῆς τάξεως ἀλλὰ βιωματικὸ γεγονός, τοῦ ὁποίου οἱ διαστάσεις ψηλαφίζονται ἐντὸς τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἐκεῖ ποῦ ὁ Χριστὸς εἶναι παρὼν «ἀοράτως συνών», «προσφέρων καὶ προσφερόμενος», ὑποδεικνύοντας καὶ ἀποδεικνύοντας συνεχῶς ὅτι «Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ξυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Μάρκ. 10, 45).

Ἐπαναλαμβάνω ἐμφατικά: τὸ κίνητρό μας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ θρησκευτικὸς ἀκτιβισμὸς ἢ ἡ συμμόρφωση σὲ μιὰ καθηκοντολογικὴ ἐπιταγή, ἀλλὰ ἡ ἀδήριτη ἀνάγκη ἔκφρασης ἑνὸς ἤθους ποῦ προκύπτει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ! «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστέ, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» λέει ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητές του. (Ἰωάν. 13, 34-35). Καί, βέβαια, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε, ὅτι τὸ ἐκκλησιαστικὸ κοινωνικοπρονοιακὸ ἔργο δὲν διαχωρίζεται ἀπὸ τὴ λατρεία καὶ τὶς ἄλλες ἐκδηλώσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου.

Ἀπὸ πολὺ νωρὶς συναντήθηκα μὲ τὴν εὐαισθησία ἀπέναντι στὸν πολιτισμὸ ποῦ ἀναπτύχθηκε στὸ πλαίσιο τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ εἰδικὰ μὲ αὐτὸ ποῦ ἀποκαλοῦμε Βυζαντινὴ Παράδοση, δηλαδὴ μὲ τὸ πολιτισμικὸ ἐπίτευγμα τῆς ἀνατολικῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ σταδιοδρομία ποῦ φάνηκε νὰ ἀνοίγεται μπροστά μου ἦταν αὐτὴ τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ ἀρχαιολόγου μὲ εἰδίκευση στὰ βυζαντινὰ μνημεῖα. Ὅμως ὁ Θεὸς εἶχε ἄλλα σχέδια. Ὁ Γέροντάς μου, Ἀρχιμανδρίτης Νικόδημος Γραικός, ἐξελέγη Μητροπολίτης στὴν γενέθλια γῆ μου, στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Θηβῶν καὶ Λεβαδείας καὶ μοῦ ζήτησε νὰ γίνω κληρικὸς κοντὰ τοῦ γιατί ὑπῆρχε ἀνάγκη, καὶ θὰ συνέχιζα ἀργότερα τὰ ἐπιστημονικά μου σχέδια. Ἔτσι ἀνοίχτηκε μπροστά μου ἕνας ἄλλος δρόμος. Δύσκολος, ἀνηφορικὸς ἀλλὰ γεμᾶτος συγκλονιστικὲς ἐμπειρίες.

Τὸ θεμελιῶδες ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μὲ κάθε τρόπο μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ τῶν ἐπιπτώσεων στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ποῦ αὐτὸ συνεπάγεται. Ἡ ἀξία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ νόημα τῆς ὕπαρξής Της μέσα στὴν ἱστορία δὲν εἶναι αὐτὸ ποῦ ἔχει ἢ αὐτὸ ποῦ κάνει ἀλλὰ αὐτὸ ποῦ εἶναι. Ἀπὸ τὴ μιὰ τὰ πολιτιστικὰ μνημεῖα ποῦ ἀναζητοῦσαν στοργή, φροντίδα καὶ ἐνδιαφέρον. Ὄχι ὡς μουσειακὰ εἴδη, ἀλλὰ γιὰ νὰ συνεχίσουν νὰ ὑπηρετοῦν τὴν πίστη μας καὶ τὴν παράδοσή μας καὶ νὰ μαρτυροῦν ποιοῦ πολιτισμοῦ φορεῖς, ἀπόγονοι καὶ συνεχιστὲς εἴμαστε, ὅσοι ζοῦμε σὲ αὐτὸν τὸν τόπο. Παράδειγμα, ἡ Ἱερὰ Μονὴ Σαγματᾶ Θηβῶν. Λαμπρὸ μνημεῖο τοῦ ΙΑ' αἰῶνα, μὲ ἱστορικὰ ἀρχεῖα κωδίκων, ἐκδόσεων καὶ πλῆθος κειμηλίων, βρισκόταν σχεδὸν ἐγκαταλελειμμένο, μοιάζοντας μεγάλος στάβλος μὲ δυὸ ἐπιβλητικὲς ξύλινες πόρτες νὰ κρέμονται καὶ τὰ παράθυρα νὰ κτυποῦν μὲ τὸν ἄνεμο.

Κι ἀκόμη, τὸ περίφημο Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, ποῦ εἶχε δοθεῖ στὸ Ὑπουργεῖο Τουρισμοῦ γιὰ νὰ ἀξιοποιηθεῖ. Καὶ ὅταν ἔμπαινες στὸν κεντρικὸ ναό, τὸν φημισμένο γιὰ τὰ ψηφιδωτά του καὶ γνωστὸ ὡς Ἁγία Σοφία τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας, πετοῦσαν μέσα σμήνη τὰ ἀγριοπερίστερα καὶ πολλοὶ χωρικοὶ καὶ ἐπισκέπτες προσπαθοῦσαν νὰ ἀποσπάσουν κανένα πετράδι ἀπὸ τὰ ψηφιδωτὰ γιὰ φυλακτὸ ἢ ἀναμνηστικό. Ταυτοχρόνως, ἦρθε καὶ ἡ ἐπαφή μου μὲ τὶς πραγματικὲς ἀνάγκες καὶ τὰ βάσανα τοῦ λαοῦ μας. Ἐν ὀλίγοις ἡ εἴσοδος στὴν ἱεροσύνη καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἐκλογὴ μοῦ ὡς Μητροπολίτου Θηβῶν καὶ Λεβαδείας σήμαινε τὴν τοποθέτησή μου στὴ θέση τοῦ ὑπεύθυνου συνεχιστῆ αὐτῆς τῆς Παράδοσης ποῦ γέννησε τὸ σύγχρονο Νοσοκομεῖο, ἔκτισε τὸν Ὅσιο Λουκᾶ, ἵδρυσε τὸ Νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος καὶ τροφοδότησε καὶ τροφοδοτεῖ τὴν ἱστορία ἀδιάλειπτα μὲ ἁγίους, ὥστε νὰ μαρτυρεῖται εἰς τὸ διηνεκὲς ἡ ἀλήθεια καὶ νὰ γίνεται ὁρατὸς ὁ τρόπος ποῦ σώζεται ὁ ἄνθρωπος.

Ὅμως ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι κοινωνικό-προνοιακὸς ὀργανισμός, δραστηριοποιεῖται πάντοτε ὅταν καὶ ἐκεῖ ποῦ ἐμφανίζονται οἱ ἀνάγκες, παρεμβαίνοντας στὸ κοινωνικὸ γίγνεσθαι μὲ κριτήρια ἐκκλησιολογικὰ καὶ εὐαγγελικά.