Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ Μητροπολίτης Ἰωαννίνων κυρός Θεόκλητος

(Δημοσιεύθηκε στὴν ἱστοσελίδα dogma.gr

Ἐνυπόγραφα - Μιὰ ἀνθρώπινη μαρτυρία: Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων κυρός Θεόκλητος, 

Παρασκευή, 25 Απριλίου, 2014.)

Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων (13-4-2014) ἐκοιμήθη ὁ Μητροπολίτης Ἰωαννίνων κυρὸς Θεόκλητος καὶ τὴν Μεγάλη Τετάρτη (16-4-2014) ἐψάλη ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία του στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἰωαννίνων, προεξάρχοντος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, μὲ τὴν παρουσία πολλῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας, Κληρικῶν, Μοναχῶν καὶ λαϊκῶν. Ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας, ποὺ συνδεόταν πολλὰ χρόνια μαζί του, κατέθεσε στεφάνι στὸ φέρετρό του, μὲ ἔκδηλη συγκίνηση. Μετὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία ἐπέστρεψα στὴν Ναύπακτο καὶ ἄφησα τὸν ἑαυτό μου ἐν σιωπῇ καὶ προσευχὴ νὰ θυμηθῇ ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ ἔζησα κοντά του, τὶς εὐεργεσίες ποὺ δέχθηκα ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὶς πάμπολλες συζητήσεις ποὺ εἴχαμε κατὰ καιροὺς γιὰ διάφορα θεολογικά, ἐκκλησιαστικά, κοινωνικὰ καὶ ἐπίκαιρα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς γνωριμίας μας. Ὡς ἕνα μνημόσυνο θὰ ἤθελα νὰ καταγράψω μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐνθυμήσεις, μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη.

1. Ἡ πολυετὴς γνωριμία μας

2014-04-15-bἘπειδὴ κατάγομαι ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα καὶ ἐπειδὴ ὅσο καιρὸ βρισκόμουν μακρυὰ ἀπὸ τὴν γενέτειρά μου, ἀφοῦ ὑπηρετοῦσα ὡς Ἱεροκῆρυξ στὴν Ἔδεσσα, τὴν Λιβαδειά, τὴν Ἀθήνα, ἐπισκεπτόμουν τοὺς συγγενεῖς μου ποὺ μένουν στὴν γενέτειρα πόλη, εἶχα μιὰ διαρκῆ ἐπικοινωνία μαζί του.

Τόν γνώρισα ἀπὸ τότε ποὺ ἦλθε στὰ Ἰωάννινα ὡς στρατιωτικὸς Ἱερεὺς καὶ στὴν συνέχεια ἀνέλαβε ὡς Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὅταν ἀρχιεράτευε ἐκεῖ ὁ μακαριστὸς Σεραφείμ, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος. Συνέχισα, ὅμως, νὰ ἔχω ἐπικοινωνία μαζί του, ὅταν ἀπὸ τὸ ἔτος 1975 ἔγινε Μητροπολίτης Ἰωαννίνων, διάδοχος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ.

Ἡ γνωριμία μας κράτησε περίπου σαράντα πέντε χρόνια καὶ συναντόμασταν κατὰ διάφορα χρονικὰ διαστήματα. Ἐπειδὴ τοῦ ἄρεσε ἡ συζήτηση, κάθε φορὰ ἡ συνάντησή μας κρατοῦσε δύο ἢ τρεῖς ὧρες καὶ τὰ θέματα ἦταν ποικίλα, κυρίως θεολογικά, ἐκκλησιαστικὰ καὶ κοινωνικά.

Ὁ μακαριστὸς Θεόκλητος ἐκτιμοῦσε τὸν Γέροντά μου, μακαριστὸ Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κυρὸ Καλλίνικο γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικό του φρόνημα καὶ μοῦ ἀνέφερε συγκεκριμένα παραδείγματα. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ οἰκογένειά μου μένει στὰ Ἰωάννινα, αἰσθανόμουν μιὰ οἰκειότητα μαζί του. Ἀργότερα δὲ ποὺ ἔγινα Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου βάθυνε αὐτὴ ἡ ἐπικοινωνία καὶ μοῦ δόθηκε καλύτερα ἡ δυνατότητα νὰ εἰσδύω στὴν σκέψη του καὶ τὸ φρόνημά του. Ὁ ἴδιος συνετέλεσε πολὺ στὴν ἐκλογή μου σὲ Ἐπίσκοπο, μὲ χειροτόνησε κατ' ἐντολὴ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Σεραφείμ, καὶ ἕναν χρόνο μετὰ τὴν χειροτονία μοῦ εἰς Ἐπίσκοπον, ποὺ ἦλθε ἡ σειρά μου νὰ μετέχω στὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Συνόδου μαζὶ μὲ ἐκεῖνον, ἡ ἐπικοινωνία μας ἔγινε πιὸ στενή. Μοῦ ἔκαναν ἐντύπωση μερικὰ γεγονότα ποὺ δείχνουν τὴν προσωπικότητά του καὶ τὰ ἀναφέρω ἐδῶ ἐπειδὴ ἐκφράζουν τὸν τρόπο τῆς ἐπικοινωνίας μας.

Το πρῶτο γεγονὸς εἶναι ὅτι τὴν παραμονὴ τῆς ἐκλογῆς μου σὲ Ἐπίσκοπο μοῦ τηλεφώνησε στὸ σπίτι μου γιὰ νὰ μὲ ρωτήση: «Πῶς πᾶν' τὰ γόνατα;». Νόμισα ὅτι ὑπονοοῦσε ἂν εἶχα ἀγωνία, καὶ τοῦ ἀπάντησα ἀρνητικά. Ὅμως αὐτὸς συμπλήρωσε: «Δὲν ἐννοῶ αὐτό. Ρωτῶ ἂν κάνης προσευχή!». Καὶ συνέχισε: «Θέλω ἀπὸ σένα νὰ ἀντιμετωπίσης τὸ θέμα τῆς ἐκλογῆς ἐκκλησιολογικά. Νὰ προσευχηθῇς ἀπόψε μὲ ἠρεμία γιὰ νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἂν δὲν ἐκλεγῇς, νὰ μὴν λυπηθῇς, ἀλλὰ νὰ αἰσθανθῇς τὸ ἴδιο ὡσὰν νὰ ἐκλεγῇς, ὡς θέλημα τοῦ Θεοῦ». Αὐτό μου ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση, ἂν τὸ συγκρίνη κανεὶς μὲ τὴν ἀγωνία ποὺ καταλαμβάνει τέτοιες ὧρες τὸν ὑποψήφιο καὶ αὐτὸν ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἐκλογή του.

Τὸ δεύτερο γεγονὸς ποὺ μοῦ προξένησε ἐντύπωση εἶναι ὁ λόγος του τὴν ἡμέρα τῆς χειροτονίας μοῦ εἰς Ἐπίσκοπο, ποὺ ἄρχισε μὲ τὸ «ἰδοὺ ἀπὸ σήμερον ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν», ποὺ τὸ εἶπε δύο φορές, καὶ παραπέμπει στὸ ἁγιογραφκὸ γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ Ἀδάμ: «Ἰδού, γέγονεν εἷς ἐξ ἡμῶν» (Γέν. γ', 22). Αὐτὸ ἔχει τὴν σημασία του, γιατί ἤθελε νὰ δείξη ὅτι ὑπάρχει ἰσότητα μεταξὺ τῶν Ἀρχιερέων, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν ἐξαρτήσεις, οὔτε ἐκδουλεύσεις, ὅτι ὁ ἴδιος δὲν ὑπολόγιζε νὰ σχηματίση μιὰ ὁμάδα δική του στὴν Ἱεραρχία.

Καὶ πράγματι αὐτὸ τὸ ἔζησα μὲ ὅλη τὴν συνεργασία μας στὰ Συνοδικὰ Ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας. Ποτὲ δὲν ἤθελε νὰ μοῦ ἐπιβάλη τὴν ἄποψή του κατὰ τὶς συζητήσεις στὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο καὶ τὴν Ἱεραρχία. Σεβόταν ἀπόλυτα τὴν ἐλευθερία μου. Μάλιστα, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ ἕναν χρόνο, ποὺ ἤμασταν καὶ οἱ δύο μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου (1996-1997), χρειάσθηκε νὰ ψηφίσω σὲ ὀνομαστικὲς ψηφοφορίες ἀρνητικὰ σὲ δικές του προτάσεις ποὺ τὸν ἀφοροῦσαν καὶ ἐκεῖνος τὸ θεώρησε φυσικό.

Ὅταν μετὰ τὶς ψηφοφορίες προσπάθησα νὰ τοῦ δώσω ἐξηγήσεις γιὰ τὴν στάση μου, ὥστε νὰ μὴ στενοχωρηθῇ, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε ὅτι αὐτὸ ἦταν δικό μου δικαίωμα καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ μὲ ἀπασχολῇ, δὲν ἔπρεπε νὰ ἀπολογοῦμαι, γιατί σὲ τέτοια ζητήματα δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν ἐξαρτήσεις, οἱ Ἀρχιερεῖς ἔχουν προσωπικὴ ἐλευθερία καὶ εὐθύνη γιὰ τὶς πράξεις τους. Ἡ στάση του ἦταν «λεβέντικη». Κατὰ τὶς συζητήσεις μας ἄκουγε τὶς ἀπόψεις μου, ἀλλὰ ἀμέσως ἀντέτασσε τὶς δικές του θέσεις. Εἴχαμε ἐπικοινωνία καὶ τὸ χαιρόταν, παρὰ τὶς διαφορετικὲς ἀπόψεις, ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς ἀρχιεπισκοπικὲς ἐκλογές. Δὲν νομίζω ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα νὰ γράψω περισσότερα πάνω στὸ θέμα αὐτό, ἀλλὰ μόνον ὅτι δὲν ἤθελε νὰ δημιουργήση ὁμάδα στὴν Ἱεραρχία γιὰ νὰ ἐπηρεάζη τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις καὶ ἀκόμη αἰσθανόταν καὶ τὸ χαιρόταν ὅτι ἦταν «μοναχικὸς καβαλάρης» στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀπόψεις του, ἀντιμετώπιζε μὲ διαφορετικὸ τρόπο ὅλα τὰ θέματα. Τὸ τρίτο γεγονὸς εἶναι ἡ προσφώνησή του κατὰ τὴν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία μου. Ὁ προσφωνητικὸς αὐτὸς λόγος ἦταν προφορικὸς καὶ ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ λόγου του, δηλαδὴ εἶναι λιτός, δωρικός, οὐσιαστικὸς καὶ ἐκκλησιολογικός. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀναφέρθηκε στὸ πρόσωπό μου καὶ τὸ ἔργο μου μὲ οὐσιαστικὸ τρόπο, χωρὶς ὑπερβολὲς καὶ συναισθηματισμό. Πάντως, τὰ λόγια του ἐκφράζουν τὸ περιεχόμενο τῶν ἕως τότε συζητήσεών μας. Τὸν παραθέτω γιὰ νὰ δὴ ὁ ἀναγνώστης την δωρικότητα τοῦ «θεοκλήτειου» λόγου.

Ἰωαννίνων Θεόκλητος - Ναυπάκτου Ἱερόθεος - 20 Ίουλίου 1995, Χειροτονία εἰς Ἐπίσκοπον«Θεοφιλέστατε ἐψηφισμένε Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου,

Ἰδοὺ ἀπὸ τῆς σήμερον ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, ψήφῳ τῆς ἁγιωτάτης Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐμπνεύσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁδεύεις ἐνώπιον τοῦ ἐνδοτέρου τοῦ Ἁγίου Θυσιαστηρίου. Ἔχων τὴν ἐντολὴν τῆς ὁδηγίας σου πρὸς τὸ ἐνδότερον τοῦ Ἁγίου Θυσιαστηρίου ἀπὸ μέρους τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, τοῦ καὶ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, θὰ εἶχα ἕναν λόγον μόνον εὐθὺς νὰ σοῦ εἴπω. Ἰδοὺ ἔγινες Ἐπίσκοπος. Ἡ ἀγωνία ἡ ὁποία συνεῖχε τὸ εἶναί σου κατὰ τὸν χρόνον ὅπου διηκόνησες τὴν Ἐκκλησίαν ἐκ τοῦ βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου, τόσον διὰ τὴν ἐσωτερικήν της ὀντολογίαν, ὅσο καὶ ἡ ἀγωνία ποὺ σὲ συνεῖχε διὰ τὴν μαρτυρίαν εἰς τὸ σύγχρονον γίγνεσθαι, εὔχομαι νὰ μείνη ζώπυρος καὶ νὰ ἐνεργῆ συνεχῶς, διότι ὄντως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν σήμερον εἰδικότερον, ἔχει ἀνάγκη μιᾶς παρουσίας ὀντολογικῆς εἰς τὸν κόσμον καὶ ὄχι παρουσίας περιγραφικῆς, μιᾶς παρουσίας τέτοιας, ὅπου νὰ μπορῇ ὁ ἄνθρωπος ὡς σὲ κάτι τὸ ὑπερβατικὸ καὶ τὸ ὑπερφυσικό, νὰ ἐναποθέση τὴν ἐλπίδα του, ὅταν τὴν χάνη ἀπὸ τὰ σύνολα τὰ ὁποῖα τὸν περιβάλλουν. Καὶ ἰδού, λοιπόν, πλέον ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, μὴ διαλανθάνων ὅτι καὶ ὁ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος καὶ σύνολη ἡ Ἐκκλησία τάσσει τὸν Ἐπίσκοπον εἰς τόπον καὶ τύπον Χριστοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὅπερ σημαίνει ὅτι καὶ κενοῦσαι, ἀλλὰ καὶ γίνεσαι καὶ δεξαμενὴ ἀποδοχῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔρχεται νὰ ἐναποθέση εἰς σὲ τὴν ἐλπίδα της.

Εὔχομαι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σὲ κατηξίωσε εἰς καιροὺς χαλεποὺς καὶ ὀδυνηροὺς νὰ ἐπωμισθῇς ταύτης τῆς διακονίας τὴν ἀποστολήν, νὰ σὲ ἀναδείξη ἄξιον καὶ λαμπροφόρον καὶ φωτοδότην ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τέκνον».

Τὸν τελευταῖο καιρὸ ποὺ ἦταν ἄρρωστος καὶ μειώθηκε πολὺ τὸ φὼς τῶν ὀφθαλμῶν του μὲ ἔβλεπε σὰν σκιά, ὅπως μοῦ ἔλεγε, εἶχε καὶ ἄλλες ἀσθένειες ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσαν πολύ, τὸν ἐπισκεπτόμουν ὀσάκις πήγαινα στὰ Ἰωάννινα. Συχνὰ τοῦ τηλεφωνοῦσα γιὰ νὰ ἐκφράσω κυρίως τὴν συμπαράστασή μου στὶς δυσκολίες ποὺ περνοῦσε, νὰ διατυπώσω τὴν ἀγάπη μου καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου καὶ κυρίως νὰ τοῦ δώσω κουράγιο γιὰ νὰ ὑπομένη τὴν δύσκολη μάχη ποὺ ἔδινε στὴν ζωή του καὶ νὰ τοῦ πῶ ὅτι προσεύχομαι γι' αὐτόν. Ἀντιλαμβανόμουν ὅτι καταλάβαινε τὴν ἀγάπη μου καὶ τὴν ἔκφραση τῆς εὐγνωμοσύνης μου.

2. Μύηση στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία

2014-04-15-cὍλη αὐτὴ ἡ πολυετὴς γνωριμία καὶ ἐπικοινωνία μου μὲ τὸν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων κυρὸ Θεόκλητο, μοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ εἰσδύσω στὰ σύγχρονα ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα. Βέβαια, ὅσοι ἦταν πλησιέστεροι σὲ αὐτὸν γνωρίζουν περισσότερα πράγματα ἀπὸ ἐμένα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἦταν ἐλεύθερος καὶ εἰλικρινής, ἔλεγε σαφέστατα τὶς ἀπόψεις του στοὺς συνομιλητές του, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους. Κυρίως θὰ καταγράψω τέσσερα σημαντικὰ γεγονότα ποὺ ἔζησα μαζί του, ὡς Ἀρχιερεὺς στὰ Συνοδικὰ Ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἦταν παράλληλα μιὰ μύηση στὴν σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία.

Το πρῶτο ἦταν ὅτι δι' αὐτοῦ ἐρχόμουν σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, στὴν δύση τῆς ζωῆς του. Ὁ μακαριστὸς Θεόκλητος στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Σεραφεὶμ ἦταν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ κοντά του καὶ τοῦ προσέφερε ὅ,τι μποροῦσε καὶ τὸν στήριζε στὴν δοκιμασία τῆς ὑγείας του. Ἐπισκεπτόμουν τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, εἴτε στὴν οἰκία του εἴτε στὸ νοσοκομεῖο, μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Θεοκλήτου.

Μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ ἀκούσω πολλὰ ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Θεόκλητο γιὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, γιὰ τὴν διακονία του στὰ Ἰωάννινα καὶ τὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο, γιὰ τὴν προσφορά του στὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὰ λάθη του, γιὰ τὶς συμφωνίες καὶ τὶς διαφωνίες μαζί του. Γιὰ παράδειγμα, μιὰ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ Θεοκλήτου ἦταν νὰ ἐκλεγῇ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὡς Μητροπολίτης –καὶ ἔκανε προσωπικὸ ἀγῶνα γι' αὐτό– ὁ τότε Βρεσθένης καὶ νὺν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Δημήτριος. Ἔλεγε ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἀνταμείψη τὸ ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, ποὺ ἐκδηλώθηκε ἔντονα μὲ τὴν ἄρνησή του νὰ ἐκλεγῇ ἐπὶ Ἱερωνύμου τοῦ Α' Μητροπολίτης Ἀττικῆς καὶ Μεγαρίδος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀνδροπρεπῆ στάση ποὺ ἔδειξε, ὅταν ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος ὁ Σεραφείμ, σὲ διαδοχὴ τοῦ Ἱερωνύμου τοῦ Α'. Δυστυχῶς, τότε ἄλλοι ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες δὲν ἤθελαν τὴν ἐκλογὴ τοῦ Δημητρίου σὲ Μητροπολιτικὴ ἕδρα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιὰ ἄλλους λόγους, πρᾶγμα ποὺ λυποῦσε τὸν μακαριστὸ Θεόκλητο.

Τὸ δεύτερο γεγονὸς ποὺ μὲ ἔκανε νὰ μυηθῶ στὴν σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἦταν ἡ συμμετοχή μου πρώτη φορὰ στὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο ὡς μέλος της. Ἐκλέχτηκα Μητροπολίτης Ναυπάκτου τὸν Ἰούλιο τοῦ 1995 καὶ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἑπομένου ἔτους, τὸ 1996, κλήθηκα νὰ συμμετάσχω ὡς μέλος στὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο. Ἤμουν ὁ νεώτερος τῶν Ἀρχιερέων τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς πρὸς τὰ πρεσβεία ἀρχιερωσύνης καὶ ἀμέσως ἄρχιζαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐπετηρίδος. Ἔτσι ἤμουν στὴν Σύνοδο μαζὶ μὲ ὅλη την «Γεροντία», κυριολεκτικὰ καὶ πραγματικά, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἦταν τότε Συνοδικοὶ Μητροπολῖτες ὁ Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ὁ Κορίνθου Παντελεήμων, ὁ Σύρου καὶ Τήνου Δωρόθεος, ὁ Τριφυλλίας Στέφανος, ὁ Νικοπόλεως Μελέτιος κ.ά., μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Ἰωαννίνων Θεόκλητος. Πρώτη φορὰ συμμετεῖχα στὴν Ἱερὰ Σύνοδο μὲ Γέροντες καὶ πεπειραμένους Ἀρχιερεῖς. Ἄκουγα τὶς θέσεις τους στὰ διάφορα θέματα, ποὺ μετέφεραν μιὰ ὁλόκληρη ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Ἐκεῖνοι ἦταν πεπειραμένοι Ἀρχιερεῖς καὶ ἐγὼ νεόφυτος Ἀρχιερεύς. Τοὺς σεβόμουν, ἄκουγα τὶς ἀπόψεις τους, μὲ τὶς ὁποῖες μετέφεραν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία πολλῶν ἐτῶν, καὶ μιλοῦσα, ὅταν χρειαζόταν, διακριτικά. Ὅπως προανέφερα, μεταξὺ τῶν Συνοδικῶν Μητροπολιτῶν συγκαταλεγόταν καὶ ὁ Ἰωαννίνων Θεόκλητος, ἡγετικὴ μορφὴ στὶς συζητήσεις. Μὲ τὴν θεολογική του σκέψη, τὸ ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, τὰ δυνατὰ ἐπιχειρήματά του, τὴν μαχητικότητά του, τὴν βροντώδη φωνή του ἐπιβαλλόταν πάντα στὶς συζητήσεις καὶ κυρίως στὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Δὲν μπορῶ νὰ ὑποστηρίξω ὅτι πάντοτε εἶχε δίκηο, ἀλλὰ μπορῶ νὰ βεβαιώσω ὅτι ἡ γνώση του ἦταν σεβαστὴ ἀπ' ὅλους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἄκουγαν μὲ προσοχή. Δὲν μποροῦσε κανεὶς εὔκολα νὰ ἀντιτάξη διαφορετικὸ λόγο, χωρὶς νὰ προσφέρη ἰσχυρότερη ἐπιχειρηματολογία. Θέλω νὰ πιστεύω, καὶ τὸ λέγω αὐτὸ μὲ εἰλικρίνεια, ὅτι τὸν συνεπικουροῦσα μὲ τὴν πατερικὴ καὶ θεολογικὴ σκέψη μου, πρᾶγμα ποὺ τὸν χαροποιοῦσε καὶ ἀργότερα μοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἡ πιὸ παραγωγικὴ καὶ θεολογικὴ Σύνοδος, ἀπὸ ὅσες εἶχε συμμετάσχει, ἕως ὅτου βεβαίως ἀνέκυψαν διάφορα οἰκονομικὰ ζητήματα ποὺ μᾶς στενοχώρησαν.

Συμμετεῖχε ὡς μέλος στὶς Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐκφράζοντας τὶς ἀπόψεις τοῦ λιγότερο ἀπὸ ὅ,τι στὶς Συνεδριάσεις τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ὅταν μιλοῦσε, ἦταν ἀπόλυτος, ἀποτελεσματικὸς καὶ εἰλικρινής. Πολλὲς φορὲς ἀποχωροῦσε διακριτικὰ ἀπὸ τὶς Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας, στενοχωρημένος ἀπὸ τὶς συζητήσεις, ἢ παρέμενε στὴν αἴθουσα σιωπηλὸς καὶ σκεπτικός, κρίνοντας ὅμως ἐσωτερικὰ τὶς ἀπόψεις τῶν ἄλλων. Πολλὲς φορὲς ἐξέφραζε τὴν πικρία του γιὰ τὸ ἐπίπεδο τῶν Συνεδριάσεων. Κατὰ τὶς συνομιλίες μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ γενικὰ στὸν λόγο του, ἐπέμενε κυρίως σὲ δύο λέξεις ποὺ γι' αὐτὸν εἶχαν μεγάλη σημασία. Ἡ μία ἦταν τὸ «ὀντολογικό», ποὺ τὸ ἀντιπαρέθετε στὸ «περιγραφικὸ» καὶ ἔλεγε ὅτι δυστυχῶς οἱ σύγχρονοι περιγράφουν τὰ γεγονότα καὶ δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ὀντολογία τους. Ἀπὸ ὅ,τι ἔχω καταλάβει, δὲν χρησιμοποιοῦσε τὴν λέξη «ὀντολογικὸ» μὲ τὴν ἔννοια τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς καὶ οὔτε μὲ τὴν θεωρία τοῦ Χάϊντεγκερ ποὺ ἔκανε διάκριση μεταξὺ ὀντολογικοῦ καὶ ὀντικοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὰ θέματα θεολογικὰ καὶ στὸ βάθος τους καὶ νὰ μὴν ἀναλισκόμαστε σὲ κοινωνικὲς ἀναλύσεις καὶ νὰ μὴ στεκόμαστε στὴν ἐπιφάνεια. Ἡ ἄλλη λέξη ἦταν τὸ «ἐκκλησιολογικό», δηλαδὴ ἀντιμετώπιζε ὅλα τὰ θέματα μέσα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. Ἀπὸ αὐτὸν ἄκουσα γιὰ πρώτη φορὰ τὴν διάκριση μεταξὺ τῶν δογμάτων καὶ τῶν κανόνων, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι στὰ δόγματα ἰσχύει ἡ φράση «ἔδοξε τὼ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν», ἐνῷ στοὺς Κανόνες ἰσχύει ἡ φράση «ἤρεσεν τη Συνόδω». Στενοχωριόταν ὅταν ἔβλεπε Κληρικοὺς καὶ Ἐπισκόπους νὰ ἀντιμετωπίζουν τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα κοινωνικά, ἠθικά, κοσμικά, πολιτικὰ καὶ ὄχι ἐκκλησιολογικά, νὰ προτάσσουν τὴν λεγόμενη πολιτειοκρατικὴ νοοτροπία, καὶ ἐκφραζόταν πολλὲς φορὲς μὲ σκληρὲς λέξεις γιὰ τὴν νοοτροπία αὐτή. Πάντως, διέκρινα ὅτι οἱ δύο αὐτὲς λέξεις, «ὀντολογικὸ» καὶ «ἐκκλησιολογικό», ἐνοχλοῦσαν μερικοὺς παλαιότερους Ἀρχιερεῖς, ποὺ τὶς θεωροῦσαν ὡς μοντέρνες λέξεις.

Τὸ τρίτο γεγονὸς εἶναι ὅτι κοντὰ στὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Θεόκλητο ἔζησα τὶς δύο τελευταῖες ἀρχιεπισκοπικὲς ἐκλογές, δηλαδή του Χριστοδούλου καὶ τοῦ Ἱερωνύμου. Ἐπειδὴ ἤμουν καὶ ἐγὼ ἐκλέκτωρ Ἀρχιερεὺς καὶ ἐπειδὴ ἤμασταν ἀπὸ χρόνια γνωστοί, μοῦ ἔλεγε ὅλες τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὰ πρόσωπα ποὺ ἦταν ὑποψήφιοι γιὰ τὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. Στὴν ἐκλογή του Χριστοδούλου τὸ 1998 ἦταν καὶ αὐτὸς ὑποψήφιος γιὰ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν. Γνωρίζω ὅτι στὴν δεύτερη καὶ τρίτη ψηφοφορία τὸ 1998 ψήφισε γιὰ Ἀρχιεπίσκοπο τὸν Χριστόδουλο καὶ τὸ 2008 ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τοῦ Ἱερωνύμου. Μοῦ ἔλεγε μάλιστα ὅτι πρέπει νὰ ἐκλεγῇ ὁ Ἱερώνυμος Ἀρχιεπίσκοπος γιὰ νὰ ἀποκατασταθῇ ἡ ἀδικία ποὺ ἔγινε στὸ πρόσωπό του, ἐκφράζοντας ἔτσι καὶ μιὰ μεταμέλεια, κατὰ τὴν δική μου προσωπικὴ ἐκτίμηση, τὸν αἰσθανόταν δὲ πιὸ ὥριμο, ἀλλὰ φοβόταν μήπως ἂν ἐκλεγόταν Ἀρχιεπίσκοπος θὰ προχωροῦσε σὲ ἕναν ρεβανσισμό, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔγινε. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, δηλαδή του Χριστοδούλου καὶ τοῦ Ἱερωνύμου, ἀμέσως μετὰ τὶς ἐκλογὲς συνεργάσθηκε μαζί τους στὰ οἰκονομικὰ ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ σύντομα διαφοροποιήθηκε, γιὰ διάφορους λόγους, ἀφοῦ πάντοτε δὲν εἶχε «τὸν ὅμοιόν του στὴν Ἱεραρχία», ὅπως ἔλεγε, ἦταν «μοναχικὸς καβαλάρης», πρᾶγμα ποὺ τὸν στενοχωροῦσε, ἀλλὰ καὶ τοῦ προξενοῦσε μιὰ ἰδιαίτερη κρυφὴ χαρά. Καὶ στὶς δύο αὐτὲς περιπτώσεις πέρασε στὰ Γιάννενα μοναχικὲς ἡμέρες, κατὰ κάποιο τρόπο, αὐτο-απομονωμένος. Σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση τὸν συναντοῦσα στὴν Μητρόπολη, σὲ ὧρες ἥσυχες, καὶ ἐκφραζόταν εἰλικρινὰ καὶ μερικὲς φορὲς πικρά, χωρὶς νὰ θέλω νὰ σχολιάσω ἂν εἶχε δίκαιο ἢ ἄδικο.

Τὸ τέταρτο γεγονὸς ἦταν ἡ στάση του στὰ μεγάλα γεγονότα ποὺ συνέβησαν ἐπὶ ἀρχιεπισκοπείας Χριστοδούλου, ἤτοι στὸ θέμα τῶν ταυτοτήτων, στὴν σύγκρουση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὰ σκάνδαλα στὴν Ἐκκλησία. Συζήτησα πολλὲς φορὲς μαζί του καὶ γνωρίζω τὶς ἀπόψεις του πάνω σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ζητήματα, ἄλλωστε ὁ ἴδιος τὶς ἔχει δημοσιοποιήσει καὶ γι' αὐτὸ δὲν χρειάζεται νὰ ἐπαναληφθοῦν. Τὸ μόνο ποὺ μπορῶ νὰ πῶ εἶναι ὅτι στὸ θέμα τῆς κρίσεως μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο συμπλέαμε, ἂν καὶ μὲ διαφορετικὸ τρόπο, καὶ νομίζω χαιρόταν ποὺ ἔβλεπε νὰ γράφω ἄρθρα καὶ τελικὰ δύο πολυσέλιδα βιβλία γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι σὲ κάποια δύσκολη στιγμὴ συνέβαλα ὥστε νὰ ἔχη μιὰ ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ εἶναι ἄγνωστο στοὺς πολλούς, ἴσως καὶ στοὺς πιὸ κοντινούς του, ἀλλὰ γι' αὐτὸ γνωρίζουν τὰ πρόσωπα ποὺ εἶναι κοντά μου. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, χάρη τῆς ἀληθείας, νὰ σημειώσω ὅτι στὴν ἀρχὴ ποὺ τὸν γνώρισα τὸν ἄκουγα νὰ ἐκφράζη μιὰ λεπτὴ διαφοροποίηση ἀπὸ μερικὲς ἀπόψεις καὶ τακτικὲς μερικῶν ἐκπροσώπων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου –ἐνθυμοῦμαι μάλιστα μερικὰ σημεῖα ποὺ δὲν μπορῶ νὰ δημοσιοποιήσω–, ἀλλὰ ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισε ἡ κρίση στὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἦταν ἀπόλυτος ὑποστηρικτής του καὶ κυρίως ἐπέμενε στὴν πιστὴ ἐφαρμογὴ τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ 1850 καὶ τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928, ποὺ τὰ θεωροῦσε καταστατικὰ κείμενα, ἀπαράβατα γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

Γιὰ νὰ φανῆ ποιά ἦταν ἡ ἄποψή του γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, θὰ παραθέσω τί εἶπε σὲ μιὰ συνέντευξή του:

«Ὁ Πατριάρχης "οὐ φαίνει, δηλοῖ"! Εἶναι ὅ,τι ὑψηλότερο ἔχουμε στὴν οἰκουμένη, ὁ ὕπατος ἐκκλησιαστικὸς ρόλος διακονίας τοῦ κοινοῦ οἰκουμενικοῦ μας πνεύματος. Ἔχουμε τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἔχουμε τὸν πρῶτο διάκονο τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι πρόσωπο ἁπλᾶ ἱερό, εἶναι "Ἁγία κληρονομιά", πρόσωπο ποὺ ἡ ἱστορία ἔστεψε μὲ ἁγιότητα. Νὰ εἴμαστε ὑπερήφανοι καὶ νὰ τὸ διαφυλάττουμε ἀπὸ κάθε ἐπιβουλή, κυρίως, τῶν κατώτερων ἐπιθυμιῶν μας».

Γενικά, ἡ ἐπικοινωνία μου μαζὶ τοῦ ἦταν ἐνδιαφέρουσα γιὰ μένα, ἦταν μιὰ μύηση στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἔμαθα πολλά, γνώρισα ἕναν ἄλλο κόσμο, ποὺ κρυβόταν κάτω ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ παρουσιαστικό του, τὸν ἀντισυμβατικὸ τρόπο συμπεριφορᾶς, τὸ κάπνισμα καὶ τὴν εἰλικρίνειά του προκαλοῦσε πολλούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν διαφορετικὴ ἄποψη. Πάντως, στὸ βάθος, πέρα ἀπὸ τὰ φαινόμενα, κρυβόταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ σεβόταν τὴν πεῖρα καὶ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὴν φαινομενικὴ ἐλευθεριότητά του. Ἔβλεπε τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος μέσα στὴν μετάνοια καὶ τὸν τελωνικὸ στεναγμό.

3. Μερικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς προσωπικότητός του

Ὕστερα ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω θὰ παρουσιάσω, ὅσο εἶναι δυνατὸν τὸν χαρακτῆρα του καὶ τὴν προσωπικότητά του. Βέβαια, ὅσα θὰ γραφοῦν εἶναι προσωπικές μου ἀπόψεις, ἴσως ὑποκειμενικές, ὅμως θὰ ἐκφρασθοῦν μὲ εἰλικρίνεια. Ἄλλοι ποὺ ἦταν πιὸ κοντά του μποροῦν νὰ γράψουν περισσότερα γι' αὐτόν. Ὁ μακαριστὸς Θεόκλητος διάβαζε φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ βιβλία, στοχαζόταν πολὺ καὶ παρέμενε πολλὲς ὧρες σιωπηλός, ἐπεξεργαζόμενος διάφορα θέματα. Ὅταν ὁμιλοῦσε ἦταν ἀπόλυτος στὶς ἀπόψεις του καὶ εἶχε μιὰ αὐτάρκεια στὶς σκέψεις του. Ἄκουγε τὸν συνομιλητή του, ἀλλὰ τὸν βομβάρδιζε μὲ τὶς θέσεις του, πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὴν βροντερὴ φωνή του. Ὅταν τοῦ ἐξέφραζε κανεὶς τὴν ἄποψή του χωρὶς νὰ τὸν ρωτᾶ, ἐκεῖνος ἔλεγε: «Σοῦ ἀπαντῶ...». Βέβαια, στήριζε μὲ ἐπιχειρήματα τὶς ἀπόψεις του καὶ μὲ ἰσχυρὸ λόγο. Ἄλλο γνώρισμά του ἦταν ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ εἰλικρίνεια μὲ τὶς ὁποῖες ἐξέφραζε τὶς ἀπόψεις του. Ὁ λόγος του ἦταν συμπεπυκνωμένος, ἀποφθεγματικὸς καὶ ὄχι τόσο ἀναλυτικὸς καὶ γι' αὐτὸ προκαλοῦσε τὸ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ δημιουργοῦσε καὶ ἀντιδράσεις. Ὁ ἀτόφιος λόγος του πολλὲς φορὲς ἦταν σκληρός, κοφτερός, εἰλικρινής, ἀνδροπρεπής, ἐλεγκτικός, μερικὲς φορὲς ἐκφραζόταν μὲ τὴν γλῶσσα τοῦ σώματος, τὶς ἐξωτερικὲς ἐκφράσεις. Δὲν δίσταζε νὰ σχολιάζη ὅλες τὶς καταστάσεις ἐλεύθερα, ἀλλὰ ὑπῆρχαν καὶ περιπτώσεις ποὺ σιωποῦσε ἀφήνοντας τὴν δυσαρέσκειά του, λέγοντας: «Δὲν φταίει αὐτός, ἀλλὰ νὰ μὴ μιλήσω» κ.ἄ.

Ἦταν ἀσυμβίβαστος, δὲν ὑποχωροῦσε στὶς ἀπόψεις του, καταλάβαινε ὅμως τὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων. Ἦταν ἐντελῶς ἀνίκανος νὰ κάνη ἐκκλησιαστικὴ διπλωματία, δὲν τὸ ἤθελε, θεωροῦσε μάλιστα ὅτι ἡ διπλωματία στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα προξενεῖ κακό, ἀκόμη καὶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς εἰδήσεις δὲν μποροῦν νὰ καλύψουν καὶ νὰ ἐκφράσουν τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Σχολίαζε εἰρωνικὰ καὶ κριτικὰ τὸ περὶ «star system» μερικῶν Κληρικῶν καὶ αὐτοὺς ποὺ ἐπιδιώκουν τὶς δημόσιες σχέσεις. Παρὰ τὸν ἀπόλυτο καὶ κοφτερό του λόγο, ἦταν εὐσυγκίνητος, ἔστω καὶ ἂν δὲν τὸ ἔδειχνε, εὐαίσθητος, ἐσωτερικά, χωρὶς νὰ τὸ ἐκδηλώνη μὲ πράξεις, ἀλλὰ τὸν καταλάβαινε κανεὶς ἀπὸ μιὰ λέξη καὶ μὲ τὴν σιωπή. Κατὰ τὴν συνομιλία μαζὶ τοῦ ἐπικρατοῦσαν πολλὰ χρονικὰ διαστήματα σιωπῆς. Δὲν ἔκρυβε τὰ ἀνθρώπινα πάθη του καὶ τὶς ἀδυναμίες του, τὶς ὁμολογοῦσε, τὶς ἄφηνε νὰ φαίνωνται. Κάπνιζε πολύ –δὲν τὸ ἔκρυβε– ἀκόμη καὶ τότε ποὺ ἐμφανιζόταν στὴν τηλεόραση, πρᾶγμα ποὺ προκαλοῦσε πολλούς. Τὸ θεωροῦσε ὑποκρισία νὰ τὸ κρύβη, ἀφοῦ εἶχε αὐτὸ τὸ πάθος, ὅπως ἔλεγε. Ἀλλὰ διακρινόταν ἀπὸ αἴσθηση μετανοίας, τὴν ὁποία θεωροῦσε ἕνα στοιχεῖο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους. Εἶχε τὸ προσὸν νὰ μὴ θέλη καὶ νὰ μὴν ἐπιδιώκη νὰ ἀπολογῆται στοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴν ἀπαντᾶ στὶς συκοφαντίες ἢ τὶς ἐπικρίσεις τους, ἔστω κι ἂν θεωροῦσε ὅτι ἦταν ἄδικες. Ἐπίσης, δὲν ἦταν ἐκδικητικός, ἀλλὰ συγχωροῦσε καὶ εὐεργετοῦσε αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔβλαπταν ἢ τὸν ἀδικοῦσαν. Ἀντιμετώπιζε μὲ στωϊκότητα τὶς ποικιλώνυμες κριτικές. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἑρμηνεύσω, ἀλλὰ μὲ ὅσα ἔχω ἀναφέρει μερικὲς φορὲς νόμιζα ὅτι ἔμοιαζε καὶ ἐνεργοῦσε σaν τὸν ἀρχαῖο προσωκρατικὸ φιλόσοφο Ἡράκλειτο, ἀλλὰ μὲ χριστιανικὸ περιεχόμενο. Ἔκανε καὶ ἐκεῖνος λάθη, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὰ ἀνεγνώριζε «φωνακτά», ἀλλὰ ἤλπιζε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὰ μερικὰ λόγια του ποὺ εἶπε σὲ μιὰ συνέντευξή του καὶ τὰ παραθέτω ἐδῶ γιατί δείχνουν τὴν σκέψη του.

«Τὸ κάθε ἔθνος διασώζει τὰ ποιοτικὰ χαρακτηριστικά του μέσα ἀπὸ μία σωστὰ ἀπεθνικοποιημένη Ἐκκλησία. Ἡ διαστροφὴ τοῦ σωτηριολογικοῦ σκοποῦ τῆς Ἐκκλησίας στὴν ὑπηρεσία κάθε ἐθνικῆς σκοπιμότητας ἐθνικοποίησε τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἔκαμε ἐχθρὸ τῆς ἀνθρωπότητας. Νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ σύνδρομα ποὺ ἡ ἱστορία ξεπέρασε. Τὸ ἔθνος, κάθε ἔθνος ἐπιμένω, ὠφελεῖται ἀπὸ τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τὸ ὑπηρετεῖ μὲ ἀλήθεια ἀγάπης καὶ ὄχι μὲ συναισθηματικὲς φορτίσεις. Νὰ διακονοῦμε τὰ ἔθνη, δίχως νὰ ἐθνικοποιοῦμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐξαργυρώνουμε ὠφελιμιστικὰ τὴν διακονία μας».

«Δὲν χρειάζεται νὰ μιλᾶμε γιὰ ὅλα, ἁπλῶς γιατί δὲν ἐκφράζουμε ὅλους καὶ γιατί στὰ περισσότερα οἱ ἄνθρωποι δὲν μᾶς ἔχουν δώσει ρόλο καὶ δὲν μᾶς ἀναγνωρίζουν δικαίωμα παρεμβολῶν καὶ διεμβολών. Πρέπει νὰ μάθουμε καὶ νὰ σιωποῦμε. Μόνο μὲ τὴν σιωπή, ἐπιτρέπουμε μερικὲς τοὐλάχιστον φορές, νὰ ἀκοῦνε οἱ ἄνθρωποι τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ!... Ἀλλὰ καὶ ὅταν μᾶς ζητοῦν νὰ ἔχουμε λόγο καὶ μᾶς ζητοῦν νὰ ὁμιλοῦμε, πρέπει ἔλλογα, νὰ διερωτώμεθα, γιατί; Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι φωνασκοῦσα ἐξουσία, ἀλλὰ σιωπῶσα διακονία, δὲν ἔχει "πάθος γιὰ ἐξουσία, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἐξουσία τοῦ πάθους..."! Ἔπειτα, οἱ ἄνθρωποι κουράστηκαν ἀπ' ὅσους μιλοῦν ἀνέξοδα, ἔχουν περισσότερο ἀνάγκη νὰ τοὺς προσέχουν, νὰ τοὺς ἀκοῦνε, νὰ τοὺς καταλαβαίνουν καὶ νὰ τοὺς ἀγαποῦν».

«Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ κανονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δὲν σταματᾶ καὶ ὅτι στὴν πορεία πρὸς τὰ ἔσχατα ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἀνοίγη δρόμους πλατύτερους, μὲ φιλάνθρωπο τρόπο, χωρὶς νὰ θίγεται τὸ δόγμα».

«Μὲ τρομάζει ἡ ἔχθρα τῶν λεγομένων θρησκευομένων. Αὐτοὶ γνωρίζουν τὴν τεχνικὴ τοῦ μίσους καὶ δὲν συγχωροῦν. Αὐτοὶ εἶναι ὁ μόνος κίνδυνος γιὰ τὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι Σῶμα Χριστοῦ».

«Ποιμαντικὴ εἶναι ἡ βίωση καὶ ἡ ἔκφραση τῆς ἀγαπώσης τὸν Θεὸ καρδίας».

Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Ἰωαννίνων κυρὸς Θεόκλητος διακρινόταν, παρὰ τὰ λάθη του καὶ τὸ ἰδιότυπο τοῦ χαρακτῆρος του, ἀπὸ μιὰ λεβέντικη συμπεριφορά. Κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἀσθενείας του, στὸ γῆρας του, ὅπως ἔλεγε, τὸν αἰσθανόμουν σὰν ἕνα λιοντάρι πληγωμένο. Ὅταν τοῦ τηλεφωνοῦσα καὶ τὸν ρωτοῦσα πῶς εἶναι, ἀπαντοῦσε: «Παλεύω μὲ τὰ γηρατειά». Δυσκολευόμουν νὰ ἐπικοινωνῶ, ἀλλὰ τοῦ τηλεφωνοῦσα καὶ τοῦ ἔλεγα «καλὸ κουράγιο», «καλὴ ὑπομονή», «προσεύχομαι γιὰ σᾶς», «δὲν ξεχνῶ γιὰ ὅσα μὲ εὐεργετήσατε». Καὶ ἐκεῖνος τὸ χαιρόταν. Ἀντιμετώπιζε τὴν διαδικασία τοῦ θανάτου μὲ ἀνδρεία, κάποτε καὶ μὲ ταραχή. Ὅταν κάποια ἡμέρα του εἶπα νὰ κόψη τὸ τσιγάρο τοὐλάχιστον κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀσθενείας του, ἀφοῦ ἐπιδεινώνει τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας του, μοῦ ἀπάντησε: «Δὲν τὸ κόβω τώρα, γιὰ νὰ μὴ νομίσουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι φοβᾶμαι τὸν θάνατο». Εἶχε τὴν αἴσθηση καὶ τὴν πίστη ὅτι μὲ τὸν θάνατο ἐπιστρέφουμε ἀπὸ τὴν ἐξορία στὸν Θεό, ὅπως τὸν ἄκουσα νὰ λέγη κατὰ τὸν θάνατο τῆς μητέρας του. Πολλὲς φορὲς ὅταν κάναμε λόγο γιὰ ἐπικρίσεις ποὺ δεχόταν ἔλεγε: «Ὅταν κλείσω τὰ μάτια καὶ πάω στὸν Θεό...», καὶ σιωποῦσε. Ἐφέτος στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τοῦ τηλεφώνησα γιὰ νὰ τοῦ εὐχηθῶ καλὴ Σαρακοστή, καλὴ Ἀνάσταση, καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Ἐσεῖς θὰ φθάσετε στὴν Ἀνάσταση», ὑπονοῶντας ὅτι αὐτὸς δὲν θὰ φθάση. Καὶ σὲ αὐτὸ ἐπαληθεύθηκε. Ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων καὶ κηδεύθηκε τὴν Μ. Τετάρτη. Στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του θυμήθηκα κάποια δικά του λόγια:

«Οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν μόνοι, κι ἐμεῖς ἁπλῶς τοὺς θάβουμε. Σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε πολιτισμό, ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀντιμετωπίζη τὸ ἴδιο πρόβλημα, μόνος ἐνώπιον τοῦ θανάτου».

«Εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ μᾶς προστατέψη ἀπὸ τὸν δαιμονισμὸ τῶν καταξιώσεων». «Ποτὲ δὲν εἶχα καλὲς σχέσεις μὲ τὴν ὑστεροφημία, ἴσως γιατί ἔχω πιστέψει ὅτι ἐκεῖ ὅπου θὰ βρίσκομαι δὲν θὰ μπορῇ νὰ μοῦ προσφέρη τίποτε. Θὰ παρακαλοῦσα νὰ μὲ μνημονεύουν στὶς προσευχές τους ἰδίως ὅσοι δὲν μὲ ἀγάπησαν...».

Ἡ μνήμη του νὰ εἶναι αἰώνια καὶ νὰ δεχθῇ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι φιλάνθρωπος, ὅπως λέμε σὲ κάθε ἀπόλυση: «...ἐλεῆσαι καὶ σῶσαι ἡμᾶς ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος». Χαίρομαι γιατί θὰ μᾶς κρίνη ὁ Θεὸς καὶ ὄχι οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι εἶναι σκληροὶ στὶς κρίσεις τους, ἐνῷ ὁ Θεὸς βλέπει τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας, πέρα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα. Μετὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία γιὰ μέρες ὁλόκληρες σκεφτόμουν ὅτι μὲ τὴν κοίμηση τοῦ Μητροπολίτου Ἰωαννίνων κυροῦ Θεοκλήτου τελείωσε μιὰ ἐκκλησιαστικὴ περίοδος, ποὺ τὴν σημάδευσαν πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα, στὰ ὁποῖα ἐκεῖνος ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος, καὶ τώρα ἀφήνεται στὴν κρίση τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ κυρίως στὴν κρίση τοῦ ἀδεκάστου καὶ φιλανθρώπου Θεοῦ.

Πάντως ἐγώ τοῦ εἶμαι εὐγνώμων καὶ θὰ προσεύχομαι γι' αὐτόν.
Μ. Σάββατο – 11 Ἀπριλίου 2014

  • Προβολές: 6245