Γράφτηκε στις .

Ἀρχιμ. Καλλινίκου: Ὁ Φύλακας τοῦ Παναγίου Τάφου (Α΄)

τοῦ Ἀρχιμ. Καλλινίκου Γεωργάτου, Ἱεροκήρυκος

Τό παρόν κείμενο ἀποτελεῖ ἀνάπτυξη τοῦ κηρύγματος στόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό τῆς Ε΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν 2014, στόν Ἱ. Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου.

*

Πίσω ἀπό τόν θαυμάσιο βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, πού ἐντυπωσίασε ἀνθρώπους καί ἀγγέλους, πίσω ἀπό θεολογικές εὐχές καί θαυμάσιους ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας, πίσω ἀπό τόν ἀγώνα τῶν Ὀρθοδόξων κατά τῶν μονοθελητῶν καί ἄλλων αἱρετικῶν τοῦ 6ου καί 7ου μ..Χ. αἰ., πίσω ἀπό τό εὐεργετικό γιά τούς Ὀρθοδόξους Ρωμηούς καθεστώς τῶν ἱερῶν Προσκυνημάτων καί τοῦ Παναγίου Τάφου, βρίσκεται ἕνας μεγάλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος σέ ὅλη του τήν ζωή ἀναζητοῦσε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί αὐτό ἐφάρμοζε πάσῃ θυσίᾳ, παρά τόν κυκεώνα τῶν ἱστορικῶν γεγονότων μέσα στόν ὁποῖον ἔζησε· καί ὁ Χριστός τόν ἀντάμειψε δίνοντάς του πλούσια τήν εὐλογία Του.

Στόν μεγάλο αὐτόν Ἅγιο καί στά ὅσα τόν ἀναδεικνύουν «Φύλακα τοῦ Παναγίου Τάφου» θά ἀναφερθοῦμε κατωτέρω, μέ συντομία μέν, ἀλλά μέ σεβασμό καί εὐγνωμοσύνη γιά τά ὅσα προσέφερε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Τά πρῶτα του χρόνια καί ἡ ἀφιέρωσή του

2014-04-16Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε τό 550 μέ 560 μέσῳ στήν Φοινίκη τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, κοντά στήν Δαμασκό, ὅπου σπούδασε καί ἔλαβε ζηλευτή μόρφωση ὥστε σέ ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν νά εἶναι ἕνας ἄριστος δάσκαλος τῆς ρητορικῆς καί νά λάβη τό προσωνύμιο τοῦ σοφιστῆ.

Στήν μικρή αὐτή ἡλικία τῶν 20-25 ἐτῶν, ὁ πολυτάλαντος μέσῳ, σπεύδει γιά «μεταπτυχιακές» καί «διδακτορικές» σπουδές στά μεγάλα «ἐρευνητικά κέντρα» τῆς ἐποχῆς. Δηλαδή, ἐγκαταλείπει τόν κόσμο καί ἐγκαταβιώνει στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας, ἀναζητώντας ἀνθρώπους πού εἶχαν γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἔκαναν ἔρευνα πάνω στήν τελεία ἐφαρμογή τοῦ Εὐαγγελίου, μέ σκοπό τήν γνώση τῶν ἀθεάτων μυστηρίων. Ἐγκαταβιοῖ ἀρχικά στήν νέα Λαύρα τοῦ ἁγίου Σάββα κοντά στόν Ἱερομόναχο Ἰωάννη Μόσχο, ὁ ὁποῖος θά γίνη καί Πνευματικός Πατέρας, ἀλλά καί ἀδελφός καί συνασκητής καί συνοδοιπόρος. Μαζί θά ταξιδεύσουν καί θά ἐπισκεφτοῦν τίς φημισμένες μοναχικές κοινότητες τῆς Αἰγύπτου καί τοῦ Σινᾶ μαζεύοντας τό ἄγριο μέλι τῶν ἐρημιτῶν.

Ἀργότερα ὁ Ἰωάννης Μόσχος θά συγγράψη τό περίφημο Λειμωνάριο, μία ἀνθολογία ἀπό ἱστορίες τῆς ἐρήμου πού ἀπετέλεσε «διδακτικό ἐγχειρίδιο» καί τροφή γιά ἀμέτρητους μοναχούς καί πολύτιμο ἀνάγνωσμα τῶν Ρωμηῶν μέχρι τίς ἡμέρες μας, καί θά ἀφιερώση αὐτό τό θαυμάσιο πόνημα στόν μαθητή καί συνοδοιπόρο του Σωφρόνιο, τόν ὁποῖο ὀνομάζει ἀρκετές φορές στίς διάφορες ἱστορίες «Σωφρόνιος ὁ σοφιστής».

Στό ταξίδι τους αὐτό ὁ μοναχός Σωφρόνιος ἀσθένησε μέ ἀνίατη ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν. Προσέτρεξε ὅμως στό ξακουστό θεραπεῖο-ἰατρεῖο τῶν ἁγίων Ἀναργύρων Κύρου καί Ἰωάννου στό Ἀμπακύρ –ἀπό τό Ἀββᾶς Κῦρος– στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου καί θεραπεύεται μέ τήν θαυματουργική ἐπέμβαση τῶν ἁγίων. Γεμάτος εὐγνωμοσύνη θά συγγράψη ἀργότερα ἐγκώμιο στούς ἁγίους Κύρο καί Ἰωάννη τούς Ἀναργύρους, στό ὁποῖο θά ἐξιστορήση τόν βίο τους ἀλλά καί θά καταγράψη δεκάδες θαύματά τους πού ἄκουσε ἤ καί εἶδε ὅσο ἔμεινε στό ἰατρεῖο-Ναό τους.

Ἔπειτα, τό ἔτος 594 οἱ δύο συνασκητές βρίσκονται στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, ὅπου ὁ Σωφρόνιος κείρεται μοναχός.

Ἐδῶ πιθανῶς ὁ ἅγιος συνέγραψε τό ἐγκώμιο στούς ἁγίους Ἀναργύρους, ἀπό τό ὁποῖο θά χρησιμοποιήσουμε τό καταληκτικό ἀφιερωματικό ἐπίγραμμά του, πού ἀποτελεῖ καί συνοπτική αὐτοβιογραφία τῆς μέχρι τότε ζωῆς του καί δείχνει τήν καλλιέργειά του καί τήν ποιητική εὐαισθησία του. Γράφει ὁ ἅγιος, βεβαίως σέ ποιητική ὁμηρική γλώσσα, τά ὁποῖα ἐδῶ παρουσιάζονται σέ μετάφραση καί προφανῶς μέ μειωμένη λογοτεχνική ἀξία λόγῳ τῆς μεταφορᾶς:
«–Ποιός ἔγραψε αὐτά; –Ὁ Σωφρόνιος.
–Ἀπό ποῦ; –Ἀπό τήν Φοινίκη.
–Ποῖο μέρος τῆς Φοινίκης; –Τήν Λιβανοστέφανο.
–Καί ἀπό ποιά πόλη; –Ἀπό τήν ξεχωριστή ἀπό τίς ἄλλες, τήν Δαμασκό.
–Ζοῦνε οἱ γονεῖς; –Ὄχι· πέθαναν καί οἱ δύο.
–Πές μου τά ὀνόματά τους;
–Ἡ μέν μητέρα λεγόταν Μυρῶ, ὁ δέ πατέρας ἐκαλεῖτο Πλύνθας.
–Εἶχε γάμο (ὁ Σωφρόνιος) γλυκερό καί ἀγέλη παιδιῶν;
–Οὔτε γάμο οὔτε παιδιά ἀπόκτησε ποτέ, εἶναι ἄζυγος (δέν ἔχει σύζυγο).
–Σέ ποιά γῆ μόνασε καί σέ τίνος τό μοναστήρι;
–Σέ θεοδόχο γῆ καί στά βουνά τῶν Ἱεροσολύμων, στήν μάνδρα τήν μεγάλη τοῦ Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου.
–Καί τίνων χάρη τελείωσε καί συνέθεσε αὐτόν τόν θαυμάσιο ὕμνο;
–Γιά τόν Κύρο καί τόν Ἰωάννη, τούς θειονόες μάρτυρες.
–Καί γιατί ἔκανε τόσο κόπο γιά τό δημιούργημα αὐτό τῆς διανοίας του;
–Γιατί καί αὐτοί ἔδωσαν τήν θεραπεία στά ἄρρωστα μάτια του.
Στόν Κύρο πού ἔλαβε πανυπέρτατα μέτρα θεραπευτικῆς δυνάμεως,
καί σέ αὐτόν τόν Ἰωάννη, τούς θεσπέσιους μάρτυρες,
ὁ Σωφρόνιος θεραπευμένος ἀπό ἀρρώστια τῶν βλεφάρων που προκαλοῦσε πόνο στήν ψυχή του,
μικρή ἀμοιβή προσφέροντάς τους, τούς ἀφιέρωσε αὐτό τό βιβλίο».

Πέρα ἀπό τά αὐτοβιογραφικά στοιχεῖα, στούς στίχους αὐτούς ἐκφράζεται ἡ καλλιεργημένη καί ἁγιόφιλη ψυχή τοῦ Σωφρονίου, πού παρά τήν μόρφωσή του ὡς ταπεινός προσκυνητής καί ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ προσῆλθε στούς ἁγίους Ἀναργύρους, πού ἦταν παρηγοριά τοῦ λαοῦ, ἔλαβε μέ πίστη τήν ἴαση καί τούς ἀντάμειψε πλέκοντας τό θαυμάσιο ἐγκώμιό τους.

Τό ἔτος 602 δολοφονεῖται ὁ εὐλαβής αὐτοκράτορας Μαυρίκιος, ὁ ὁποῖος εἶχε συνάψει συμφωνία μέ τούς Πέρσες, κρατώντας τους μακριά ἀπό τά σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας. Μετά τόν θάνατό του, οἱ Πέρσες τοῦ Χοσρόη Β΄ ἄρχισαν τίς ἐπιθέσεις στίς ἀνατολικές ἐπαρχίες, φθάνοντας μέχρι τά ὅρια τῆς Ἱερουσαλήμ.

Οἱ δύο φίλοι καί συνασκητές ἀναγκάζονται νά ἐγκαταλείψουν τήν ἀγαπημένη τους ἔρημο καί τό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου καί ἀφοῦ περιπλανήθηκαν γιά λίγο στήν Κύπρο καί τήν Σάμο, κατέβηκαν στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, λίγο πρίν τό 607.

Ἐκεῖ γνωρίζουν τόν Πατριάρχη Εὐλόγιο, μετά τόν διάδοχό του Scribo καί ἔπειτα τόν μεγάλο Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα (609-619), στόν ὁποῖον ὑποτάχτηκαν καί συνδέθηκαν μέ βαθειά ἐν Χριστῷ φιλία.

Οἱ τρεῖς εὐλογημένοι ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες συνεργάσθηκαν μέ θεῖο ζῆλο καί χριστιανική ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία. Ὁ Πατριάρχης εἶχε μιά ἀπίστευτη φιλανθρωπική δράση, πού συνδυαζόταν μέ τούς ἀνυποχώρητους ἀγῶνες του κατά τῶν μονοφυσιτῶν. Στόν ἀγώνα του αὐτόν κατά τῶν αἱρετικῶν τόν βοήθησε ὁ «σοφιστής» Σωφρόνιος μέ τήν δεινή ρητορική του ἱκανότητα καί ἡ γραφίδα τοῦ γέροντά του Ἰωάννου Μόσχου. Γινόταν μιά πραγματική μάχη στήν Αἴγυπτο, στήν ὁποία οἱ ἅγιοι αὐτοί ἄνδρες, ἐπικεφαλῆς τῶν Ὀρθοδόξων, προσπαθοῦσαν νά προστατεύσουν καί νά ἀποσπάσουν ἀπό τά χέρια τῶν αἱρετικῶν ὁλόκληρα χωριά, ὁλόκληρες Ἐνορίες, μέ τόν λόγο καί τήν διδασκαλία τους. Ἀλλά καί μέ τό παράδειγμά τους, ἀφοῦ ὁ μεγάλος Πατριάρχης πρωτοστατοῦσε στήν περίθαλψη τῶν πτωχῶν, τῶν προσφύγων ἀπό τά μέρη πού κατελάμβαναν οἱ Πέρσες καί ἀπό τά Ἱεροσόλυμα πού ἔπεσαν στά χέρια τους, χωρίς νά διακρίνη σέ Ὀρθοδόξους καί μή. Μάλιστα, τήν βοήθεια πού τοῦ ἔστελναν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη ὁ Αὐτοκράτορας καί ὁ Πατριάρχης, τήν μοίραζε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐξίσου σέ ὀρθοδόξους καί μονοφυσίτες. Ὅμως, τήν αἵρεσή τους δέν τήν δεχόταν καί ἔκανε ἐργώδεις προσπάθειες διά τοῦ λόγου νά τούς ὁδηγήση στήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας.

Μετά τήν κατάληψη τῶν Ἱεροσολύμων ἀπό τούς Πέρσες (614) ἀμέτρητοι πρόσφυγες κατέκλυσαν τήν Ἀλεξάνδρεια, ἡ ὁποία κινδύνευσε καί ἡ ἴδια. Ὁ Πατριάρχης πρωτοστάτησε στήν περίθαλψή τους. Γιά τόν κίνδυνο τῶν Περσῶν ὁ Σωφρόνιος καί ὁ Ἰωάννης Μόσχος ἐγκαλείπουν τήν Ἀλεξάνδρεια καί καταφεύγουν στήν Ρώμη, ὅπου ὁ Ἰωάννης Μόσχος κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ, περί τό 619, ἀφήνοντάς μας παρακαταθήκη τό θαυμάσιο Λειμωνάριο, πού ἔθρεψε γενιές ἀγωνιστῶν Χριστιανῶν μέχρι τίς ἡμέρες μας, ἀλλά καί τήν ἐπιθυμία του πρός τόν Σωφρόνιο νά μεταφέρη τά ὀστᾶ του στήν Ἱερά Μονή τῆς μετανοίας τους.

Τό ἑπόμενο διάστημα, ἀπό τό 619 μέχρι τό 633 χάνονται τά ἴχνη τοῦ Σωφρονίου. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι συνέστησε τό Μοναστήρι τοῦ Εὐκρατᾶ στήν Καρχηδόνα, στό ὁποῖο περιέθαλψε τούς πρόσφυγες Μοναχούς ἀπό τά ἀνατολικά μέρη τῆς αὐτοκρατορίας.

Μεταξύ τῶν μοναχῶν πού ὑπηρέτησε καί ὡς ἡγούμενος ἦταν ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τόν Σωφρόνιο ὡς Πνευματικό Πατέρα του. Περίπου τριάντα χρόνια νεώτερος ἀπό τόν Σωφρόνιο, ὁ Μάξιμος (580-662) ἦταν ἀπό μιά πλούσια βυζαντινή οἰκογένεια καί μετά ἀπό μιά περίοδο στήν αὐλή ὡς αὐτοκρατορικός γραμμματέας στόν Αὐτοκράτορα Ἡράκλειο, ὁ Μάξιμος ἔφυγε καί ἐκάρη μοναχός στήν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἡ περσική αὐτοκρατορία τῶν Σασσανιδῶν κατέκτησε τήν Ἀνατολία, ὁ Μάξιμος ἔφυγε γιά τήν Βόρεια Ἀφρική μέ τόν μαθητή του Ἀναστάσιο, ὅπου μπῆκαν στό μοναστήρι τοῦ Σωφρονίου κοντά στήν Καρχηδόνα. Ἦταν ἐδῶ, κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τοῦ Σωφρονίου, πού ὁ Μάξιμος ξεκίνησε τήν πορεία του ὡς θεολόγος καί πνευματικός συγγραφέας, πού ἀργότερα ἔγινε ἕνας ἀπό τούς πλέον σημαίνοντες θεολόγους καί ἀναδείχθηκε Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὀργανώνοντας τήν προηγούμενη πατερική γραμματεία σέ μιά ἐκθαμβωτική σύνθεση ὀρθόδοξης σκέψης, μαζί μέ ἐκτεταμένα αὐθεντικά κείμενα.

Χάνουμε τά ἴχνη τοῦ Σωφρονίου μετά τήν ταφή τοῦ δασκάλου καί φίλου του στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου. Πιθανόν βρέθηκε στήν Ἱερουσαλήμ τό 629 γιά νά δῆ τήν ἐπιστροφή τοῦ Αὐτοκράτορα Ἡράκλειου μέ τό Τίμιο Σταυρό πού εἶχαν συλήσει οἱ Πέρσες.

Ὁ Σωφρόνιος ἐπανεμφανίζεται καί πάλι στά χρονικά τό 633, ὅταν ταξιδεύη στήν Ἀλεξάνδρεια καί τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά πείση μέ τήν ρητορητική του τούς ἀντίστοιχους Πατριάρχες καί τόν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο νά ἀποκηρύξουν τόν Μονοθελητισμό. Ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος εἶχε υἱοθετήσει τόν Μονοθελητισμό ὡς συμβιβαστική θέση μεταξύ Χαλκηδονίων καί τῶν Μονοφυσιτῶν, καί αὐτό τό δόγμα εἶχε ἀκολουθηθῆ ἀπό τούς τρεῖς ἀνατολικούς Πατριάρχες –ὁ πατριαρχικός θρόνος τῆς Ἀντιόχειας ἦταν προσωρινά κενός– καί ἀπό τόν Πάπα Ὀνώριο τῆς Ρώμης.

Δυστυχῶς, ἡ προσπάθεια ἦταν ἀνεπιτυχής, καί στήν ἐνθρόνισή του ὡς Πατριάρχη Ἱεροσολύμων τό ἀκόλουθο ἔτος, ὁ Σωφρόνιος ἦταν ὁ μόνος πατριάρχης τῆς "πενταρχίας" πού εἶχε παραμείνει Ὀρθόδοξος. Ἀμέσως μετά τήν κοίμηση τοῦ Σωφρονίου, ὡστόσο, ἡ ἀγώνας τῶν Ὀρθοδόξων ἀνελήφθη –ὡς μιά μονομαχία– ἀπό τόν πνευματικό υἱό καί μαθητή του, Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος τελικά διώχθηκε, ἀκρωτηριάστηκε καί ἐξορίστηκε ἀπό τούς Μονοθελῆτες, πεθαίνοντας τό 662. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη θριάμβευσε τελικά στήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (680-681).

Πατριάρχης Ἱεροσολύμων

Τό ἔτος 634, μετά τίς κατά τά φαινόμενα ἄκαρπες ἐπισκέψεις του στούς ἀνατολικούς Πατριάρχες καί τόν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο νά τούς ὠθήση νά ἀποκηρύξουν τόν Μονοθελητισμό, ὁ Σωφρόνιος καλεῖται σέ ἡλικία περίπου ὀγδόντα ἐτῶν ἴσως καί μεγαλύτερος στήν μεγαλύτερη ἀποστολή τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί σέ μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἀποστολές πού θά μποροῦσε νά ἀναλάβη ποτέ ἄνθρωπος. Καλεῖται δέ στήν ἀποστολή αὐτή ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας Του: Ὁ Σωφρόνιος ἐκλέγεται Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ὅταν ἡ ἁγία Πόλη κινδυνεύη νά πέση στά χέρια τῶν βαρβαρικῶν ἀραβικῶν φυλῶν, πού μετά τόν θάνατο τοῦ Μωάμεθ ξεχύθηκαν νά κατακτήσουν τήν δύση μέ τό σπαθί καί φωτιά. Καί αὐτήν τήν φορά ἡ πτώση της σέ ἀλλόθρησκους ἐχθρούς θά ἦταν παντοτινή.

Ὅταν ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἀνέρχεται στόν θρόνο τῆς Ἁγίας Πόλης, συγγράφει μιά θαύμασια Συνοδική Ἐπιστολή, τήν ὁποία στέλνει στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο καί στούς ἄλλους Πατριάρχες, στήν ὁποία ὁμολογεῖ τήν πίστη του.

Ἀπό τήν ἐκτενῆ αὐτή ἐπιστολή του παρουσιάζονται ἐδῶ δυό-τρία χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα.

Τό πρῶτο περιγράφει τόν βίο καί τόν τρόπο τοῦ Σωφρονίου μέχρι τήν ἐκλογή του σέ Πατριάρχη. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο πόσο εὐλογημένα ζοῦσε μέ ταπεινότητα καί πτωχεία:
«Στόν ἁγιώτατο πάντων καί μακαριώτατο ἀδελφό καί συλλειτουργό Σέργιο, Ἀρχιεπίσκοπο καί Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Σωφρόνιος ἀχρεῖος δοῦλος τῆς ἁγίας πόλεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας,
Ἀλίμονο! ἀλίμονο! παμμακάριστοι, πῶς τώρα εἶναι γιά μένα ἀγαπητό τό ἡσύχιο καί πολύ προσφιλέστερο ἀπό πρίν, ἀφοῦ ἀπό ἀπράγμονη ἡσυχία ἦρθα σέ τύρβη πραγμάτων καί πνίγομαι ἀπό χερσαία κύματα!
Ἀλίμονο! ἀλίμονο! θεοτίμητοι, πῶς τώρα σέ μένα εἶναι εὐχάριστο τό ἐλάχιστο, καί ἀπό πρίν ὄχι μετρίως ἡδύτερο, ἀφοῦ ἀπό τήν κοπρία καί τήν γῆ καί τήν ἄφατο καί πολλή ταπεινότητα ἀνῆλθα σέ θρόνο ἱεραρχικό. Καί βλέπω μαζί μέ αὐτά συνεζευγμένη τήν τρικυμία καί τήν τρικυμία νά ἀκολουθῆ ὁ κίνδυνος.
...
Λοιπόν, εὔλογα καί ἐγώ, μακαριώτατοι, μαζί μέ τόν πένταθλο Ἰώβ θά φωνάξω, ἐνθυμούμενος τά πλεονεκτήματα πού εἶχα προηγουμένως.
Εἶχα ζωή γαλήνια καί ἥσυχη καί ταπεινότητα πού δέν γνώριζε καμμία τρικυμία.
Ποιός νά μέ γυρνοῦσε ἕναν μήνα πίσω στίς προηγούμενες ἡμέρες μου, κατά τίς ὁποῖες ὁ Θεός μέ διαφύλαττε χωρίς θλίψη,
ὅταν φώτιζε ὁ λύγχνος Του πάνω ἀπό τήν κεφαλή μου,
καθώς ζοῦσα ζωή εἰρηνική καί ἀκύμαντη,
ὅταν μέ τό φῶς Του πορευόμουν μέσα στό σκοτάδι,
ὅταν τρυγοῦσα τούς καρπούς τῆς ἡσυχίας,
ὅταν ἤμουν γεμάτος γεννήματα τῆς γαλήνης,
ὅταν ἀπελάμβανα τούς βλαστούς τῆς ἀταραξίας,
ὅταν χαιρόμουν τά ἄνθη τῆς ἀμεριμνίας,
ὅταν ἤμουν στεφανωμένος ἀπό τά λουλούδια τῆς ἀφοβίας,
ὅταν γευόμουν τά χαρίσματα τῆς ἀπραγμοσύνης,
ὅταν ἀπολάμβανα τῆς ἐπιγείου λιτότητας,
ὅταν ὄργωνα τά αὐλάκια τῆς ἀκίνδυνης κοπρίας,
ὅταν ἔπλεα τήν θάλασσα τῆς ἀκύμαντης πτωχείας,
ὅταν χαιρόμουν τίς ὀμορφιές τῆς πτωχικοῦ σπιτιοῦ,
ὅταν ἔτρωγα τό μελίρρυτο μάννα τῆς λιτῆς τροφῆς πού μάζευμα ἀπό τήν γῆ,
τότε πού ὡς ἄλλος Ἰσραήλ φαινόμουν καί ἐγώ καί ἀπολάμβανα ἀπόλαυσης εἰρηνικῆς καί οὐρανίου χωρίς γογγυσμούς καί ἀγνώμονης γνώμης;».

Τό δεύτερο ἀπόσπασμα ἀναφέρεται στήν ὁμολογία τῆς πίστης του καί φανερώνει ἐκπληκτικά τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα:
«Ἐπειδή λοιπόν αὐτά, σοφώτατοι, ἔλαβαν τέλος γιά μένα τόν τρισάθλιο, μετά ἀπό μεγάλο ἐξαναγκασμό καί πίεση θεοφιλῶν Κληρικῶν καί εὐλαβῶν μοναχῶν καί πιστῶν λαϊκῶν, ὅλων τῶν πολιτῶν τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας πόλεως, οἱ ὁποῖοι μέ καταπιεστικό τρόπο τό ἐπέτυχαν, γιά λόγους πού δέν γνωρίζω, ἀξιώνω ἐσᾶς τούς πανίερους καί σᾶς προτρέπω, ὄχι μόνον μέ εὐχές καθαρές πρός τόν Κύριον νά βοηθήσετε ἐμένα πού βρίσκομαι μέσα στήν θάλασσα καί κινδυνεύω καί νά μέ στηρίξετε πού γονατίζω ἀπό μικροψυχίες, ἀλλά καί μέ θεόπνευστες διδασκαλίες νά μέ κατευθύνετε πρός αὐτά πού πρέπει νά πράξω, ἀφ' ἑνός μέν ὡς πνευματικοί πατέρες καί γεννήτορές μου, ἀφ' ἑτέρου δέ ὡς ἀδελφοί καί ἔχοντες τό ἴδιο πνευματικό αἷμα μέ μένα.

Ἱκανοποιεῖστε μου λοιπόν πατρικῶς καί ἀδελφικῶς τά δίκαια αἰτήματά μου καί ἐγώ θά ἀκολουθήσω τίς ὁδηγίες σας καί θά πορευθῶ μαζί σας σέ μιά ἑνότητα, στήν ὁποία ἡ πίστη συνδέει αὐτούς πού ἔχουν τήν ἴδια γνώμη καί στήν ὁποία ἡ ἐλπίδα συνενώνει αὐτούς πού σκέπτονται εἰλικρινῶς καί στήν ὁποία ἡ ἀγάπη συνδεσμεῖ αὐτούς πού σκέπτονται κατά Θεόν. Τῶν ὁποίων τό τριπλό σχοινί, ὅταν συμπλέκεται ἀπό τίς τρεῖς αὐτές ἀρετές, οὔτε λύνεται, οὔτε κόβεται, οὔτε ἀφήνει νά χωρίζουν οἱ ἐνωμένοι, ἀλλά εἶναι ἀληθινά ἀδιάρρηκτο καί συνάγει σέ μία εὐσέβεια αὐτούς πού πλουτίζουν μέ τήν ἔνθεη πλοκή του.

Ἐξάλλου, ἔχει ἐπικρατήσει κάποια ἀποστολική καί ἀρχαία παράδοση, στίς ἀνά τήν οἰκουμένη ἁγίες Ἐκκλησίες, ὥστε αὐτοί πού ἀναλαμβάνουν Ἱεραρχία νά ἀναθέτουν εἰλικρινῶς πρός αὐτούς πού τούς παραδίδουν τήν Ἱεραρχία ὅλα ὅσα φρονοῦν καί ὅσα πιστεύουν, τήν ὁποία παράδοση μᾶς παρέδωσε ὁ ὑπερβολικά σοφώτατος Παῦλος, ὥστε οἱ πορεῖες νά μή πέφτουν στό κενό. Γιατί ὅλη ἡ πορεία μας γίνεται στό κενό, ὅταν ἀδικεῖται σέ κάτι ἡ πίστη.

...

Λοιπόν καί ἐμεῖς ὑπηρετοῦντες αὐτήν τήν συνήθεια καί θεωροῦντες ὡς κάλλιστο νόμο κάθε τί πού οἱ παλαιότεροι ἔκαναν ὡς ἔπρεπε, ὅταν μάλιστα πρόκειται γιά κάτι πού μᾶς παραδόθηκε ἀπό Ἀποστόλους, γράφουμε τό πῶς ἔχουμε περί τήν πίστη.

Καί τό στέλνουμε σέ σᾶς πού ἔχετε τήν σοφία τοῦ Θεοῦ γιά νά τό δοκιμάσετε, ὥστε νά μή μετακινοῦμε ὅρια αἰώνια, τά ὁποῖα ἔθεσαν οἱ Πατέρες μας· σέ σᾶς πού ὄχι μόνον γνωρίζετε νά διακρίνετε τά δόκιμα ἀπό τά νόθα, ἀλλά καί μπορεῖτε καί ἔχετε τήν ἰσχύ νά συμπληρώνετε τά ἐλείποντα γιά τήν ἐν Χριστῷ τελεία ἀγάπη.

Λοιπόν, ἐκεῖνα θά ἔρθω νά πῶ, τά ὁποῖα ἀπό τήν ἀρχή ἔμαθα γεννημένος καί μεγαλωμένος στήν ἁγία καί καθολική Ἐκκλησία καί παρέλαβα νά φρονῶ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, καί τά ὁποῖα ἄκουσα ἀπό σᾶς καθώς κηρύττατε θεόπνευστα.

Πιστεύω, λοιπόν, μακάριοι, ὅπως ἀκριβῶς ἀπό τήν ἀρχή εἶχα πιστεύσει, σέ ἕναν Θεό Πατέρα παντοκράτορα, ἄναρχον παντελῶς καί ἀΐδιον, ποιητήν ὅλων τῶν ὁρατῶν καί τῶν ἀοράτων.

Καί σέ ἕναν Κύριον Ἰησοῦ Χριστό τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ, πού γεννήθηκε ἀϊδίως καί ἀπαθῶς ἀπό τόν Θεό καί Πατέρα· καί δέν γνωρίζει ἄλλη ἀρχή ἀπό τόν Πατέρα, ἀλλά οὔτε ἀπό κάπου ἀλλοῦ ἔξω ἀπό τόν Πατέρα ἔχει τήν ὑπόσταση· φῶς ἀπό φῶς ὁμοούσιο, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ συναΐδιο.

Καί σέ ἕνα Πνεῦμα Ἅγιο τό ἐκπορευόμενο ἀπό Θεοῦ Πατρός, τό γνωριζόμενο καί αὐτό φῶς καί Θεό καί τό ὁποῖον εἶναι ἀληθινά μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό συναΐδιο, ὁμοούσιο καί ὁμόφυλο καί τῆς αὐτῆς οὐσίας καί φύσεως, καί ὡσαύτως καί θεότητος.
Τριάδα ὁμοούσια καί ὁμότιμη καί ὁμόθρονη, συμφυῆ καί συγγενῆ καί ὁμόδοξη, πού συγκεφαλαιώνεται σέ μία θεότητα, καί συνάγεται σέ μία κοινή κυριότητα, ἄνευ προσωπικῆς ἀναχύσεως καί ὑποστατικῆς ἐκτός συναιρέσεως. Γιατί πιστεύουμε Τριάδα σέ μονάδα καί δοξάζουμε μονάδα σέ Τριάδα· Τριάδα μέν ὡς πρός τίς τρεῖς ὑποστάσεις, μονάδα δέ γιά τό μοναδικό τῆς θεότητος.
... ...».

Σέ ἄλλο σημεῖο ὁμολογεῖ τήν ἀφοσίωσή του στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί στίς Ἱερές Συνόδους καί ἐκφράζει μέ ἐξαιρετική δύναμη τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα:

«Αὐτά ἀφοῦ τά παραλάβαμε νά φρονοῦμε καί νά πιστεύουμε, σοφώτατοι, ἀπό ἀποστολικῆς καί εὐαγγελικῆς, προφητικῆς καί νομικῆς, πατρώας καί διδασκαλικῆς κηρύξεως, καί παρουσιάζοντάς τα φανερά σέ σᾶς τούς πάνσοφους χωρίς νά ἀποκρύψουμε τίποτε, εἶναι ἐπίσης ἀκόλουθο καί ἁρμόδιο, καί κατάλληλο πρός τήν παλαιά παράδοση, τίς Ἱερές Συνόδους τῶν πατρικῶν μας καί πανιέρων ἀθροίσεων νά τίς δηλώνουμε ἐγγράφως, τίς ὁποῖες ἔχουμε ὡς φωταγωγούς στίς ψυχές μας καί εὐχόμεθα νά τίς ἔχουμε αἰωνίως, ὅπως μέ αὐτές τίς ἀθροίσεις τῶν Πατέρων καί τῆς μακαρίας ζωῆς νά κοινωνήσουμε, ὡς εὐγενικά παιδιά τους καί διάδοχοι. Τέσσερεις λοιπόν μεγάλες καί ἱερές Οἰκουμενικές Συνόδους δεχόμαστε πού μελέτησαν τά ἔνθεα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ... ...» (σ. τήν ἐποχή ἐκείνη εἶχαν γίνει πέντε Οἰκουμενικές Σύνοδοι, πλήν ἡ τελευταία, στήν Κωνσταντινούπολη τό 553, δέν εἶχε ἐπικυρωθῆ ὡς Οἰκουμενική ἀπό τήν ἑπομένη, πού ἐπρόκειτο νά γίνη πρός τό τέλος τοῦ 7ου αἰ., γι' αὐτό καί ἁπλῶς τήν συνάπτει κατωτέρω, χωρίς νά τήν συναριθμῆ).

Σέ ἄλλο σημεῖο ἀπαριθμεῖ καί ἀναθεματίζει τούς αἱρετικούς. Ὄχι κινούμενος ἀπό τυφλή προσήλωση σέ κάποιες θεωρίες καί ἰδεολογίες, ἀλλά τό κάνει ἀπαθῶς, ὅπως ἕνας ἐπιμελής ἰατρός ἀπαριθμεῖ καί «ἀναθεματίζει» τίς ἀσθένειες ἤ ὅπως ἕνας σύγχρονος προγραμματιστής καταρτίζει κατάλογο καί ἀναθεματίζει τά κακόβουλα προγράμματα.

Τέλος, παραθέτει τήν οἰκτρή κατάσταση τῶν Ἱεροσολύμων λόγῳ τῶν ἐπιθέσεων τῶν βαρβάρων καί ἐκζητεῖ τίς εὐλογίες καί τήν διδασκαλία τοῦ Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως.


(συνέχεια: Ὁ Φύλακας τοῦ Παναγίου Τάφου (Β΄))