Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Μέγας Ἱεροεξεταστής » καί «Στάρετς Ζωσιμᾶς»

Τήν διαφορά μεταξύ δυτικῆς καί Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, πού εἶναι διαφορά μεταξύ λογικοκρατίας καί ἡσυχασμοῦ τήν συναντοῦμε στό τελευταῖο μυθιστόρημα τοῦ Ντοστογιέφσκι μέ τόν τίτλο «Ἀδελφοί Καραμάζωφ», πού ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς ἀριστούργημα.

Στό πέμπτο κεφάλαιο τοῦ δευτέρου βιβλίου, μέ τί τλο «Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής», παρουσιάζεται τό «ποίημα » πού ἐμπνεύσθηκε ὁ Ἰβάν καί τό διάβασε στόν ἀδελφό τοῦ Ἀλιόσα Καραμάζωφ. Ὁ Ἰβάν ἦταν ἐκπρόσωπος τῆς ρωσικῆς διανόησης πού εἶχε ἐπηρεασθῆ ἀπό τόν δυτικό διαφωτισμό καί ὁ Ἀλιόσα ἦταν ἐκπρόσωπος τῆς διανόησης πού εἶχε ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, στήν ἡσυχαστική της ἔκφραση.

Σύμφωνα μέ τό «ποίημα» αὐτό, ὁ «Μέγας Ἱεροεξεταστής», ὁ ὑπέργηρος Καρδινάλιος τῆς Σεβίλης τῆς Ἱσπανίας, κατά τόν 16ον αἰώνα, ὅπου ἔδρασε ἡ Ἱερά Ἐξέταση, συνέλαβε τόν Χριστό πού εἶχε ἔλθει στόν κόσμο γιά δεύτερη φορά καί εὐεργετοῦσε τούς ἀνθρώπους, Τόν ἔκλεισε σέ μιά «στενόχωρη σκοτεινή φυλακή στό παλιό χτίριο τοῦ Ἱεροδιδασκαλείου» καί τό βράδυ τοῦ ἀπηύθυνε ἕνα μονολογικό κατηγορητήριο.

Τό βασικό ἐρώτημα πού τίθεται, κατά τόν μονόλογο τοῦ «Μεγάλου Ἱεροεξεταστοῦ», εἶναι: «ἐλευθερία ἤ εὐτυχία;». Ἔλεγε ὁ Ἱεροεξεταστής ὅτι Ἐκεῖνος (δηλαδή ὁ Χριστός) ὁμίλησε στούς ἀνθρώπους γιά τήν ἐλευθερία, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν καί θέλουν περισσότερο τήν εὐτυχία καί αὐτό τό ἀνθρώπινο αἴτημα ἐκπληρώνει καί ἱκανοποιεῖ ὁ Καθολικισμός.

Τό ἐρώτημα αὐτό «ἐλευθερία ἤ εὐτυχία;» τίθεται στήν προοπτική τῶν τριῶν πειρασμῶν τοῦ Χριστοῦ, τούς ὁποίους δέχθηκε στήν ἔρημο πρίν ἀρχίση ἐπισήμως τό ἔργο Του.

Κατά τόν Ἱεροεξεταστή ὁ Χριστός μέ τό νά ἀρνηθῆ νά μετατρέψη τούς λίθους σέ ψωμιά καί νά τά μοιράση στούς ἀνθρώπους καί μέ τό νά ὑποδείξη τόν πνευματικό ἄρτο ἀρνήθηκε νά προσφέρη τήν εὐτυχία στούς ἀνθρώπους. Αὐτό τό λάθος του τό διόρθωσε ὁ καθολικισμός.

Μέ τήν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ νά πέση ἀπό τό πτερύγιο τοῦ Ναοῦ, νά δείξη ἕνα θαῦμα στούς ἀνθρώπους καί ἔτσι νά πιστεύσουν σέ Αὐτόν, ἀρνήθηκε νά σκλαβώση τούς ἀνθρώπους μέ ἕνα θαῦμα καί λαχταροῦσε τήν ἐλεύθερη ἀγάπη. Ὅμως, ὁ λαός ἐπιθυμεῖ τό θαῦμα, τό μυστήριο καί τό κύρος, πράγμα τό ὁποῖο δέν πρόσφερε ὁ Χριστός στούς ἀνθρώπους.

Μέ τήν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ νά ὑποταγῆ στόν διάβολο καί νά λάβη τίς βασιλεῖες τοῦ κόσμου ἔδωσε προτεραιότητα στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί γενικά τήν ἐλευθερία. Ὅμως, ἔχασε τήν εὐκαιρία νά θεμελιώση τήν παγκόσμια κυριαρχία καί νά δώση τήν παγκόσμια εἰρήνη, πράγμα πού θέλει ὁ κόσμος, νά προσκυνήση δηλαδή κάποιον, νά ἐναποθέση σέ κάποιον τήν συνείδησή του γιά νά ἀπολαύση τήν εὐτυχία. Αὐτήν τήν ἀνάγκη τήν ἀντιμετώπισε ἡ Ρώμη πού πῆρε τήν ἐξουσία ἀπό «Ἐκεῖνον», τόν διάβολο, «τό ξίφος τοῦ Καίσαρα».

Ὁ «Μέγας Ἱεροεξεταστής» πολλές φορές στόν τραγικό μονόλογό του ἔθεσε στόν Χριστό τό ἐρώτημα: «Γιατί ἦρθες λοιπόν τώρα νά μᾶς ἐνοχλήσεις;». Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἐκλαμβάνεται ὡς ἐνοχλητική, γιατί ἀποβλέπει στήν ἐλευθερία καί ὄχι στήν εὐτυχία. Καί πολλές φορές ὁ Ἱεροεξεταστής ὁμολόγησε ὅτι ὁ Καθολικισμός «διόρθωσε τό ἔργο Του», ἀφοῦ Ἐκεῖνος βασίζεται στήν ἐλευθερία, ἐνῶ αὐτός ἐπιδιώκει τήν εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων, μέ ὁποιοδήποτε κόστος.

Ὁ Ἀλιόσα, πού ἄκουσε τό ποίημα τοῦ Ἰβάν γιά τόν Μεγάλο Ἱεροεξεταστή, ὁμολόγησε ὅτι αὐτή ἡ σκηνή δέν ἀναφέρεται σέ κάποιο ὀρθόδοξο, ἀλλά σέ ἕνα κομμάτι τῆς Ρώμης (Καθολικισμοῦ), στό ὁποῖο ἀνήκουν ὁ Ἱεροεξεταστής καί οἱ Ἰησουΐτες. Ἀναφερόμενος στούς Ἰησουΐτες, ὁ Ντοστογιέφσκι, βάζοντας στό στόμα τοῦ Ἀλιόσα λέγει τά ἑξῆς: «Αὐτοί εἶναι ἁπλῶς καί μόνον ἡ ρωμαϊκή στρατιά γιά τή μελλοντική γήϊνη αὐτοκρατορία μέ αὐτοκράτορα τόν πρωθιερέα τῆς Ρώμης… νά τό ἰδανικό τους, μά χωρίς κανένα μυστήριο, χωρίς καμιά ἀνώτερη ὀδύνη… Εἶναι μιά ἁπλούστατη δίψα ἐξουσίας, τῶν γήϊνων χυδαίων ἀγαθῶν, τῆς καθυπόταξης… ἕνα εἶδος μελλοντικῆς δουλοπαροικίας μέ τόν ὅρο αὐτοί νά γίνουν τσιφλικάδες… αὐτό εἶναι ὅλο κι ὅλο πού θέλουν. Ἴσως οὔτε κἄν νά πιστεύουν στόν Θεό».

Σέ ἀντίθεση μέ τίς ἀπόψεις τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ πού ἐκφράζουν τόν Καθολικισμό, στό βιβλίο παρουσιάζεται καί ἡ ἀξία τῶν Στάρετς, πού ἐκφράζουν τόν ὀρθόδοξο ἡσυχαστικό μοναχισμό. Εἶναι σημαντικό νά δοῦμε πῶς παρουσιάζει τήν προσωπικότητα καί τήν διδασκαλία τῶν Στάρετς. Στό τέταρτο κεφάλαιο τοῦ πρώτου βιβλίου κάνει λόγο γιά τούς Στάρετς.

Στήν ἀρχή τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ γίνεται λόγος γιά τό ὅτι, ἐνῶ ὁ θεσμός τῶν Στάρετς ἐμφανίσθηκε στά ρωσικά Μοναστήρια τά ἑκατό τελευταῖα χρόνια, ἐν τούτοις οἱ Στάρετς (οἱ ἡσυχαστές Πατέρες) ὑπῆρχαν «σ’ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, εἰδικά στό ὄρος Σινά καί στόν Ἄθω». Ἐπίσης, ἀναφέρει ὅτι καί στήν Ρωσία τά παλιά χρόνια ὑπῆρχαν Στάρετς, ἀλλά ξεχάσθηκε ὁ θεσμός αὐτός καί οἱ Στάρετς ἐξαφανίσθηκαν «μετά τίς συμφορές τῆς Ρωσίας, τήν ἐπιδρομή τῶν Τατάρων, τίς ταραχές, τή διακοπή τῶν σχέσεων μέ τήν Ἀνατολή, ὕστερ’ ἀπό τήν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης». Ὅμως, ὁ π. Παΐσιος Βελιτσκόβσκι καί οἱ μαθητές του ἐπανέφεραν τόν θεσμό τῶν Στάρετς καί μάλιστα ἐκεῖνο τόν καιρό ἀνθοῦσε «στό φημισμένο ἐρημητήριο Κοζέλσκαγια Ὄπτινα».

Οἱ ρῶσοι Στάρετς εἶναι οἱ ἡσυχαστές Πατέρες πού διέθεταν τήν ὀρθόδοξη μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ νήψη καί ἡ προσευχή, ἡ ἀπόκτηση τῆς καρδιακῆς εἰρήνης καί τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, ὅπως περιγράφεται στήν Φιλοκαλία. Ὑπῆρχαν Στάρετς παλαιά στήν Ρωσία, ἀλλά μέ τήν ἐπίδραση τοῦ δυτικοῦ ἐκκοσμικευμένου μοναχισμοῦ ἐξαφανίσθηκαν καί ἄρχισαν ξανά νά ἐμφανίζωνται μέ τήν ἐπίδραση τοῦ ἁγιορείτικου ἡσυχαστικοῦ μοναχισμοῦ.

Ὁ Ντοστογιέφσκι ἀναλύει τήν προσωπικότητα τῶν Στάρετς, οἱ ὁποῖοι βοηθοῦν τούς ἀνθρώπους νά νικήσουν τόν ἑαυτό τους καί νά φθάσουν «στήν ἀπόλυτη ἐλευθερία», ἀπέκτησαν μιά «λεπτή διορατικότητα» καί καταλαβαίνουν τήν ἐσωτερική ψυχική κατάσταση τῶν συνομιλητῶν τους, ἀγαποῦν περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἰδιαίτερα αὐτούς πού ἁμάρτησαν πιό πολύ.

Στό τρίτο κεφάλαιο τοῦ δευτέρου βιβλίου μέ τίτλο «Ἀπ’ τίς Ὁμιλίες καί τίς Διδαχές τοῦ Στάρετς Ζωσιμᾶ» παρουσιάζει μερικές ἀπό αὐτές, ὅπως «περί τοῦ Ρώσου μοναχοῦ καί τῆς σημασίας του», «ὀλίγα περί κυρίων καί δούλων καί περί τοῦ ἄν οἱ δοῦλοι δύνανται νά καταστῶσιν οἱ μέν διά τούς δέ ἀδελφοί ἐν πνεύματι», «περί προσευχῆς, ἀγάπης καί ἐπαφῆς μετ’ ἄλλων κόσμων», «δύναταί τις νά κρίνει τούς ὁμοίους του; Περί τῆς μέχρι τέλους πίστεως», «περί Κολάσεως καί ἐξωτέρου πυρός, Μυστικιστική θεώρησις».

Γιά τούς ρώσους μοναχούς λέγει ὅτι «εἶναι ταπεινοί καί πρᾶοι πού θέλουν ν’ ἀπομονωθοῦν καί νά προσευχηθοῦν φλογερά στήν ἡσυχία τους… αὐτοί εἶναι ἕτοιμοι κάθε στιγμή γιά τό πλήρωμα τοῦ χρόνου. Φυλᾶνε προσωρινά στήν ἀπομόνωσή τους μέ εὐσέβεια τήν ἀναλλοίωτη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ σ’ ὅλη τήν ἁγνότητα τῆς θεϊκῆς ἀλήθειάς Του, ὅπως τούς τήν παράδωσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ μάρτυρες, κι ὅταν θά χρειαστεῖ θά τήν ὑψώσουν στόν κόσμο πού ἡ πίστη του ἔχει κλονιστεῖ». Κάνει λόγο γιά τήν ἀδιάλειπτη προσευχή γιά ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά καί γιά τήν ἀγάπη σέ ὅλη τήν δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα «καί στό κάθε της κομματάκι». Ὅποιος ἀγαπᾶ ὅλη τήν δημιουργία στό τέλος θά ἀγαπήση ὅλο τόν κόσμο «μέ μιά ἀκέραια, παγκόσμια ἀγάπη». Εἶναι χαρακτηριστική ἀκόμη καί ἡ διδασκαλία τοῦ Στάρετς Ζωσιμᾶ, ὅπως τήν παρουσιάζει ὁ Νοστογιέβσκι γιά τήν Κόλαση.

Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα ὅσα γράφει γιά τήν διδασκαλία τοῦ στάρετς Θεράποντος, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ μοναχοί πρέπει νά ἀγαποῦν «τόν κοσμάκη τοῦ Θεοῦ » καί πρέπει νά ἔχουν τήν ἀρετή τῆς αὐτομεμψίας καί νά θεωροῦν ὅτι εἶναι χειρότεροι ἀπό ὅλους τούς κοσμικούς καί ἔνοχοι γιά ὅλα ὅσα γίνονται στόν κόσμο, νά διακρίνωνται γιά τήν νήψη στήν καρδιά, τήν μετάνοια, χωρίς νά τίθενται ὅρια στόν Θεό, νά μήν ὑπερηφανεύωνται, νά ἀγαποῦν τούς ἀνθρώπους καί νά μή μισοῦν αὐτούς πού τούς ὑβρίζουν καί τούς συκοφαντοῦν «τούς ἀθεϊστές, τούς δάσκαλους τοῦ κακοῦ, τούς ὑλιστές, ἀκόμα καί τούς μοχθηρούς ἀπ’ αὐτούς ὄχι μονάχα τούς ἀγαθούς, γιατί ὑπάρχουν ἀνάμεσά τους πολλοί ἀγαθοί καί ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας», νά προσεύχωνται λέγοντας: «Σῶσον, Κύριε, ἐκείνους πού δέν ἔχουν κανέναν νά προσευχηθεῖ γιά χάρη τους, σῶσον κι ἐκείνους πού δέ θέλουν νά σοῦ ἀπευθύνουν προσευχές». Ἐπίσης, τούς προέτρεπε νά φροντίζουν γιά τό ποίμνιο, νά ἐξηγοῦν τό Εὐαγγέλιο, νά μήν εἶναι φιλοχρήματοι, νά ἔχουν πίστη καί νά τήν κρατοῦν ψηλά.

Ὁ Ντοστογιέφσκι, μέ τό λογοτεχνικό του χάρισμα, ζωγράφισε περίτρανα τήν διαφορά μεταξύ τῆς Δύσεως καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς, ἀφοῦ ἡ Δύση χαρακτηρίζεται, μέ ποικίλους τρόπους καί βαθμούς, ἀπό τήν νοοτροπία τοῦ «ἱεροεξεταστοῦ», πού λογοποιεῖ τήν πί στη καί ἐνδιαφέρεται γιά τήν εὐτυχία τῶν αἰ σθήσεων, συνδέεται μέ τόν σχολαστικισμό καί τόν ἠθικισμό, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἐκφράζεται ἀπό τούς στάρετς- ἡσυχαστές Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀποβλέπουν στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν καί τήν ἕνωσή τους μέ τόν Θεό καί ὄχι στήν εὐτυχία τῶν αἰσθήσεων.

Καί τά τρία αὐτά παραδείγματα, ἤτοι Βαρλαάμ καί Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θωμᾶς Ἀκινάτης καί Κάλλιστος Ἀγγελικούδης, Μέγας Ἱεροεξεταστής καί στάρετς Ζωσιμᾶς, δείχνουν τήν ἀλλοίωση τήν ὁποία ὑπέστη ἡ Δύση καί ὅτι ἡ δι αφορά της ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἔγκειται κυρίως στήν ἀπώλεια τοῦ ἡσυχασμοῦ, τῆς μεθόδου γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί φυσικά εἶχε ὡς ἐπακόλουθο τήν διαφορετική θεολογία καί ὁρολογία γιά τόν Θεό καί τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.