Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἐλαστικότητα καί πλαστικότητα κριτηρίων

τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη

Τό ἀντιρατσιστικό νομοσχέδιο δημιουργεῖ πολλά καί σοβαρά ἐρωτήματα, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν διαφόρους κοινωνικούς φορεῖς, ἀλλά καί τούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Τά σοβαρότερα ἐρωτήματα σχετίζονται μέ τό πῶς μπορεῖ νά συνυπάρχη ἡ ἐλευθερία τῆς γνώμης μέ τόν ἐν σιωπῇ σεβασμό κάθε ἰδιαιτερότητας, ἡ ἀνοχή σέ κάθε ἰδιορρυθμία (πού θέλουν οἱ ὑπέρ λίαν θιασῶτες ἑνός αὐστηροῦ ἀντιρατσιστικοῦ νομοσχεδίου) μέ τήν ἀποδοχή στερεῶν ἠθικῶν καί κοινωνικῶν κριτηρίων.

Οἱ ἐπίσημες ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας μέ νηφαλιότητα, παρρησία καί διακριτικότητα ἐκφράστηκαν ἤδη ἀπό τό 2011 μέ ἀναλυτική ἐπιστολή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου πρός τήν Πολιτεία, μέ προτάσεις γιά τήν βελτίωση τῆς ἀρχικῆς μορφῆς τοῦ νόμου, «οἱ ὁποῖες ἔχουν συνεκτιμηθῆ καί γίνει δεκτές στό παρόν νομοσχέδιο, πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἐκλογικεύσεώς του, ὥστε νά μήν ποινικοποιηθῆ ἡ ἐλευθερία δημόσιας ἐκφράσεως», ὅπως ἀναφέρεται σέ πρόσφατο ἀνακοινωθέν (27ης.8.2014) τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

Μέ τό ἐν λόγῳ ἀνακοινωθέν ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐπιπλέον «προτείνει ὅπως, μετά τήν ἀναφορά τοῦ φρικτοῦ Ὁλοκαυτώματος στό νομοσχέδιο, προστεθοῦν μέ σχετική ρητή καί εἰδική μνεία καί οἱ τελεσθεῖσες γενοκτονίες σέ βάρος τῶν Ἑλλήνων Ποντίων καί τῶν Χριστιανῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας».

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει γνωρίσει φοβερούς διωγμούς (ἀκόμη καί στίς μέρες μας γνωρίζει στήν Συρία καί τό Ἰράκ), χωρίς νά ἀλλοιώση τήν πίστη της στόν Χριστό καί χωρίς νά ἐγκαταλείψη τήν ἐντολή τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, καί ὄχι ἁπλά τῆς ἀνοχῆς, πρός κάθε ἄνθρωπο, χωρίς ὁποιεσδήποτε διακρίσεις. Γι’ αὐτό, λόγῳ τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῆς ἱστορικῆς πείρας της, οἱ ποιμένες καί τά ἐνεργά μέλη τῆς Ἐκκλησίας στέκονται μέ πολύ σεβασμό ἀπέναντι σέ κάθε ἄνθρωπο, μέ ὅ,τι φορτίο ἔχει πλουτισθῆ ἤ ἐπιβαρυνθῆ ἡ ὕπαρξή του.

Ἔχει, πάντως, ἐνδιαφέρον ἡ διερεύνηση τοῦ πνευματικοῦ ὑποστρώματος τῶν ὑπέρ λίαν θιασωτῶν τῆς ἐν σιωπῇ ἀνοχῆς κάθε ἰδιορρυθμίας, τῆς θεσμοθέτησης καί ἐπιβολῆς μέ ποινικό νόμο τοῦ σεβασμοῦ τῆς προσωπικότητας, τῶν ἐπιλογῶν καί τῶν ἰδιαιτεροτήτων τοῦ ὁποιουδήποτε ἄλλου, αὐτόχθονα πολίτη ἤ μετανάστη.

Θά προσπαθήσουμε στήν συνέχεια νά διατυπώσουμε κάποιες ἀπόψεις γιά τίς προϋποθέσεις αὐτοῦ τοῦ ἀδιάκριτου σεβασμοῦ, σημειώνοντας προκαταβολικά ὅτι αὐτή ἡ «ἀγαθή» ἀσάφεια τοῦ σεβασμοῦ τῆς προσωπικότητας, τῶν ἐπιλογῶν καί τῶν ἰδιαιτεροτήτων τοῦ ὁποιουδήποτε ἄλλου, αὐτόχθονα πολίτη ἤ μετανάστη, ἀντλεῖ τήν «ἀγαθότητά» της ἀπό τήν μετανεωτερική ἐλαστικότητα καί πλαστικότητα τῶν κριτηρίων περί τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ ἀφύσικου.

Στίς μέρες μας τά κριτήρια αὐτά εὐρύνονται καί πλάθονται ἀνάλογα μέ τήν μορφή τῆς ζωῆς πού θέλουμε νά δικαιώσουμε, ἀλλά καί νά προτείνουμε. Τό κάθε ἄτομο θεωρεῖται ὡς ὁ ἐγωκεντρικός πυρήνας τοῦ κόσμου. Ἀνάλογα μέ αὐτόν ρυθμίζονται τά πάντα. Αὐτός εἶναι τό κριτήριο καί τό μέτρο ὅλων τῶν πραγματικοτήτων, μέ ὅλες τίς ἀπόψεις, τίς ἰδιορρυθμίες, τίς ἀρετές καί τίς κακίες του. Δέν λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν οὔτε Ἅγιες Γραφές, οὔτε Προφῆτες, οὔτε Ἀπόστολοι ἤ Ποιμένες. Ἡ εὐαγγελική ἄσκηση γιά τήν θεραπεία καί τήν μεταμόρφωση τῶν παθῶν εἶναι ἀδιανόητη. Ὁ ἀποστολικός λόγος: «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς… ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολ. γ΄,5,9,10) ἀπωθεῖται ἀπό τίς διάνοιες ὅσων ἔχουν ἐθισθῆ στούς στοχασμούς τῶν φιλοσόφων, κυρίως τοῦ ἄθεου ὑπαρξισμοῦ. Ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται ὅτι γίνεται αὐτό πού ὁ ἴδιος θέλει, χωρίς πρότυπο καί χωρίς αὔξηση στήν γνώση τοῦ προτύπου του.

Ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔγραφε γιά τόν εὐρωπαῖο ἄνθρωπο, πρίν ἀκόμη ὁ Σάρτρ διατυπώση κάποιες ἀπό τίς προκλητικές ἀπόψεις του: «Μετρῶν μέ τόν ἑαυτόν του τά πάντα ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος ἀπορρίπτει πᾶν ὅ,τι εἶναι εὐρύτερον ἀπό τόν ἄνθρωπον, μεγαλύτερον ἀπό τόν ἄνθρωπον, ἀπειρότερον ἀπό τόν ἄνθρωπον. Τό στενόν του μέτρον στενεύει τόν Θεάνθρωπον εἰς ἄνθρωπον. Ὁ κλοιός τῆς ἁμαρτίας συσφίγγει τόν ὑπερήφανον νοῦν τοῦ ἀνθρώπου, καί οὗτος δέν βλέπει καί δέν ἀναγνωρίζει καμμίαν πραγματικότητα μεγαλυτέραν ἀπό τόν ἑαυτόν του».

Ὁ κλοιός τῆς ἁμαρτίας πού συσφίγγει τόν ὑπερήφανο νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι ἰδίωμα κάποιου γεωγραφικοῦ χώρου. Ἀπαντᾶται καί στήν Ἀνατολή καί στήν Δύση. Μόνο πού στήν Δύση ἔγινε φιλοσοφία, ἰδεολογία καί θεσμός, ἐνῶ στήν Ἀνατολή παραμένει ἕνας διαρκής πειρασμός, πού κατατρώει πρόσωπα, ἐπηρεάζει πολιτικούς θεσμούς, ἀλλά δέν ἅλωσε τήν θεσμοθεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ θεσμός τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος συγκροτεῖται ὡς μυστήριο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, καθοδηγεῖται στήν ποιμαντική τοῦ λαοῦ ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Νέα Διαθήκη, τά κείμενα τῶν θεοφόρων Πατέρων καί τούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Αὐτό τό γεγονός πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι εἶναι μιά ἀπό τίς αἰτίες τῆς ἀντιφατικότητας ὁρισμένων νόμων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας. Γιά παράδειγμα: ἡ τήρηση τῆς συνταγματικῆς ἐπιταγῆς (ἄρθρο 3), πού λέει ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.... τηρεῖ ἀπαρασάλευτα, …τούς ἱερούς ἀποστολικούς καί συνοδικούς κανόνες καί τίς ἱερές παραδόσεις», ἐπιτάσσει στούς ποιμένες (μέ βάση ἱερούς κανόνες), ἄλλοτε μέ ἱλαρό καί ἄλλοτε μέ καυστικό λόγο, νά ἐπισημαίνουν καί διορθώνουν τίς ἐκτροπές ἀπό τόν φυσικό γενετήσιο προσανατολισμό, πράξη πού εἶναι δυνατόν νά ἐπισύρη τήν ποινική δίωξη μέ βάση τό ἀντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Ἡ ὑπακοή, δηλαδή, στό Σύνταγμα μπορεῖ νά γίνη αἰτία ποινικῆς δίωξης.

Ἡ ἐλαστικότητα καί πλαστικότητα τῶν κριτηρίων, μέ μόνο ἀσταθές μέτρο τόν ἄνθρωπο πού δέν μεταμορφώθηκε ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, σχετίζονται μέ τόν κλοιό τῆς ἁμαρτίας πού συσφίγγει τόν ὑπερήφανο νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τόν ὁποῖο ἐπινοοῦνται φιλοσοφίες καί ἰδεολογίες, οἱ ὁποῖες ἐπηρεάζουν καί κατευθύνουν τόν πολιτικό στοχασμό καί τήν πράξη στόν δυτικό κόσμο καί γίνονται πειρασμός γιά τήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή.

Ὁ Σάρτρ ἦταν μιά χαρακτηριστική περίπτωση ἄθεου ὑπαρξιστή, μέ φιλοσοφικό καί πολιτικό λόγο, ὁ ὁποῖος συνδεόταν καί μέ πολιτική δράση. Μιά ἀπόψή του εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα γιά τήν περίπτωσή μας. Ἰσχυριζόταν ὅτι «ἡ ὕπαρξη προηγεῖται τῆς οὐσίας», ἄποψη πού θυμίζει τήν αἱρετική θεολογική ἀντίληψη, ὅτι ἡ ὑπόσταση προηγεῖται τῆς οὐσίας.

Ὁ Σάρτρ στό ὀλιγοσέλιδο ἔργο του «Ὁ ὑπαρξισμός εἶναι ἕνας ἀνθρωπισμός», γράφει: «Ὅταν, γύρω στά 1870, οἱ Γάλλοι καθηγητές, προσπάθησαν νά συγκροτήσουν μιά κοσμική ἠθική, εἶπαν περίπου τά ἑξης: Ὁ Θεός εἶναι μιά ἄχρηστη καί πολυέξοδη ὑπόθεση, τόν καταργοῦμε, ἀλλά εἶναι ἀναγκαῖο, γιά νά ὑπάρχει μιά ἠθική, μιά κοινωνία, ἕνας εὐνομούμενος κόσμος, ὁρισμένες ἀξίες νά παίρνονται στά σοβαρά καί νά θεωροῦνται σάν ὑπάρχουσες a priori».

Ὁ Σάρτρ, ὅμως, ἦταν πιό ριζοσπαστικός καί πιό εἰλικρινής ἀπό τούς ἄθεους Γάλλους καθηγητές. Γι’ αὐτόν οὔτε Θεός, οὔτε καμμιά δεδομένη ἀξία ὑπάρχει. Γι’ αὐτόν «ἡ ὕπαρξη προηγεῖται τῆς οὐσίας». Καί ἐξηγεῖ: «Αὐτό σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος πρῶτα ὑπάρχει, ἀπαντιέται μέ τόν ἑαυτό του, ξεπετάγεται μέσα στόν κόσμο, καί ὕστερα προσδιορίζεται… Ὁ ἄνθρωπος… ἀπ’ τά πρίν δέν εἶναι τίποτε. Θά γίνει μετά καί θά γίνει αὐτό πού θά φτιάξει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του. Ἔτσι, δέν ὑπάρχει ἀνθρώπινη φύση, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός γιά νά τήν συλλάβει… ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά αὐτό πού ὁ ἴδιος φτιάχνεται».

Σχετικά μέ τήν ἠθική καί τίς a priori ἀρχές γράφει: «Πουθενά δέν εἶναι γραμμένο πώς τό καλό ὑπάρχει, πώς πρέπει νά εἶναι κανείς τίμιος, νά μή λέει ψέματα, ἀφοῦ ἀκριβώς βρισκόμαστε σ’ ἕνα ἐπίπεδο ὅπου ὑπάρχουν μόνον ἄνθρωποι καί τίποτε ἄλλο».

Στό σημεῖο αὐτό καταφεύγει στούς Δαιμονισμένους τοῦ Ντοστογιέφσκυ καί σχολιάζει. «Ὁ Ντοστογιέφσκυ εἶχε γράψει: “ἄν δέν ὑπῆρχε Θεός θά ἐπιτρέπονταν τά πάντα”. Ἐδώ βρίσκεται τό σημεῖο ἀφετηρίας τοῦ ὑπαρξισμοῦ. Πραγματικά, τά πάντα ἐπιτρέπονται ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός».

Καί ἐπεξηγεῖ τίς συνέπειες τῆς θεωρίας του: «Ἄν, πραγματικά, ἡ ὕπαρξη προηγεῖται τῆς οὐσίας, δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά ἐξηγήσουμε κάτι μ' ἀναφορά σέ μιά δεδομένη καί πάγια ἀνθρώπινη φύση· μ' ἄλλα λόγια δέν ύπάρχει τίποτα τό προκαθορισμένο· ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος· ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἐλευθερία».

Μιά ἐλευθερία πού δέν διακρίνει καλό καί κακό, φυσικό καί ἀφύσικο. Μιά ἄποψη πού εἰσχώρησε διαβρωτικά στήν εὐρωπαϊκή πολιτική σκέψη καί «ἐλαστικοποιεῖ» καί «πλαστικοποιεῖ» τώρα τίς νομοθεσίες.

Καί τό σημαντικότερο, προκαλεῖ τούς ἀδυνάτους νά ἐπιλέγουν «τό χεῖρον τοῦ κρείττονος», ἐπιλογή πού εἶναι, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, φθαρτική τοῦ «λόγου τῆς φύσεως». Διαφθείρει τήν «καλή λίαν» ἀνθρώπινη φύση πού μᾶς δώρισε ὁ Θεός.