Ὁ Ἱερέας καί τό Προσωπικό τοῦ Ναοῦ
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Εἰσήγηση στό Ἱερατικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου 2006 (18 Σεπτεμβρίου 2006)
Τό θέμα πού μοῦ δόθηκε νά ἀναπτύξω εἶναι ἀρκετά εὐρύ. Γι’ αὐτό, κατ’ ἀρχήν, θά προσδιορίσω τά πλαίσια μέσα στά ὁποῖα θά κινηθοῦν, ὅσα θά ἐκτεθοῦν στήν συνέχεια. Πρῶτα θά προσδιορίσω τίς ἔννοιες τοῦ θέματος: «Ἱερέας», «προσωπικό» καί «Ναός». Κατόπιν θά ἀναφερθῶ στό «πολίτευμα τῆς Ἐνορίας». Στήν συνέχεια θά ἐπισημάνω τήν ἀναγκαιότητα τῆς γνώσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Νόμων τοῦ Κράτους, ἀναφέροντας κάποιες ἐκτροπές ἀπό τήν ἐνοριακή κανονική τάξη. Καί τέλος, πρίν ἀπό τόν ἐπίλογο, θά ἀναφερθῶ σέ ὁρισμένα στοιχεῖα τῆς εὐταξίας τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς, τῆς ἐνοριακῆς κοινότητας. Μέσα ἀπ’ ὅλα αὐτά θά ἀναδειχθῆ ὁ ρόλος τοῦ καθενός, καθώς καί οἱ σχέσεις τοῦ Ἱερέα μέ τό ὑπόλοιπο προσωπικό τοῦ Ναοῦ.
«Ἱερέας», «Προσωπικό» καί «Ναός»
Ὁ Ἱερέας γιά τόν ὁποῖο θά μιλήσουμε μπορεῖ νά εἶναι προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ἤ ἁπλός Ἐφημέριος. Ἄλλη εἶναι ἡ σχέση τοῦ Προϊσταμένου τοῦ Ναοῦ μέ τό Προσωπικό καί ἄλλη τοῦ ἁπλοῦ Ἐφημερίου. Ὁπότε πρέπει νά γίνη ἰδιαίτερη ἀναφορά στόν καθένα ἀπό αὐτούς στήν σχέση του μέ τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ. Ποιό εἶναι ὅμως τό Προσωπικό τοῦ Ναοῦ; Πρίν ἀναφερθοῦμε στόν κατώτερο Κλῆρο (ψάλτες καί ἀναγνῶστες), καθώς καί στά λαϊκά στελέχη τῆς Ἐνορίας, πρέπει νά ποῦμε ὅτι μέσα στό προσωπικό τοῦ κάθε Ναοῦ συγκαταλέγονται κατ’ ἀρχήν οἱ Ἱερεῖς πού διακονοῦν σ’ αὐτόν. Ὅταν, λοιπόν, σ’ ἕνα Ναό ὑπηρετοῦν περισσότεροι ἀπό ἕνας Ἱερεῖς, γιά κάθε Ἱερέα, προσωπικό τοῦ Ναοῦ, μέ τό ὁποῖο πρέπει νά ἔχη στενή σχέση καί συνεργασία εἶναι, πρίν ἀπό ὅλους, οἱ συνεφημέριοί του. Ἡ σχέση, ὅμως, τοῦ κάθε Ἱερέα μέ τούς συνεφημερίους του εἶναι ἕνα μεγάλο θέμα, στό ὁποῖο δέν θά ἀναφερθοῦμε ἐν ἐκτάσει στήν εἰσήγηση αὐτή, παρά μονάχα μέ μικρές ἔμμεσες ἀναφορές. Ἄλλωστε ἐνδιαφέρει μόνον ἐλάχιστες Ἐνορίες τῆς Μητροπόλεώς μας, ἀφοῦ οἱ περισσότερες ἀπό αὐτές ἔχουν ἕνα Ἐφημέριο, τόν ὁποῖο σέ ὁρισμένες περιπτώσεις τόν μοιράζονται μέ γειτονικές Ἐνορίες. Ἐκτός ἀπό τούς Ἱερεῖς τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ μποροῦμε νά τό χωρίσουμε στίς ἐξῆς δύο κατηγορίες:
- Σ’ αὐτούς πού ἔχουν χειροθεσία ψάλτου ἤ ἀναγνώστου, δηλαδή σ’ αὐτούς πού ἀποτελοῦν τόν κατώτερο Κλῆρο, καθώς καί σ’ αὐτούς πού ἔχουν δεχθῆ εὐχή γιά νά διακονοῦν στό Ἱερό Βῆμα.
- Στά λαϊκά μέλη τῆς Ἐνορίας πού δραστηριοποιοῦνται σέ διαφόρους τομεῖς τοῦ ἔργου της· στήν μέριμνα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ καί τῆς περιουσίας του, στό φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο, καθώς καί στό ἔργο τῆς κατήχησης τῶν νέων καί τῶν ἐνηλίκων.
Ἐπισημαίνουμε αὐτές τίς κατηγορίες γιατί:
- Ἄλλη εἶναι ἡ σχέση τοῦ Ἱερέα μέ ἕνα χειροθετημένο Ψάλτη ἤ ἀκόμη ἕνα Νεωκόρο, πού ἔχει δεχθεῖ «εὐχήν εἰς διακονίαν ἐκκλησιαστικήν» καί ἄλλη μέ ἕνα ἄλλο ἁπλό λαϊκό μέλος τῆς Ἐνορίας, ἕνα Ἐκκλησιαστικό Ἐπίτροπο, γιά παράδειγμα. Αὐτός πού διακονεῖ στήν λατρεία πού τελεῖται στόν Ναό, ἀπό ὁποιαδήποτε θέση, ὑπόκειται σέ Ἱερούς Κανόνες καί νόμους τοῦ Κράτους, τούς ὁποίους ὀφείλει νά γνωρίζη πρῶτος ἀπ’ ὅλους ὁ Ἱερέας, διότι αὐτός ἔχει τήν εὐθύνη τῆς τηρήσεώς τους ἀπέναντι στόν Μητροπολίτη του.
- Χρειάζεται νά ἀξιολογοῦμε τίς διάφορες ὑπηρεσίες στόν Ναό μέσα στό πνεῦμα τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι σημαντικότατη ἡ ἐργασία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συμβούλων, ἀλλά ὁ Ψάλτης, ἀκόμη καί ὁ Νεωκόρος, παίζουν σημαντικότερο ἀπό αὐτούς ρόλο στίς ἱερότερες στιγμές τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς, πού εἶναι οἱ στιγμές τῆς κοινῆς λατρείας, τῆς θ. Λειτουργίας καί τῶν διαφόρων μυστηρίων πού τελοῦνται στόν Ναό. Ἡ εὐλάβειά τους, τό ἦθος τους, ἡ γνώση τῶν καθηκόντων τους ἔχει μεγαλύτερη ἐπίδραση στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν συνετή, ἐν φόβῳ Θεοῦ, διαχείριση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀπό τούς Ἐκκλησιαστικούς Ἐπιτρόπους., καί
- Πρέπει νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι δέν ἀναλαμβάνει κανείς διακονία στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας χωρίς εὐχή, χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου. Στό Μέγα Εὐχολόγιο ὑπάρχει εὐχή ἀκόμη καί «Ἐπί προχειρήσει κηροφόρου», δηλαδή λαμπαδηφόρου· αὐτοῦ πού κρατᾶ τό κερί καί προηγεῖται τοῦ Ἱερέα κατά τήν Μικρά καί Μεγάλη Εἴσοδο. Ἡ εὐχή δέν εἶναι μιά τυπική διαδικασία. Εἶναι ἀγωγός χάριτος. Μέ αὐτήν δίνεται ἡ ἀναγκαία Χάρις τοῦ Θεοῦ στόν προσαγόμενο Ἐνορίτη, γιατί κανένα κτίσμα δέν μπορεῖ, μέ τίς δικές του δυνάμεις, νά διακονήση στήν λατρεία τοῦ ζῶντος Θεοῦ.
Γιά νά μπορέσουμε νά μιλήσουμε καλύτερα γιά τίς σχέσεις τοῦ Ἱερέα μέ τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ πρέπει νά κάνουμε ἀκόμη μιά διάκριση, πού συνδέεται μέ τίς ἐργασιακές σχέσεις τοῦ προσωπικοῦ μέ τόν Προϊστάμενο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ καί τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο, γιά τίς ὁποῖες εἶναι καλό νά γνωρίζουμε καλά καί τήν ἀντίστοιχη κρατική νομοθεσία. Τό προσωπικό, λοιπόν, τοῦ Ναοῦ μποροῦμε νά τό διακρίνουμε:
- Σ’ αὐτό πού ἐκτελεῖ ἀμειβόμενη ἐργασία καί προσλαμβάνεται μέ εἰδική πράξη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου καί ἔγκριση τοῦ Μητροπολιτικοῦ καί
- Σ’ αὐτό πού ἐργάζεται στούς διαφόρους τομεῖς τοῦ ἐνοριακοῦ ἔργου ὑπεύθυνα, ἀλλά ἐθελοντικά, μέ διορισμό ὅμως ἀπό τόν Μητροπολίτη, μετά ἀπό σχετική πρόταση τοῦ ἁρμόδιου Ἐφημερίου τοῦ Ναοῦ.
Θεωρῶ ἐδῶ ἀπαραίτητη μία παρατήρηση, ἡ ὁποία θά προσδιορίση καί τήν τρίτη ἔννοια τοῦ θέματος, τήν ἔννοια «Ναός». Στό νοῦ τῶν περισσοτέρων, ὅταν γίνεται ἀναφορά στό προσωπικό τοῦ Ναοῦ, ἔρχονται μόνον ὅσοι ἐκτελοῦν ἀμειβόμενη ἐργασία, πού εἶναι συνήθως οἱ Ψάλτες καί οἱ Νεωκόροι. Δέν εἶναι ὅμως μόνον αὐτοί προσωπικό τοῦ Ναοῦ. Προσωπικό τοῦ Ναοῦ εἶναι ὅλοι ὅσοι ἐκτελοῦν ὑπεύθυνη ἐργασία μέσα στό πλαίσιο τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς, εἴτε ἐπί πληρωμῇ, εἴτε ἀμισθί, ἐθελοντικά. Ὁπότε, ὅταν μιλοῦμε γιά προσωπικό τοῦ Ναοῦ ἐννοοῦμε ὅλους ἐκείνους πού ἐργάζονται, μέ κέντρο τόν Ἱερό Ναό, στό ἔργο τῆς Ἐνορίας. Μπορεῖ ὁ Ναός νά μήν ἐξαντλῆ τό ἀντικείμενο τῆς ἐργασίας τους, ὅπως συμβαίνει μέ τούς Νεωκόρους ἤ τούς Ἱεροψάλτες, εἶναι ὅμως ἡ ἀφετηρία τους. Ἐκεῖ συναθροίζονται· ἀπό τά μυστήρια πού τελοῦνται σ’ αὐτόν παίρνουν δύναμη καί ἔμπνευση· σ’ αὐτόν, ἐπίσης, μετά τίς λατρευτικές συνάξεις συζητοῦν καί ἀποφασίζουν τίς δράσεις τους ἤ κάτω ἀπό τούς θόλους του ἐπιτελοῦν τό κατηχητικό ἔργο. Ὁπότε ἡ ἀναφορά τοῦ Ναοῦ στόν τίτλο τοῦ θέματος δέν μᾶς περιορίζει μόνο στό προσωπικό πού ἐργάζεται μέσα στόν Ναό, ἀλλά καί σ’ αὐτό πού ἐργάζεται μέ ἀφετηρία τόν Ναό. Ἄς δοῦμε ὅμως τά πράγματα πιό ἐξειδικευμένα. Προσωπικό τοῦ Ναοῦ εἶναι:
- Οἱ Ἱεροψάλτες, οἱ ὁποῖοι κανονικά πρέπει νά ἔχουν χειροθεσία, νά εἶναι διορισμένοι ἀπό τόν Μητροπολίτη, μετά ἀπό σχετική πράξη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου καί ἐκτελοῦν ἐργασία ἐπί ἀμοιβῇ.
- Οἱ Νεωκόροι, πού πρέπει καί αὐτοί νά εἶναι διορισμένοι ἀπό τόν Μητροπολίτη, μετά ἀπό πρόταση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου καί ἐκτελοῦν ἐργασία ἐπί ἀμοιβῇ. Κανονικά καί αὐτοί πρέπει νά ἔχουν δεχθῆ τήν εὐχή τοῦ «εἰσερχομένου εἰς διακονίαν ἐκκλησιαστικήν».
- Οἱ Ἐκκλησιαστικοί Σύμβουλοι, οἱ ὁποῖοι διορίζονται, βάσει τῆς παραγράφου 1β, τοῦ ἄρθρου 7, τοῦ Κανονισμοῦ 8/1979, ἀπό τό Μητροπολιτικό Συμβούλιο μέ πρόταση τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου. Τό ἀξίωμά τους εἶναι «τιμητικόν, ἄμισθον καί ἀσυμβίβαστον πρός τό ἔργον ἐμμίσθου ὑπαλλήλου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ», ὅπως ὁρίζει ἡ παρ. 5, τοῦ ἄρθρου 7, τοῦ παραπάνω κανονισμοῦ.
- Τά μέλη τῶν Διοικητικῶν Συμβουλίων τῶν Φιλοπτώχων Ταμείων ἤ τῶν Συνδέσμων Ἀγάπης, πού διορίζονται, βάσει τοῦ καταστατικοῦ τους, ἀπό τόν Μητροπολίτη, μετά ἀπό πρόταση τοῦ Ἐφημερίου πού ἔχει ὁρισθεῖ ἀπό τόν Μητροπολίτη ὑπεύθυνος γιά τόν τομέα αὐτόν τῆς ἐνοριακῆς δραστηριότητος.
- Οἱ Κατηχητές καί οἱ ἀσχολούμενοι γενικῶς μέ τίς Ἐνοριακές Συνάξεις νέων ἤ καί ἐνηλίκων. Οἱ Κατηχητές εἶναι πρόσωπα ὑπεύθυνα, μέ ἱκανοποιητική ἐκκλησιαστική παιδεία, γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται ἡ ἔγκριση καί ὁ διορισμός τους ἀπό τόν Μητροπολίτη.
Τό πολίτευμα τῆς Ἐνορίας
Αὐτό εἶναι τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ, τό ὁποῖο μαζί μέ τόν Ἱερέα ἤ τούς Ἱερεῖς πραγματοποιεῖ (ἤ, ρεαλιστικότερα, ὀφείλει νά πραγματοποιῆ) τό ἔργο τῆς Ἐνορίας. Οἱ σχέσεις τοῦ Ἱερέα μέ τό ὑπόλοιπο προσωπικό τοῦ Ναοῦ καθορίζονται ἀπό τό νόημα καί τό περιεχόμενο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ζωῆς. Δέν εἶναι οὔτε στενά ὑπαλληλικές σχέσεις, οὔτε ἐργασιακές πού καθορίζονται ἀπό κάποιες συλλογικές συμβάσεις. Ἄλλωστε, σύμφωνα μέ τήν παρ. 4 τοῦ ἄρθρου 53, τοῦ κανονισμοῦ 2/1970 «οἱ Ἱεροψάλται καί οἱ Νεωκόροι ὡς ἀποτελοῦντες τόν κατώτερον κλῆρον τῆς Ἐκκλησίας, δέν ὑπάγονται εἰς τάς περί συλλογικῶν συμβάσεων κειμένας διατάξεις». Οἱ σχέσεις Ἱερέων καί προσωπικοῦ τῶν Ναῶν εἶναι σχέσεις ἐκκλησιαστικές, πράγμα πού σημαίνει ὅτι διαπνέονται ἀπό τό συνοδικό καί ἱεραρχικό χαρακτήρα τῆς συγκροτήσεως τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Ἡ συνοδικότητα καί ἡ ἱεραρχικότητα συνιστοῦν τόν ἰδιότυπο χαρακτήρα τοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ καθένας ἔχει τό χάρισμά του, τόν ρόλο του, τήν εὐθύνη του. Ὁ Ἱερέας μέ τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ μποροῦν νά λειτουργοῦν σάν μιά Διαρκής Ἐνοριακή Σύνοδος, πού ἀντιμετωπίζει ὅλα τά τρέχοντα προβλήματα τῆς Ἐνορίας, μέσα στό πλαίσιο τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τῶν σχετικῶν νόμων τοῦ Κράτους καί τῶν εἰδικῶν ὁδηγιῶν τοῦ Μητροπολίτου. Αὐτό, βέβαια, προϋποθέτει γνώση τοῦ σκοποῦ τῆς Ἐνορίας, ἀνοιχτές καί εἰλικρινεῖς σχέσεις, εὐλάβεια πρός τό μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης, αὐτοσεβασμό καί σεβασμό τῶν ἄλλων, καί γνώση τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν νόμων τοῦ Κράτους.
Ὁ νοῦς τοῦ Ἱερέα πρέπει νά εἶναι προσηλωμένος πάντα στόν ὑψηλό σκοπό τῆς Ἱερωσύνης, πού εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ λαοῦ τῆς Ἐνορίας μέ τήν ἐπιτέλεση τῶν μυστηρίων, τήν μετάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος καί τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ λαοῦ, πού ἀποβλέπει στήν ἀφομοίωση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στίς συνθῆκες τῆς καθημερινῆς του ζωῆς. Ὅταν ὁ Ἱερέας ζῆ τήν Ἱερωσύνη καί προσπαθῆ ὁλόκληρη ἡ ζωή του νά ἐμπνέεται ἀπό αὐτήν, κατά φυσικό τρόπο ἐμπνέει ὅλους τούς ἐνορίτες του καί ἰδιαιτέρως τούς ἄμεσους συνεργάτες του (τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ, ὅπως τό περιγράψαμε προηγουμένως), ὥστε στίς σχέσεις του μαζί τους νά ἐπικρατῆ ἀγάπη καί ἁπλότητα συγκερασμένη μέ εὐλάβεια, χωρίς ἴχνος ἰδιοτέλειας ἤ σκληρότητας. Ὅταν τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ μέσα στούς ἀνθρώπους δέν χρειάζονται τίποτε ἄλλο γιά νά τούς ὑποδείξει τήν ὀρθή πορεία τῆς ζωῆς, τόν σωστό τρόπο δράσεως. Ἐπειδή ὅμως δέν εἴμαστε καθαρά κάτοπτρα τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ χρειαζόμαστε ὑποδείξεις καί πλαίσια πορείας. Αὐτό κάνουν τά κείμενα τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Αὐτό κάνουν κατά ἰδιαίτερο τρόπο οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἀλλά ἀκόμη καί οἱ ἐκκλησιαστικοί νόμοι τοῦ Κράτους. Οἱ τελευταῖοι δέν εἶναι ἀπαραίτητοι γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή, δίνουν ὅμως κι αὐτοί κάποια πλαίσια πού μᾶς προφυλάσσουν ἀπό δυσάρεστες καταστάσεις. Γιά νά ὑπάρχουν λοιπόν ὑγιεῖς σχέσεις τοῦ Ἱερέα μέ τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ εἶναι χρήσιμο νά γνωρίζη ὁ Ἱερέας:
- τούς Ἱερούς Κανόνες πού ἀφοροῦν τόν ἴδιο καί τήν διακονία του, ἀλλά καί τούς Κανόνες πού ἀφοροῦν τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ, τούς Ψάλτες, τούς Νεωκόρους, τούς Ὑπηρέτες (δηλαδή, τούς Ὑποδιακόνους) καί τούς Ἐφορκιστές (δηλαδή, τούς Κατηχητές). Μπορεῖ οἱ Ὑποδιάκονοι νά μήν ὑπάρχουν στίς μέρες μας, ἀλλά οἱ Κανόνες πού τούς ἀφοροῦν μᾶς ὑποδεικνύουν τό πῶς πρέπει νά προσέχουμε κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες τῆς διακονίας μας.
- Χρειάζεται ὁ Ἱερέας νά γνωρίζη κάποιους ἀπό τούς νόμους τοῦ Κράτους. Πρέπει νά γνωρίζη τόν βασικό ἐκκλησιαστικό νόμο, τόν 590/1977, πού ἀποτελεῖ τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἰδιαίτερα τό 10ο Κεφάλαιο (ἄρθρα 36, 37 καί 38) πού διαλαμβάνουν τά σχετικά μέ τήν ὀργάνωση τῆς Ἐνορίας. Κι ἄν αὐτό θεωρεῖται λίγο βαρύ καί ὑπερβολικό, χρειάζεται ὁ Ἱερέας νά γνωρίζη τά ἀπαραίτητα στοιχεῖα ἀπό τούς Κανονισμούς 2/1970 Περί Ἱερῶν Ναῶν, Ἐνοριῶν καί Ἐφημερίων, 8/1979 Περί Ἱερῶν Ναῶν καί Ἐνοριῶν καί 230/2012 περί Ἐφημερίων καί Διακόνων.
Μπορεῖ αὐτά νά φαίνονται ὑπερβολικά μέσα στήν κρατοῦσα πανδήμως νωθρή κατάσταση. Κάποιοι μπορεῖ νά ποῦν ὅτι δέν γνωρίζουμε ποῦ νά βροῦμε αὐτά τά κείμενα. Αὐτό πού μποροῦμε νά κάνουμε πάντως ὅλοι, ἀνεξαρτήτως μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, εἶναι νά ζητοῦμε ἐνημέρωση γιά ὅλα τά θέματα τῆς διοίκησης τῆς Ἐνορίας μας, ἀλλά καί γιά πνευματικά θέματα, πού βλέπουμε ὅτι ἀπασχολοῦν τούς ἐνορίτες μας. Ρωτοῦμε ἐμπειρότερους ἀπό ἐμᾶς καί μαθαίνουμε. Ξαναρωτοῦμε καί μαθαίνουμε καλύτερα. Δέν ἀδιαφοροῦμε γιά τά θέματα τῆς διοίκησης, δέν παρακάμπτουμε τά πνευματικά προβλήματα. Τά ἀντιμετωπίζουμε ρωτῶντας. Δέν ἐφησυχάζουμε. Μέσα ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, τούς Νόμους καί τούς Κανονισμούς μποροῦμε νά μάθουμε τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, τήν πρακτική καί τό πνεῦμα τῶν σχέσεων τοῦ Ἱερέα μέ τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ.
Ἡ χρήση Ἱερῶν Κανόνων καί Νόμων σέ παρεκτροπές
Κάποια παραδείγματα μέ ἐκτροπές ἀπό τήν κανονική τάξη θά δείξουν τήν σημασία κατ’ ἀρχήν τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί κατά δεύτερον τῶν Νόμων καί τῶν Κανονισμῶν. Οἱ Ἱ. Κανόνες στούς ὁποίους στήν συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε εἶναι ὅλοι τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, λόγω τοῦ ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος ἀσχολήθηκε ἐκτεταμένα μέ θέματα ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας. Πραγματοποιήθηκε πιθανῶς τό 360 μ.Χ.. Τό μέγα πρόβλημα ἡμῶν τῶν Ἱερέων εἶναι ἡ συνήθεια τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἡ ἐξοικείωση μέ τά φρικτά μυστήρια, ἡ ἀπώλεια τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, τό σβήσιμο τῆς εὐλάβειας πρός τόν χῶρο τοῦ Ἱ. Ναοῦ καί τῶν σκευῶν του. Αὐτό τό πρόβλημα ὡς ἦθος καί ὡς πνεῦμα διαχέεται στό ἀνθρώπινο περιβάλλον μας, γι’ αὐτό βλέπουμε νά ἐπικρατῆ ἡ ἴδια ἐξοικείωση καί ἀνευλάβεια σέ Νεωκόρους, ἀκόμη καί σέ Ἐπιτρόπους, οἱ ὁποῖοι, ὄχι ἀπό κακή διάθεση, ἀλλά ἀπό ὑπερβάλλοντα ζῆλο νά ἐξυπηρετήσουν τόν Ἱερέα, κάνουν ἐνέργειες πού δέν τούς ἐπιτρέπονται· π.χ. ἀκουμποῦν στήν Ἁγία Τράπεζα, πιάνουν τά Ἱερά Σκεύη, μεταφέρουν σέ Ἐξωκκλήσια τό Ἀντιμίνσιο. Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι τά Ἱερά Σκεύη, ὅπως καί ἡ καθοριότητα τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί τῆς Προθέσεως εἶναι μόνον τῶν Διακόνων καί τῶν Ἱερέων. Δέν εἶναι κανενός κατωτέρου κληρικοῦ, πολύ περισσότερο δέν εἶναι τοῦ Νεωκόρου ἤ τῆς γυναίκας πού ἔχει εὐχή νά καθαρίζη τό Ἱερό ἤ τοῦ δραστήριου καί πρόθυμου Ἐπιτρόπου.
Ὁ 21ος Κανόνας τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου λέει: «Ὅτι οὐ δεῖ ὑπηρέτας (δηλ. Ὑποδιακόνους) ἔχειν χώραν ἐν τῷ διακονικῷ, καί ἄπτεσθαι τῶν Ἱερῶν Σκευῶν». Κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ ὁ Κανόνας αὐτός ἀπαγορεύει στούς Ὑποδιακόνους νά ἐνεργοῦν αὐτά πού ἀνήκουν στούς Διακόνους. Δηλαδή, ἀπογορεύει νά ἀκουμποῦν «τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, τῶν εἰς θυσίαν προσφερομένων, ἤ τῶν δεχομένων αὐτά Ἱερῶν Σκευῶν, τοῦ Ἱεροῦ Δίσκου καί Ποτηρίου». Τά Ἱερά Σκεύη, καθώς καί τόν Ἄρτο καί τόν Οἶνο πού ἔχουμε ἀποθέσει στήν Πρόθεση, τά κρατοῦμε μακριά ἀπό τούς λαϊκούς καί τούς κατώτερους κληρικούς (Ψάλτες καί Ἀναγνῶστες). Δέν τούς τά δίνουμε οὔτε ὅταν τά μεταφέρουμε σέ κάποιο Παρεκκλήσιο. Ἡ μεταφορά τους γίνεται ἀπό ἐμᾶς. Εἴμαστε αὐστηροί σ’ αὐτήν τήν ἀπαγόρευση προσέγγισης καί ἀφῆς τῶν Ἱερῶν Σκευῶν, γιατί ἐπιθυμοῦμε νά συντηρηθῆ καί αὐξηθῆ μέσα στούς συνεργάτες μας ἡ εὐλάβεια καί ὁ ἱερός φόβος πρός τό μυστήριο πού τελεῖται μέ τήν χρήση τους, διότι αὐτό εἶναι σωτήριο γι’ αὐτούς. Βέβαια, ἡ αὐστηρότητά μας θά εἶναι φυσική καί ἀποτελεσματική ἄν εἴμαστε ἐμεῖς εὐλαβεῖς, γεμάτοι ἀπό ὑγιή φόβο Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι συγκερασμένος μέ τήν ἀγάπη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Α. Ἡ σχέση μέ τούς Ἱεροψάλτες καί Νεωκόρους
Ἕνα σημαντικό λειτουργικό πρόβλημα, πού συναντᾶται σέ πολλούς ἐνοριακούς Ναούς, εἶναι ἡ διατάραξη τῆς κοινῆς λατρείας ἀπό τήν ψαλμωδία φιλόδοξων ἐπισκεπτῶν τοῦ ψαλτηρίου ἤ ἀκόμη ἀπό τήν ἐξεζητημένη, μέ ἐπιδεικτικούς αὐτοσχεδιασμούς, ψαλμωδία τῶν διορισμένων ψαλτῶν. Ὁ 15ος Κανόνας τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου ἀπαγορεύει στούς Ψάλτες νά αὐτοσχεδιάζουν, καθώς καί στόν ὁποιοδήποτε, ἐκτός ἀπό τούς διορισμένους ψάλτες, νά ψάλλη στήν Ἐκκλησία. Αὐτολεξεί ὁ Κανόνας λέει: «Περί τοῦ μή δεῖν πλήν τῶν κανονικῶν ψαλτῶν, τῶν ἐπί τόν ἄμβωνα (τό ἀναλόγιο γιά ἐμᾶς) ἀναβαινόντων, καί ἀπό διφθέρας ψαλλόντων, ἑτέρους τινάς ψάλλειν ἐν ἐκκλησίᾳ». Ὁ Ζωναρᾶς ἑρμηνεύοντας τόν κανόνα αὐτό γράφει: «Εὐταξίαν βούλονται οἱ τῆς συνόδου ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις φυλάττεσθαι· διό μή δεῖν εἶπον ψάλλειν ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις τόν βουλόμενον, ἀλλά τούς ψάλτας τούς κανονικούς, τούς ἐν κλήρῳ δηλαδή τεταγμένους, τούς ἐν ἑκάστῃ Ἐκκλησίᾳ κεχειροτονημένους, τούς ἀπό διφθέρας ψάλλοντας». Εἶναι πολύ σημαντικό πράγμα ἡ εὐταξία στόν Ναό, πρό παντός ἡ περιφρούρηση τῆς ὁμαλῆς, κανονικῆς, σύμφωνης μέ τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας διεξαγωγῆς τῶν ἀκολουθιῶν.
Ὁ 15ος κανόνας τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου γιά νά πετύχη αὐτήν τήν περιφρούρηση ὁρίζει δύο πράγματα: (1) Κανένας, ἐκτός ἀπό τούς κανονικούς ψάλτες, δέν θά ψάλλη στίς Ἐκκλησίες. Καί (2) Οἱ κανονικοί ψάλτες θά ψάλλουν «ἀπό διφθέρας», δηλαδή, ἀπό τά κανονικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Δέν θά αὐτοσχεδιάζουν, οὔτε θά εἰσάγουν νέα, δικά τους ψάλματα. Ὁ Βαλσαμών στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ κανόνα λέει ὅτι ὑπῆρχαν παλαιά κάποιοι «κοινολαΐτες», δηλαδή, λαϊκοί, χωρίς χειροθεσία ψάλτου, οἱ ὁποῖοι ἰδιοποιοῦντο τά προνόμια τῶν κανονικῶν ψαλτῶν. Ἔπαιρναν πρωτοβουλίες πάνω στό ἀναλόγιο, «τῶν θείων ψαλτοδημάτων κατήρχοντο», χωρίς νά δίνουν σειρά οὔτε στούς κανονικούς ψάλτες, «εἰς καταφρόνησιν τῶν κληρικῶν», ὅπως γράφει, δηλαδή τῶν κανονικῶν ψαλτῶν. Εἶναι ἕνα φαινόμενο πού δέν εἶναι ἄγνωστο καί σέ ἐμᾶς. Ὁ Ἱερέας, ὡς ὑπεύθυνος τοῦ τελετουργικοῦ τῆς Ἐνορίας του, ὀφείλει νά τηρήση τόν συγκεκριμένο κανόνα κάνοντας τίς παρακάτω ἐνέργειες:
- Νά φροντίση νά ἔχη κανονικούς ψάλτες. Ἐπειδή εἶναι γνωστή ἡ μεγάλη ἔλλειψη ψαλτῶν, κυρίως στά μικρά χωριά καί τίς ἀπομεμακρυσμένες Ἐνορίες, ὅπως ἐπίσης εἶναι γνωστή καί ἡ ἀσήμαντη οἰκονομική δυνατότητα τῶν περισσοτέρων Ἐνοριῶν, πού δέν τίς ἐπιτρέπει νά βροῦν ψάλτη ἀπό κάποια γειτονική μεγάλη πόλη, πρέπει οἱ Ἱερεῖς νά μεριμνήσουν ἀπό τούς ὑπάρχοντες καί τά ἐλάχιστα γνωρίζοντες ψάλτες νά διορίσουν κάποιον ὑπεύθυνο τοῦ ἀναλογίου τῆς Ἐνορίας τους. Αὐτός εἶναι καλό νά λάβη ἀπό τόν Μητροπολίτη καί τήν χειροθεσία τοῦ ψάλτου.
- Οἱ ἴδιοι οἱ Ἱερεῖς νά μάθουν καλά τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πῶς γίνεται ὁ Ἑσπερινός, ὁ Ὄρθρος, τά μυστήρια. Νά μάθουν στοιχειωδῶς τά διάφορα ψάλματα, τά προσόμοια, τούς βασικούς ὕμνους τῆς Θ. Λειτουργίας, ὥστε νά μποροῦν νά ἐνημερώνουν καί σχετικά νά ἐκπαιδεύουν τούς Ψάλτες τους. Ἄν οἱ ἴδιοι δέν διαθέτουν φωνητικά προσόντα, νά μεριμνήσουν γιά τήν εὕρεση κασετῶν ἤ C.D. ἀπό τά ὁποῖα οἱ πρακτικοί ψάλτες τους θά μάθουν τά ἀπαραίτητα. Βασικό καθῆκον πάντως τοῦ Ἱερέα εἶναι νά γνωρίζη τά καθήκοντα ὅλου τοῦ προσωπικοῦ τοῦ Ναοῦ, ἰδιαιτέρως ὅμως τῶν Ψαλτῶν καί τῶν Νεωκόρων. Δηλαδή, εἶναι ὑποχρέωσή του νά γνωρίζη, κάθε φορά πού τελεῖ ἀκολουθία ἤ μυστήριο, τί πρέπει νά πῆ ὁ ἴδιος καί τί ὁ Ψάλτης, ποιά κίνηση πρέπει νά κάνη ὁ ἴδιος καί ποιά ὁ Νεωκόρος. Εἶναι ὁ συντονιστής τῆς τελετουργίας καί ὁ ἀκριβής γνώστης τῶν λεπτομερειῶν της. Ἡ γνώση αὐτῶν τῶν πραγμάτων δέν ἀπαιτεῖ φυσικά προσόντα. Ἀπαιτεῖ διάθεση γιά καθημερινή τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Ὄρθρου καί τοῦ Ἑσπερινοῦ, μέ παράλληλη μελέτη τοῦ τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ἐτησίων Διπτύχων, ἀλλά καί τοῦ μεγάλου Τυπικοῦ «τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας». Αὐτή ἡ μελέτη ἀπαιτεῖ μόνο τήν γνώση τῆς ἀνάγνωσης. Τίποτε παρά πάνω, ἀφοῦ τό ἐνδιαφέρον γιά τήν σωστή διεξαγωγή τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ πρέπει νά θεωρῆται δεδομένο. Ἡ καθημερινή τέλεση τῶν κανονισμένων ἀκολουθιῶν, σέ πολύ σύντομο διάστημα μᾶς κάνει αὐθεντίες στά θέματα τοῦ τυπικοῦ.
- Ὁ Ἱερέας ὀφείλει νά ἐπισημαίνη στούς κανονικούς Ἱεροψάλτες του ὅτι θά πρέπει νά εἶναι πολύ προσεκτικοί στό ποιούς ἀφήνουν νά ψάλλουν στό ἀναλόγιό τους, γιατί ἡ εὐγένεια πολλές φορές βλάπτει τήν εὐλάβεια. Νά μήν ἀφήνουν, λοιπόν, ἀνθρώπους πού γνωρίζουν ὅτι θά προκαλέσουν ἀναστάτωση στήν ἀκολουθία. Ταυτόχρονα, γιά νά τηρηθῆ τό πνεῦμα τοῦ κανόνα, θά πρέπει νά διδαχθοῦν νά παραχωροῦν τήν πρωτοκαθεδρία τους σέ ἐπισκέπτες πού γνωρίζουν καλύτερα ἀπό αὐτούς τήν τέχνη καί ἐπιστήμη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ψαλμωδίας, ἔχουν σεμνότητα, ἐκκλησιαστικό ἦθος καί καλλιφωνία, ὥστε νά φυλάττεται καλύτερα ἡ εὐταξία τῆς ἀκολουθίας.
Β. Ἡ σχέση μέ τούς κατηχητές (Ἐφορκιστές)
Μιά σημαντική πτυχή τῆς Ἐνοριακῆς δραστηριότητος εἶναι ἡ κατήχηση παιδιῶν, νέων καί ἐνηλίκων ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων κατηχουμένων στήν ὀρθόδοξη πίστη. Οἱ κατηχητές εἶναι ὑπεύθυνα ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, ἐγκεκριμένα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς κάθε περιοχῆς, γιατί ἡ μετάδοση τῆς ὀρθόδοξης πίστης εἶναι τό πιό θεμελιῶδες ἔργο τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας. Πολλοί ἄνθρωποι καί στίς μέρες μας ὑποφέρουν ὑπαρξιακά, ψυχικά καί πνευματικά, λόγῳ τοῦ ὅτι σέ κάποια κρίσιμη φάση τῆς ζωῆς τους ἔλαβαν μιά λανθασμένη θρησκευτική ἀγωγή. Ἀκόμη, ἐξ αἰτίας παρεφθαρμένων κατηχητικῶν διδασκαλιῶν κάποιοι κατέληξαν στήν ἀθεΐα καί ἔγιναν πολέμιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπεύθυνος τῆς κατήχησης κάθε Ἐνορίας εἶναι ὁ Ἱερέας. Ὅταν ὁ ἴδιος ἀδυνατῆ νά ἐκτελέση αὐτό τό ἔργο, τό ἀναθέτει σέ πρόσωπο τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης του, ἀλλά πρό παντός καί τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου. Τά πρόσωπα αὐτά ἀποτελοῦν προσωπικό τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ἐργαζόμενο ἀμισθί. Οἱ κατηχητές στήν ἀρχαία Ἐκκλησία λέγονταν Ἐφορκισταί. Γι’ αὐτούς ὁ 26ος Κανόνας τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου ὁρίζει: «ὅτι οὐ δεῖ ἐφορκίζειν (δηλαδή κατηχεῖν) τούς μή προαχθέντας ὑπό ἐπισκόπων, μήτε ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις, μήτε ἐν ταῖς οἰκίαις».
Σύμφωνα μέ τόν Βαλσαμώνα κάποιοι ἐπιχειροῦσαν νά κατηχοῦν ἀπίστους «μή λαβόντες τοῦτο δι’ ἐπισκοπικῆς χειροθεσίας». Δικαιολογοῦσαν τήν πράξη τους αὐτή μέ τό νά λένε ὅτι τήν κατήχηση δέν τήν ἔκαναν μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά σέ κάποιο σπίτι. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου μέ τόν 26ο κανόνα εἶπαν ὅτι ἡ κατήχηση «ἐκκλησιαστική διακονία ἐστί, καί οὐ χρή τινα τούτων μεταχειρίζεσθαι ὁπουδήποτε, εἰ μή παρά ἐπισκόπου προβληθῇ». Ἐπειδή εἶναι ὑπεύθυνη ἐκκλησιαστική διακονία, ὅπου καί νά γίνεται, εἴτε στό Ναό, εἴτε σέ σπίτι, πρέπει νά γίνεται ἀπό αὐτούς πού ἔχουν τήν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου. Δέν νοεῖται, λοιπόν, κατήχηση σέ σπίτια μέ ἰδιωτική πρωτοβουλία, χωρίς τήν ἔγκριση τοῦ Ἐπισκόπου. Ὅπου γίνεται αὐτό ὑπάρχει παρεκκλησία ἤ δυσάρεστη ὀσμή αἱρέσεως. Νά συμπληρώσουμε σ’ αὐτό τό σημεῖο ὅτι ὁ Ἱερέας θά πρέπει νά περιβάλη μέ τιμή καί ἀγάπη ὅποιον βοηθᾶ στό ἔργο τῆς κατήχησης. Νά τόν θεωρῆ στενό του συνεργάτη. Νά προσπαθῆ μαζί του νά κάνη ὅσο τό δυνατόν ἀποδοτικότερο τό ἱεραποστολικό ἔργο. Νά τοῦ δίνη ὅλα τά ἀπραίτητα ὑλικά ἐφόδια, ἀλλά πρό παντός τήν διακριτική του παρουσία, ὅποτε ὑπάρχει ἀνάγκη. Οἱ κατηχητές ἀποτελοῦν σημαντικά πρόσωπα ἀνάμεσα στό προσωπικό τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ.
Γ. Ἡ σχέση μέ τούς Ἐκκλησιαστικούς Συμβούλους
Οἱ ἄμεσοι συνεργάτες τοῦ Ἱερέα στήν διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν τῆς Ἐνορίας καί τήν διοίκηση γενικά τῆς ὑλικῆς –κινητῆς καί ἀκίνητης– περιουσίας της εἶναι οἱ Ἐκκλησιαστικοί Σύμβουλοι. Τό ἔργο τους εἶναι ὑπεύθυνο καί σημαντικό. Κάποιες φορές ὅμως ἀπό ὑπερβάλλοντα ζῆλο ἤ ἐσφαλμένη ἀντίληψη τῶν πραγμάτων αὐτοθεωροῦνται ἁρμόδιοι ἐπί ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, ἐπεμβαίνοντας ἀπαιτητικά στά καθαρῶς ἱερατικά καθήκοντα τῶν Ἐφημερίων, γιά τό ποῦ καί πότε θά λειτουργήσουν, γιά τό πότε πρέπει νά τελειώση τήν Θ. Λειτουργία καί ἄλλα παρόμοια. Ἐπίσης ἀναμειγνύονται καί στίς ἁρμοδιότητες καί τά καθήκοντα τῶν Ἱεροψαλτῶν καί τῶν Νεωκόρων, θεωρώντας ὅτι εἶναι ἐργοδότες τους ἐν ὀνόματι τῆς Ἐνορίας.
Πρέπει νά τονίσουμε ὅτι οἱ Ἐκκλησιαστικοί Σύμβουλοι δέν ἔχουν καμμιά τέτοια ἁρμοδιότητα. Ἡ ἁρμοδιότητά τους, ὡς μελῶν Συμβουλίου, σύμφωνα μέ τήν παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ Κανονισμοῦ 8/1979 εἶναι: «ἡ διαχείριση, διοίκηση καί ἐν γένει ἀξιοποίηση τῆς περιουσίας τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ». Οἱ σχέσεις τους μέ τούς Ἱεροψάλτες καί Νεωκόρους εἶναι ἁπλά καί μόνον οἰκονομικές. Προτείνουν, ὡς Συμβούλιο, τόν διορισμό τους, καί ὅταν διορίζονται ἀπό τόν Μητροπολίτη, τούς μισθοδοτοῦν μέ βάση τά συμφωνηθέντα. Γιά τό ἄν κάνουν καλά τήν δουλειά τους, ἄν ἀνταποκρίνονται στά καθήκοντά τους, εἶναι ὑπόθεση τοῦ ἱερατικῶς Προϊσταμένου. Ὅταν σέ μιά Ἐνορία ὑπάρχη καί δεύτερος ἤ καί τρίτος Ἐφημέριος, οὔτε αὐτοί ἔχουν ἁρμοδιότητα στό ἔμμισθο προσωπικό τοῦ Ναοῦ, ἀλλά οὔτε ἀκόμη καί στήν ρύθμιση τοῦ προγράμματος τῶν τελετῶν τῆς Ἐνορίας. Ὅλα αὐτά εἶναι ἁρμοδιότητα τοῦ ἱερατικῶς Προϊσταμένου. Γι’ αυτόν τόν λόγο ἄλλωστε ἡ 1η παράγραφος τοῦ ἄρθρου 37 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος λέει, ὅτι «ὁ Ἐφημέριος μεριμνᾶ διά τήν λειτουργικήν καί πνευματικήν ζωήν τῶν Ἐνοριτῶν καί διά πᾶν ζήτημα ἀφορῶν εἰς τήν πνευματικήν καί ὑλικήν πρόοδον τῆς Ἐνορίας». Ἡ λειτουργική καί πνευματική ζωή τῶν Ἐνοριτῶν εἶναι ἡ κύρια μέριμνα τοῦ Ἐφημερίου, μέσα σέ αὐτήν βέβαια περιλαμβάνονται πολλές φορές καί οἱ ὑλικές ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν πειρασμούς μέ ἐπιπτώσεις πνευματικές.
Ἡ παραπάνω παράγραφος τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη ἐξειδικεύεται καί διασαφηνίζεται ἀπό τήν παρ. 4, τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ Κανονισμοῦ 8/1979. Ἐκεῖ λέγεται: «Οἱ Ἱεροί Ναοί συμμορφοῦνται ἐπακριβῶς πρός τάς ὑπό τῶν οἰκείων Μητροπολιτῶν γενικάς καί εἰδικάς ὁδηγίας, τελοῦντες ὑπό τήν πνευματικήν καί διοικητικήν δικαιοδοσίαν αὐτῶν ὡς καί τήν ἄμεσον ἐπίβλεψιν καί καθοδήγησιν τῶν Ἱερατικῶν αὐτῶν Προϊσταμένων διά τήν ἐπιτέλεσιν τῆς θείας λατρείας καί τήν ἐξυπηρέτησιν τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τοῦ Χριστεπωνύμου πληρώματος». Τό παραπάνω ἄρθρο εἶναι σαφές ὡς πρός τόν ὑπεύθυνο ρόλο τοῦ Ἱερέως πού προΐσταται μεταξύ τῶν Ἱερέων τοῦ Ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιβλέπει, ἀλλά καί καθοδηγεῖ τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ στήν ἐπιτέλεση τῆς θείας λατρείας, ἀλλά καί γενικότερα στήν ἐξυπηρέτηση τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τοῦ λαοῦ. Οἱ ὅροι «ἄμεσος ἐπίβλεψις καί καθοδήγησις» σημαίνουν ὅτι αὐτός, καί ὄχι οἱ Ἐκκλησιαστικοί Σύμβουλοι ἤ οἱ ἄλλοι Ἐφημέριοι, εἶναι ἁρμόδιος νά παρατηρήση ἤ νά ἐπιπλήξη τόν Ἱεροψάλτη, ἄν, γιά παράδειγμα, δέν προσῆλθε ἤ καθυστέρησε νά προσέλθη στήν προγραμματισμένη ἑορταστική ἀκολουθία. Αὐτός εἶναι ἁρμόδιος νά τοῦ ἐπισημάνη ὅτι δέν πρέπει νά ἐκτελῆ ἀμελῶς τά καθήκοντά του, παραβιάζοντας τό τυπικό, παραλείποντας ὕμνους ἤ ψάλλοντας ἀνόρεκτα ἤ γρήγορα καί νευρικά, γεγονότα πού διαταράσσουν τήν ἀναγκαία κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῆς λατρευτικῆς συνάξεως.
Αὐτός, ἐπίσης, δηλαδή ὁ Προϊστάμενος τοῦ Ναοῦ, εἶναι ἁρμόδιος νά ἐλέγξη καί τόν Νεωκόρο, ἄν τυχόν ἀμέλησε τά καθήκοντά του. Ἄν δηλαδή ἄφησε τόν Ναό ἀκάθαρτο καί τά ψίχουλα τοῦ ἀντιδώρου ἔμειναν ἐπί μέρες στό δάπεδο τοῦ Ναοῦ, ἄν οἱ εἰκόνες στά προσκυνητάρια ἔμειναν ἀνεπιμέλητες, χωρίς τόν προσεκτικό καθαρισμό, ἄν τά ὑλικά τῆς λατρείας (λάδι, καρβουνάκια, θυμίαμα, νάμα) τελείωσαν χωρίς νά τό διαπιστώση ἔγκαιρα ὁ Νεωκόρος, μέ ἀποτέλεσμα τήν ὥρα τῆς λατρείας νά δημιουργηθῆ ἀναταραχή. Ἄν, ἐπιπλέον, στόν ἀντίποδα τῆς ἀμέλειας, ὁ Νεωκόρος εἶναι πολύ «δραστήριος» καί ἀεικίνητος, ἀλλά καί ἀπρόσεκτος στίς κινήσεις του μέσα στόν Ναό κατά τήν ὥρα τῆς λατρείας, κάνοντας θορυβώδεις ἐργασίες, πού δέν εἶναι τῆς ὥρας ἐκείνης ἤ πού μποροῦν νά γίνουν ἠρεμότερα, χωρίς θόρυβο, χωρίς νά διασπᾶται ἡ προσοχή τῶν πιστῶν καί χωρίς νά παρενοχλεῖται ὁ τελετουργός Ἱερέας στό ἔργο του.
Βέβαια, πρέπει νά σημειώσουμε, εἰδικά γιά τά ὑλικά τῆς λατρείας, δέν ἔχει τήν πρωταρχική εὐθύνη ὁ Νεωκόρος, ἀλλά ὁ Διάκονος καί ὁ Πρεσβύτερος. Δευτερευόντως εἶναι ὑπεύθυνος ὁ Νεωκόρος, κυρίως ὡς πρός τό ὅτι δέν κάλυψε τήν ἀμέλεια τοῦ Ἱερέα. Μέσα στήν εὐθύνη «ἐπίβλεψης» καί «καθοδήγησης» μέ τήν ὁποία ἔχουν ἐπιφορτισθῆ οἱ Ἱερατικῶς Προϊστάμενοι τῶν Ἱερῶν Ναῶν, σύμφωνα μέ τά προβλεπόμενα ἀπό τόν Κανονισμό 8/1979 πού προαναφέραμε, εἶναι ὁ προγραμματισμός τῶν Λειτουργιῶν καί τῶν Μυστηρίων πού τελοῦνται στήν Ἐνορία, στό πλαίσιο φυσικά τοῦ προγράμματος ἔναρξης καί λήξης τῶν ἀκολουθιῶν πού ἔχει καταρτίσει ἡ Ἱερά Μητρόπολη. Ἔτσι διασώζεται ἡ λειτουργική εὐταξία τῆς Ἐνορίας καί δέν δημιουργοῦνται διασπάσεις, οἱ ὁποῖες ἔρχονται ὡς φυσικό ἐπακόλουθο, ὅταν ὑπάρχουν πολλοί αὐτόνομοι προγραμματιστές τῶν τελετῶν καί τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐνορίας.
Θεωρεῖται, βέβαια, αὐτονόητη ἡ συνεργασία τῶν Ἐφημερίων, ἡ ἀδελφική συζήτηση τῶν προβλημάτων καί ἡ ἀπό κοινοῦ μελέτη τοῦ προγραμματισμοῦ. Αὐτός ὅμως πού θά ἐπέμβη στόν Ἱεροψάλτη ἤ στόν Νεωκόρο καί αὐτός πού θά πῆ τήν τελική γνώμη γιά τόν προγραμματισμό εἶναι ὁ Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Ἐξ ἄλλου, ἡ ἀναρμοδιότητα εἰδικά τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συμβούλων γιά ὅλα αὐτά τά καθήκοντα τοῦ Ἱερατικῶς Προϊσταμένου Ἐφημερίου ἐξάγεται καθαρά ἀπό τήν παρ. 11γ, τοῦ ἄρθρου 7, τοῦ Κανονισμοῦ 8/1979, στήν ὁποία ὁρίζεται: «Οἱ Ἐκκλησιαστικοί Σύμβουλοι ὡσαύτως ἀπολύονται... Ἐάν καθ’ ὑποτροπήν ἀναμειγνύονται εἰς τά τελετουργικά καθήκοντα τοῦ Ἐφημερίου καί τάς ἁρμοδιότητας καί καθήκοντα τῶν Ἱεροψαλτῶν καί Νεωκόρων ἐπί τῶν ὁποίων ἐποπτείαν ἔχει ὁ Ἐφημέριος ἤ ἀσεβῶσι πρός τόν Ἐφημέριον».
Οἱ Ἐκκλησιαστικοί Σύμβουλοι εἶναι πρόσωπα σεβαστά. Ἐπιτελοῦν, ὅπως ἤδη ἐπισημάναμε, ἕνα σημαντικό καί ὑπεύθυνο ἔργο. Εἶναι ἄνθρωποι πού ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία. Ἔχουν ὀρθή πίστη. Σέβονται καί ἀγαποῦν τόν Ἐφημέριο. Ἔχουν ἱκανότητα διοίκησης καί διαχείρισης οἰκονομικῶν ὑποθέσων, καί ἡ διακονία τους ἔχει ἀκριβῶς αὐτό τό ἀντικείμενο: τήν διοίκηση καί διαχείριση τῆς περιουσίας καί τῶν οἰκονομικῶν τῆς Ἐνορίας, ὅπως προβλέπει ὁ σχετικός κανονισμός τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἀπέναντί τους ὁ Ἐφημέριος πρέπει νά ἐκφράζεται μέ σεβασμό καί ἀγάπη. Συχνά εἶναι χρήσιμο νά τούς ὑπενθυμίζη τά ὅρια τῶν ἁρμοδιοτήτων τους, χωρίς νά ἀπορρίπτη ὅμως τίς γνῶμες τους, ὅταν ἀφοροῦν θέματα πού δέν εἶναι τῆς ἁρμοδιότητάς τους. Πρέπει νά ἀκούη μέ σοβαρότητα καί ἀνοιχτή διάθεση ἀκόμη καί τίς παρατηρήσεις τους πού ἀφοροῦν τόν ἴδιο. Χωρίς νά τούς δίνη θάρρος νά ἀσχολοῦνται περί ὅλων τῶν θεμάτων, εἶναι καλό νά προσπαθῆ, χωρίς σχόλια καί χωρίς νά δίνη ἔκταση στά προβλήματα, νά διορθώνη τά τυχόντα λάθη του καί νά ἐπεμβαίνη γιά τήν ἐξομάλυνση πιθανῶν ἀνώμαλων καταστάσεων.
Εἶναι σημαντικό γιά τόν Ἱερέα νά μήν ἀφήνη στόν ἑαυτό του χῶρο γιά τήν δημιουργία καταστάσεων ψυχρότητας μέ κάποιον ἤ κάποιους ἀπό τούς Συμβούλους του. Ποτέ ἐπίσης δέν πρέπει νά θεωρήση ὅτι οἱ διαφορετικές γνῶμες πού ἐκφράζουν γιά κάποιο θέμα εἶναι σύμπτωμα μιᾶς προσωπικῆς ἀντιπαράθεσης μαζί του. Τούς ἀκούει ὅλους μέ προσοχή. Κρατᾶ στήν σχέση του μαζί τους κλίμα σοβαρότητας, ἀλλά καί ἐλευθερίας. Διαρκῶς τούς ἐνημερώνει γιά τίς ὑποχρεώσεις τους ἀπέναντι στήν Μητρόπολη (τήν ἐκκλησιαστική ἀρχή) καί τό Κράτος, γιά τήν ἀνάγκη νά εἶναι νόμιμες ὅλες οἱ διαδικασίες πού άκολουθοῦν γιά κάθε δραστηριότητά τους. Πρίν ἀπ’ ὅλα προσπαθεῖ νά τούς ἐμφυσήση πνεῦμα ἀγάπης γιά τό καθ’ αὐτό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, πού συγκεφαλαιώνεται στό μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Οἱ Ἐκκλησιαστικοί Σύμβουλοι πρέπει, πρίν ἀπ’ ὅλα, νά εἶναι ἐκκλησιαζόμενοι, ἄνθρωποι πού ἀγαποῦν τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί συμμετέχουν σ’ αὐτήν. Ὁ Ἐφημέριος δέν πρέπει νά ξεχνᾶ ποτέ ὅτι οἱ Ἐκκλησιαστικοί Σύμβουλοι ἐκτελοῦν μιά ἄμισθη ἐθελοντική ἐργασία. Δέν εἶναι ὑποχρεωμένοι ἀπό κανένα νόμο ἤ κανόνα νά εἶναι Ἐκκλησιαστικοί Σύμβουλοι. Ὁ Ἐφημέριος μισθοδοτεῖται. Δέν δικαιοῦται, λοιπόν, νά ἀπαιτῆ ἀπό τούς Ἐκκλησιαστικούς Συμβούλους νά κουράζονται περισσότερο ἀπό αὐτόν. Δέν μπορεῖ ἀπέναντί τους νά εἶναι ὑπερβολικά ἀπαιτητικός ἤ ἄκομψα ἐπιτιμητικός. Σέ ὅσους ἐργάζονται ἐθελοντικά, καταβάλλοντας κόπους, κάποιες φορές καί χρήματα, χωρίς προσωπικές ἀπολαβές ὁποιασδήποτε μορφῆς, οἱ Ἐφημέριοι τούς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι.
Δ. Ἡ σχέση μέ τά πρόσωπα τοῦ φιλανθρωπικοῦ καί κοινωνικοῦ ἔργου
Στήν ἴδια κατηγορία μέ τούς Ἐκκλησιαστικούς Συμβούλους ἀνήκουν καί ὅσοι (κυρίως ὅσες) ἀσχολοῦνται μέ τό φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο, μέσῳ τῶν Φιλοπτώχων Ταμείων καί τῶν ἐνοριακῶν Συνδέσμων Ἀγάπης. Οἱ Ἱερεῖς πρέπει νά εἴμαστε κοντά στό ἔργο αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, γιατί εἶναι οὐσιαστικά δικό μας ἔργο, δική μας εὐθύνη, αὐτό ἄλλωστε ἐπιτάσσουν οἱ Ἱεροί Κανόνες. Ἕνα παράδειγμα τέτοιου Κανόνα εἶναι ὁ 41ος Ἀποστολικός, ὁποῖος μεταξύ ἄλλων «προστάσσει» τόν Ἐπίσκοπο, πού ἔχει τήν ἐξουσία καί τήν διοίκηση ὅλων τῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας: «τοῖς δεομένοις διὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ διακόνων ἐπιχορηγεῖσθαι μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πάσης εὐλαβείας». Χρειάζεται ἰδιαίτερη ἐπισήμανση ὅτι, κατά τόν Κανόνα, ὁ Ἐπίσκοπος ὀφείλει νά ἐπιχορηγῆ τά ἀναγκαῖα σέ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη «διὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ διακόνων». Δέν ἐπιχορηγεῖ ὁ ἴδιος, μόνος του, «ἵνα πάσης ὑποψίας διατηροίη ἑαυτόν ὁ Ἐπίσκοπος ἐκτός», ὅπως ἑρμηνεύει τήν συγκεκριμένη διάταξη ὁ Ζωναράς. Διότι οἱ ποιμένες πρέπει νά λαμβάνουν ὑπ’ ὄψη τους ἀκόμη καί τήν ὑπερευαισθησία τῆς συνείδησης ἤ τήν ἐπιρρέπεια στίς ὑπόνοιες καί τῶν πιό ἀδύναμων ἠθικά ἀνθρώπων. Γιά τόν ἴδιο, ἀλλά καί ἄλλους πρακτικούς λόγους, οἱ Πρεσβύτεροι ἐπιχορηγοῦν τά ἀναγκαῖα στούς ἐνδεεῖς ἀπό τά ταμεῖα τῆς Ἐνορίας, ἐπί τῶν ὁποίων ἀσκοῦν ἐποτεία καί γιά τά ὁποῖα ἔχουν εὐθύνη, διά τῶν λαϊκῶν συνεργατῶν τους. Εἶναι σαφές, βέβαια, ὅτι οἱ λαϊκοί δέν ἐνεργοῦν αὐτόνομα, ἀλλά κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τῶν Ἱερέων.
Τά πρόσωπα πού ἀνιδιοτελῶς δραστηριοποιοῦνται σ’ αὐτό τό ἔργο, στό ὁποῖο ὡς πεπερασμένοι ἄνθρωποι οἱ Ἱερεῖς δέν ἐπαρκοῦν μόνοι τους, εἶναι οἱ ἐκπρόσωποί τους σέ δραστηριότητες ὑψηλῆς κοινωνικῆς καί πνευματικῆς εὐθύνης. Καθῆκον, λοιπόν, τῶν Ἱερέων εἶναι νά διευθύνουν τό ἔργο αὐτό εὐαγγελικά καί νά ἀνάβουν τόν ζῆλο τῶν ἐνοριτῶν τους γιά ἀνυστερόβουλη προσφορά στούς πάσχοντες συνανθρώπους μας (ποικίλαις νόσοις, σωματικαῖς ἤ οἰκονομικαῖς). Ὁ 27ος Κανόνας τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου ἀναφέρεται σέ ἕναν πειρασμό αὐτῆς τῆς διακονίας. Κελεύει: «Ὅτι οὐ δεῖ ἱερατικούς, ἢ κληρικούς, ἢ λαϊκούς, καλουμένους εἰς ἀγάπην, μέρη αἵρειν, διὰ τὸ τὴν ὕβριν τῇ τάξει προστρίβεσθαι τῇ ἐκκλησιαστικῇ». Ὁ Κανόνας ἀναφέρεται στίς «ἀγάπες», δηλαδή, κατά τόν Βαλσαμόνα, στά «παρά φιλοχρίστων γινόμενα συμπόσια, ἤγουν ἁγιομνήσια», συμπόσια σέ μνῆμες Ἁγίων, στά ὁποῖα σύμφωνα μέ τόν Ζωναρά «ἐκαλοῦντο μέν οἱ πένητες, ἐκαλοῦντο δέ καί ἱερωμένοι καί λαϊκοί». Στό τέλος τῶν φιλοπτώχων συμποσίων ὁρισμένοι ἀπό τούς Κληρικούς καί λαϊκούς, ὄχι ἀπό τούς πένητες, ἔπαιρναν μερίδες γιά τό σπίτι τους. Ὁ κανόνας ἀπαγορεύει αὐτήν τήν ἐνέργεια, ὡς δημιουργοῦσα σκάνδαλο, διότι κατά τόν Ζωναρά «εἰς ὕβριν ὄν τοῦτο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως, λιχνείαν (λαιμαργία) κατηγοροῦν καί μοχθηρίαν τῶν ποιούντων αὐτό». Ὁ Βαλσαμών μάλιστα λέει: «Πολλάκις δέ καί φιλονεικία ἐκ τούτου μέσον αὐτῶν ἀνεγείρετο». Οἱ φιλονεικίες, βέβαια, αὐτές εἶναι τελείως ἀδικαιολόγητες, διότι τά περισσεύματα ἀπό τέτοια «ἁγιομνήσια»-συμπόσια ἀνήκουν στούς πένητες καί μόνον σέ αὐτούς. Τά πρόσωπα πού δραστηριοποιοῦνται στό φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐνορίας, ὡς ἄμισθο προσωπικό τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, εἶναι πρόσωπα μέ ἀνιδιοτέλεια, ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς ἀνθρώπους, μέ ὑψηλό αἴσθημα κοινωνικῆς εὐθύνης καί δέν ἐπιτρέπουν στόν ἑαυτό τους νά ἐμπίπτη στήν ἐκτροπή πού ἐπισημαίνει ὁ παραπάνω Κανόνας. Εἶναι καλό, πάντως, νά τόν ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας.
Μία παρέκβαση
Μιλήσαμε γιά Ἱεροψάλτες, Νεωκόρους, Ἐκκλησιαστικούς Συμβούλους, Κατηχητές, ἀνθρώπους πού ἀσχολοῦνται μέ τό φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐνορίας. Αὐτά ὅλα ὅμως ἀφοροῦν στήν πληρότητά τους πολύ λίγες Ἐνορίες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, διότι στίς πιό πολλές ἀπό αὐτές τά πάντα εἶναι ὁ Ἐφημέριος μέ ἕναν ἤ δύο ἀκόμη ἀνθρώπους, συνήθως περασμένης ἡλικίας, οἱ ὁποῖοι τόν βοηθοῦν, ὅσο μποροῦν, στά καθήκοντά του. Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις τό ἔργο τοῦ Ἐφημερίου εἶναι δυσκολότερο, ἀφοῦ πρέπει νά ἀναπληρώνη τήν ἀπουσία τοῦ Νεωκόρου, ἀκόμη καί τήν ἀπουσία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συμβούλων, οἱ ὁποῖοι τό μεγαλύτερο διάστημα τοῦ ἔτους βρίσκονται μακριά ἀπό τήν Ἐνορία τους. Στίς περιπτώσεις αὐτές ὁ Ἐφημέριος προσπαθεῖ νά πορευθῆ μέ ὅ,τι δυνατότητες ἔχει, μέ τούς ἀπελπιστικά λίγους ἀνθρώπους πού ἔχει, κάποιες φορές, στό χωριό του. Γι’ αὐτές τίς περιπτώσεις θεωρῶ ὅτι πρέπει νά προσεχθοῦν τά ἀκόλουθα σημεῖα:
- Τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο θά πρέπει νά συγκαλεῖται κανονικά γιά τήν λήψη τῶν ἀναγκαίων ἀποφάσεων καί τήν σχετική ἐνημέρωση τῶν μελῶν του, προκειμένου νά ἀποφεύγονται ἐκ τῶν ὑστέρων διαφωνίες καί διενέξεις. Ἄν ὅλοι ἀπουσιάζουν ἀπό τό χωριό ἡ σύγκλησή του μπορεῖ νά γίνεται μακριά ἀπό τήν Ἐνορία, π.χ. στήν Ναύπακτο, διότι εἶναι προτιμότερη μιά τέτοια «οἰκονομία», παρά γιά τήν ἀκρίβεια τοῦ νόμου καί τῶν κανόνων νά μή συγκαλεῖται τό Συμβούλιο ἤ τό χειρότερο νά παίρνονται οἱ ἀποφάσεις χωρίς συζήτηση καί τό πρακτικό νά ὑπογράφεται κατόπιν διά μεταφορᾶς, μέ ὅλες τίς πιθανῶς συνακόλουθες δυσανασχετήσεις.
- Δέν πρέπει ὁ Ναός τῆς Ἐνορίας νά μένη ἀλειτούργητος. Ἀκόμη καί ὅπου δέν ὑπάρχει τόν χειμώνα κανένας κάτοικος, ὁ Ἱερέας μέ κάποιους Συμβούλους του καί κάποιους ἄλλους ἐνορίτες του εἶναι καλό νά προγραμματίζη καί νά πραγματοποιῆ χειμερινές ἐπισκέψεις στό ἄδειο χωριό, νά τελῆ τήν Θ. Λειτουργία ἤ καί ἄλλες ἀκολουθίες, ἐνέργεια ἡ ὁποία θά ἔχη ὡς ἐλάχιστη συνέπεια τήν συντήρηση τοῦ Ναοῦ.
- Ἡ ἀπουσία Νεωκόρου δέν μπορεῖ νά σταθῆ ὡς πρόφαση γιά τήν ἀκαθαρσία τοῦ Ναοῦ, πρό παντός τῶν ἱερωτέρων σημείων τοῦ Ναοῦ, τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί τῆς Προθέσεως. Ἄλλωστε ἡ Ἁγία Τράπεζα καί ἡ Πρόθεση, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, εἶναι ἁρμοδιότητα τοῦ Ἱερέως.
Ἐπιλογικές ἐπισημάνσεις
Κλείνοντας πρέπει νά ἐπαναλάβω ὅτι ὁ Ἱερέας μέ τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ ἀποτελοῦν μιά Διαρκῆ Ἐνοριακή Σύνοδο πού ἀντιμετωπίζει ὅλα τά τρέχοντα προβλήματα τῆς Ἐνορίας. Ὅλα τά μέλη ὅμως αὐτῆς τῆς Συνόδου δέν εἶναι ἰσόψηφα, διότι δέν ἔχουν ὅλα τίς ἴδιες εὐθύνες. Οἱ μεγάλες εὐθύνες ἀνήκουν στούς Ἱερεῖς. Ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς τους, ἡ σχέση τῆς καθημερινῆς τους ἀναστροφῆς μέ τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, ἡ φιλοτιμία καί ἡ ὑπευθυνότητά τους, ἡ ἱεροπρέπεια καί ἡ ἁπλότητά τους εἶναι στοιχεῖα πού μεταδίδουν ἀνάλογη ἔμπνευση στούς ἄμεσους συνεργάτες τους. Θά ἀναφέρω ὁρισμένα ἀκόμη στοιχεῖα τῆς σχέσης τοῦ Ἱερέα μέ τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ κατά τό δυνατόν ἐπιγραμματικά:
- –Στίς μικρές Ἐνορίες γιά νά μπορῆ νά «παρασέρνη» τόν ὑπάρχοντα Ἱεροψάλτη στήν ἀγάπη τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, πρέπει πρῶτος ἀπ’ ὅλους αὐτός νά καίγεται ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή. Ὅταν ὁ Ἱερέας βαρυγκομᾶ γιά τήν λατρεία, τότε ὁ γέροντας συνήθως Ἱεροψάλτης τακτικά δέν θά μπορεῖ νά τόν ἐξυπηρετήση, τότε ἐπίσης τακτικά δέν θά βρίσκεται οὔτε προσφορο, οὔτε νάμα.
- –Γιά νά μπορῆ νά παρασύρη ὁ Ἱερέας τόν Νεωκόρο στήν ἀγάπη τῆς καθαριότητας τοῦ Ναοῦ, πρέπει πρῶτος αὐτός νά ἀγαπᾶ καί νά φροντίζη μέ σχολαστικότητα τήν καθαριότητα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, τῆς Προθέσεως, τῶν ἱερῶν σκευῶν καί τῶν καλυμμάτων τους.
Σύν τοῖς ἄλλοις θά πρέπει ὁ Ἱερέας νά διακρίνεται γιά τήν ἀνοιχτή του διάθεση γιά προσφορά. Νά μήν ἐπιβεβαιώνη τήν κοινή ἀντίληψη πού ἐπικρατεῖ στόν λαό, ὅτι οἱ Ἱερεῖς μόνον παίρνουν καί δέν δίνουν. Ἐκτός ἀπό τίς ἐν κρυπτῷ ἐλεημοσύνες, στήν κοινωνική του ἀναστροφή συχνότερα θά πρέπει νά προσφέρη καί σπανίως νά δέχεται κεράσματα. Ἕνα κρίσιμο σημεῖο στήν σχέση του μέ τό ἔμμισθο προσωπικό τοῦ Ναοῦ εἶναι ὁ μερισμός τῶν ἐσόδων ἀπό Μυστήρια. Θά πρέπει νά εἶναι δίκαιος καί νά δίνη στό προσωπικό ἀμέσως ὅ,τι τοῦ ἀναλογεῖ. Νά προτιμᾶ νά ἀδικεῖται, παρά νά ἀφήνη ἀπέναντί του παράπονα ἤ ὑπόνοιες. Τά καλά καί εἰλικρινῆ λόγια στούς συνεργάτες του, οἱ εὐχαριστίες γιά τούς κόπους τους καί κυρίως ἡ προσευχή του γι’ αὐτούς δημιουργοῦν τό ἀπαραίτητο ὑγιές κλίμα στίς σχέσεις τοῦ Ἱερέα μέ τό προσωπικό τοῦ Ναοῦ. Ἡ ἀγάπη τῶν συνεφημερίων, ἡ ὁμόνοια καί σύμπνοια τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συμβούλων, τό προσευχητικό ἦθος τῶν Ἱεροψαλτῶν, ὁ κατ’ ἐπίγνωσιν ἱεραποστολικός ζῆλος τῶν Κατηχητῶν, ἡ ἀνιδιοτέλεια καί ἡ διακριτικότητα τῶν ἀσχολουμένων μέ τήν φιλανθρωπία εἶναι ἡ μεγάλη ἑλκτική δύναμη μιᾶς Ἐνορίας πού ἑλκύει στόν Χριστό ὄχι μόνον τούς χλιαρούς, ἀλλά ἀκόμη καί τούς ψυχρούς στήν πίστη, ὅπως καί τά ἀντίθετα πρός αὐτά ἀπωθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀκόμη καί ὅσους θέλουν νά μποῦν βαθύτερα στήν ζωή της, «κωλύοντας» κατά κάποιον τρόπο τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά διαχυθῆ στόν κόσμο.
Σεβασμιώτατε,
Εὐχηθεῖτε μέ τήν καλή συνεργασία ἡμῶν τῶν Ἱερέων μέ ὅλες τίς κατηγορίες τοῦ προσωπικοῦ τῶν Ναῶν μας νά μήν κατηγορηθοῦμε ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως, ὅτι ἐμποδίσαμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά ἀνακαινίση τόν κόσμο.
- Προβολές: 4597