Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ὁρολογία καὶ Αἵρεση
του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη
Υπάρχει η άποψη ότι η καταδίκη κάποιων αιρετικών και η αποβολή τους από την Εκκλησία δεν οφειλόταν στην ύπαρξη πραγματικής αιρέσεως, αλλά στην μη επαρκή διασάφιση του περιεχομένου της θεολογικής ορολογίας. Οι αιρετικοί δεν κατανοούσαν την ορολογία των Πατέρων. Η διαφορά τους δηλαδή από την ορθόδοξη πίστη δεν ήταν στην ουσία του δόγματος, αλλά στις λέξεις. Έτσι, σε σύγχρονες θεολογικές μελέτες, αλλά και μέσα στα πλαίσια της οικουμενικής κινήσεως, καταβάλλεται προσπάθεια να αρθούν οι “παρεξηγήσεις”. Καταβάλλεται, για παράδειγμα, προσπάθεια να αποδειχθή ότι ο Διόσκορος Αλεξανδρείας δεν ήταν μονοφυσίτης, οπότε, κατ’ επέκταση, με τους Κόπτες δεν έχουμε πραγματική διαφορά στο χριστολογικό δόγμα, άρα μπορούμε να προχωρήσουμε στην ένωση μαζί τους.
Δεν θα υπεισέλθω στην συζήτηση που γίνεται πάνω στο θέμα αυτό. Έχουν διατυπωθεί σοβαρές αντιρρήσεις για την παραπάνω άποψη με ισχυρή θεολογική επιχειρηματολογία. Θέλω, όμως, να υπογραμμίσω ότι η ορθή και κοινώς αποδεκτή ορολογία έχει μεγάλη σημασία για την ενότητα της Εκκλησίας. Παρατηρείται τελευταία το φαινόμενο, από κύκλους που εκφράζουν την άποψη, ότι στο παρελθόν λόγω ορολογίας κάποιοι αποβλήθηκαν από την Εκκλησία, να διατυπώνουν θέσεις με ορολογία που δημιουργεί προβληματισμούς. Διατυπώθηκε, για παράδειγμα, η θέση ότι όλες οι “Εκκλησίες” με την “Ένωση” θα “επανιδρύσουμε την αρχαία Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν”. Η διατύπωση αυτή δεν είναι απλώς ατυχής, δεν είναι απλώς μια λανθασμένη ορολογία, είναι αποτέλεσμα της γνωστής αιρετικής θεωρίας των κλάδων, που θεωρεί ότι οι διάφορες “Εκκλησίες”, ως “κλάδοι” του Χριστιανισμού, κατέχουν μέρος της “καθολικής” αλήθειας. Η θεωρία αυτή έχει μέσα της τα σπέρματα νέων αποσχίσεων, γιατί επιδιώκει την “ένωση” των “Εκκλησιών” σχετικοποιώντας τα δόγματα της πίστεως.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι άλλο πράγμα είναι ο διακαής πόθος των αληθινών ποιμένων όλοι οι λαοί της γης να ενωθούν - και να σωθούν - στο ένα σώμα της Μίας Εκκλησίας που ζη με την Ορθόδοξη πίστη και άλλο πράγμα είναι η αίσθηση ότι ανήκουμε σε επιμέρους Εκκλησία, με παράδοση ανάλογη με το πολιτιστικό μας περιβάλλον, οπότε για να αποκτήσουμε την “καθολικότητα” της αλήθειας πρέπει να έλθουμε σε “κοινωνία” με τις άλλες επιμέρους “Εκκλησίες”, που έχουν διαφορετικές από εμάς παραδόσεις.
Θα επισημάνω στη συνέχεια κάποιες συνέπειες της διατύπωσης “επανίδρυση της Εκκλησίας”.
Η διατύπωση αυτή προϋποθέτει την άποψη ότι η Εκκλησία από κάποια χρονική στιγμή και πέρα έπαψε να υπάρχη. Αν δεχόμαστε ότι υπάρχει, δεν μπορούμε να μιλάμε για “επανίδρυση”. Αυτό, κατ’ επέκταση, σημαίνει ότι έχουμε χάσει την αλήθεια, γιατί η Εκκλησία είναι “στύλος και εδραίωμα της αληθείας”. Το Άγιο Πνεύμα πλέον δεν ενεργεί, δεν καθαίρει, δεν φωτίζει, δεν οδηγεί “εις πάσαν την αλήθειαν”. Και επειδή για την αποστολική πίστη η αλήθεια δεν είναι κάτι το αφηρημένο, αλλά είναι ο Χριστός, ο οποίος είπε “εγώ ειμί η αλήθεια...”, η αντίληψη ότι η Εκκλησία πρέπει να επανιδρυθή, υποδηλώνει ότι ο Χριστός δεν βρίσκεται μαζί με τους πιστούς, δεν “μορφώνεται” εντός τους, άρα θεωρείται ψευδής ο λόγος του “ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος”. Αν σκεφθούμε ότι ο λόγος αυτός του Χριστού συνδέεται με το βάπτισμα και την διδασκαλία της αληθινής πίστης, δηλαδή με την ύπαρξη και εξάπλωση της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, καταλαβαίνουμε ότι αυτή δεν έπαψε να υπάρχη και δεν θα πάψη να υπάρχη “έως της συντελείας του αιώνος”.
Η Εκκλησία, λοιπόν, υπάρχει. Το ερώτημα είναι αν εμείς υπάρχουμε μέσα σ’ αυτήν, αν έχουμε γευθεί κάτι από την πληρότητα της ζωής της, που δεν αφήνει περιθώρια για αναζητήσεις σε άλλους χώρους.
- Προβολές: 2338