Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Μπροστά στὴν τρίτη χιλιετία, (Ἀπόσπασμα ἀπό εἰσήγηση)

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου

(Ἀπόσπασμα ἀπό εἰσήγηση)


Ἀπόσπασμα ἀπό εἰσήγηση τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου σέ Συνέδριο πού ὀργάνωσε στό Ρέθυμνο ὁ “Σύνδεσμος Κρητῶν Θεολοόγων”. Ἡ εἰσήγηση εἶχε τόν γενικό τίτλο “Ἡ εἰκόνα τοῦ σύγχρονου Κόσμου”. Σχετικά μέ τό Συνέδριο αὐτό γράψαμε στό προηγούμενο φύλλο τῆς “Παρέμβασης”. Ὅπως εἴχαμε προαναγγείλει ἀποσπάσματα ἀπό τήν εἰσήγηση αὐτή θά δημοσιεύουμε σέ φύλλα τῆς “Παρέμβασης”.


1. Πιστεύω ὅτι βρισκόμαστε σέ μιά πολύ χαρακτηριστική καμπή τῆς ἱστορίας. Ὅλοι ὁμιλοῦν γιά τήν τρίτη χιλιετία, στήν ὁποία εἰσέρχεται ἡ ἀνθρωπότητα, καί τήν ὁποία ἀναμένουν μέ ἰδιαίτερες ἐλπίδες. Πρέπει, ὅμως, νά ἐξετάσουμε μέ προσοχή ὅλα ὅσα προηγήθηκαν, γιατί τότε μόνο θά μπορέσουμε νά ἀντιληφθοῦμε τήν παροῦσα κατάσταση, ἀλλά καί νά προσδιορίσουμε τό μέλλον.

Διακατεχόμενος ἀπό τόν φόβο, μήπως πέσω στόν πειρασμό τῆς ἀπολυτοποιήσεως μερικῶν πραγμάτων καί γενικεύσεως μερικῶν λεπτομερειῶν, θά μποροῦσα νά ὑπογραμμίσω ὅτι ὑπάρχουν μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού προσδιορίζουν τίς δύο χιλιετίες πού πέρασαν, τουλάχιστον ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς.

Ἡ πρώτη χιλιετία χαρακτηρίζεται, ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό τούς διωγμούς καί τίς αἱρέσεις πού κυριάρχησαν στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο καί, βέβαια, ἐπηρέασαν καί τήν κοινωνία, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀπό τό μαρτύριο τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ὁριοθέτηση τῆς πίστεως, ὅπως ἔγινε μέ τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ὅπου ὑπερμάχησαν μεγάλες Πατερικές φυσιογνωμίες. Ἔτσι, λοιπόν, κατά τήν πρώτη χιλιετία ἀναπτύχθηκε ἔντονά το μαρτυρικό πνεῦμα, ἀναδείχθησαν μάρτυρες στήν Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τήν καλή ὁμολογία τῆς πίστεως, καθώς ἐπίσης διατυπώθηκε ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τόν Χριστό, τόν Τριαδικό Θεό καί γενικότερα γιά τήν Ἐκκλησία. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καθόρισαν τήν Ὀρθόδοξη Χριστολογία, Πνευματολογία, Τριαδολογία, ἀνθρωπολογία καί Ἐκκλησιολογία. Ἐπίσης, τήν περίοδο αὐτή ἐμφανίσθηκε καί ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός, ὡς βίωση τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς καί ὡς ἀντίδραση πρός τήν ἐκκοσμίκευση πού ἐπικρατοῦσε στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ μοναχική ζωή εἶναι βίωση τῆς προφητικῆς, ἀποστολικῆς, μαρτυρικῆς ζωῆς, πού βιώνεται μέσα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἡ δεύτερη χιλιετία, χαρακτηρίζεται ἀπό τήν θεολογική ἀνάπτυξη τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, ὁ ὁποῖος, βεβαίως, ὑπῆρχε καί προηγουμένως. Δηλαδή, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε τούς διωγμούς καί τούς αἱρετικούς καί ὁριοθέτησε τήν ὀρθόδοξη ἀποκαλυπτική ἀλήθεια, στήν συνέχεια ἀντιμετώπισε τήν ἐκκοσμίκευση, ἡ ὁποία παρουσιάσθηκε ὡς ἀπομάκρυνση ἀπό τά ὀρθόδοξα θεολογικά κριτήρια τῆς θεολογίας, καί ὡς ἀπώλεια τῶν πραγματικῶν προϋποθέσων τοῦ ὀρθοδόξως θεολογεῖν. Εἶναι φανερόν ὅτι αὐτή ἡ ἐκκοσμίκευση συνδέεται ἀφ’ ἑνός μέν μέ τήν στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ὁριζόντια διάσταση τῆς ζωῆς καί παραθεώρηση τῆς κάθετης διάστασης πρός τόν Θεό, ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τόν σχολαστικισμό καί τόν ἠθικισμό, πού ἀναπτύχθηκαν στόν δυτικό χῶρο. Τό γεγονός εἶναι ὅτι τήν δεύτερη χιλιετία ἡ Ἐκκλησία διά τῶν μεγάλων Πατέρων της, προσδιόρισε περισσότερο τήν μεθοδολογία τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού εἶναι ὁ ἡσυχασμός, μέ ὅλη τήν ὀρθόδοξη σημασία τοῦ ὄρου. Εἶναι γεγονός ὅτι ἄν δέν δοθῆ σημασία στόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, εἶναι ἀμφίβολο ἄν θά μπορέσουμε νά κατανοήσουμε καί τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων γιά τήν Χριστολογία, τήν Θεολογία, τήν οἰκονομία, τήν σωτηριολογία.

Ἄν τήν πρώτη χιλιετία σημαντικό ρόλο διαδραμμάτισαν μετά τούς Ἀποστόλους οἱ Ἀποστολικοί Πατέρες, οἱ Καππαδόκαι Πατέρες, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ Μ. Φώτιος, στήν δεύτερη χιλιετία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καί ὅλοι οἱ ἡσυχαστές Πατέρες μέχρι τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί ἄλλους μεταγενέστερους νηπτικούς Πατέρες.
Μπορεῖ κανείς νά προσδιορίση κάπως μερικούς βασικούς ἡσυχαστικούς σταθμούς ὅλης αὐτῆς τῆς περιόδου τῆς δεύτερης χιλιετίας, πού καθόρισε τό κλίμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἔδειξε τήν διαφορά μέ τήν δυτική παράδοση. Πρόκειται γιά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, πού ἔζησε στήν ἀρχή τῆς δεύτερης χιλιετίας, καθώς ἐπίσης γιά τήν ἡσυχαστική κίνηση, ὅπως ἐκφράστηκε κυρίως ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά καί στήν ὁποία συμπεριλαμβάνονται τόσο οἱ ἡσυχαστές Πατέρες πού προηγήθηκαν αὐτοῦ, ἤτοι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὅσο καί ἄλλοι πού ἀκολούθησαν, πού ἐκδηλώθηκε περίπου στό μέσο της χιλιετίας, καί, βεβαίως, γιά τήν κίνηση τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων, τῶν λεγομένων Κολλυβάδων, μέ ἡγέτη τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, πού φθάνει μέχρι τίς ἡμέρες μας. Ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι ἡ δεύτερη χιλιετία ἄρχισε μέ τήν ἐκρηκτική παρουσία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί τελειώνει μέ τήν ἀναζήτηση τῆς φιλοκαλικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία εἶναι σήμερα ἀρκετά ἐπίκαιρη, τότε θά μπορέση νά ἀντιληφθῆ καλύτερα ὅτι ὁ ἡσυχασμός ἤ ἡ λεγομένη νηπτική ζωή εἶναι ἐκεῖνα πού ἀποτελοῦν τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς δεύτερης χιλιετίας, πού ὁδηγεῖται πρός τό τέλος της.

Εὑρισκόμενοι τώρα μπροστά στήν τρίτη χιλιετία, μποροῦμε νά παρατηρήσουμε ὅτι κυριαρχοῦν δύο μεγάλα ρεύματα καί δύο μεγάλες τάσεις. Τό πρῶτο ρεῦμα εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἐξουσίας, πού στηρίζεται τόσο στό λογικό, ὅσο καί τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς. Πρόκειται γιά μία ἐκκοσμικευμένη ζωή, ἡ ὁποία διακρίνεται ἀπό τήν ἐνδοκοσμικότητα, τήν ἀποβολή τῶν ἐσχάτων, καθώς ἐπίσης γιά τήν ἔξαψη τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης. Τό δεύτερο ρεῦμα εἶναι τό μαρτυρικό - ἡσυχαστικό, τό ὁποῖο ἐκφράζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐκείνους, πού εἴτε ἔχουν μεγάλη δίψα γιά τόν Θεό, εἴτε εἶναι ἀπογοητευμένοι ἀπό τήν ἐπίπεδη ζωή καί ἀναζητοῦν κάτι ἐσωτερικό, ὑπαρξιακό καί ὀντολογικό.

Καίτοι παρατηρεῖ κανείς στίς ἡμέρες μᾶς αὐτήν τήν ἡσυχαστική καί φιλοκαλική ἀναζήτηση, ἐν τούτοις πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι τό κλίμα τῆς ἐποχῆς μᾶς κινεῖται στό ἀντίθετο ρεῦμα. Δηλαδή, στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ἐπικρατεῖ, ἐν πολλοῖς, τό κλίμα πού διαμόρφωσε ὁ Στέφανος Νικομηδείας μέ τόν ὁποῖο ἦλθε σέ διάσταση ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, στήν θεολογία ἐπικρατεῖ ἐκεῖνο πού διαμόρφωσε ὁ σχολαστικός Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀντίθετος μέ τόν ἡσυχασμό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἄν καί ἔχουμε μεγάλη ἀλλαγή σήμερα στόν θεολογικό “χῶρο”, στόν μοναχισμό ἐπικρατεῖ τό κλίμα πού προσδιόρισαν οἱ ἀντικολλυβάδες, οἱ ὁποῖοι ἀντιτάχθησαν στό φιλοκαλικό πνεῦμα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί τῶν ὁμοψύχων του Πατέρων, στίς ἐκκλησιαστικές καί κοινωνικές σχέσεις κυριαρχεῖ τό πνεῦμα τοῦ Γεωργίου Γεμιστοῦ Πλήθωνος καί τοῦ Νικαίας Βησσαρίωνος καί ὄχι τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου.

Πράγματι, στήν ἐποχή μας, ἐκτός των ἄλλων, κυριαρχεῖ ἡ εὐδαιμονία, ὁ ἡδονισμός σέ ὅλα τα ἐπίπεδά της ζωῆς, γι’ αὐτό καί ὑπάρχει βαθύς πόνος, βαθειά ὀδύνη. Ἔχω τήν γνώμη ὅτι ἐκεῖνο πού μπορεῖ κανείς νά παρατηρήση στήν ἐποχή μᾶς εἶναι ἡ κυριαρχία τῆς ἡδονῆς καί ὀδύνης, ὁπότε ἡ οὐσιαστική προσφορά τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά βοηθήση τούς ἀνθρώπους νά ὑπερβοῦν αὐτό τό πλέγμα τῆς δυαδικότητος μεταξύ ἡδονῆς καί ὀδύνης στά ὅρια τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς. Μέσα ἀπό τήν θεραπεία αὐτοῦ του βασικοῦ ἀνθρωπολογικοῦ προβλήματος θά λυθοῦν καί τά λεγόμενα κοινωνικά ἤ κοινωνιολογικά προβλήματα.

  • Προβολές: 2973