Γράφτηκε στις .

Τὰ Μοναστήρια τῆς Ναυπακτίας: Ἱερά Μονή Προφήτη Ἠλία Ἀράχωβας

Ἀρχιμανδρίτου π. Ειρηναίου Κουτσογιάννη

Ἀνατολικά του χωριοῦ Ἀράχωβα τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας, βρίσκεται τό ἐξωκκλήσι τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἄλλοτε καθολικό ὁμώνυμης μονῆς. Πολύ παλαιά, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, τό μοναστήρι ἦταν τριακόσια περίπου μέτρα νοτιότερα ἀπό τήν σημερινή του θέση. Εἶναι ἄγνωστο πότε καί ἀπό ποιόν ἱδρύθηκε τό μοναστήρι. Τό 1833 τό μοναστήρι καταργήθηκε, μέ τό γνωστό Διάταγμα τοῦ Βαυαροῦ βασιλιά Ὄθωνα, ὅπως ἄλλωστε συνέβη καί μέ πεντακόσια καί πλέον μοναστήρια του τότε Ἑλληνικοῦ Κράτους.

Ἀπό τίς κτιριακές ἐγκαταστάσεις τῆς μονῆς, σήμερα σώζεται μόνο ὁ ναός. Εἶναι μία ἁπλή μονοχωρη αἴθουσα διαστάσεων 6•4 μ. Ἐπάνω ἀπό τήν κυρία εἴσοδο ὑπάρχει ἐντοιχισμένη μία φθαρμένη καί δυσανάγνωστη ἐπιγραφή, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς: “Ἀνεκαινίσθη ἐκ βάθους διά ἐξόδου ἄρχοντος κύρ Θανάση Σισμάνι Ἀράχοβα 1778”. Ἑπομένως τό ἔτος 1778 εἶναι ἔτος ἀνακαινίσεως τοῦ μοναστηριοῦ, πού ἀσφαλῶς προϋπῆρχε, ἀπό τόν γόνο τῆς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τῶν Σισμαναίων, Ἀθανάσιο Σισμάνη.

Παλαιά το μοναστήρι διέθετε ξυλόγλυπτο τέμπλο, πολύ καλῆς τέχνης, τό ὁποῖο μετά τήν διάλυση τοῦ μοναστηριοῦ, μεταφέρθηκε καί τοποθετήθηκε στόν ἐνοριακό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό χωριό. Μαζί μεταφέρθηκαν καί οἱ εἰκόνες τοῦ τέμπλου, οἱ ὁποῖες ἀναγράφουν καί αὐτές τήν χρονολογία 1778 καί τό ὄνομα τοῦ ἀνακαινιστοῦ Ἀθανασίου Σισμάνη.

Γνωστοί ἡγούμενοι τοῦ μοναστηριοῦ εἶναι ὁ Νεόφυτος (1813, 1817, 1823) καί ὁ Γρηγόριος (1829-1833), ἐνῶ γνωστοί εἶναι καί οἱ Ἱερομόναχοι τοῦ μοναστηριοῦ Νικηφόρος, Παΐσιος καί Διονύσιος.

Στά χρόνια της Τουρκοκρατίας τό μοναστήρι εἶχε στήν κατοχή τοῦ ἀξιόλογη ἀκίνητη περιουσία, κυρίως στήν γύρω περιοχή τῆς Ἀράχωβας. Μετά τό 1833 ἡ κυριώτερη περιουσία τῆς μονῆς βρισκόταν στήν πλούσια σέ παραγωγή Παλιαράχωβα. Τήν κυριότητά της τήν διεκδίκησαν μέ πεῖσμα οἱ Ἀραχωβίτες, οἱ Νεοχωρίτες καί ὁ Σισμάνης, ὁ ὁποῖος καί τελικά ἐπεκράτησε.

Τό μοναστήρι διέθετε καί ἀξιόλογα κειμήλια καί στή ἀπογραφή πού ἔγινε τό 1834, βρέθηκαν ἅγια Λείψανα, Σταυροί, Δισκοπότηρα, Ἄμφια κ.α. Ὅλα αὐτά παραδόθηκαν στίς 29 Ἰουνίου 1834 στό ἐπαρχεῖο Ναυπακτίας. Λίγες ἡμέρες νωρίτερα στίς 6 Ἰουνίου, οἱ Ἀραχωβίτες καί οἱ πρόκριτοι τῶν Κραββάρων ζήτησαν “νά μείνουν τά ἅγια λείψανα εἰς τήν Κοινότητά μας φυλαττόμενα εἰς μίαν ἀπό τάς ἐκκλησίας μας, τόσον τῆς Ράχοβας, ὡσάν καί τῆς Κλεπᾶς καί Ζηλίστας μέ τά ἅγια λείψανα ὁμού καί τά ἐκκκλησιαστικά βιβλία καί διά τό περί ταῦτα ἀσήμι εἴμεθα ἕτοιμοι νά πληρώσωμε εἰς τό Β. Ταμεῖον τήν τιμήν κατά τήν ἐκτίμησιν τῆς ἐπιτροπής”.

Οἱ αἰτήσεις αὐτές δέν εἰσακούστηκαν καί τά κειμήλια διασκορπίστηκαν στά μοναστήρια τοῦ Προυσοῦ, τῆς Ἀμπελακιώτισσας καί στούς ἐνοριακούς ναούς τῆς Ἀράχωβας καί τοῦ γειτονικοῦ Νεοχωρίου. Στίς 23 Ἰουλίου 1834 πάντως ἡ “ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Γραμματεία” ἀπάντησε ὅτι “τά ζητούμενα ἅγια λείψανα εὑρίσκονται εἰς τό παρά τοῦ Θ. ἐπισκόπου ἀναφερόμενον μοναστήριον (μονῆς Προυσοῦ) καί ὅταν ἔχουν εὐλάβειαν ἠμποροῦν ἀναφερόμενοι ὅπου καί ὅπως ἀνήκει νά τά μεταφέρουν πρός ἁγιασμόν εἰς τά χωρία των”.