Skip to main content

Κώστα Παπαδημητρίου: Γεώργιος Θεοτοκᾶς (Α')

Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου

Γεώργιος ΘεοτοκᾶςΓεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1905 ὅπου καί τελείωσε τίς ἐγκύκλιες σπουδές του. Το 1923 ἦρθε στήν Αθήνα ἀκολουθώντας τό διάσημο νομομαθή πατέρα του φορτωμένος μέ γλωσσομάθεια καί πολιτιστικά στοιχεῖα, πού τά ἐστερεῖτο τότε ἡ καημένη ἡ «ψωροκώσταινα» πατρίδα μας. Ἀπ’ τήν Αθήνα ὅπου σπούδασε νομικά, πῆγε γιά μεταπτυχιακές σπουδές στό Παρίσι καί τό Λονδίνο, δεδομένου ὅτι ἡ βιοτική του κατάσταση τοῦ τό ἐπέτρεπε.

Ἔτσι ἀπό τά πρῶτα στάδια τῆς πνευματικῆς του ἐξέλιξης ὁ Θεοτοκᾶς παρουσιάζεται πάνοπλος μέ ὅλα τά ἰδεολογικά ἐφόδια καί τήν θεωρητική προπαρασκευή. Ἰδιαίτερα νιώθει μέσα του νά τόν βαρύνη ὁ κριτικός νοῦς, ὁ κριτικός λόγος, ὁ στοχασμός. Γι’αὐτό καί τοποθετεῖται στό κέντρο τῶν πνευματικῶν ζυμώσεων καί ἀναζητήσεων τοῦ καιροῦ του  «Κριτικό πεζογράφο» τόν χαρακτηρίζει ὁ Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος «Τά πρόσωπα καί τά χαρτιά μου 1943 σ. 84». Καί τό βιβλίο τοῦ Θεοτοκᾶ «ἡ Αργώ» δέν εἶναι μυθιστόρημα στήν κυριολεξία, ὅπως τό χαρακτήρισαν πολλοί. Εἶναι τό χρονικό μιᾶς ἐποχῆς, μιᾶς ἐποχῆς μέσα στήν περιοχή τῆς νεότητος. Καί μάλιστα πού ἀναζητάει πνευματικούς ὁδηγούς καί διεξόδους γιά τή λύση τῶν κοινωνικῶν, τῶν ἠθικῶν καί μεταφυσικῶν προβλημάτων.

Τόν τραβᾶ ἰδιαίτερα ἡ ἰδέα τῆς ἀγωνιστικῆς καθοδήγησης καί τῆς ἀνάλυσης τῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς του. Τό γράψιμο γίνεται ἡ ἀγαπημένη του ἀσχολία. Γράφει δοκίμια μελέτες, κριτικές, ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις.

Θεωροῦσε σάν ὕψιστο χρέος κάθε πνευματικοῦ ἄνδρα τήν πνευματική του καθοδήγηση και τήν συμμετοχή του στά κοινά πράγματα τοῦ τόπου του, γιά νά ἀνεβῆ ἡ πολιτισμική καί πολιτιστική στάθμη τῆς κοινωνίας. Τόν στεναχωρεῖ πού ἡ δική του πατρίδα, ἡ φτωχή Ἑλλάδα, εἶναι οὐραγός πολιτιστικά τῆς ἄλλης Εὐρώπης. Αὐτή πού σέ προηγούμενες ἐποχές ἔδωσε τά φῶτα τοῦ πολιτισμοῦ σ’ὅλη τήν οἰκουμένη, τώρα φυτοζωεῖ. Ζῆ τό δράμα τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, τόν ξεριζωμό τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπ’ τίς «χαμένες Πατρίδες», τούς ἐσωτερικούς βαρεῖς διχασμούς, τά στρατιωτικά κινήματα, τίς οἰκονομικές κρίσεις. Οἱ Ἕλληνες πονοῦν ἕως ἕνα σημεῖο, οἱ νέοι μαραίνονται, στρέφουν ἱκετευτικά τά μάτια τους πρός τήν Εὐρώπη, ζητώντας ἀπό κεῖ κάποιο φῶς. Σέ δεινή θέση ὅμως βρίσκεται καί κείνη. Ὑπάρχουν προστριβές κοινωνικῶν ρευμάτων, διαλεκτικές ἀκροβασίες. Ὁ Θεοτοκᾶς παρακολουθεῖ καί ἐρευνᾶ τίς ἀποτυχίες καί καταλήγει στό συμπέρασμα πώς ἡ ἱστορία ἀνοίγει δύο δρόμους γιά νά πορευθῆ ἡ κοινωνία στό μέλλον. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ κομμουνισμός καί ὁ ἄλλος ἡ δημοκρατική ὁμοσπονδιακή ἕνωση τῶν λαῶν.

Πρῶτα ὁ κομμουνισμός. Πάντα ἦταν σέ ἀντιδικία μέ τούς ἐκπροσώπους του. Πιστεύει πώς ὁ κομμουνισμός δείχνει περιφρόνηση πρός τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Πώς στά κομμουνιστικά καθεστῶτα καταργήθηκε ἡ πνευματική ἐλευθερία και ὁ κριτικός στοχασμός. «Πιστεύω (γράφει) πώς δέν σώζεται ἡ ἀνθρωπότης, ἄν καταστραφῆ τό πνεῦμα και δεσμευθῆ τό ἦθος τῶν ἀνθρώπων της ... οἱ ἐλπίδες ὅλου τοῦ κόσμου πού πιστεύουν στήν ἐλευθερία συγκεντρώνονται στήν Δύση παρά τίς ἀδυναμίες της ... γιατί μόνον ἐκεῖ σήμερα συντηρεῖται ἡ φιλελεύθερη καί ἀνθρωπιστική κληρονομιά τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος καί τῆς Νεώτερης Εὐρώπης. Κάθε ἀπομάκρυνση ἀπό τήν γραμμή αὐτή, ὅσο καί ἄν φαίνεται ἐπιφανειακῶς δικαιωμένη ἀπό πρόσκαιρες καταστάσεις δέν νομίζομε ὅτι μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσῃ ἀλλοῦ παρά μόνον σέ συμφορές». (Βλ.« Πνευματική πορεία» σ.ΙΙΙ. )

Ἡ σκέψη τοῦ Θεοτοκᾶ, βεβαίως, δέν κλείνει ἐδῶ. Οἱ ἰδεολογικές ζυμώσεις τοῦ καιροῦ του ἀπησχόλησαν τήν σκέψη του, ἀλλά δέν ἐξήντλησαν τούς στοχασμούς του. Ἔτσι ὁ Θεοτοκᾶς προσθέτει στούς κύκλους τῶν στοχασμῶν του μιά σειρά ἀπό ταξειδιωτικές ἐμπειρίες καί ἐντυπώσεις ἀπό τήν Σουηδία, ἀπό τήν Μέση Ἀνατολή καί τό Ἅγιον Ὄρος, ἀπό τήν Ἀμερική. Καρπός ἐμπειριῶν ἀπό τό Ταξείδι του στίς ΗΠΑ, πού διήρκεσε ἕξι μῆνες, ὑπῆρξε τό «Δοκίμιο γιά τήν Ἀμερική» 1954, ἕνα ἀπό τά προσεκτικότερα καί ἀξιολογότερα βιβλία ἐντυπώσεων ἀπό τήν μεγάλη ἀμερικανική συμπολιτεία. Τόν Θεοτοκᾶ τόν ὁδήγησε στίς  ΗΠΑ ὄχι ψιλή περιέργεια, ἀλλά δίψα πνευματική. Δίψα νά μάθῃ νά λάβῃ ἀπάντηση ἀπό πρῶτο χέρι σέ ἐρωτήματα, ὅπως ποιά εἶναι ἡ Ἀμερική, ποιός ὁ πολιτισμός της, ποιές οἱ ρίζες της, ποία ἡ σύσταση τῆς δημοκρατίας της καί κυρίως τί ἀντιπροσωπεύει γιά τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος. Εἰδικότερα γιά  τήν ἐλευθερία καί τήν ὑπόσταση τῆς Εὐρώπης. Ὅταν ἡ Ἀμερική φτερνίζεται, (εἰπώθηκε), ἡ Εὐρώπη ὑποφέρει ἀπό πνευμονία. Αὐτά, λοιπόν, καί ἄλλα ἠθέλησε νά μάθῃ ὁ Θεοτοκᾶς. Ἡ ἴδια δέ πνευματική δίψα τόν ὁδήγησε καί στή Σουηδία. Καί στό Ἅγιον Ὄρος καί τήν Μέση Ἀνατολή.

Εἰδικῶς ἐδῶ, ἐξ’ ἀφορμῆς τοῦ ταξειδίου του στό Ἁγιώνυμο Ὄρος κλπ., πρέπει νά παρατηρηθῆ, ὅτι ὅπως δείχνει τό πρᾶγμα, ὁ Θεοτοκᾶς ἠσθάνθη μέ τήν πρόοδο τοῦ βίου του (ἤ διότι: ἄστραψε φῶς κι’ ἐγνώρισε ὁ υἱός τόν ἑαυτό του, κατά τόν βαθύ στίχο τοῦ Σολωμοῦ ἀπό τόν Πόρφυρα), ὁ Θεοτοκᾶς, λέγω, ἠσθάνθη τήν μεταφυσική γλυκύτητα καί τό πνευματικό, τό ἱστορικό βάθος τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Καί τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἠσθάνθη τήν ἀνάγκη τῆς ἐπιστροφῆς στίς Πηγές καί τίς Ρίζες τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Γράφει σχετικῶς: ἔτσι εἴδαμε στίς ἡμέρες μας τόν Εὐγένιο Ὀ Νήλ, ὕστερα ἀπό τήν ἀγωνιώδη πνευματική καί καλλιτεχνική περιπλάνηση, πού ἐκφράζει το πολύμορφο δραματικό ἔργο του, νά ἐπιστρέφῃ στήν Καθολική Ἐκκλησία τῶν Ἰρλανδῶν γονέων του. Καί γιά τόν Ἕλληνα, ἡ μεγάλη παράδοση, ὁ χρυσός  πνευματικός κανόνας βρίσκεται στό σημεῖο ὅπου ὁ ἄνθρωπος τοῦ κλασσικοῦ Ἑλληνισμοῦ συναντιέται μέ τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Παρακολουθεῖ τήν πνευματική κίνηση καί τά ἔργα τῶν εὐρωπαίων συγγραφέων. Τόν πιάνει μελαγχολία καί τήν ἐκφράζει ὅταν συγκρίνη τή θέση τῆς Ἑλλάδος μέσα στήν Εὐρώπη. Τήν βρίσκει πολύ πίσω. Καί γράφει: «Τίποτα! Τό αἰσθανόμαστε βαθιά μόλις περάσουμε τα σύνορά μας πώς δέν ἀντιπροσωπεύουμε τίποτα, πώς κανείς δέν μᾶς λογαριάζει στά σοβαρά, πώς δέν μποροῦμε νά δικαιολογήσουμε τή θέση πού κρατοῦμε στήν Εὐρώπη, πώς εἴμαστε στά μάτια τῶν ξένων μονάχα χρηματομεσίτες, βαπορτζῆδες καί μικρομπακάληδες καί τίποτα περισσότερο. Ἀφοῦ περιπλανηθοῦμε ἀρκετά μές’ στόν εὐρωπαϊκό πολιτισμό γυρνοῦμε κάποτε στό σπίτι μέ σφιγμένη τήν καρδιά. Ποῦ εἶναι λοιπόν οἱ Ἑλληνες; Τούς γυρέψαμε παντοῦ καί δέν τούς βρήκαμε πουθενά.»

Ἔγραψε ὕστερα τό πρῶτο του βιβλίο «Ἐλεύθερο Πνεῦμα », πού ἔχει τήν ἀρχή του ὁ στοχαστής καί ὕστερα τό «Ὧρες ἀργίας» πού ἔχει τη θέση του ὁ λογοτέχνης Θεοτοκᾶς. Ἔτσι κέρδισε ἀμέσως τό δικό του χῶρο στήν πνευματική μας ζωή. Στά ἑπόμενα χρόνια, ὡς τήν ἔναρξη τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου θά ἐκδώση τή μνημειώδη  «Ἀργώ» τό «Δαιμόνιο» καί τόν «Εὐριπίδη Πεντοζάλη». Τό πρόσωπο πού στήν Ἀργώ λαμβάνει ὑπεράνθρωπες καί σχεδόν μυθικές διαστάσεις, εἶναι ὁ ἰδεατός τύπος τοῦ Ἕλληνα. Ἀργότερα θά γράψη τόν «Λεωνῆ ». Μέ αὐτό ὁ συγγραφέας καταφεύγει στήν παραδεισένια ἁπλότητα καί ἀγαθότητα τῆς παιδικῆς του ἡλικίας. Νοσταλγεῖ τόν γαλήνιο κόσμο τῆς παιδικῆς του ζωῆς. Γιά τό ἔργο του «Ἀλκιβιάδης», γράφει ὁ Πανεπιστημιακός Π.Δ. Μαστροδημήτρης: «Ὁ Θεοτοκᾶς συμπυκνώνει λειτουργικά δύο παραδόσεις: ἡ ἀρχαία ἑλληνική πίστη ὅτι τόν ὑπερβολικό ἂνθρωπο θά τόν τιμωρήσει ἡ θεία δίκη ( Ἄτη τῶν ἀρχαίων), καί ἡ χριστιανική ἁμαρτία μέ τήν ἔννοια τῆς ἀποτυχίας νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου καί τόν Θεό. Τό πρόσωπο τοῦ Ἀλκιβιάδη συγκεντρώνει ἱστορικά ὅλα τά γνωρίσματα ἑνός μεγαλοφυοῦς τυχοδιώκτη. Ἑνός ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος τοποθετεῖ στό ἴδιο ὕψος τόν ἑαυτό του καί τήν πατρίδα του. Ἡ Ἀθήνα κι ἐγώ εἴμαστε τώρα ἴσια κι ἴσια, νομίζω. Τήν κατέστρεψα, μά ἔκαμε ὅ,τι περνοῦσε ἀπό τό χέρι της γιά νά μέ ἐξοντώσει κι αὐτή, θά πεῖ γεμάτος ἀλαζονεία ὁ Ἀθηναῖος στρατηγός πού δέν μπόρεσε ποτέ νά ἀγαπήσει. Καί μετά ἀπό τήν ὑπερκινητικότητα, τόν θόρυβο καί τήν καταστροφή, ἡ ζωή του ὅλη θά τελειώσει ἄδοξα καί ἐξευτελιστικά. Ἀπό τόν ἄνθρωπο πού πέρασε τή ζωή του παλεύοντας μέ τούς ἀνθρώπους, μέ τούς θεσμούς, μέ τούς θεούς δέν θα μείνει παρά μιά στιγμιαία «αἰσθητική» λάμψη. Αὐτός ὁ θάνατος ἀποτελεῖ γιά τό Θεοτοκᾶ τό ὁριστικό τέλος μιᾶς πνευματικῆς στάσης καί ταυτόχρονα τήν ἀρχή μιᾶς πολλές σύλληψης καί βίωσης πολλές τοῦ κόσμου καί τῶν συμβόλων τῆς Ὀρθοδοξίας». (Ὁδοιπορία Γ. Θεοτοκᾶς σ 41 ).

Στίς σημειώσεις τῶν θεατρικῶν ἔργων Β’ καί στό τελευταῖο του ἔργο «Ἡ ἄκρη τοῦ δρόμου» πού γράφτηκε τό 1960, γράφει ὁ ἴδιος «ἕνα πολύ ὀδυνηρό δράμα τῆς ἰδιωτικῆς μου ζωῆς μέ εἶχε κινήσει νά ἔλθω σ’ἐπαφή μέ τίς πηγές τῆς Ὀρθοδοξίας (Θεατρικά ἔργα Ν. Λογοτεχνία σ. 45). Προφανῶς ὑπαινίσσεται τόν θάνατο τῆς πρώτης γυναίκας του, Ναυσικᾶς. Τήν μεταστροφή του αὐτή τή βλέπουμε καθαρά στό βιβλίο του «Στήν ἄκρη τοῦ δρόμου», στή στάση τῆς θεόπνευστης μορφῆς τοῦ μητροπολίτη Συμεών. Τό δίλημμα τοῦ μητροπολίτη, ἀνάμεσα στό πατριωτικό χρέος καί τήν χριστιανική ἀνθρωπιά, ἀνάμεσα δηλαδή στόν Ἕλληνα καί στό Χριστιανό, θά τοῦ δώση τίς διαστάσεις ἑνός ἥρωα τοῦ Ντοστογιέφσκυ. Ὁ Χριστιανός θά μείνη μέσα του ἀνέγγιχτος, γιατί «εἶναι μεγάλο πράγα, εἶναι φοβερό, εἶναι συνταρακτικό τό νά εἶσαι χριστιανός». (Νεοελληνική Λογοτεχνία, 71 σ. 347). Ὁ Συμεών εἶναι πρῶτα Χριστιανός καί ὕστερα πολίτης. Σέ ὅλες πρωτεύει ἡ πίστη στόν Θεό. Σέ δεύτερη μοίρα ὅποια δράση, ὅποιος στοχασμός, ὅποια κοινωνική ἀναγνώριση.

Τήν πίστη του ὁ Θεοτοκᾶς τήν ἀναπαρασταίνει μέ γνήσιο χριστιανικό παλμό, σέ βαθμό πού σέ μιά στιγμή ὁ μητροπολίτης ἀγγίζει «τό ἄκτιστο φῶς» μέσω τῆς «νοερᾶς προσευχῆς» τῶν ἡσυχαστῶν (ὅ.π. σ. 354). Σχετική παρατήρηση διατυπώνει καί ὁ καθηγητής Χρῆστος Γιανναρᾶς στό βιβλίο του «Ὀρθοδοξία καί Δύση» τόμ. Ε. σ.167). Γράφει: «Ἦταν ὁ πρῶτος, ἀκόμα καί ἀπό τούς ἀκαδημαϊκούς θεολόγους πού μίλησε τά τελευταῖα χρόνια στήν Ἑλλάδα για τή νηπτική παράδοση τῆς ὀρθοδοξίας, τή νοερά προσευχή καί τά ἰδεώδη τοῦ «ἡσυχασμοῦ». Εἶναι, ἐξάλλου, ἀπό τούς πρώτους« κοσμικούς» συγγραφεῖς πού ἀνασύρουν ἀπό τή λήθη τό κύριο ἔργο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, τήν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν. Ἀπό τό ἀπάνθισμα αὐτό - ἰδιαίτερα πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του- θά ἐνδιαφερθεῖ νά ἀντλήσει πληροφορίες γιά την «νοερά προσευχή» καί τόν μοναστικό τρόπο ζωῆς  πού ὁδηγεῖ στη «θέωση». Τό κύριο ὅμως σημεῖο τῆς προσφορᾶς του δέν ἔγκειται στό ὅτι ἀνακάλυψε μιά μυστική παράδοση, ἀλλά στό ὅτι ἐπιχείρησε νά τήν ἐνσωματώσει στήν κοσμική πραγματικότητα, ἔξω δηλαδή ἀπό τόν μοναστικό χῶρο.

Τήν ἀγωνία του καί τήν ἀνησυχία του γιά τόν στραβό και ἄθεο δρόμο πού ἀκολουθεῖ ἡ κοινωνία μας, ἰδίως μέ τήν κρίση τοῦ 1965, θά ἐκφράση μέ δύο βιβλία του. Τό πρῶτο μέ τίτλο ἡ «Ἐθνική κρίση» καί περιλαμβάνει διάφορα ἄρθρα καί τό δεύτερο εἶναι ἕνα μυθιστόρημα μέ τίτλο «Οἱ καμπάνες ». Στό πρῶτο διαφαίνεται ἡ ἀγωνία του γιά τήν πολιτική τρικυμία καί τά ἐνδεχόμενά της. Ἡ δημοκρατία χάνεται, τά κοινωνικά προβλήματα ὀξύνονται, ὁ λαός διαμαρτύρεται. Καί ποιός φταίει; Ὁ Θεοτοκᾶς ρίχνει τήν εὐθύνη στούς ἄρχοντες, πού εἶχαν χάσει τόν προσανατολισμό τους. Πρέπει νά ξυπνήσουν, φωνάζει, γιά νά μήν ξυπνήσουμε ἕνα πρωΐ κι ἀκούσουμε τόν στίχο ἀπό τό στόμα τοῦ ἀγγέλου «πώς εἶναι θέλημα Θεοῦ ἡ πόλη νά τουρκέψει ...».

Στό ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καί τό μυθιστόρημα «Οἱ καμπάνες». Κεντρικός ἥρωας σ’ αὐτό εἶναι ἕνας μεγαλοτραπεζίτης. Ταξιδεύει σ’ ὅλες τίς μεγαλουπόλεις τοῦ λεγόμενου ἐλεύθερου κόσμου γιά νά παρακολουθῆ τά μεγάλα τραπεζικά συνέδρια. Τό κεφάλι του γεμίζει ἀπό καμπανοκρούσματα ὀλέθρου. Στό Παρίσι βλέπει τόν Σηκουάνα νά ξεχειλίζη καί νά καταποντίζη τήν πόλη «τῶν Φώτων», τόν πύργο τοῦ Ἄϊφελ νά γκρεμίζεται καί στή Νέα Ὑόρκη τούς οὐρανοξύστες νά γέρνουν καί νά θρυμματίζονται στή γῆ. Μισότρελος ἀπ’ τόν πανικό ὁ τραπεζίτης ἐγκαταλείπει τόν ἀστικό κόσμο καί γυρεύει διέξοδο στή φυγή καί στόν ἔρωτα. «Οἱ καμπάνες» εἶναι τολμηρό βῆμα τοῦ Θεοτοκᾶ. Δείχνει ὁλοκάθαρα πώς ἡ ἔλλειψη συναισθηματικῆς πίστης καί πνευματικότητας, καθώς καί ἡ ἀποκοπή ἀπό τό λῶρο τῆς πατρικῆς πίστης, ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο πολλές φορές στήν παραφροσύνη.

Γιά τόν Θεοτοκᾶ ἡ «Ἑλληνική» Ὀρθοδοξία εἶναι βαθιά συνυφασμένη μέ τήν ἑλληνική ζωή. Εἶναι θρησκεία στό μέτρο τοῦ ἀνθρώπου, φωτεινή, θερμή. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι  δημοκρατική. Ἡ ἠθική της εἶναι ἀνθρωπιστική. Αὐτή τήν εἰκόνα τοῦ δυναμικοῦ Χριστιανισμοῦ, καί εἰδικότερα τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναπτύσσει σέ τρία ἄρθρα του τό 1950. Σκοπός του εἶναι νά ἀναβαπτίση τό νεοελληνικό μυθιστόρημα σέ ἑλληνοχριστιανικές πηγές. Ἡ τάση του αὐτή φαίνεται ὁλοκάθαρη στό μυθιστόρημά του «Ἀσθενεῖς καί Ὁδοιπόροι», ὅπου δεσπόζει ἡ μορφή τοῦ Μαρίνου Βελῆ, μετέπειτα μοναχοῦ Τιμοθέου, πού σέ κάποια στιγμή θά πῆ: «Τοῦτος ὁ κόσμος δέν πάει καλά. Εἶναι κοινό μυστικό. Ὅσο μακριά, ὅσο ψηλά κι ἄν τόν φέρει ἡ ἄμετρη φιλοδοξία του, ὅσες τέχνες κι ἄν δοκιμάσει, ὅποιο σύστημα ζωῆς κι ἄν ἐφαρμόσει, χωρίς ἀγάπη δέ θά βρεῖ πιά ἄλλο τίποτα παρά τό κενό, τό φόβο καί τήν κόλαση. Ὅμως δέν παραδέχομαι ὅτι ὁ κόσμος χάθηκε, ὅτι ἔφτασε ἡ τελευταία του ὥρα ...». (Ἀσθενεῖς καί ὁδοιπόροι  σελ. 454). Καί ἀλλοῦ: «Καί ἐπειδή ἡ σύγχυση καί ἡ ἀσυναρτησία τοῦ μοντερνισμοῦ δέ μέ βοηθοῦν καθόλου σ’αὐτή τήν κατεύθυνση, μά τοὐναντίον μ’ὁδηγοῦν στήν καταστροφή.»

Καί ἀλήθεια, πρός τά πίσω εἶναι ὁ σωστός καί σωτήριος δρόμος πού θ’ ἀκολουθήση ὁ Θεοτοκᾶς. Αὐτήν τήν πορεία του θά περιγράψη στό νέο του δίτομο βιβλίο του μέ τίτλο   « Ἀσθενεῖς καί Ὁδοιπόροι ». Τό πρῶτο μέρος του ἦταν πρῶτα ἀνεξάρτητο καί φέρνει τόν τίτλο «Ἱερά Ὁδός ». Κεντρικός ἥρωας σ’ αὐτό εἶναι ὁ Μαρίνος Βελῆς, ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγός τοῦ στρατοῦ, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπ’ τόν ἴδιο τόν Γ. Θεοτοκᾶ. Ὁ ἴδιος ἀναφερόμενος στήν ἐπίθεση τῶν Γερμανῶν, τόν Ἀπρίλη τοῦ 1941 στήν Μακεδονία, ὅπου πολεμοῦσε καί ὁ ἴδιος: «Ἔνιωθες πώς ἡ φόρα τοῦ σιδερόφρακτου γερμανικοῦ φουσάτου ἦταν ἀκατάσχετη, τίποτα δέν θά τό σταματοῦσε. Εἶταν κάτι σάν μιά δύναμη τῆς φύσης, σάν πλημμύρα ἤ σεισμός, μιά ὁρμή τυφλή κι ἀκράτητη πού εἶχε ξεπεράσει τά μέτρα καί τά αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου.

Σέ λίγο, μιά μικρή μονάδα χωρίστηκε ἀπό τή φάλαγγα κι ἄρχισε ν’ἀνεβαίνει τήν πλαγιά μέ τά πουρνάρια. Πρόβαλαν στό σούρουπο, ντυμένοι στά μαῦρα, τά κράνη τους στολισμένα μέ κλαδιά, ξέφρενοι κι ἐξωτικοί. Κρατιόντανε ἀπό τό χέρι ἤ ἀπό τόν ὦμο καί τραγουδοῦσαν τραχιά, ἀκατανόητα τραγούδια, σάν ἰαχές πού ἔσκιζαν τό βουητό τῆς μάχης. Οἱ πρῶτοι ἔπεσαν ὅλοι, ἀδελφωμένοι καί μεθυσμένοι ἀπό τή μανία πού τούς ἔσερνε. Ἕνα δεύτερο κύμα, δεκατισμένο, ἔφτασε στό συρματόπλεγμα καί ἀγκιστρώθηκε ἐκεῖ. Οἱ Ἕλληνες, μόλις ξεχώρισαν μορφές ἀνθρώπινες πού τούς ζύγωναν, ξαναβρῆκαν τή φωνή τους πού τόση ὥρα τήν εἴχανε χαμένη. Ἔκραξαν. «Ἀέρα! Ἀπάνω τους!» Ἔριχναν τώρα κι οἱ Γερμανοί μέσα ἀπό τούς θάμνους. Μά τό πρῶτο ὁπλοπολυβόλο εἶχε σωπάσει. Ὁ Μαρίνος Βελῆς σύρθηκε νά τό φτάσει, νομίζοντας πώς τό ὅπλο εἶχε πάθει ἐμπλοκή. Ὁ σκοπευτής ἔγειρε τόν ὦμο του βαριά. Πῆρε στά χέρια του τό κεφάλι τοῦ στρατιώτη΄  εἴτανε μές στό αἶμα. Τόν ἔνιωσε πού ξεψυχοῦσε. Πέρασε ἀπό πάνω του, ἅρπαξε τό ὅπλο, τό στύλωσε πρός τά πουρνάρια καί πίεσε τή σκανδάλη χωρίς νά μετρᾶ. Δέν πονοῦσε πιά, δέν αἰσθανότανε τό σῶμα του. Εἶταν ὅλο νεῦρο καί ἔνταση. Αἰσθανότανε μονάχα τό ὅπλο πού τιναζότανε πρός τά ἐμπρός, τόν καπνό πού τόν σκέπαζε καί, ὁλόγυρά του, ἀνθρώπους πού χτυπιόντανε καί πεθαίνανε μέ ἀλαλαγμούς καί βόγγους.

Σκοτεινάζει. «Ἀπάνω τους!» Σκοτώνετε! Τρυπᾶτε! Ἀφανίζετε!  Τά πολυβόλα χυμοῦνε λυσσιασμένα. Ἀπό παντοῦ σκάνουνε χειροβομβίδες. «Μάνα μου! Μάνα μου !» Γιά τήν Ἑλλάδα, συνάδελφοι! Γιά τή χάρη της, γιά τη γλύκα της, γιά νά τή δοῦμε πάλι νά μᾶς χαμογελᾶ. Θέλουνε νά μᾶς τήν πάρουνε, μά δέν τή δίνουμε. Εἴμαστε ἄντρες μέ φιλότιμο, μ’ εὐθύνη. Ἔχουμε τά περασμένα μας, τούς τάφους τῶν πατέρων μας, γυναῖκες πού πιστεύουνε σ ’ἐμᾶς. «Ἀέρα !» καί «Μάνα μου !» φωνάζει τό βουνό μέσα ἀπό το σωρό τά ξεσκισμένα κορμιά, τά λιανισμένα κεφάλια, τ’ ἀναστρεμμένα μάτια, τά χυμένα μυαλά, τά κομμένα μέλη. Γιά σένα, Θεανώ! Γιά τήν ἀγάπη σου πού μέ βαστᾶ, πού δίνει ἕνα σκοπό καί ἕνα νόημα στή ζωή μου. Γιά τά ξέπλεκα μαλλιά σου. Γιά τά γυμνά σου πόδια στό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ. Γιά τήν κοριτσίστικη θλίψη, γιά τήν ἄχραντη καί σπαρακτική γοητεία πού σκεπάζει τή μορφή σου σάν κατεβαίνει τό σούρουπο στ’ ἀκροθαλάσσι καί φλογίζονται στόν ὁρίζοντα τά σύννεφα κι ἀχνοτρέμουν τά νησιά. «Γιατί δέν μᾶς ἀφήνουνε νά ζήσουμε; Γιατί;» Γιατί ἡδονίζονται μέ τό αἷμα καί μέ τόν πάταγο τῆς μάχης. Γιατί φραίνονται νά σκοτώνουν καί νά σκοτώνονται. Γιατί εἶναι ἄγριοι καί δυνατοί σάν νέα θεριά καί γεμάτοι χίμαιρες καί μουσική. Γιατί τούς τύλιξε ἡ μεγάλη συμφωνία τοῦ πολέμου καί τοῦ χαλασμοῦ καί ζοῦν ὁλόψυχα τό τρελό ὄνειρο τῆς κατάκτησης τοῦ κόσμου. Ὅμως ζοῦμε κι ἐμεῖς τ’ ὄνειρό μας, τήν Ἑλλάδα μας, τή λευτεριά μας, τήν ἀγάπη μας. Καί ξέρουμε νά σκοτώνουμε καί νά σκοτωνόμαστε κι ἐμεῖς ...

Νύχτωσε. Οἱ λαβωμένοι ἀργοπεθαίνουν. Ὅ,τι ἀπόμεινε γερό ἀπό τόν ἑλληνικό λόχο κρατᾶ τίς θέσεις του καί λουφάζει. Στό δρόμο βουΐζουν ἀκατάπαυστα οἱ κινητῆρες τῶν αὐτοκινήτων πού κατεβαίνουν πρός τή Φλώρινα. Οἱ Γερμανοί ὑποχώρησαν ἀπό τό βουνό κι ἄναψαν στά χωράφια φωτιές εἰρηνικές΄ μαγειρεύουν, ζεσταίνονται, καπνίζουν. Δέν τούς μέλλει ἄν δίνουν στόχο. Μά τά μεσάνυχτα ὁ πόλεμος ξεπετιέται πάλι, μέσα ἀπό τό ζόφο, ἀνέλεος. Ὁ ἐχθρός ἔζωσε τό ὕψωμα μ’ἕναν κυκλωτικό φραγμό φωτιᾶς ἀπό ὅλμους. Ξεκινᾶ ἀπό τούς πρόποδες καί σφυροκοπᾶ μέ πεῖσμα τίς πλαγιές, ἀνεβαίνοντας ἀπ’ ὅλες τίς μεριές πρός τήν κορφή. Συγκεντρώνεται ἐκεῖ λίγη ὥρα κι ὕστερα ἀνοίγεται πάλι καί κατεβαίνει πρός τόν κάμπο. Ὅλα θά τά σκεπάσει αὐτή ἡ κόλαση. Δέν θά μείνει οὔτε πουρνάρι οὔτε συρματόπλεγμα οὔτε θέληση ἀνθρώπινη. Θά κοματιάσει τά κουφάρια, θ’ ἀποτελειώσει τούς μισοπεθαμένους, θά τσακίσει τά ὅπλα, θά κυνηγήσει, στίς τελευταῖες ζαρωματιές τῆς γῆς, στά πιό κρυφά βαθουλώματα τοῦ βράχου, τούς ζωντανούς. Ἔτσι τούς πρέπει΄ γιατί αὐθαδίασαν. Μιά φούχτα στρατιωτάκια, ὁπλισμένα μέ σκουριασμένα σίδερα τῆς παλιᾶς σχολῆς, τόλμησαν νά ἐναντιωθοῦν στήν τιτάνια ὁρμή τοῦ Τρίτου Ράϊχ. Ἄς μή γλυτώσει λοιπόν κανείς τους! Ἄς τούς συντρίψει ὁλότελα ὁ νόμος τοῦ πολέμου! Ὁρμέμφυτα ὁ Μαρίνος βουτᾶ στή γῆ, δαγκάνει το χῶμα. Τό πιό παράξενο, τό πιό ἐξωφρενικό εἶναι πώς ζεῖ ἀκόμα. Ναί, ζεῖ, Θεέ καί Κύριε! Ζεῖ! Ποιά δύναμη τόν κρατᾶ στή ζωή μές σε τοῦτον τόν ἀφανισμό τῶν πάντων;

Ὁ διοικητής ζήτησε νά μιλήσει μ’ ἕναν ἀξιωματικό κι ὁ μόνος πού βρῆκε εἶταν ὁ Μαρίνος Βελῆς.
-Διαταγή τῆς  μεραρχίας, εἶπε. Ἡ ἀποστολή σας τελείωσε. Ὅσοι μποροῦν νά βαδίσουν, θά συγκεντρωθοῦν τό γρηγορότερο στό Κεράσοβο. Κατεβεῖτε ἀπό τή μεριά τοῦ δάσους. Εἶναι πιό σίγουρα.
Σάν ὑπνοβάτης, ὁ Μαρίνος μάζεψε κοντά του τούς ζωντανούς. Εἶταν καμιά εἰκοσαριά. Ρώτησε γιά τό λοχαγό. Τοῦ εἶπαν πώς εἶναι σκοτωμένος ἀπό ὥρα πολλή. Καί οἱ λοιποί βαθμοφόροι, ὅλοι νεκροί.
-Πᾶμε! εἶπε ἁπλά.
Χωρίς νά γυρίσουν πίσω τους, ροβόλησαν, μέσα ἀπό τή φωτιά, πρός τήν Ἀνατολή.

Μέ χίλιες προφυλάξεις καί μύριους κινδύνους φτάνει ὁ Μαρίνος στή Θεσσαλονίκη καί ἀπό κεῖ στό Ἅγιο Ὅρος. Γίνεται πρόθυμα ἀποδεκτός ἀπό τούς μοναχούς καί ἐντάσσεται στό προσωπικό.  Το πρῶτο βράδυ τόν κράτησαν στό μοναστήρι σάν γνώριμο προσκυνητή.  Τό ἄλλο πρωΐ ὁ μοναχός Στέφανος τόν πῆγε σ’ ἕνα ρωσικό κελί, ψηλά στήν πλαγιά. Ἦταν ἕνα εὐρύχωρο σπίτι, ἀληθινή βίλα, πού τήν εἶχαν χτίσει οἱ Ρῶσοι στήν τσαρική ἐποχή. Ἦταν σχεδόν ἐρειπωμένη καί ἐτοιμόρροπη. Στό ἰσόγειο ὑπῆρχε μικρό ἐκκλησάκι. Τήν κατοικοῦσαν τρεῖς μοναχοί: ὁ γέροντας Τύχων, κατάκοιτος, σχεδόν ἀκίνητος ἀπό ἐξάντληση, ἕνας ἄλλος, ὁ Θεοφάνης, μέ πυκνή, ἄσπρη γενειάδα, πού σκέπαζε τό στῆθος του, σέ προχωρημένη ἡλικία κι αὐτός κι ἕνας τρίτος, κάπως νεώτερος, ὁ πατήρ Σέργιος, ἕνας ἁπλός μουζίκος. Ὁ πατήρ Στέφανος εἶχε καί ἄλλο ρόλο. Μέ τήν ἔγκριση τοῦ Ἡγουμένου, ἔκρυβε σέ διάφορα κελιά φυγάδες στρατιωτικούς καί σέ συνεννόηση μέ Ἄγγλους πράκτορες τούς φυγάδευε στή Μέση Ἀνατολή, κρυφά ἀπ’ τούς Γερμανούς.

Ὁ πατήρ Θεοφάνης λέει μιά μέρα στό Βελή.
-Εἶσαι στενοχωρημένος, γιέ μου;
-Ἔρχομαι ἀπό τόν πόλεμο καί ξαναπηγαίνω στόν πόλεμο, τ’ ἀποκρίθηκε. Μπορεῖ νά μήν ξαναδῶ τόν τόπο μου καί τόν ἄνθρωπό μου.
-Ὁ Θεός νά σέ βοηθήσει εἶπε αὐτός, ἄν τόν πιστεύεις καί τόν παρακαλεῖς. Το κακό πού ἔπεσε στόν κόσμο εἶναι μεγάλο, ἀλλά πιό μεγάλος ὁ Κύριος.

Τοῦ ἀναθέτουν τό διακόνημα τοῦ βιβλιοθηκάριου στήν βιβλιοθήκη τῆς μονῆς. Τό σῶμα του εἶναι ἀκόμα γερό. « Ἔτσι, τίς ὧρες ὅπου ἡ Μονή ὁλόκληρη ἐργάζεται σάν μελίσσι γιά τή συντήρησή της, ἐγώ κλείνομαι σέ τούτη τήν αἴθουσα, ἀνάμεσα στά εἰκονογραφημένα χειρόγραφα καί τά παμπάλαια ἔντυπα, κάνω τή δουλειά πού πρέπει, ἀλλά μοῦ μένουν συχνά καί ὧρες ἀπραξίας. Διαβάζω λοιπόν τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, προσπαθῶ νά αἰσθανθῶ τή ζωντανή τους πίστη, τήν ἀπαράμιλλη βίωση πού μετεφέρουν ὡς ἐμᾶς ἀπό τό Λόγο τοῦ Θεοῦ, τή βίωση πού ἀκτινοβολεῖ ἀγάπη καί πνευματικό φῶς. Βυθίζομαι ἔτσι, ὅσο εἶμαι ἄξιος, καί ξαναγεννιοῦμαι, στίς ἀστείρευτες πηγές τῆς χριστιανικῆς σοφίας. Πόσο μακριά ἡ ἐποχή ὅπου δέν μπορούσα νά περάσω μιά μέρα χωρίς ἐφημερίδες, πόσο ξεπερασμένη καί νεκρή ὅλη ἐκείνη ἡ φαινομενική ἐπικαιρότητα, ἡ ἐφήμερη τύρβη τοῦ αἰώνα, αὐτό πού ὁ κόσμος ὀνομάζει « ζωή» ! Καί πόσο ἐπίκαιρο πάντα, πόσο «φλέγον» τό ἐπίμονο, τό ἀκατάβλητο πλησίασμα τοῦ αἰωνίου, πού ἀναδίνει κάθε σελίδα τῶν ἱερῶν κειμένων! Καί ὅμως, παρ’ ὅλη τήν ἄσκηση, δέν φαίνεται νά χειραφετήθηκα ἀκόμα ἀπό τό βάρος τοῦ προηγούμενου βίου μου πού, ὧρες - ὧρες, ξυπνᾶ μέσα μου μέ τρόπο τυραννικό καί μ’ ἀναγκάζει, ἄθελά μου, νά τόν ξαναζήσω. Γεμίζω τότε τετράδια γιά νά ἐλαφρώσω.»

Τακτικά προσεύχεται. Μοῦ ἔδωσες, Κύριε, τή Θεία Χάρη Σου, στίς ἐλάχιστες στιγμές πού ἀξιώθηκα νά τή δεχτῶ - στιγμές φευγαλέες, μετρημένες στά δάχτυλα τῶν χεριῶν μου – πρέπει ὅμως νά λειτουργήσει πολύ κι ἡ δική μου βούληση, ἀκατάπαυστα, ἀκατάβλητα, χρόνια και χρόνια, πρέπει νά συνεργήσω, ὅσο μπορῶ καί ὅσο ἀντέχω, ἀφοῦ, καθώς μᾶς διδάσκει ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλάσμα λεύτερο καί αυτεξούσιο, ὄχι τυφλῆς μοίρας παίγνιο, ἀλλά ὑπεύθυνος συνεργός τοῦ Θεοῦ, πλάσμα πού ἔχει τήν εὐκαιρία νά σωθεῖ, ἀλλά πρέπει τό ἴδιο νά τό ἀποφασίσει, νά τό θελήσει. «Ἀνάγκη καί βία, γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, οὐδένα προσάγεται ποτέ ὁ Θεός, ἀλλά θέλει μέν ἅπαντας σωθῆναι, οὐκ ἀναγκάζει δέ οὐδένα΄ οὐ γάρ ἄκοντα οὐδέ μή βουλόμενον, ὅπερ λέγω πολλάκις, ἀλλ’ ἑκόντα καί προαιρούμενον παρεσκεύασται σώζειν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον».  

Θυμήθηκε μιά συζήτηση πού εἶχε ἕνα βραδάκι σ’ ἕνα ταβερνάκι κι ἔπιναν ρετσίνα μ’ ἕναν συμπολεμιστή του. Καθηγητής φιλόλογος ἀπό τή Χίο. Εἶχε τή γλύκα καί τήν καλοσύνη τοῦ νησιώτικου λαοῦ. Λουκᾶς Ἀμύγδαλος τ’ὀνομά του.
-   Θέλω νά πιστέψω, μά δέν μπορῶ,  λέει, ὕστερα ἀπό σκέψη στό Βελή.
-   Νά θελήσεις τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Βελής. Καί συνεχίζει.
-  Ἡ πίστη εἶναι δύσκολη, τοῦ εἶπα. Δέν θά σοῦ ἔρθει ἕτοιμη καί βολική, χωρίς νά δώσεις ἐσύ τίποτα. Γιά νά ὑπάρξη ἡ πίστη, πρέπει νά λειτουργήσουν δύο παράγοντες, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἡ λεύτερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Χάρη καί λευτεριά: αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ὕπαρξή μας. Μήν ἀκοῦς τούς σοφιστές τοῦ αἰώνα πού γέμισαν τόν κόσμο μέ ψεύτικα προβλήματα καί κάλπικες ἀλήθειες.
-    Δέν μέ ἐπηρεάζουν οἱ σοφιστές. Μά ἡ Χάρη ποῦ εἶναι;
-    Εἶναι διάχυτη παντοῦ, εἶναι στή διαθεσή μας, φτάνει νά εἴμαστε ἄξιοι νά τή δεχτοῦμε. Καί δέν  βρίσκεται ἄνθρωπος στόν κόσμο – τό πιστεύω ἀκράδαντα – πού νά μήν εἶναι ἄξιος νά τή δεχτεῖ, τουλάχιστο μιά φορά στή ζωή του - ἄν καί, βέβαια, πολλοί πάρα πολλοί, δέν  τό συνειδητοποίησαν ποτέ καί περνοῦν τήν ἐπίγεια ὔπαρξή τους χωρίς νά δοκιμάσουν αὐτήν τήν ἄφταστη ἀναγαλιά. Ἡ Χάρη μπορεῖ νά μήν εἶναι ἄλλο τίποτα παρά μιά ἀστραπή πού, ἔξαφνα καί γιά λίγες στιγμές,νδιαλύει τά ἐρέβη καί πλημμυρίζει τόν κόσμο μέ ἄπλετο φῶς.Τό αἴσθημα μιᾶς παρουσίας.

-  Ἐσύ τό δοκίμασες ποτέ αὐτό τό αἴσθημα;
-  Μή ρωτᾶς ποτέ κανέναν γι’αὐτό. Κανείς δέν ἔχει τή διάθεση νά τό συζητᾶ. Τοῦτο μόνο σοῦ λέω, πώς εἶναι μιά εὐτυχία πού δέν συγκρίνεται μέ καμιάν ἄλλη ἀνθρώπινη ἐμπειρία. Δέν θά γελαστεῖς ἄν ποτέ σοῦ δοθεῖ νά τή ζήσεις. Θά πεῖς μέσα σου: αὐτό εἶναι, ναί, αὐτό καί τίποτα ἄλλο. Μιά ἀνέκφραστη εὐτυχία βγαλμένη ἀπό σκληρόν, ἀβάσταχτο πόνο. Μιά εὐτυχία τῶν δακρύων.
-  Γιατί ἀπό τόν πόνο καί ἀπό τά δάκρια; Γιατί πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά συντριβεῖ ἀπό τήν ὀδύνη γιά νά βρεῖ τήν ἀλήθεια καί τήν εὐτυχία; Ποιός τό ὅρισε αυτό;
-  Δέν ξέρω. Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος: «διά πένθους». Τό λέει ὁ δάσκαλός μας ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς. Τό πένθος, ὁ πόνος, σωματικός ἤ ψυχικός, μᾶς κάνει καί γινόμαστε  οἱ «καθαροί τῇ καρδίᾳ » καί ἱκανοί τότε νά φτάσουμε στό μυστικό σημεῖο ὅπου ἡ Χάρη συναντᾶ τή θέληση. Πρέπει κάτι νά μᾶς κάψει ἀπό μέσα, νά περάσουμε ἀπό κάποια φωτιά.
Σωπάσαμε λίγη ὥρα, συγκεντρωμένοι στούς λογισμούς μας. Ὅταν σηκωθήκαμε νά φύγουμε, ὁ φίλος μου εἶπε:
-  Ἡ φωτιά καί τό πένθος δέν ἔλειψαν ἀπό τή ζωή μας. Ἀλλά ἴσως, πράγματι, νά μᾶς ἔλειψε ἡ θέληση πού λές.
-  Φαίνεται πώς αὐτό εἶναι τό πιό δύσκολο, εἶπα.

Ὁ Θεός δέ θ’ ἀφήσει τόν κόσμο νά χαθεῖ.
-  Ποῦ νά στηριχτοῦμε; Ρώτησα.
- Ἔχουμε στήριγμα τήν Ὀρθοδοξία. Αὐτή θά μᾶς σώσει, μέ τήν ἀγάπη καί τή λευτεριά, καί, μαζί μέ μᾶς, ὁλόκληρη τήν κτίση. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν χάνεται, ὅ,τι καί νά γίνει. Πέφτουν οἱ Αὐτοκρατορίες, γκρεμίζονται πολιτισμοί, ἀλλάζει ὁλοένα ὁ κόσμος, μά ἡ Ὀρθοδοξία μένει, γιατί εἶναι μέσα μας ζωντανή, ὅπως τήν πρώτη μέρα πού μᾶς τήν ἔδωσε ὁ Χριστός, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή μας ἐν Χριστῷ. Κοίταξε μέσα σου καί θά τή δεῖς. Ρώτησε καί θά σοῦ μιλήσει, θά σέ ὁδηγήσει στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὅποιοι καί ἄν εἶναι οἱ σκοποί σου.
Σωπάσαμε μερικές στιγμές, ἀκούοντας τό νερό καί τά πουλιά. Ἡ ἤρεμη, ἀκλόνητη βεβαιότητά του μοῦ ἔκανε καλό.

Ἡ  ἐ  ξ  ο  μ  ο  λ  ό  γ  η  σ  η

-    Ὁ Θεός σέ λυπήθηκε, ἀποκρίθηκε αὐτός. Σήμερα ὁ στάρετς ἄνοιξε τά μάτια καί μᾶς μίλησε. Πήγαινε νά τοῦ ἐξομολογηθεῖς. Θά πάρεις δύναμη.
Νά ἐξομολογηθῶ; Δέν τό εἶχα σκευτεῖ, ἀλλά, κατά τά φαινόμενα, τό περίγυρο μ’ εἶχε ἐπηρεάσει καί βρῆκα τήν πρόταση φυσική. Δίχως νά περιμένει τή συγκατάθεσή μου, ὁ πατήρ Θεοφάνης σηκώθηκε.
-    Ἔλα, εἶπε.
Τόν ἀκολούθησα. Τό βράδυ εἶχε ἀρχίσει νά πέφτει καί τό σπίτι νά σκοτεινιάζει. Μπῆκα, γιά πρώτη φορά, στό δωμάτιο τοῦ γέροντα Τύχωνα, πού εἶταν σχεδόν γυμνό, σάν τό δικό μου. Δίπλα στό κρεβάτι, ὑπῆρχε ἕνα μικρό τραπέζι μέ εἰκονίσματα, ἀκουμπισμένα στόν τοῖχο, καί μ’ ἕνα καντήλι ἀναμμένο, καθώς καί μερικά παλαιά καί φθαρμένα ἐκκλησιαστικά βιβλία, ἑλληνικά καί ρωσικά. Ἀπό τ’ ἀνοικτό παράθυρο, ἐρχόντανε ἁπαλά τά ἀρώματα τῆς ἄνοιξης.

Ὁ στάρετς εἶταν ξαπλωμένος, μέ τά μάτια ἀνοιχτά, στυλωμένα στό κενό, μέ ἀραιά μαλλιά καί γένια. Ἡ ἐξάντλησή του εἶταν μεγάλη. Ἡ μορφή του ἔδινε μιάν ἐντύπωση σάν νά εἶταν ἄχρωμη καί διάφανη, σάν νά κόντευε νά ἐξαϋλωθεῖ. Δέν καταλάβαινες πώς ἀνάσαινε, δέν εἶχε παρά ἐλάχιστη ζωή, σάν νά τόν ἔδενε ἀκόμα μέ τοῦτον τόν κόσμο ἕνα ἀόρατο νῆμα, ἕτοιμο νά κοπεῖ ἀπό στιγμή σέ στιγμή. Ὁ πατήρ Θεοφάνης ἔσκυψε καί τοῦ μίλησε ψιθυριστά, στή γλώσσα τους. Αὐτός κάτι ἀποκρίθηκε καί μοῦ ἔγνεψε νά καθήσω δίπλα του, σέ μιά καρέκλα.
-    Μίλησέ του λεύτερα, εἶπε ὁ Θεοφάνης. Ξέρει ἑλληνικά. Μήν περιμένεις νά σοῦ πεῖ πολλά λόγια, δέν ἔχει τή δύναμη. Ἀπό τά λίγα πού θά πεῖ, ἐσύ θά καταλάβεις.


Ἔφυγε κι ἔκλεισε τήν πόρτα. Πόσην ὥρα πέρασα μόνος, ἐκεῖ μέσα, μέ τόν ἑτοιμοθάνατο γέροντα, δέν μπορῶ νά ὑπολογίσω. Ἴσως πολύ ἴσως λίγο, μά αὐτό το διάστημα χρόνου εἶταν τόσο πυκνό, τόσο ἔντονο, πού ζυγίζει σήμερα στή μνήμη μου περισσότερο ἀπό ὁλόκληρες δεκαετίες. Στήν ἀρχή, ἔμεινα καί τόν κοίταζα βουβός, ἀπορροφημένος ἀπό τήν ἀπροσδιόριστη γοητεία πού ἀσκοῦσε ἀπάνω μου. Ἔνιωθα τώρα, στή μορφή του, κάτι πού δέν εἴτανε μονάχα ἀνθρώπινο, μά καί ἀγγελικό, σάν νά βρισκότανε κιόλας ἡ ψυχή τουἀνάμεσα στό ἐνθάδε καί τό ἐπέκεινα. Κουνοῦσε ὁλοένα τά χείλια του σιωπηλά, σάν νά ἔλεγε άτι ἀπό μέσα του ἐπίμονα, πάντα τό ἴδιο. Μιά – δυό φορές, πού βγῆκε ἀπό τό στόμα του ἕνας ψίθυρος, τόν ἄκουσα νά προφέρει τ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.Ἕνας ἀέρας μυστηρίου καί μυσταγωγίας μέ συνεπῆρε. Τό βλέμμα τοῦ γέροντα στράφηκε πρός ἐμένα.

- Μίλησε, μοῦ εἶπε σιγανά, χωρίς νά διακόψει αὐτό πού ἔλεγε κατ’ ἰδίαν.

Μίλησα. Ἄνοιξα ὁλότελα τήν καρδιά μου, τήν ἄφησα νά χυθεῖ ἔξω. Τά εἶπα ὅλα ὅσα μέ βάραιναν, τό μεγάλο ἔρωτά μου γιά τή Θεανώ, τόν ἀμοιβαῖο πόθο μας, τήν ἕνωση τῶν σωμάτων μας,πού δέν τήν εἶχε εὐλογήσει ἡ ἐκκλησία, τήν εὐτυχισμένη ζωή μας, πού ποτέ δέν τήν εἶχα παραδεχτεῖ γιά ζωή ἁμαρτίας, τό πάθος μου γιά τόν πόλεμο, τήν ἀκατανίκητη ἀνάγκη μου νά τόν συνεχίσω, τίς ἐξηγήσεις πού ἔδινα στόν ἑαυτό μου γιά νά δικαιώσω τή διαγωγή μου. Μά ὅποιες κι ἄν εἶταν οἱ δικαιολογίες μου δέν μποροῦσα νά κάμω ἀλλιῶς΄ ἡ ἀπόφασή μου εἶταν ὁριστική εἶχα μπεῖ σ’ ἕνα δρόμο ὅπου δέν ὑπῆρχε τρόπος νά πισωδρομήσω. Εἶχα ἐγκαταλείψει τή Θεανώ, ἀγαπώντας την παράφορα, τή Θεανώ πού τόσην εἶχε τώρα ἀνάγκη ἀπό μένα. Εἶπα τήν ἀγωνία μου, τό χάος πού ἔβλεπα στή ζωή μου καί στή ζωή τοῦ κόσμου. Τά εἶπα ὅλα, ἔτσι ὅπως μοῦ ἤρθανε, νευρικά, συγκεχυμένα, μέ ὀδύνη.

Κάποτε σταμάτησα. Ὁ γέροντας κοίταζε ἵσια μπροστά του καί ὁλοένα κουνοῦσε τά χείλια. Νά μέ εἶχε τάχα ἀκούσει,νά μέ εἶχε καταλάβει; Περίμενα ἕνα νεῦμα του γιά νά κρίνω τί ἔπρεπε νά κάμω. Ὅμως αἰσθανόμουν μιά ξαλάφρωση, τό ἄδειασμα τῆς ψυχῆς μου μέ εἶχε ὠφελήσει.

Γύρισε πάλι καί μέ εἶδε. Αἰσθάνθηκα στό βλέμμα του μιά μεγάλη γλυκύτητα, μιάν ἀπέραντη καλοσύνη πού μέ ζέσταινε καί μέ παρηγοροῦσε. Μά δέν εἴτανε μόνο καλοσύνη. Μέ κοίταζε σάν κάποιος πού μέ γνώριζε καλά, ἀπό τά πιό μικρά μου χρόνια, κάποιος πού εἶχε ὑπ΄ ὄψη του ὁλόκληρη τήν ὥς τή μέρα ἐκείνη ζωή μου,ἀλλά καί τά τωρινά προβλήματά της τίς δυνατότητές της, τό δρόμο πού ἀνοιγότανε μπροστά της. Εἶταν ἡ καλοσύνη τοῦ πατέρα πού ἀγαπᾶ τό παιδί του καί τό γνωρίζει καλά καί μαντεύει τά ὅριά του καί τά μελλούμενά του καί τό ἀφήνει νά λέει, χωρίς νά το διακόψει καί νά τοῦ ἐναντιωθεῖ,γιατί τό καταλαβαίνει καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι ἐκεῖνο καταλαβαίνει τόν ἑαυτό του.

- Παίρνω ἀπάνω μου τά λάθη σου, εἶπε, σάν νά ‘τανε δικά μου. Μετανοῶ καί προσεύχομε γιά σένα.

Ξανάρχισε, λίγη ὥρα, νά κουνᾶ τά χείλια, σιωπηλά. Κρατοῦσα τήν ἀναπνοή μου.
- Πήγαινε στό δρόμο σου, συνέχισε. Ὁ Κύριος σέ δοκιμάζει. Ἀργότερα, μπορεῖ νά ξανάρθεις ἐδῶ μοναχός σου.

Σώπασε πάλι. Ἄραγε πόσην ὥρα; Στό τέλος, πρόφερε μιάν ἀκόμα φράση πού, ὅσο περνοῦν τά χρόνια, μοῦ εντυπώνεται βαθύτερα καί κρατᾶ τό πνεῦμα μου σέ ἐγρήγορση καί ἀναμονή.
- Ὅταν θά εἶσαι ἄξιος, εἶπε, θά λάβεις ἐντολή.

Ἔξαφνα, εἶχα μιά παράξενη ἐντύπωση πού δέν μποροῦσα ποτέ νά τήν ἐξηγήσω – καί πού δέν ξέρω καί σήμερα ἄν εἶταν ἐντύπωση μιᾶς στιγμῆς ἤ κάτι πού βάσταζε ὥρα - ὅτι ἡ διάφανη μορφή τοῦ στάρετς εἶχε γίνει ὁλόφωτη, σάν νά τήν ἔφεγγε μιά λάμψη πού νόμισα πώς ἔβγαινε ἀπό μέσα της. Εἶταν ἕνα φῶς ἀπερίγραφτο, σάν νά μήν εἶταν τοῦ κόσμου τούτου. Ἀκτινοβολοῦσε τόσο ἔντονα ὥστε εἴτανε σάν νά ἔσβηνε ὁλόγυρα τό καθετί. Δέν ἔβλεπα πιά παρά μόνο τή μορφή αὐτή, ἀνάλαφρη καί μετέωρη, πού θά ἔλεγες ὅτι εἶχε ἀποσπαστεῖ ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς ὕλης. Γονάτισα και τοῦ φίλησα τό χέρι. Δέν μέ πρόσεχε πιά ἀπορροφημένος ἀπό τήν ἔκστασή του. Βγῆκα ἀθόρυβα καί κλείστηκα στήν καμαρά μου. Μέ κατεῖχε ὁλόψυχα ἕνα αἴσθημα ὑπέρτατης εὐδαιμονίας πού δέν εἶχα ζήσει, ὥς τότε, ποτέ. Οὔτε ἤξερα οὔτε εἶχα τήν ἱκανότητα νά σκεφτῶ τί θά εἶταν ἄραγε αὐτό πού ἔνιωθα καί πῶς μοῦ εἴτανε δυνατό, στίς δραματικές ἐκεῖνες περιστάσεις, νά αἰσθάνομαι τόσο εὐτυχισμένος. Οὔτε κάν ποῦ βρισκόμουν οὔτε ποῦ πήγαινα μποροῦσα πιά νά κρίνω.Συνέπαιρνε τήν καρδιά μου κάτι τό ἄπειρο, τό αἰώνιο, πού μέ πλημμύριζε γλυκύτητα καί ἀγάπη. Ὅλες μου οἱ ἀγωνίες εἶχαν καταλαγιάσει μέσα μου καί δέν αἰσθανόμουν τίποτα ἄλλο παρά αὐτήν τήν προσέγγιση μέ τήν αἰωνιότητα καί τό ξεχείλισμα, στήν ψυχή μου, τῆς ἀγάπης. Πολύ ἀργά, μέ πῆρε ἕνας ὕπνος ἐλαφρός καί κομμένος και, κάθε φορά πού ξυπνοῦσα στριφογυρίζοντας στό σκληρό μου κρεβάτι, μέ γέμιζε πάλι τό ἴδιο αἴσθημα εὐτυχίας πού μοῦ φαινότανε σάν νά καταύγαζε ὅλη τήν πλάση.

Τήν ἄλλη μέρα, μίλησα γιά τά γεγονότα αὐτά στόν πατέρα Θεοφάνη. «Πάντοτε χαίρετε, εἶπε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε. Τό πνεῦμα μή σβέννυτε. Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ιησοῦ Χριστοῦ μέθ’ ἡμῶν».

Στόν Πανάγιο Τάφο

Φυγαδεύτηκε καί ὁ Μαρίνος στή Μέση Ἀνατολή μέ τό δίκτυο τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν. Ἔφτασε στά Ἱεροσόλημα. Περιῆλθε πολλά ἱστορικά μέρη. Ἔφτασε καί στόν Πανάγιο Τάφο καί διηγεῖται: «Μπῆκα στόν κεντρικό, ἑλληνικό Ναό τοῦ κτιριακοῦ συγκροτήματος καί στύλωσα, ἀπό μακριά, τά μάτια μου στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, πού βρίσκεται στό τέμπλο. Τραντάχτηκα. Ἡ μορφή του μοῦ ἔδινε ἕνα δυνατό κλονισμό, ψυχικό καί σωματικό. Δέν ἔβλεπα τίποτα ἄλλο τριγύρω μου μόνο αἰσθανόμουν, στό μισόφωτο, μέσ’ στό ἄρωμα τοῦ λιβανιοῦ, ὅλο τόν πλοῦτο ἀπ’ τά βαθύχρωμα εἰκονίσματα, τά ἀσήμια, τίς καντῆλες, τούς πολυελαίους, τά μανουάλια, τά λάβαρα, τήν πυκνή κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῆς Ὀρθοδοξίας πού καμιά λατρεία στόν κόσμο δέν μπορεῖ νά τήν φτάσει. Πλησίασα, ἀκούμπησα στό χέρι ἑνός στασιδιοῦ καί τότε ὅλη μου ἡ ἀβάσταχτη ὁρμή ἔγινε κλάμα...Ξεθύμανα, κάθησα στό στασίδι, σκούπισα τά μάτια μου, ἀνάσανα λίγη ὥρα, χωρίς νά κοιτάζω ἄλλο τήν εἰκόνα. Ὁ Κύριος δέν ἦταν πιά παρών, ἡ εἰκόνα εἶχε ξαναγίνει ξύλο ζωγραφισμένο, τό μυστήριο εἶχε τελειώσει. Ἔκαμα τό σταυρό μου ἄναψα ἔνα κερί καί ξαναβγῆκα στό δρόμο ἐλαφρωμένος».

Ἀσυναίσθητα κείνη τήν ὥρα ἔρχεται στό νοῦ τοῦ ἀναγνώστη ὁ πανύψηλος πέτρινος κῶνος μέ τήν πατροπαράδοτη εἰκονογραφία τοῦ Σινᾶ, ἡ ἀγία κορυφή τοῦ Μωυσῆ, τό ὄρος Χωρήβ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού τήν ἐπισκέφτηκε ὁ Θεοτοκᾶς σέ ἄλλο ταξίδι του. Τρισήμισυ χιλιάδες σκαλοπάτια ὀδηγοῦν στήν κορυφή αὐτοῦ τοῦ προαιώνιου μνημείου τοῦ Θεοβάδιστου Ὄρους. Ἀρχίζουν κοντά στή μονή καί τραβοῦν ἀπότομα πρός τά ὔψη, μέσα ἀπό στενά χωρίσματα τῶν λίθινων βουνῶν. Πρέπει νά ἔχει ὁ ὁδοιπόρος ἐμπιστοσύνη στήν καρδιά του, προτοῦ ξεκινήσει σ’ αὐτόν τό δρόμο. Το Σινᾶ δέν προσφέρεται. Πρέπει νά τό κερδίσει κανείς μέ ἐπιμονή, μέ ἀγώνα, σωματικό καί ψυχικό, πιέζοντας τήν καρδιά του, ἀναπνέοντας δύσκολα καί βασανίζοντας μέσα του ἀκραῖα προβλήματα πού τοῦ τά ὑποβάλλουν, σέ κάθε βῆμα, τό τοπίο, τά μνημεῖα, ὁ φόρτος τριγύρω του τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῶν γενεῶν. Ἀπέναντί του εἶναι μιά μικρή ἐκκλησία πού σκεπάζει τό σπήλαιο τοῦ Ἠλία. Ἐκεῖ, κατά τήν παράδοση, κρυβότανε ὁ προφήτης, κατατρεγμένος ἀπό τούς ὁμοφύλους του, ὅταν τοῦ δόθηκε ν’ ἀκούσει κι αὐτός ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

Κοντά στό σημεῖο αὐτό, λίγο ψηλότερα, σ’ ἕνα καλύβι πού ὑπάρχει ἀκόμα, ἀσκήτεψε ὁ τελευταῖος ἐρημίτης τοῦ Σινᾶ, ὀνόματι Δανιήλ, πού ζοῦσε ὥς πρίν ἀπό λίγα χρόνια. Εἶταν θεῖος τοῦ μακαρίτη Δαμασκηνοῦ, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, καί ἄνθρωπος, καθώς λέγεται, μέ βαθιά πίστη καί μεγάλην ἀρετή. Ὅταν ἐλευθερώθηκε ἡ Ἑλλάδα ἀπό τήν ἐχθρική κατοχή καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἔγινε Ἀντιβασιλέας, θέλησε νά φέρει τό θεῖο του κοντά του, νά τόν τιμήσει καί νά τόν γεροκομίσει. Τοῦ ἔστειλε λοιπόν δύο ἀρχιμανδρίτες γιά νά τόν πείσουν νά κατέβει ἀπό τήν ἔρημο. Αὐτός ὅμως τούς γύρισε πίσω ἄπρακτους, ἀφοῦ τούς ἔδωσε τήν ἀκόλουθη ἀπάντηση πού ἔμεινε στό Σινᾶ ἱστορική: Πηγαίνετε νά πεῖτε στόν ἀνηψιό μου νά προσέχει, μήπως μ’ αὐτήν τήν κάτω βασιλεία χάσει τήν ἀπάνω. Ἡ κορυφή εἶναι πολύ μικρή, σκεπασμένη ἀπό δύο κτίσματα – μιάν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδας καί ἕνα τζαμί κι ἀπό τά ἐρείπια ἑνός μεγαλύτερου ναοῦ πού εἶχε στήσει ἐκεῖ ὁ Στέφανος, ὁ ἀρχιτέκτονας τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Πλάϊ στήν καινούργια ἐκκλησία βρίσκεται ἡ θρυλική «ὀπή τῆς πέτρας» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου, χωμένος καί πεσμένος μπρούμυτα ὁ Μωυσῆς, ἄκουσε τόν Ἰεχωβᾶ νά τοῦ μιλᾶ.

Τό μάτι, ὅπου, ἀγκαλιάζει τήν πέτρινη ἔρημο νά ξεπετιέται στα ὕψη μέ ἀμέτρητες, λεῖες, κοφτερές κορυφές πού ἀστράφτον στό σκληρό, ἄπλετο φῶς. «Ἕνα ἐξωτικό τοπίο χωρίς νερό, χωρίς δένδρο, χωρίς σύννεφο, ἔρημο σάν τοπίο τῆς σελήνης»,γράφει ὁ Καζαντζάκης. Ναί, τέτοιο εἶναι, ἀλλά μοῦ φάνηκε, ὡστόσο, ζωντανό καί πράο, μέ ἀλλόκοτο τρόπο. Τό διαπερνᾶ, θαρρεῖς, μιά ἀκατανόητη πνοή ζωῆς, μιά σιωπηλή μουσική τῶν σχημάτων καί τῶν χρωμάτων, πού ἀπό δῶ ἀπάνω ἔχουν προσλάβει, ἀναπάντεχα, ἁπαλότητα καί γλυκύτητα. Τό ἄγριο καί τό μεγαλόπρεπο, στήν ἔσχατη αὐτή τους ὁλοκλήρωση, ἔξαφνα ἡμερεύουν, ξαναβρίσκουν καί προσφέρουν τή γαλήνη. Εἶναι ἡ ἀμοιβή γιά τήν προσπάθειά μας. Αἰσθάνεσαι σάν νά καταλύονται οἱ ἔννοιες τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου καί σάν νά σέ περιβάλλει μιά πνευματική δύναμη αἰώνια, ἀκατάλυτη, ἑλληνική καί οἰκουμενική ταυτόχρονα, ἱκανή νά διαρκεῖ ἀπεριόριστα καί νά ἀκτιινοβολεῖ στόν κόσμο. Δέν εἶταν ἐθνικιστική ἡ διάθεσή μου καί, ἄν εἶταν, θά τό θεωροῦσα ἀσέβεια. Δέν ἔχουν θέση, σέ τέτοιο ὕψος, οἱ ἐγωκεντρικοί ἐθνικισμοί μας. Χρειάζεται ἐκεῖ καρδιά πλατιά, ἀνθρώπινη. Ποτέ ὅμως δέν αισθάνθηκα σάν κάτι τόσο ζωντανό, τόσο πραγματικό καί τόσο εὐργετικό αὐτό πού ὁ Καβάφης ὀνόμασε «τό μέγα Πανελλήνιον».

Στό Ἀλαμέιν

Ὁ μοναχός Τιμόθεος βρισκόταν ἀκόμα στά Ἱεροσόλυμα, ὅταν ἡ ἐξόριστη ἑλληνική κυβέρνηση ἀγωνιζόταν νά στήσει ταξιαρχίες. Μάζευε γι’αὐτό τό σκοπό, ὅ,τι ἔβρισκε μπροστά της. Μερικά συντρίμμια τοῦ πρώην στρατοῦ μας, πού πέρασαν στήν Αἴγυπτο ὕστερα ἀπ’ τή μάχη τῆς Κρήτης, κάποιους Ἕλληνες ἀπ’ τίς παροικίες τῆς Ἀφρικῆς. Ἕτσι σχηματίστηκε ἡ πρώτη ταξιαρχία μας, στήν ὁποία βρέθηκε νά ὑπηρετεῖ στή διοίκηση σάν διαγγελέας ἀξιωματικός καί ὁ Μαρίνος. Οἱ Ἄγγλοι ξόδευαν γιά νά τή συντηροῦν. Ὅλοι δέχτηκαν τήν πρόσκληση μ’ ἕνα ξέσπασμα χαρᾶς καί περηφάνειας. Γιά ὅλους ἦταν μιά μεγάλη ὥρα, ὕστερα ἀπ’ τήν ὁλοκληρωτική συντριβή τοῦ Ἀπρίλη 1941. Ἡ ζωή στήν ἔρημο ἀνυπόφορη. Ἔδαφος σαθρό, ἄγονο, κιτρινωπό, πέτρες ἀσπριδερές καί κάποια ξερά ἀγριόχορτα. Πεθαμένη γῆ. Ἡ ἄμμος καίει τά μάτια, τρίζει στό στόμα τῶν στρατιωτῶν. Παντοῦ ἀπέραντη ἐρημιά. 23 τοῦ Ὀκτώβρη 1942, ἡμέρα Παρασκευή, ὥρα ἐννέα καί μισή τό βράδυ.

Ὁ Τιμόθεος θυμᾶται:  «Ἡ σελήνη ἦταν ἤδη ψηλά, στρογγυλή καί ὁλοκάθαρη. Βρισκόμασταν ἀπό νωρίς σέ κατάσταση ἑτοιμότητας καί περιμέναμε διαταγές. Ἡ σκηνή μπροστά μας εἶχε ἀνάψει τά ἀργυρά της φῶτα καί πρόσμενε κάποια δράση πού, γιά λόγους ἄγνωστους σέ μᾶς νόμιζες πώς καθυστεροῦσε. Τό ‘νιωθε κανείς πώς ὁ παλμός τοῦ κόσμου εἶχε συγκεντρωθεῖ, γιά μιά στιγμή, στήν ξερή ἐκείνη γωνιά τοῦ πλανήτη. Ἡ ἀπέραντη ἔρημος ἁπλωνόταν ὡς ἐκεῖ πού ἔφτανε τό μάτι, ἄδεια, σιωπηλή, ἀπόκοσμη, γεμάτη ἔνταση καί θάνατο. Μαντεύαμε ὅλοι πώς καί ὁ ἀόρατος ἐχθρός ἤξερε αὐτό πού ξέραμε ἐμεῖς καί μᾶς καρτεροῦσε, λουφάζοντας πίσω ἀπ’ τίς παγίδες του μέ τήν ἴδια ἀγωνία πού μᾶς κρατοῦσε καί μᾶς, μέ τό ἴδιο κενό στομάχι, τό ἴδιο σφίξιμο στήν καρδιά. Ἡ θύελα ἐρχότανε. Τή νιώθαμε πιά, καθώς ὅταν βλέπεις νά σκοτεινιάζει λίγο – λίγο ὁ οὐρανόςκαί νά πετοῦν μαζεμένα, ἀγριεμένα πουλιά. Ἡ ἀτμόσφαιρα πύκνωνε ἀπό μέρα σέ μέρα. Περνοῦσαν ὁλοένα περισσότερα δικά μας ἀεροπλάνα. Οἱ ἀεροπορικοί βομβαρδισμοί κι οἱ κανονιοβολισμοί γινόντανε, άπό τήν πλευρά μας, πιό συχνοί καί θά ‘λεγες πώς εἶταν πιό ἔντονοι, πιό πεισματωμένοι. Οι μορφές τῶν ἀξιωματικῶν εἶταν κλειστές καί ἄκουες λιγότερες φωνές. Τόν ἀδιάκοπο ἐκνευρισμό τῆς ταξιαρχίας εἶχε διαδεχτεῖ μιά ἀποφασιστικότητα ψυχρή καί καρτερική. Στίς ἐννέα καί μισή, ξαφνικά ἀπροειδοποίητα, ξέσπασε ἕνας θόρυβος δαιμονισμένος, ἀκατάσχετος, πού πῆρε ἀπό τό πρῶτο δευτερόλεπτο τή μέγιστη ἔντασή του, μιάν ἔνταση πού ξεπερνοῦσε κάθε ἀνθρώπινο μέτρο. Ἡ γῆ κουνήθηκε κι ὁ ἀέρας νόμιζες πώς ἅρπαξε φωτιά. Εἶταν θόρυβος ἑνιαῖος, ὅπου δέν ξεχώριζες κανονιές. Μοῦ φάνηκε σάν νά εἶχε πάρει βράση μονομιᾶς ἕνα ὑπερφυσικό καζάνι γιά  τιτάνες. Τά ἐννιακόσια κανόνια τῆς στρατιᾶς μας εἶχαν ἐνορχηστρωθεῖ μέ τέλεια μαεστρία, εἴχανε γίνει ἕνα.

Ἀπό τή μιά στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ μετώπου μας, σηκώθηκε ψηλά ἕνας σίφουνας ἀπό λάμψεις. Ὁ ἐχθρός σώπαινε. Λάμψεις δέν ἔβγαζε αὐτός, μά φωτιζότανε καί τό δικό του μέτωπο, πέρα ὥς πέρα, ἀκατάπαυστα, ἀπό τίς δικές μας ὀβίδες πού ἔσκαγαν ἀπάνω του. Εἶταν μιά τεράστια φαντασμαγορία, μές σ’ ἐκείνην τή χλαπαταγή πού ἔκανε τήν ἔρημο νά σειέται ὁλόκληρη, ἕνα ἀνήκουστο θέαμα πέρα ἀπό καθετί πού μποροῦσε νά εἶχε συλλάβει, ὥς τότε, γιά τόν πόλεμο ἡ φαντασία μας. Κοιτάζαμε ἄπληστα, μέ μάτια ὀρθάνοιχτα, θαμπωμένα ρουφούσαμε μ’ ὅλο μας τό εἶναι τή μεγάλη ὥρα. Μᾶς συνέπαιρνε, μᾶς μάγευε ἡ ὑπεράνθρωπη συμφωνία τῆς βοῆς καί τοῦ ἀστραποβολητοῦ, στή σεληνοφώτιστη, γυμνή ἀπεραντοσύνη, ὅπου τίποτα δέ θύμιζε τήν παρουσία τοῦ ἀνθρώπου. Καί μεῖς μέ τήν ψυχή στό στόμα, μέ τό θάνατο πάνω μας προχωρούσαμε χαμένοι μές τήν κολασμένη νύχτα, ὁ καθένας μόνος. Δέν ἔβλεπα ἐκείνη τή νύχτα, δέν ἔβλεπα κανένα παρά μόνο τήν κόλαση τῆς φωτιᾶς».

«Σκέφτηκα σέ μιά στιγμή. Ποιά τρισκότεινη δύναμη μᾶς ἀδράχνει καί δέν μᾶς ἀφήνει ν’ ἀνοίξουμε διάπλατα τήν ἀγκάλη καί νά φιληθοῦμε, κλαίοντας καί γελώντας, νά ἀναγνωριστοῦμε καί νά ἀγαπηθοῦμε, καθώς τό καλεῖ, ἐπίμονα, αἰώνια, ἡ πιό βαθιά, ἡ πιό γνήσια φύση μας, ὅλοι οἱ λαοί, ὅλα τά χρώματα, ὅλες οἱ γλῶσσες, ὅλες οἱ κοινωνίες, σέ μιά πάγκοινη, ζεστή ἀδελφοσύνη; Καί ποιά ἄλλη δύναμη, ἀπό ποιά βάθη τοῦ ἀνθρώπου ἄραγε βγαλμένη, Θά σπάσει τήν κρούστα πού σκεπάζει τήν καρδιά μας καί θ’ ἀφήσει λεύτερα τήν πραγματική μας φύση νά ἔρθει στό φῶς;  Ποῦ εἶσαι, Κύριε, ποῦ εἶσαι; Ἔξαφνα, αἰσθάνθηκα ἕναν ἀβάσταχτο πόνο στόν άριστερό μηρό, σάν νά ‘μπαινε μέσα μου πυρωμένο σίδερο. Ἔπεσα ἴσια μπροστά μου καί κύλησα, ξεβιδωμένος, σέ μιά λακκούβα. Ἔβγαλα, νομίζω, φωνές, μά ποιός νά μ’ ἀκούσει τή στιγμή ἐκείνη;  Ἔπιασα τό χτυπημένο μέλος μου κι ἔνιωσα τό χέρι μου νά γλιστρᾶ στό αἷμα. Ὅλα μου τά ἄκρα πάγωναν. Μοῦ φάνηκε - ἐνῶ ὁ ἥλιος ἔπρεπε νά ‘ταν ἀκόμα ψηλά – σάν νά ‘πεφτε σκοτάδι στόν κόσμο. Μέ κυρίεψε δίψα καί παράπονο.

Σάν τά ξανάνοιξα τά μάτια - ἄραγε, σέ πόσες ὧρες; - εἶταν πραγματικό μισοσκόταδο καί βρισκόμουν σ’ ἕνα χῶρο κλειστό, ὅπου τρεμόσβηνε ἕνα δειλό φωτάκι. Αἰσθάνθηκα τό κεφάλι μου μολυβένιο, τά μηνίγγια μου νά χτυποῦνε. Τά βλέφαρά μου δέν καταφέρνανε νά κρατηθοῦν ἀνοιχτά. Τ’ ἄφησα καί ξανάκλεισαν, ἀλλά εἶχα ξεχωρίσει τό ἀμυδρό φῶς καί δέν τό ξεχνοῦσα. Μέσα ἀπό τή θολούρα τοῦ μυαλοῦ μου, πού σάν νά ξυπνοῦσε ἀπό βαρύ μεθύσι, μέ κατεῖχε τώρα ὁ πόθος νά καταλάβω τί μπορεῖ νά εἶταν αὐτό πού εἶχα δεῖ. Ἔξαφνα, θυμήθηκα:  τό σφυροκόπημα  ὁλογυρά μου, στήν κοιλάδα τῆς ἐρήμου, τό τζίπ, ὁ ταξίαρχος μπροστά μου νά τρέχει σκυφτός πρός τόν ἀσύρματο κι ἐγώ νά τόν ἀκολουθῶ....Μά δέν εἶχα λοιπόν πεθάνει; Εἴμουν τάχα ζωντανός; Ἤ πέρα ἀπό τή ζωή;  Ξανάνοιξα τά μάτια μέ πολύν κόπο καί προσπάθησα ν’ ἀνασηκωθῶ. Δέν μπόρεσα. Μοῦ φάνηκε σάν νά εἴμουν δεμένος. Κινήθηκα ὅσο μοῦ εἶταν δυνατό. Τό μηρό μου τόν ἔζωνε ἕνας πόνος σταθερός, πιεστικός, σάν στεφάνι σιδερένιο, πού ὁλοένα σφίγγεται, κι ἀπό μέσα μου ἐρχότανε, κάθε τόσο, μιά σουβλιά πού μοῦ ‘δινε τήν ἀνάγκη νά βογγήσω. Ναί, εἴμουν ζωντανός. Ἀπό τά βάθη τῆς ὀδύνης, ἀνέβαινε, θολή σάν τό μυαλό μου, κάποια αἴσθηση τῆς ζωῆς. Εἴμουν ξαπλωμένος σέ κάτι πού θά ‘πρεπε νά ‘τανε φορεῖο, σκεπασμένος μέ κουβέρτες, τό κεφάλι ἀκουμπισμένο σ’ἕνα μαξιλάρι».

Στήν ὁδό Αἰόλου

Τόν μετέφεραν γιά κάποιες μέρες στό νοσοκομεῖο τῆς Ἀλεξάνδρειας καί ἀπό κεῖ μέ τή βοήθεια πατριωτῶν βρέθηκε στήν Ἀθήνα. Ἕνα βραδάκι εἶταν στήν ὁδό Αἰόλου. Ἄκουσε τήν καμπάνα τῆς Χρυσοσπηλιώτισσας νά σημαίνει ἑσπερινό καί μπῆκε νά προσευχηθεῖ. Μπῆκα στήν ἐκκλησία, προχώρησα καί, καθώς τήν ἄλλη φορά, συγκέντρωσα τό βλέμμα μου στή μεγάλη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού βρίσκεται στό εἰκονοστάσι, δίπλα στήν εἴσοδο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Αἰσθάνθηκα τήν ἴδια δόνηση ὥς τίς ρίζες, τήν ἴδια ὁλόψυχη κι ὁλόσωμη κατοχή τοῦ ἑαυτοῦ μου, καί τά δάκρια νά μέ πλημμυρίζουν. Τά λόγια βγῆκαν πάλι ἀπό μέσα μου, αὐθόρμητα κι ἀσυνάρτητα.

- Γιατί, Κύριε, γιατί;
Ἐμπρός μου, ὁ Χριστός, ὁλόσωμος, μέ τό χέρι σηκωμένο, εὐλογοῦσε, μές στό μισόφωτο καί στόν καπνό τῶν θυμιαμάτων.
Ἀραιά, μαζευότανε τό ἐκκλησίασμα. Ἀρκετοί ἄνθρωποι θά μέ παρατηροῦσαν, ἀπ’ἕνα πλάι. Μά δέν εἶταν τίποτα παράξενο, τίς μέρες ἐκεῖνες, στήν Ἀθήνα, τό θέαμα ἑνός ἀνθρώπου πού ἔκλαιε μέ λυγμούς τούς νεκρούς του.

- Ὤ! Πῶς τολμῶ, Κύριε; Πῶς εἶναι δυνατό ἐγώ νά ρωτῶ Ἐσένα γιατί; Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ βοήθησέ με, πού δέν ξέρω τί λέω. Βοήθησέ την τήν ἁμαρτωλή. Πάρε την κοντά Σου.Συγχώρεσέ την. Συγχώρεσέ με΄ ἐμένα πού εἶμαι γιά ὅλα ὁ μεγάλος, ὁ μόνος φταίχτης. Σῶσε με! Πάρε με κοντά Σου, κοντά της. Σκέπασέ μας καί τούς δύο μέ τό ἀπέραντο ἔλεός Σου.

Ἡ ὥρα περνοῦσε καί τό κλάμα μου δέν στέρευε. Ἀποσύρθηκα σέ μιά γωνιά καί κάθησα σ’ἕνα στασίδι, ἀποκαμωμένος. Δέν ἔβλεπα πιά τήν εἰκόνα, μά τά λόγια ἔβγαιναν ὁλοένα, ψιθυριστά, καυτά σάν τά δάκριά μου.
- Πῶς σέ ξέχασα, Κύριε; Πῶς μπόρεσα; Πῶς ἄντεξα νά ζήσω τόσον καιρό χωρίς Ἐσένα; Ἐγώ πού εἶχα τόσο βάρος στή συνείδησή μου, ἐγώ ὁ ἔνοχος, ὁ ὑπεύθυνος γιά ὅλη αὐτήν τήν ἁμαρτία, ὅλη τήν καταστροφή. Ὦ Κύριε, Κύριε, ὅσο κι ἄν ἔφταιξα, ἄκουσε τήν κραυγή μου.
Ἡ βυζαντινή, ἑσπερινή ψαλμωδία, πού μοῦ ἐρχότανε κοματιαστά στ ’αὐτιά, θαρροῦσα πώς στήριζε, ὕψωνε, μεγάλυνε τίς ταπεινές, ψιθυριστές μου κραυγές, πού δέν τίς ἄκουε τριγύρω μου κανείς.

Κύριε ἐκέκραξα, πρός Σέ, εἰσάκουσόν μου, εἰσάκουσόν μου, Κύριε......Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά Σοι, Κύριε, Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου......
Σιγά – Σιγά, τό κλάμα μου μέ καθάρισε. Σωματικά ἔνιωθα μεγάλη συντριβή, τό κεφάλι μου ἔκαιε καί φοβόμουν μήπως τά πόδια μου δέν μέ κρατήσουν,σάν θά σηκωνόμουν ἀπό τό στασίδι, καί μήπως σωριαστῶ στό δάπεδο. Ἡ ψυχή μου ὅμως κάπως γαλήνεψε. Ἀνασύρθηκε τότε, ἀπό μόνη της, μέσα ἀπό τά σκοτεινά βάθη τῆς μνήμης μου, ἡ εἰκόνα τοῦ ἑτοιμοθάνατου στάρετς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ διάφανη, ἐκπνευματωμένη ὄψη του μέ τό ἀγγελικό βλέμμα. Θυμήθηκα τά λόγια του:
- Ὁ Κύριος σέ δοκιμάζει.....Μπορεῖ νά ξανάρθεις ἐδῶ, μοναχός σου....Ὅταν θά εἶσαι ἄξιος, θά λάβεις ἐντολή.

Τό φῶς τῆς μορφῆς του ἔλαμψε στή θύμησή μου, καί, μέσα ἀπό τή μεγάλη ὀδύνη μου, τό αἰσθάνθηκα νά μέ θερμαίνει, νά μέ στερεώνει, νά μοῦ στέλνει ἕνα ἄγγελμα, ἕνα προμήνυμα ἀπό μιά καινούρια, ὑπέρτατη, σωτήρια εὐτυχία.
- Νά ξαναπάω ἐκεῖ; ἀναρωτήθηκα. Μήπως αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή;  Ἤ μήπως θά ‘ναι ἄλλη ἡ ἐντολή μου καί μήπως ὁ γυρισμός μου στό Ἅγιον Ὄρος θά ‘ναι μονάχα μιά προετοιμασία γιά ἄλλα, ἄδηλα ἔργα. Ὤ! ὅ,τι κι ἄν εἶναι, Κύριε – ὅ,τι πού τώρα δέν εἶμαι ἄξιος νά τό ξεκαθαρίσω, δέν πρόκειται νά φύγω πιά ἀπό Σένα. Σοῦ ἀφιερώνω ἐδῶ,  τούτη τήν ὥρα, ὁλόκληρη τήν ὑπαρξή μου, τήν ψυχή μου, το νοῦ, τή θέληση, τά πάντα. Βοήθησέ με νά Σέ πλησιάσω. Ἄλλο σκοπό  ἡ ζωή μου ἀπό δῶ καί πέρα δέν ἔχει, παρά νά Σέ ζυγώσω, ὅσο ἀντέχω, νά Σέ ὑπηρετήσω....
- Ἀγάπη μου.....
- Ἀγάπη....
Δέν ἄργησε ὁ Μαρίνος νά ξαναβρεθεῖ στόν ἀγαπημένο του χῶρο,τό Ἅγιον Ὄρος. Τόν καλοδέχτηκαν οἱ μοναχοί, συντάχτηκε στίς τάξεις τους μέ τό ὄνομα Τιμόθεος.

Τό  γράμμα τῆς Θεανῶς

Πέρασε ἀρκετός χρόνος καί μιά μέρα παίρνει ἕνα γράμμα. Ἦταν ἀπ’τή Θεανώ, μιά πανέφορφη ἑλληνίδα ἠθοποιό μέ τήν ὁποία συνδέθηκε ἐρωτικά πρίν ξεκινήσει ὁ πόλεμος καί ὑποσχέθηκαν νά παντρευτοῦν, ὅταν θά γύριζε εκεῖνος ἀπ’τόν πόλεμο. Τοῦ περιέγραφε τήν τραγική ζωή τῆς Ἀθήνας, μέ τήν ἐγκατάσταση τῶν γερμανοϊταλῶν κατακτητῶν σ’ αὐτήν. Πρώτα ἡ πείνα καί ἡ ἐξαθλίωση. Ὕστερα οἱ βάρβαρες πράξεις τους. Δέν ὅριζε κανένας ἕλληνας τιμή καί περιουσία. Οἱ κάτοικοι, μορφές σκελετωμένες, ὀρθά κουφάρια, πρόσωπα ρουφηγμένα, βάδιζαν ἀργά, σιωπηλά ἄσκοπα κι ἄξαφνα σωριάζονταν ἀναίσθητα στούς ἔρημους  δρόμους. Πεινασμένα ἀλητόπαιδα κυκλοφορούσαν κοπαδιαστά, ἀγριεμένα καί ρήμαζαν τίς ἀποθῆκες τροφίμων. Ὕστερα οἱ τουφεκισμοί γιά τήν παραμικρή αἰτία ἤ μόνον ὑποψία. Ὅταν ὀργανώθηκε ἡ Ἐθνική Ἀντίσταση τά πράγματα ἀγρίεψαν περισσότερο. Σαμποτάζ, ἀνατινάξεις, μάχες ἀνάμεσα στούς ἄντρες τοῦ Ε Α Μ καί τῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας σέ κάθε ἀπόμερη συνοικία. Δέν εἶχε ἀλλάξει μόνο ἡ ζωή τῆς Ἀθήνας μά καί ἡ ψυχή τῶν κατοίκων. Φόβος καί τρόμος παντοῦ. Καί ἰδιαίτερα ὁ κίνδυνος παραφύλαγε τίς ὄμορφες καί νέες ἀθηναίες. Ἡ πανέμορφη Θεανώ λόγω καί τῆς ἐργασίας της ὥς ἠθοποιοῦ διέτρεχε κίνδυνο ἀπ’ τήν πρώτη στιγμή. Τό εἶχε καταλάβει καί φυλαγόταν ὅλη τή μέρα ἀπομονωμένη. Δέν τά κατάφερε ν’ ἀποφύγει τά ἐρωτικά βλέμματα τοῦ γερμανοῦ ἀξιωματικοῦ. Ἀπό κείνη τή στιγμή ἡ μοίρα της ἦταν ἀδυσώπητη, δέν ὑπῆρχε διέξοδος.

Κάποια μέρα κάποιος προδότης κατέδωσε στήν Γκεστάμπο πώς ἕνας νέος Ἕλληνας ἦταν σημαντικό μέλος τῆς Ἐθνικῆς Ἀντίστασης. Ἀμέσως ἀποφασίστηκε ὁ τουφεκισμός του. Ἡ ἀντιστασιακή ὀργάνωση ἔτρεξε στή Θεανώ νά μεσολαβήσει στό Γερμανό ἀξιωματικό Χίλλεμπρον ν’ἀποσωβηθεῖ ὁ τουφεκισμός. Ὁ Γερμανός μέ δυσκολία δέχτηκε τήν παράκλησή της γιά νά πετύχει βέβαια τόν ἀνήθικο σκοπό του. Ἥμουνα γράφει, ἕνα ἀδύναμο πλάσμα, τρυφερό, μιά ντροπαλή Ἰφιγένεια πού ἀναζητοῦσε τή στοργή, τήν προστασία τοῦ πατέρα μου, νά μέ ἀγκαλιάσει, νά μέ ὑπερασπιστεῖ, ἐνώ ἔβλεπα τό γερμαναρά νά μέ ζυγώνει, νά μέ καίει ἡ ἀνάσα του, ν’ ἀπλώνει τά νύχια του νά μ’ ἁρπάξει. Εἶδε τή δεινή μου κατάσταση, μέ λυπήθηκε καί δέχτηκε νά μήν ἐκτελεστεῖ ὁ νέος ἀντιστασιακός.  Πόσες φορές δέν ἐπαναλήφτηκαν παρόμοιες περιπτώσεις! Καί πόσοι πατριώτες δέν ἀπέφυγαν τό θάνατο καί μάλιστα χωρίς νά μουντζουρωθεῖ ἡ δική της τιμή. Κάποιοι ὅμως ὑπερπατριῶτες τήν κατηγόρησαν ὅτι εἶχε ἐρωτικές σχέσεις μέ τό Γερμανό ἀξιωματικό καί ἕνα βράδυ τή σκότωσαν.

Ἔπεσε τό γράμμα ἀπό τά χέρια τοῦ Τιμόθεου ἐνώ τά μάτια του πλημμύρισαν. Ἀναστατώθηκε ὁ ἐσωτερικός του κόσμος. Τί νά πρωτοκλάψει: τό κατάντημα τῶν συμπατριωτῶν ἤ τήν ἀπώλεια τῆς ἀγαπημένης του Θεανοῦς πού τόσα ὄνειρα εἶχαν κάνει κάποτε μαζί γιά τό μέλλον τους.

Ὁ Τιμόθεος ἐγκαταλείπει τό μοναστήρι. Τό μεσημέρι σέ συγκέντρωση τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς ὁ ἡγούμενός της Ἰωάσαφ, εἶπε στόν Τιμόθεο: Φεύγεις; Το ἀποφάσισες;
-Φεύγω μέ τήν εὐλογία σας, ἀποκρίθηκε ὁ Τιμόθεος.
-Δέ συμφωνῶ, πρόσθεσε ὁ ἡγούμενος. Ὅμως δέ μπορῶ νά σ’ ἐμποδίσω. Τήν εὐλογία μου στή δίνω. Μοῦ μένει ὅμως μιά ἀπορία: πῶς εἶναι δυνατό ἄνθρωπος μέ τή δική σου πνεματικότητα, μέ τή δική σου ψυχική διάθεση, πού προσαρμόστηκε τόσο τέλεια στό μοναχισμό μας, πού γεύτηκε τόσα χρόνια τή ζωή μας στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἄνθρωπος πού ἔφτασε στό σημεῖο ὅπου ἔφτασες ἐσύ, νά τά παρατήσει ὅλα, ἔξαφνα, καί  νά γυρίσει στόν κόσμο;
-Εἶναι ἀνάγκη, εἶπε ὁ πατήρ Τιμόθεος σιγανά.
-Ἀνάγκη μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτήν πού σ’ ἔφερε μιά μέρα ἐδῶ;


-Ἡ ἴδια ἀνάγκη μ’ ἄλλον τρόπο ἐκφρασμένη.
-Ξύπνησε μέσα σου ὁ παλιός ἑαυτός σου, εἶπε ὁ πατήρ Ἱωάσαφ, κουνώντας τό κεφάλι – Ξύπνησε ὁ Μαρίνος Βελής πού ἔβγαζε ἐφημερίδες, πού ἀνακατωνότανε στά πολιτικά, πού ἔγραφε βιβλία γιά νά διορθώσει τήν κοινωνία, πού ἔκανε πολέμους γιά νά σώσει τόν κόσμο. Σέ τυραννεῖ ὁ παλιός ἄνθρωπος καί δέν καταφέρνεις νά τόν ὑποτάξεις. Το σαράκι εἶχε μείνει μέσα σου καί τώρα πάλι σέ γέμισε.

-Θέλω νά βοηθήσω, εἶπε ὁ πατήρ Τιμόθεος.
-Μία εἶναι ἡ ὑπέρτατη βοήθεια πού μποροῦμε ἐμεῖς νά δώσουμε, ἀποκρίθηκε ὁ ἡγούμενος, μία καί μόνη καί δέν χρειάζεται ἄλλη: νά κρατοῦμε τήν ἐπαφή. Νά γνωρίζει ὁ κόσμος ὅτι βρίσκεται κάπου μιά γωνιά γῆς, μιά ἀπομονωμένη χερσόνησος, ὅπου σώζεται, χωρίς ποτέ νά ἔχει κοπεῖ, ἡ ἱερή παράδοση τῶν ἐρήμων τῆς Αἰγύπτου, τοῦ Σινᾶ, τῆς Παλαιστίνης, τῆς Συρίας, μιά γωνιά γῆς, ἀνασηκωμένη πρός τά ὕψη, πού προσεύχεται ἀκατάπαυστα γιά τήν ἀνθρωπότητα, πού τῆς προσφέρει τό παράδειγμά της ὡς φάρο μές τή νύχτα καί τή θύελλα, πού φέρνει κάποτε στή γῆ τή θεία ἔμπνευση, πού βλέπει κάποτε τό Ἄκτιστον Φῶς.

-Θά προσπαθήσω, εἶπε ὁ πατήρ Τιμόθεος, ὅσο εἶμαι ἄξιος, μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου, νά κρατήσω κι ἐγώ τήν ἐπαφή.
-Μή βαυκαλίζεσαι μά φροῦδες ἐλπίδες. Ἡ ἐπαφή ὅπως τή νιώθουμε ἐμεῖς ἐδῶ, δέν εἶναι δυνατό νά κρατηθεῖ μές στήν ἀναστάτωση καί τόν πάταγο τῆς κοινωνίας, στήν ἀγωνία της καί τήν τρελλή της κίνηση. Ὁ δικός μας ὀρθόδοξος μοναχισμός, ἔτσι πού μᾶς τόν δίδαξαν οἱ Πατέρες εἶναι καθημερινή λειτουργική βίωση καί ἀλύγιστη ἄσκηση μές στή μοναξιά καί στή σιγή, προσευχή ἀδιάλειπτη καί ὑπακοή ἀπόλυτη πού ἀποδεσμεύει τήν ψυχή ἀπό τίς καιρικές φροντίδες κι ἀπό τήν περηφάνεια. Αυτοί εἶναι οἱ ὅροι οἱ ἀπαράβατοι πού καθαρίζουνε τήν ψυχή καί τήν ἑτοιμάζουνε νά πλησιάσει ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ προορισμός της. Ποῦ θά τά βρεῖς αὐτά μές στίς πολιτεῖες; Χωρίς μιά τέτοια, ἀσταμάτητη, ἑτοιμασία, μήν περιμένεις πολλά.
-Πιστέψετέ με, ἅγιε καθηγούμενε΄ αὐτό πού μοῦ συμβαίνει εἶναι μιά ὀρμή τῆς ψυχῆς τόσο δυνατή, τόσο ἐπίμονη, πού δέ μπορῶ νά ἀμφιβάλω ὅτι μοῦ τή στέλνει ὁ Κύριος.
-Τή ζύγισες καλά μέσα σου;
-Ἕναν ὁλόκληρο Χρόνο, κάθε μέρα, κάθε νύχτα. Δέν τήν ἐμπιστεύτηκα ἀπό τήν ἀρχή. Θέλησανά τή δοκιμάσω. Τώρα εἶμαι βέβαιος. Μιά λέξη γυρνᾶ ὁλοένα στό νοῦ μου: ἐντολή.

Ὁ πατήρ Τιμόθεος ἀφαιρέθηκε λίγες στιγμές κι ὕστερα πρόφερε:
-«Καί ταύτην τήν ἐντολήν ἔχομεν ἀπ’ Αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν ἀγαπᾶ καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ».

Ὁ ἀρχιμαντρίτης Ἰωάσαφ παραδεχότανε τήν εἰλικρίνεια τοῦ πατρός Τιμοθέου, δέν πίστευε ὅμως πώς ὁ Κύριος εἶχε καμιά σχέση μά τήν ὑπόθεση αὐτή. Ἑρμήνευε τήν περίπτωση πολύ πιό ἁπλά : ὁ Μαρίνος Βελής εἶταν ἀκόμα σχετικά νέος καί, κατά τά φαινόμενα, τό Ἅγιον Ὄρος δέν τόν εἶχε ὁλότελα ἀφομοιώσει. Τώρα εἶχε ξυπνήσει μέσα του κάποια ἐνεργητικότητα πού δέν θά κατάφερνε νά τήν  ξοδέψει ἀλλιῶς, παρά σέ μιά καινούρια κοσμική δράση.
-Καί ἀποφάσισες λοιπόν , ρώτησε, νά ἐπιδοθεῖς στό σαμαρειτισμό ;

Στόν τόνο τῆς φωνῆς του, ὑπῆρχε κάποια περιφρόνηση καθώς πρόφερε τήν τελευταία αὐτή λέξη. Σίγουρα στή συνείδησή του, ἡ μετάβαση ἀπό τήν ἁγιορείτικη ἄσκηση σ’ αὐτό πού ἔλεγε «σαμαρειτισμό» εἴτανε μιά πτώση, ἕνας συμβιβασμός τοῦ πνεύματος μέ τή σάρκα, μιά ἐκδήλωση ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, πού μποροῦσε ὁ ἡγούμενος νά τήν καταλάβει, νά τήν συγχωρέσει, ἀκόμα καί νά τήν εύλογήσει, ὄχι ὅμως νά τήν ἐκτιμήσει.

-Οἱ ἄνθρωποι ὑποφέρουν, εἶπε ὁ πατήρ Τιμόθεος. Ὑποφέρουν ἀπό τή στέρηση, ἀπό τήν ἀδικία καί τόν τρόμο. Κι ὅταν ξεπεράσουν τά δεινά τους, ὅταν πραγματοποιήσουν αὐτό πού οἱ κοινωνίες τους θεωροῦν ὡς εὐτυχία, ἀρχίζουν καί ὑποφέρουν ἀπό μιάν ἀγωνία πού δέν κατορθώνουνε νά τήν ἐξηγήσουν στόν ἑαυτό τους. Ὁ κόσμος εἶναι ἄρρωστος, ὅπως τότε πού προτοῆρθε Ἑκεῖνος. Ἔχει ἀνάγκη ἀπό συμπαράσταση : ὅ,τι μπορεῖ ὁ καθένας νά δώσει.

-Ἀφοῦ πιστεύεις πώς εἶναι θέλημά Του, πήγαινε, εἶπε ὁ ἡγούμενος. Χώσου ξανά μές στό συρφετό τους ἀνακατώσου μαζί τους, πάλεψε, χτυπήσου, ξέσκισε τίς σάρκες σου, ὅσο βαστᾶς. Ὅταν αἰσθανθεῖς πώς δέν ἀντέχεις περισσότερο, γύρνα πίσω.  Ἡ θέση σου ἐδῶ θά σέ περιμένει.
-Σᾶς εὐγνωμονῶ, ἅγιε καθηγούμενε. Ἄς ἐλπίσω πώς δέν θά κουραστῶ εὔκολα.

-Θά κρίνεις μόνος σου. Ὁ κόσμος σκλήρανε πολύ, Τιμόθεε. Σκλήρανε, ξεράθηκε καί ἄδειασε. Πέρασε τά ὅρια. Μικρές καλοσύνες, ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἕνας Χριστιανός πάντα ὑπάρχει τρόπος νά προσφέρει, μά ὁ κόσμος δέν σώζεται πιά. Τί νά βγεῖ ἀπό τίς μικρές καλοσύνες; Ὁ κόσμος αὐτός χάθηκε΄ ὅποιος ἔχει τά μάτια ἀνοιχτά τό βλέπει καί τό παίρνει ἀπόφαση, μιά γιά πάντα. Χάθηκε μές στήν ἀλαζονεία τῶν ἐπιστημῶν του, μές στήν ἀπανθρωπία τῶν μιχανῶν του μές στήν φρενίτιδά του, πού τή λέει πρόοδο, στό ἀέναο στριφογύρισμά του στό κενό, δίχως ἕρμα, δίχως σκοπό. Ὁ δύστηνος πλανήτης κλονίστηκε ἀνεπανόρθωτα, ἔχασε τήν ἰσορροπία του. Δέν τό αἰσθάνεσαι νά τρικλίζει κάτω ἀπ’ τά πόδια σου; Ἄς πασχίσουμε, ἐμεῖς πού μένουμε ἐδῶ, νά πλησιάσουμε, ὅσο ἀντέχουμε, τό Ἐπέκεινα, καί ἄς προσευχόμαστε γιά τόν κόσμο πού σέρνεται ἀκράτητος, ἀπό τήν ἴδια δαιμονική ὁρμή του, πρός τήν τελική συντριβή. Μερικοί θά βλέπουν τοῦτον τόν ἀναμμένο φάρο μας΄ μοῦ φτάνει ἐμένα ἕνας τέτοιος προορισμός. Ἐνῶ ὁ κόσμος θά σβήνει, ὁ φάρος θά φωτίζει ἀκόμα τίς ὕστατες στιγμές του, θά σώζει, ὥς τό τέλος, μερικές ψυχές. Δέν ἐλπίζω πιά ἄλλο τίποτα, Τιμόθεε. Ζοῦμε τήν τελευταία ὥρα τῆς ἀνθρωπότητας καί τοῦ κόσμου της, τήν ὥρα πού μπορεῖ νά βαστάξει ἕναν αἰώνα ἤ μερικούς αἰῶνες, μά δέν πρόκειται νά ἔχει συνέχεια. «Ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς  Αὐτοῦ καί τίς δύναται σταθῆναι;»

Σηκώθηκε ἐπίσημος καί προχώρησε πρός ἕνα παράθυρο. Ξεχάστηκε μερικές στιγμές κοιτάζοντας, πέρα, τίς πυκνόφυλλες πλαγιές τῆς χερσονήσου, σκισμένες ἀπό βαθιές χαράδρες, τήν ἀπέραντη, βαθυγάλαζη, ἀνήσυχη θάλασσα καί τό ἀμόλυντο στερέωμα, πλημμυρισμένο ἀπό φῶς. Μιλώντας πιά στόν ἑαυτό του, συνέχισε:
-«Καί εἶδον οὐρανόν καινόν καί γῆν καινήν΄ ὁ γάρ πρῶτος οὐρανός καί ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καί ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι...»
Ἀνάσανε βαθιά καί στράφηκε ξανά πρός τό συνομιλητή του, τόν σταύρωσε καί τοῦ ἔδωσε τό χέρι.
-Πήγαινε στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ , εἶπε.

Ὁ πατήρ Τιμόθεος  ἔσκυψε, φίλησε τό χέρι καί ἀποσύρθηκε, χωρίς νά ξαναμιλήσουν. Κατέβηκε στήν ἐσωτερική αὐλή τῆς Μονῆς καί μπῆκε στό καθολικό. Στάθηκε κάτω ἀπ’ τόν κεντρικό τροῦλλο, ἀπέναντι στό πανύψηλο, ξυλόγλυπτο τέμπλο, κι ἄφησε νά τόν συνεπάρει, μιά τελευταία φορά, ἡ ἔντονη, κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῆς ἁγιορείτικης ἐκκλησίας.  Λίγοι μοναχοί εἴχανε μείνει ἐκεῖ, ὕστερα ἀπό τό τέλος τῆς λειτουργίας, ἀσάλευτοι σέ στασίδια ἀκουμπισμένα στούς τοίχους, σάν μέρος κι αὐτοί τῆς τοιχογράφησης πού σκέπαζε, ἀπό μέσα, ὁλόκληρο τό ναό. Οἱ καπνοί τῶν θυμιαμάτων εἶχαν ἀκινητήσει μές στίς αχτίνες τοῦ ἥλιου, πού ἔπεφταν ἀπό τά μικρά παράθυρα τῶν τρούλλων. Τριγύρω ὅλα εἶταν χρώματα βαθιά, παθητικές μορφές ἁγίων, μέταλλα καί κρύσταλλα πού ἄστραφταν, τρεμάμενες φλόγες ἀπό καντῆλες καί ἁγιοκέρια.

Φαίνεται, ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Π.Δ. Μαστροδημήτρης, ὅτι μέ τό συμβολικό αὐτό ἔργο ὁ Θεοτοκᾶς σκόπευε νά διερευνήσει τήν ἐσωτερικότητα τοῦ ἀνθρώπου τῆς τεχνολογικῆς ἐποχῆς. Ἡ ἔλλειψη συναισθηματικῆς πίστης καί ἀνθρώπινης ἀγάπης, ἡ ἔλλειψη πνευματικότητας, καί ἡ ἀποκοπή ἀπό τόν λῶρο τῆς πατρικῆς πίστης, ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν ὁλική παραφροσύνη. Κάποια στιγμή ὁ πρωταγωνιστής θα πεῖ: Στηριζόμαστε στό τίποτα. Σάν τούς ἀστροναῦτες μέ τά σκάφανδρα, κολυμποῦμε κι ἐμεῖς στό κενο.  Ὅλο λοιπόν τό ἔργο κινεῖτε μέσα στό ψυχοφθόρο κενό, στήν ἀνατριχιαστική ἀπουσία τοῦ Θεοῦ.  Ὁ ἄνθρωπος, μόνος του συνθλιβόμενος μέσα στίς μεγαλουπόλεις ἐκεῖνες πού ὁ συγγραφέας μας τις εἶδε στό ταξίδι του στήν Ἀμερική, ἄγεται σταθερά πρός τήν σχιζοφρένεια, ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης μεταφυσικῆς ἀναφορᾶς καί θεμελίωσης. Ὁ ἥρωας τοῦ τελευταίου ἔργου τοῦ Θεοτοκᾶ ἔχει χάσει ἀκόμη καί τόν ἑαυτό του.  Ἔχει μείνει ἐντελῶς μόνος. 

( «ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ  Γ. ΘΕΟΤΟΚΑ σ. 45 τετράδιο εὐθύνης »).

  • Προβολές: 3603