Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή

(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία στόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό τῆς Ε΄ Κυριακῆς Νηστειῶν, 29-03-2015, στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Νικολάου Λαρίσης)

Λίγες μέρες ἀπομένουν ἀπό πλευρᾶς ἑορτολογικῆς γιά νά φθάσουμε στήν εὐλογημένη αὐτήν περίοδο τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος στήν ὁποία θά ἐκτυλιχθοῦν μπροστά μας, μέ τίς ἱερές Ἀκολουθίες, τούς ὕμνους, τίς Λειτουργίες καί ὅλο τό καταπληκτικό τυπικό, τά γεγονότα τῆς συλλήψεως, τοῦ Πάθους, τῆς Σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, νομίζω ὅτι αὐτή ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος  εἶναι ἡ καρδιά τῆς καρδιᾶς.

Ἡ Ἐκκλησία γιά νά ἀντιμετωπίση τό μεγάλο πρόβλημα τῆς λήθης πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος, νά ξεχνᾶ δηλαδή γεγονότα τά ὁποῖα γίνονται στήν ζωή του, εἰσάγει τήν μνήμη καί ὑπενθυμίζει τά γεγονότα πού ἐκτυλίχθηκαν στό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς καλεῖ μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή, τίς ἱερές ἀκολουθίες καί ὅλα τά ἄλλα τά ὁποῖα διαθέτει, νά τά ζήσουμε αὐτά στήν προσωπική μας ζωή.

Στήν σημερινή ὁμιλία, ὅπως ἔχει ἀνακοινωθῆ ἀπό τούς Ἱερούς Ναούς, θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ στό μεγάλο θέμα τῆς μεθέξεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁμιλῶ γιά Σταυρό καί Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά, κυρίως, γιά μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί πάνω ἀπό ὅλα γιά  μέθεξη ἐκ μέρους ἡμῶν τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Δέν πρόκειται, δηλαδή, ἁπλῶς γιά μιά ἀνάμνηση τῶν Παθῶν, τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά γιά προσωπική βίωση αὐτῶν τῶν γεγονότων στήν προσωπική μας ζωή.

Ἡ μέθεξη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ στήν πραγματικότητα εἶναι τό μυστήριο τῆς καθάρσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη, καί ἡ μέθεξη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως θά φανῆ καί στήν συνέχεια τῆς ὁμιλίας μου, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ βίωση τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ μιά ζωή μυστική, ἑνώνεται μέ τόν Χριστό.

Τό θέμα αὐτό εἶναι πάρα πολύ σοβαρό καί θά τό ἀναλύσω μέ βάση τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.

1. Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ  γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν ὉμολογητήὉ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής εἶναι ἕνας μεγάλος πνευματικός πατέρας καί διδάσκαλος τοῦ 7ου αἰῶνος. Πρόκειται γιά οἰκουμενικό διδάσκαλο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀπέκτησε μεγάλη μόρφωση καί μεγάλη θέση στά ἀνάκτορα, στήν συνέχεια ἔζησε γιά λίγο χρονικό διάστημα στήν Κύπρο, στήν Παλαιστίνη, στήν Βόρεια Ἀφρική, στήν Καρχηδόνα, τήν Παλαιά Ρώμη καί κατέληξε στήν Κωνσταντινούπολη.

Ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου διακρίνεται σέ τέσσερεις περιόδους. Στήν πρώτη ἀσχολήθηκε μέ τήν ἀσκητική καί θεολογική συγγραφική παραγωγή καί ἔγραψε τά γνωστά «Κεφάλαια περί τῆς ἀγάπης», τά ὁποῖα ἔχουν περιληφθῆ στό βιβλίο «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν». Στήν δεύτερη περίοδο διακρίνεται ἀπό τήν ἐμμονή του στό δόγμα τῆς Χαλκηδόνας, ὅτι στόν Χριστό ἑνώθηκε ἡ θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ὑπόστασή Του ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως καί, βεβαίως, μετέφερε τούς ὅρους πού χρησιμοποίησαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες –ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης– στήν Χριστολογία, ἀντιμετωπίζοντας τούς Ἀντιχαλκηδονίους καί τούς Νεστοριανούς, δηλαδή τούς Μονοφυσίτες καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ὑποστήριζε τίς ἀποφάσεις τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Στήν τρίτη περίοδο τῆς θεολογίας του ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀντιμετώπισε τόν Μονοενεργητισμό, ὅταν ἐμφανίσθηκαν αἱρετικοί, πού ἔλεγαν ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχει μία μόνον ἐνέργεια καί ὄχι δύο ἐνέργειες, καί τούς ἀντιμετώπισε μἐ ἐπιχειρήματα θεολογικά. Καί στήν τέταρτη περίοδο ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ὅταν ἀναφύησαν ἄλλοι αἱρετικοί πού ἔλεγαν ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχει μία μόνον θέληση καί ὄχι δύο θελήσεις, ὅπως πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι.

Μέ τόν ἀγώνα τόν ὁποῖο ἔκανε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀποδείχθηκε ἕνας μέγας θεολόγος καί, ὅπως φαίνεται ἀπό τά κείμενά του καί ἀπό τήν ὅλη ζωή του, ἦταν μέγας ἡσυχαστής καί μέγας ὁμολογητής τῆς πίστεως. Καί ἔτσι μᾶς ἔδειξε πάρα πολύ καθαρά ὅτι συνδέεται στενά ὁ ἡσυχασμός μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεως. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν κανείς ζῆ ἡσυχαστικά, δηλαδή καθαρίζη τήν καρδιά του ἀπό τά πάθη, ζῆ τήν νοερά καρδιακή προσευχή καί φθάνη στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως καί βλέπει τόν Θεό, τότε ἀποκτᾶ ἐμπειρία τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί στήν συνέχεια γίνεται ὁμολογητής τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ.

Στήν ὁμιλία τήν ὁποία θά παρουσιάσω στήν ἀγάπη σας, θά ἐξετάσω μερικές πλευρές τοῦ Πάθους, τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τό πῶς ἀναλύονται αὐτές οἱ πλευρές, ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Θά ἐπιδιώξω νά ὁμιλήσω ὅσο μπορῶ πιό ἁπλά, δέν θά εἰσέλθω, δηλαδή, σέ ὑψηλή θεολογία, ἄν καί εἶναι ἀπό τήν φύση τους ὑψηλά θεολογικά αὐτά τά ζητήματα.

Γιά νά γίνουν κατανοητά, τά ὅσα θά τονίσω στήν συνέχεια, θά πρέπει πάντοτε νά ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὁμιλοῦσε γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί πῶς ἐπιτυγχάνεται αὐτή ἡ σωτηρία.

Κατ’ ἀρχάς, ὁμιλοῦσε γιά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἦταν μέσα στόν Παράδεισο καί ἔχασε τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικό τό χωρίο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ τό ὁποῖο ἐπανέλαβε ἀργότερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ ἤ δαιμονιώδης γίνεται ἤ κτηνώδης». Δηλαδή, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου –ὄχι ἡ λογική, διότι ἄλλο εἶναι ὁ νοῦς ἄλλο εἶναι ἡ λογική∙ ἡ λογική ἔχει τίς σκέψεις καί συνδέεται μέ τόν ἐγκέφαλο, ὁ νοῦς εἶναι τό καθαρότατο μέρος τῆς ψυχῆς, εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς– ὁ νοῦς, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου στήν φυσική κατάστασή του θά πρέπει νά εἶναι μέσα στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς.

Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, ὅταν δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Θεό, εἶχαν νοῦ καθαρό καί μέ τόν νοῦ τους ἔβλεπαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὄχι μέ τήν λογική. Λέγει κάπου ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὅτι «νοῦς καθαρός ὁρᾶ τόν Θεόν, λόγος δέ γεγυμνασμένος ὑπ’ ὄψιν ἄγει τά ὁραθέντα». Δηλαδή, ὁ νοῦς εἶναι ἐκεῖνος πού βλέπει τόν Θεό, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί ἡ λογική εἶναι ἐκείνη πού καταγράφει τίς ἐμπειρίες τοῦ νοῦ. Μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ὁ νοῦς σκοτίσθηκε, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό καί: «νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ» γίνεται «ἤ δαιμονιώδης» μέ τήν ὑπερηφάνεια, ὅπως ἔγινε μέ τούς δαίμονες, τόν Ἑωσφόρο, «ἤ κτηνώδης» μέ τά πάθη τῆς σαρκός, πού εἶναι τῶν ἀλόγων ζώων.

 Ἐφ᾽ ὅσον αὐτό εἶναι ἡ πτώση, σημαίνει, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, ὅτι θά πρέπει νά γίνη ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό. Ἐφ᾽ ὅσον σκοτίσθηκε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί κυριεύθηκε ἀπό τά πάθη, τώρα πρέπει νά βρεθῆ ἕνας τρόπος, ὥστε τά πάθη αὐτά νά θεραπευθοῦν, ὁ νοῦς νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τήν κυριαρχία τῶν παθῶν, τήν λογική καί τό περιβάλλον καί νά ἔχη πορεία πρός τόν Θεό καί νά φωτισθῆ. Ἐφ᾽ ὅσον ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ σκοτασμός τοῦ νοῦ καί στήν συνέχεια ἀγρίεψαν τά πάθη, τώρα ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά ἀποδεσμευθῆ ὁ νοῦς ἀπό τά πάθη, νά προσφερθῆ στόν Θεό καί νά φωτισθῆ, ὁπότε θά μεταμορφωθοῦν οἱ ψυχικές δυνάμεις καί τό σῶμα.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὡς πρός τό σημεῖο αὐτό ἀκολουθεῖ τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Καί μάλιστα εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἅγιος Διονύσιος στήριξε ὅλη τήν θεολογία του πάνω στόν ἅγιο Ἱερόθεο, πρῶτο Ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν. Στά συγγράματα αὐτά ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης λέγει ὅτι, προκειμένου νά γίνη αὐτή ἡ ἐπάνοδος τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, θά πρέπει νά γίνη πρῶτα ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, νά ἀποδεσμευθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά πάθη, στήν συνέχεια νά γίνη ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ἔπειτα ὁ ἄνθρωπος νά φθάση στήν τελείωση, τήν θεοπτία.

Ἔχουμε καί στήν πνευματική ζωή τρεῖς βαθμίδες, ὅπως ἔχουμε τρεῖς βαθμίδες στήν ἀνθρώπινη γνώση. Πρῶτα πηγαίνουμε στό Δημοτικό σχολεῖο, τήν στοιχειώδη ἐκπαίδευση, μετά πηγαίνουμε στήν Μέση Ἐκπαίδευση καί στήν συνέχεια πηγαίνουμε στό Πανεπιστήμιο, τήν ἀνώτατη ἐκπαίδευση καί ἀποκτᾶμε τήν ἐπιστημονική γνώση. Ὁπότε, ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς  εἶναι ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση, στήν συνέχεια ἔρχεται ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, πού εἶναι ἡ μέση ἐκπαίδευση κατά Θεό, καί ἀκολουθεῖ ἡ θεοπτία πού εἶναι τό Πανεπιστήμιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί σέ αὐτό ὑπάγονται καί συμπεριλαμβάνονται οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀκολουθώντας αὐτήν τήν διδασκαλία ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής τήν κατέγραψε μέ διαφορετικές φράσεις, ἀλλά ἔχουν τό ἴδιο περιεχόμενο. Διέκρινε τήν πνευματική ζωή σέ τρεῖς βαθμίδες. Ἡ πρώτη βαθμίδα λέγεται «πρακτική φιλοσοφία» καί εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη. Ἡ δεύτερη βαθμίδα εἶναι ἡ «φυσική θεωρία» καί εἶναι ὅταν ἀρχίζη κανείς νά ἀναπτύσση μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γίνεται ἡ καρδιακή-νοερά προσευχή. Καί ἡ τρίτη βαθμίδα εἶναι ἡ «μυστική θεολογία», ὅταν φθάνη ὁ ἄνθρωπος στήν θέωση καί τόν ἁγιασμό.

Στά θεολογικά ζητήματα δέν ὑπάρχει ἀοριστολογία, δέν λέμε ἀόριστα πράγματα. Ὅπως, δηλαδή, ὁ γιατρός, ὅταν θέλη νά δῆ τήν ἀσθένεια καί νά τήν θεραπεύση ἔχει τρόπο καί μέθοδο γιά νά τό κάνη, ἔτσι γίνεται καί στήν ὀρθόδοξη θεολογία. Ὁ ἅγιος Μάξιμος γιά νά τό δείξη αὐτό ἐμφανέστερα χρησιμοποιεῖ μερικά παραδείγματα.

Στήν «πρακτική φιλοσοφία», πού εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἀνήκουν ἐκεῖνοι πού ἀγωνίζονται νά ὑπερβοῦν καί τελικά ὑπερβαίνουν τήν ἡδονή καί τήν ὀδύνη. Ξέρουμε τό τί δημιουργεῖ ἡ ἡδονή στόν ἄνθρωπο καί ἡ ὀδύνη, δηλαδή ὁ πόνος. Ὅταν περνᾶ κανείς τό πρῶτο αὐτό στάδιο, σημαίνει ὅτι ξεπερνᾶ τίς συνέπειες τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης. Δέν ὑποφέρει, δέν στενοχωριέται, ὅταν τόν συκοφαντοῦν, μέσα του δέν ὑπάρχει ἡδονή γιά τά κοσμικά πράγματα, ἀλλά μόνον ἡδονή κατά Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζῆ τήν ὑπέρβαση τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης, τότε σημαίνει ὅτι πέρασε τό στάδιο τῆς καθάρσεως, τήν πρώτη βαθμίδα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Ὅταν στήν συνέχεια ὑπερβαίνη τήν λήθη καί τήν ἄγνοια, τά δύο μεγάλα προβλήματα, τό νά ξεχνᾶ κανείς τόν Θεό αὐτό σημαίνει λήθη, καί νά ἔχη ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἀρχίζη μέ τήν προσευχή νά ἔχη γνώση καί μνήμη τοῦ Θεοῦ, τότε σημαίνει ὅτι εἶναι στό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ, τῆς «φυσικῆς θεωρίας», στήν δεύτερη βαθμίδα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.  Καί ὅταν ὑπερβαίνη καί τήν φαντασία, τότε ζῆ τήν τρίτη βαθμίδα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού εἶναι ἡ «μυστική θεολογία», ἡ θέωση, ὁ ἁγιασμός καί ἡ τελείωση. Ὅλος αὐτός ὁ ἀγώνας πού κάνει ὁ ἄνθρωπος μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά ὑπερβαίνη τήν ἡδονή καί τήν ὀδύνη, τήν λήθη καί τήν ἄγνοια, καί, βεβαίως, ἀργότερα νά ὑπερβῆ καί τήν φαντασία, λέγεται πνευματική ζωή, ἐν Χριστῷ ζωή. Δέν γίνεται αὐτό ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Χριστό καί χωρίς τήν δύναμη καί τήν ἐνέργειά Του.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νά καθαρίση τήν καρδιά του ἀπό τά πάθη, ὅπως εἶπε ο Χριστός: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται», τότε ζῆ τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν λέμε, δηλαδή, ὅτι ἐμεῖς βιώνουμε τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, σημαίνει ὅτι ἀγωνιζόμαστε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη, νά καθαρίσουμε τήν καρδιά, στήν πραγματικότητα νά μεταμορφώσουμε τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Δηλαδή, ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας, δέν εἶναι κακό. Ὁ Θεός τόν ἔχει βάλει μέσα μας, γιά νά Τόν ἀγαπᾶμε. Ἀλλά ἐμεῖς τόν διαστρέψαμε, καί ἀντί νά ἔχουμε ἀγάπη γιά τόν Θεό, ὁδηγοῦμε τήν ἀγάπη μόνον στά κτίσματα. Τώρα πρέπει νά ἀποσπάσουμε τήν ἀγάπη ἀπό τά κτίσματα καί νά τήν ὁδηγήσουμε στόν Θεό. Τόν θυμό, τήν δύναμη αὐτή τήν ἔβαλε ὁ Θεός μέσα μας γιά νά ἔχουμε δύναμη καί νά νικᾶμε τόν διάβολο καί νά ἀντιμετωπίζουμε τόν πειρασμό. Ἐμεῖς, ὅμως, τόν θυμό, ἀντί νά τόν χρησιμοποιοῦμε ἐναντίον τοῦ διαβόλου, τόν χρησιμοποιοῦμε ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Τώρα πρέπει νά γίνη ἡ μεταμόρφωση τῶν παθῶν καί ἔτσι νά ἀποκτήσουμε πραγματική ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, νά ἀποβάλουμε τήν φιλαυτία καί νά ἀποκτήσουμε φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία. Αὐτό σημαίνει σταύρωση μαζί μέ τόν Χριστό.

Ὅταν μετά ἀπό τήν μεταμόρφωση τῶν ἐσωτερικῶν ἐνεργειῶν ἀναπτυχθῆ μέσα μας ἡ μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Χριστό, καί αὐτό γίνεται πάρα πολύ ἐμφανές μέ τήν προσευχή, τότε θέλουμε συνέχεια νά προσευχόμαστε στόν Χριστό. Γιά παράδειγμα, ὅταν ἕνας ἔχη ἕνα ἀγαπητό του πρόσωπο, θέλει συνέχεια νά ὁμιλῆ γιά τό ἀγαπητό του πρόσωπο καί συνέχεια νά τό θυμᾶται. Ὅταν μιά μητέρα ἔχη τό παιδί της πού εἶναι σέ δύσκολη περίοδο τῆς ζωῆς του ἤ εἶναι κάπου μακρυά, συνέχεια σκέφτεται τό παιδί της, γιά τό ποῦ βρίσκεται τό παιδί της, καί ἔχει μνήμη τοῦ παιδιοῦ της. Ὅταν, λοιπόν, αὐτή ἡ μνήμη στρέφεται στόν Χριστό καί ὁ ἄνθρωπος ἔχη προσευχή ἐσωτερική, αὐτό εἶναι ἡ πρώτη ἀνάσταση, βιώνει τότε τήν πρώτη ἀνάσταση. Καί ὅταν, βέβαια, αὐξηθῆ αὐτή ἡ ἀγάπη καί φθάνη στά μυστικά θεωρήματα καί ἔχη ἐμπειρίες τοῦ Χριστοῦ, τότε βιώνει τήν δεύτερη ἀνάσταση.

2. Ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή μας

Θεώρησα καλό νά σᾶς πῶ τήν βασική θεωρία τοῦ ἁγίου Μαξίμου μέ ἁπλά λόγια, ὥστε νά καταλάβετε τά ἑπόμενα, τό πῶς ἑρμηνεύει ἕξι (6) σημεῖα ἀπό τά Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σέ σχέση μέ τήν πνευματική μας ζωή.

α) Τό τελευταῖο Πάσχα τοῦ Χριστοῦ

Λίγο πρίν συλλάβουν τόν Χριστό, τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὁ Χριστός ἔκανε τό τελευταῖο Πάσχα, τό τελευταῖο δεῖπνο, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἑβραῖοι κατά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα. Τό ἔτος ἐκεῖνο οἱ Ἑβραῖοι ἔκαναν Πάσχα τήν Παρασκευή τό ἀπόγευμα, γι’ αὐτό δέν εἰσῆλθαν στό πραιτώριο, «ἵνα μή μιανθῶσι ἀλλ’  ἵνα φάγωσι τό Πάσχα». Δηλαδή, ἀφοῦ σταύρωσαν τόν Χριστό τήν Παρασκευή τό πρωΐ, στήν συνέχεια τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς, ξημερώνοντας πρός τό Σάββατο, ἔκαναν τό δικό τους Πάσχα. Ὁ Χριστός, λοιπόν, τό Πάσχα τό ἔκανε τήν Μεγάλη Πέμπτη.

Μερικές ἡμέρες πρίν ἀπό αὐτό οἱ Μαθητές ρώτησαν τόν Χριστό, ποῦ θά ἤθελε νά ἑτοιμάσουν τό Πάσχα. Ἐκεῖνος ἔστειλε δύο Μαθητές στήν πόλη καί τούς εἶπε ὅτι θά συναντήσουν ἕναν ἄνθρωπο πού θά βαστάζη ἕνα «κεράμιον ὕδατος», δηλαδή μιά στάμνα μέσα στήν ὁποία θά ὑπάρχη νερό. Θά τόν ἀκολουθήσουν καί σέ ὅποιο σπίτι εἰσέλθει αὐτός, ἐκεῖ θά ποῦν στόν οἰκοδεσπότη ὅτι ὁ Διδάσκαλος θέλει νά κάνη τό Πάσχα μαζί μέ τούς Μαθητές Του στό σπίτι του. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης θά τούς δείξη ἕνα δωμάτιο στόν τελευταῖο ὄροφο, θά λέγαμε ἕνα ρετιρέ, ἕνα πολύ μεγάλο δωμάτιο «μέγα ἐστρωμένον» καί ἐκεῖ θά ἑτοιμάσουν τό Πάσχα (Μάρκ. ιδ΄, 12-15). Αὐτό, ἐπαναλαμβάνω ἔγινε τήν Μεγάλη Πέμπτη.

Πῶς τό ἑρμηνεύει αὐτό ὁ ἅγιος Μάξιμος;
Εἶπα προηγουμένως ὅτι θά χρησιμοποιήσω διάφορα παραδείγματα καί θά σᾶς δίνω τήν ἑρμηνεία τήν ὁποία κάνει ὁ ἅγιος Μάξιμος, τήν μυστική καί θεολογική ἑρμηνεία πού πάντοτε –καί αὐτό νά ἔχετε ὑπόψη σας– ἔχει σχέση μέ τήν πνευματική μας ζωή, τήν ἐν Χριστῷ ζωή.

Πῶς τό ἑρμηνεύει αὐτό; Δίνει δύο ἑρμηνεῖες. Ἡ μία ἀναφέρεται στόν κόσμο καί ἔχει σχέση μέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου καί ἡ ἄλλη ἀναφέρεται στόν κάθε ἄνθρωπο προσωπικά.

«Κατά μία πρώτη ἑρμηνεία, ὑποθέτω ὅτι μέ τήν πόλη δηλώνεται ὁ αἰσθητός κόσμος καί μέ τόν ἄνθρωπο στό σύνολό του τό γένος τῶν ἀνθρώπων στό ὁποῖο ἀποστέλλονται, ὡς μαθητές τοῦ Θεοῦ καί Λόγου καί πρόδρομοί Του γιά νά ἑτοιμάσουν τήν μυστική εὐωχία του μέ τήν φύση τῶν ἀνθρώπων, οἱ δύο νόμοι, ὁ νόμος τῆς πρώτης διαθήκης καί ὁ νόμος τῆς Καινῆς, ὁ ἕνας ἀποκαθαίροντας τήν φύση μας μέ τήν πρακτική φιλοσοφία ἀπό κάθε μολυσμό, καί ὁ ἄλλος ἀνυψώνοντας μέ τήν θεωρητική μυσταγωγία ἀπό τά σωματικά τόν νοῦ μέ τήν γνώση στά συγγενῆ του νοητά θεάματα. Ἀπόδειξη γι' αὐτό εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ μαθητές πού στάλθηκαν ἦταν ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης. Γιατί ὡς γνωστόν ὁ Πέτρος εἶναι σύμβολο τῆς πράξης καί ὁ Ἰωάννης τῆς θεωρίας.

Γι' αὐτό τούς συναντᾶ πρῶτος ὅπως πρέπει αὐτός πού κρατεῖ τό κανάτι μέ τό νερό, σημαίνοντας μέ τόν ἑαυτό του ὅλους ὅσοι βαστάζουν κατά τήν πρακτική φιλοσοφία τῶν ἀρετῶν στούς ὤμους τους, ὅπως μέσα στό κανάτι, μέ τήν νέκρωση τῶν ἐπίγειων μελῶν τοῦ σώματος τήν Χάρη τοῦ Πνεύματος πού μέ τήν πίστη τούς καθαίρει ἀπό τούς μολυσμούς. Ἔπειτα ἀπό αὐτόν, δεύτερος, ὁ οἰκοδεσπότης πού παρουσιάζει τό στρωμένο ἀνώγαιο, διδάσκοντας ἐπίσης μέ τόν ἑαυτό του ὅλους ὅσοι ἔχουν στρώσει μέ γνωστικά νοήματα καί δόγματα τό θεωρητικό ὕψος τῆς καθαρῆς καί μεγαλόπλαστης διάνοιάς τους, ὅμοια μέ ἀνώγαιο, γιά νά ὑποδεχθοῦν θεοπρεπῶς τόν μεγάλο Λόγο. Τό σπίτι πάλι εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς εὐσέβειας, πρός τήν ὁποία ὁ πρακτικός νοῦς πορεύεται ἐπιδιώκοντας τήν ἀρετή καί τῆς ὁποίας εὐσέβειας αὐτός εἶναι Κύριος καί τήν ἔχει ἀποκτήσει ὡς δική του κατά φύση, ὁ νοῦς πού καταλάμπεται ἀπό τό θεῖο φῶς τῆς μυστικῆς γνώσης καί γι' αὐτό μαζί μέ τόν πρακτικό ἀξιώνεται τήν ὑπερφυῆ παρουσία καί εὐωχία τοῦ Σωτήρα Λόγου».

Μέ τήν ἑρμηνεία αὐτή πού κάνει ὁ ἅγιος Μάξιμος παρουσιάζει ὅλη τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Βλέποντας ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο μέσα στό σκοτάδι ἔστειλε Προφῆτες καί ἔπειτα τούς Μαθητές Του στόν κόσμο, ὥστε νά διδάξη στούς ἀνθρώπους μέ τούς δύο νόμους, τόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τόν νόμο τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιά νά ἀρχίση ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἡ λεγόμενη πρακτική φιλοσοφία.

Ὁ ἄνθρωπος πού βαστάζει τό «κεράμιον ὕδατος» εἶναι ἐκεῖνος πού κρατᾶ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τήν νέκρωση τῶν μελῶν. Ἡ στάμνα, ὅπως ὅλοι τό ξέρουμε, εἶναι πηλός, τόν ὁποῖο πηλό τόν βάζουν στήν φωτιά καί ἀποκτᾶ μιά σταθερότητα καί ἐπειδή εἶναι σταθερός, ἔχει ψηθῆ, κρατᾶ μέσα τό νερό. Ἑπομένως, εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού μέ τίς ἀρετές καί τόν ἀγώνα πού κάνουν, τήν σταθερότητα στήν πνευματική τους ζωή κρατοῦν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι πού βαστάζουν τήν στάμνα.

Στήν συνέχεια, ὅσοι καθαρίσθηκαν ἀπό τά πάθη καί προσπαθοῦν νά κρατήσουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἀγώνα πού κάνουν γιά νά ἀποκτήσουν τίς ἀρετές ὁδηγοῦνται στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό ἀνώγειο τό ἐστρωμένο, ὅπου ὁ νοῦς θά ἐλλαμφθῆ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί θά ἑνωθῆ μέ τόν Χριστό.

Ἡ δεύτερη ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, τήν ὁποία κάνει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀναφέρεται σέ κάθε ἄνθρωπο πού ἀγωνίζεται νά ζήση τήν ἐν Χριστῷ ζωή, δηλαδή ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς νά ὁδηγηθῆ στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέωση. Λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος:  

«Ἄν ὅμως θέλη κάποιος νά ἐφαρμόση ὅσα εἰπώθηκαν καί στόν καθένα ἄνθρωπο, δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἀλήθεια. Πόλη δηλαδή εἶναι ἡ ψυχή τοῦ καθενός, στήν ὁποία ἀποστέλλονται πάντοτε, σάν μαθητές τοῦ Θεοῦ καί Λόγου, οἱ λόγοι περί ἀρετῆς καί γνώσης. Αὐτός πού κρατεῖ τό κανάτι μέ τό νερό εἶναι ὁ καρτερικός τρόπος καί λογισμός πού σηκώνει στούς ὤμους τῆς ἐγκράτειας χωρίς νά τήν πετάξη κάτω τήν χάρη τῆς πίστης πού τοῦ δόθηκε στό βάπτισμα. Τό σπίτι δέ εἶναι ἡ κατάσταση καί ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν πού οἰκοδομήθηκε, σάν ἀπό πέτρες, ἀπό πολλά σταθερά καί ἀνδρικά ἤθη καί λογισμούς. Τό ἀνώγαιο εἶναι ἡ πλατιά καί εὐρύχωρη διάνοια καί ἡ ἱκανότητα γιά γνώση πού ἔχει κατακοσμηθῆ ἀπό τά θεϊκά θεάματα τῶν μυστικῶν κι ἀπόρρητων δογμάτων. Ὁ οἰκοδεσπότης εἶναι ὁ νοῦς πού διαπλατύνεται μέ τό λαμπρό ὕψος, τό κάλλος καί μέγεθος τῆς γνώσης τοῦ σπιτιοῦ πού ἔφτιαξε ἡ ἀρετή∙ στόν οἰκοδεσπότη μαζί μέ τούς μαθητές του, δηλαδή μέ τά πρῶτα πνευματικά νοήματα περί φύσεως καί χρόνου ἐνδημώντας ὁ Λόγος μεταδίδει τόν ἑαυτό Του».

Μέ τήν ἑρμηνεία αὐτή ὁ ἅγιος Μάξιμος δείχνει τήν πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς κάθε Χριστιανοῦ. Ἡ πνευματική ζωή εἶναι μιά πορεία ἀπό τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα πρός τό ἀνώγειον τό ἐστρωμένον, ὅπου ὁ καθαρός νοῦς θά συναντήση τόν Θεό. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, αὐτό πού εἶπα προηγουμένως, τήν πρακτική φιλοσοφία, γιά νά φθάση στόν φωτισμό τοῦ νοῦ, πού εἶναι ἡ προσευχή, καί ἐκεῖ ὁ νοῦς ὁ ὁποῖος εἶναι φωτισμένος θά δεχθῆ τόν Λόγο, τόν Χριστό, καί θά ζήση τήν ἀναστάσιμη ζωή.

β) Ἡ συμμαχία μεταξύ Πιλάτου, Ἡρώδου καί Ἰουδαίων

 Ὁ Ἰουδαῖοι παρακινούμενοι ἀπό τούς Γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους ζητοῦσαν νά σταυρωθῆ ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός ὁδηγήθηκε στόν Ἡρώδη καί στόν Πιλάτο. Ἄρα ὑπάρχει μιά συνεργασία μεταξύ τῶν Ἰουδαίων, τοῦ Ἡρώδου καί τοῦ Πιλάτου καί αὐτοί συνετέλεσαν στήν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:

«Ὁ Ἡρώδης σημαίνει τό φρόνημα τῆς σάρκας. Ὁ Πιλάτος σημαίνει τήν αἴσθηση, ἐπειδή εἶχε τήν ἐξουσία. Ὁ Καίσαρ συμβολίζει τά αἰσθητά». Εἶναι δηλαδή ἡ σάρκα, εἶναι τά αἰσθητά πού εἶναι ὅλος ὁ κόσμος καί εἶναι ἡ αἴσθηση, ἡ ἀγάπη πρός τά αἰσθητά. «Οἱ Ἰουδαῖοι συμβολίζουν τούς ψυχικούς λογισμούς. Ὅταν, λοιπόν, ἡ ψυχή συνδεθῆ ἀπό ἄγνοια μέ τά αἰσθητά, τότε παραδίδει τόν λόγο στήν αἴσθηση γιά νά θανατωθῆ, ἐπικυρώνοντας σέ βάρος της, μέ τήν ὁμολογία της τήν βασιλεία τῶν φθαρτῶν.  Γιατί οἱ Ἰουδαῖοι λένε δέν ἔχουμε ἄλλον βασιλιά παρά μόνον τόν Καίσαρα».

Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν ἑρμηνεία αὐτή τήν ὁποία κάνει ὁ ἅγιος Μάξιμος –ὅπως φαίνεται καί σέ ἄλλα κείμενά του– δείχνει τήν πορεία τῆς ἁμαρτίας. Πῶς γίνεται ἡ ἁμαρτία; Πρῶτα ἔρχονται οἱ λογισμοί, οἱ σκέψεις, μετά ἀρχίζει ἡ αἴσθηση, δηλαδή ἀρχίζουμε καί ἀγαπᾶμε κάτι καί κολλᾶμε στήν συνέχεια στά αἰσθητά. Καί ἀφοῦ θέλουμε καί ἐπιθυμοῦμε αὐτά πού εἶναι ἔξω ἀπό τόν Θεό καί παρά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε διαπράττεται ἡ ἁμαρτία. Καί ὅταν ἡ ἁμαρτία διαπράττεται πολλές φορές, τότε γίνεται πάθος. Ἡ ἁμαρτία, λοιπόν, ἀρχίζει πρῶτα ἀπό τούς λογισμούς, γίνεται ἡ ἐπιθυμία, ἔπειτα διαπράττεται ή ἁμαρτία καί ἡ ἁμαρτία ἐπαναλαμβανόμενη γίνεται πάθος.

Ὁπότε, ἐδῶ τί φαίνεται; Οἱ Ἰουδαῖοι συμβολίζουν τούς λογισμούς πού ἔρχονται μέσα στόν ἄνθρωπο. Εἴμαστε πνιγμένοι ἀπό τούς λογισμούς. Πόσες φορές τήν ἡμέρα καί πόσοι λογισμοί δέν ἔρχονται καί δέν μποροῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτούς! Λένε πολλοί ὅτι ἦλθε μιά σκέψη καί δέν μπόρεσαν νά κοιμηθοῦν τό βράδυ. Αὐτοί εἶναι οἱ λογισμοί, πολλοί καί διάφοροι λογισμοί γιά διάφορα πράγματα. Ὁ Πιλάτος εἶναι ἡ αἴσθηση πού ἔχει σχέση μέ τά αἰσθητά, καί ὁ Ἡρώδης εἶναι τό φρόνημα τῆς σάρκας, ἀφοῦ διῆγε βίο σαρκικό.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ψυχή μέ τούς λογισμούς καί τήν αἴσθηση παραδίδεται στά αἰσθητά, ὑποδουλώνεται σέ αὐτά, δέν κάνει καλή χρήση, ἀλλά κάνει κατάχρηση τῶν αἰσθητῶν. Βέβαια, ὅλος ὁ κόσμος, ὅλα τά αἰσθητά δέν εἶναι κακά, αὐτά βοηθοῦν νά ζήσουμε στήν ζωή, ἀλλά, ὅταν ὑποδουλωνόμαστε στά αἰσθητά, τότε σημαίνει ὅτι ἀποκτᾶμε σαρκικό φρόνημα καί ἔτσι θανατώνεται ἡ ψυχή καί ἀποβάλλεται ἡ ζωή τοῦ Πνεύματος. Καί ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθῆ σιγά-σιγά καί ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν μεγάλη ἐξάρτηση στόν κόσμο τῶν αἰσθητῶν, ἀποδεσμεύεται καί ἀπό τούς λογισμούς καί ἀρχίζει μέσα του ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί ἀναπτύσσεται αὐτή ἡ ἐσωτερική ἐλευθερία.

Σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁμιλώντας γι’ αὐτό τό θέμα, γιά τό πῶς συνεργάσθηκε ὁ Πιλάτος μέ τούς Ἰουδαίους γιά νά θανατώσουν, νά σταυρώσουν τόν Χριστό γράφει:

«Ὁ Πιλάτος εἶναι τύπος τοῦ φυσικοῦ νόμου, ἐνῶ τοῦ γραπτοῦ νόμου τύπος εἶναι τό πλῆθος τῶν Ἰουδαίων. Αὐτός πού σχετικά μέ τήν πίστη δέν ξεπέρασε τούς δύο νόμους δέν εἶναι ἱκανός νά δεχθῆ τήν ὑπερφυσική καί ὑπέρλογη ἀλήθεια, ἀλλά ὁπωσδήποτε σταυρώνει τόν Λόγο Χριστό θεωρώντας τό Εὐαγγέλιο εἴτε σκάνδαλο ὡς Ἰουδαῖος εἴτε μωρία ὡς Ἕλληνας».

Γιά νά γίνη ἀντιληπτό αὐτό τό χωρίο τοῦ ἁγίου Μαξίμου θέλω νά σᾶς πῶ τήν γενικότερη θεωρία τήν ὁποία ἔχει πάνω στό θέμα αὐτό. Λέει ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς νόμοι. Κάθε ἄνθρωπος πρέπει νά τηρήση τρεῖς νόμους. Εἶναι ὁ νόμος τῆς συνειδήσεως, τόν ὁποῖο νόμο ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί οἱ εἰδωλολάτρες καί οἱ ἄθεοι. Μετά εἶναι ὁ δεύτερος νόμος. Ὁ Θεός ἔδωσε τόν πρῶτο νόμο, ὁ Θεός δίνει καί τόν δεύτερο νόμο, πού εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν νόμο τῆς συνειδήσεως καί εἶναι ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως, πού τόν ἔδωσε στό ὄρος Σινᾶ. Καί αὐτός δέν ἦταν τέλειος νόμος. Μετά ἔρχεται ὁ Χριστός καί δίνει τόν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, τόν νόμο τῆς θείας Χάριτος.

Ὁ κάθε ἄνθρωπος, λοιπόν, θά πρέπει νά περνᾶ διαδοχικά αὐτούς τούς νόμους. Ξεκινᾶ ἀπό τόν νόμο τῆς συνειδήσεως καί λέει, πορεύομαι κατά συνείδηση. Καί οἱ οὑμανιστές, οἱ ἀνθρωπιστές ἔχουν συνείδηση, ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι καί διεστραμμένη.  Ξεκινᾶ ὁ ἄνθρωπος ἀπό ἐκεῖ καί τηρεῖ, ἔστω τόν νόμο τῆς συνειδήσεως, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀρκετό, γιατί πρέπει ὁ νόμος τῆς συνειδήσεως νά ἐμπνέεται καί νά καθοδηγῆται ἤ νά φωτίζεται ἀπό τόν νόμο πού ἔδωσε ὁ Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁπότε, εἶναι ἕνα ἄλλο σκαλοπάτι ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τόν ὁποῖο ἐπιτυγχάνεται ἡ κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου, ἕως ὅτου μετά δεχθῆ τόν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, τόν νόμο τῆς θείας Χάριτος, Αὐτόν τόν Ἴδιο τόν Χριστό.

Ὁπότε, ὁ Πιλάτος εἶναι ἐκφραστής τοῦ νόμου τῆς συνειδήσεως, πού τόν εἶχε καί αὐτός ὡς εἰδωλολάτρης, ἀλλά ἦταν ἐντελῶς διεστραμμένος. Δηλαδή, προτίμησε τήν ἐξουσία του παρά νά δῆ τό δίκαιο, ὅτι δέν ἔπρεπε νά σταυρωθῆ ὁ Χριστός. Μετά εἶναι ὁ νόμος τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τόν νόμο τοῦ Μωϋσέως. Πρέπει, ὅμως, νά ὑπερβῆ κανείς αὐτούς τούς νόμους, νά βιώση μέσα του τήν ἀλήθεια, τόν ἴδιο τόν Χριστό, ὁπότε δέν σταυρώνει τόν Χριστό. Γιατί, ὅταν κανείς στέκεται μόνον στόν νόμο τῆς συνειδήσεως καί μόνον στόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, χωρίς νά ζῆ τήν ἐν Χριστῷ ζωή, οὐσιαστικά σταυρώνει τόν Χριστό μέσα του.

γ) Ἡ τρίγλωσση ἐπιγραφή τοῦ Σταυροῦ

Κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὁ Πιλάτος, πού ἔδωσε τήν ἐντολή νά σταυρωθῆ ὁ Χριστός, «ἔγραψε τίτλον καί ἔθηκεν ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Ἦν δέ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ Βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων. Τοῦτον τόν τίτλον πολλοί ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐγγύς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς. Καί ἦν γεγραμμένον ἑβραϊστί, ἑλληνιστί, ρωμαϊστί» (Ἰω. ιθ΄, 19-20).

Ὁ Πιλάτος ἔδωσε ἐντολή νά γραφῆ ἕνας τίτλος στόν Σταυρό, μέ εἰρωνικό τρόπο ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων. Καί ἔγραψαν τόν τίτλο στόν Σταυρό σέ τρεῖς γλῶσσες: στά λατινικά-ρωμαϊκά, στά ἰουδαϊκά καί στά ἑλληνικά. Αὐτό, βέβαια, ἔγινε, ἐπειδή ἦταν πολύκοσμη πόλη τά Ἱεροσόλυμα, ὅσοι ἦταν ἐκεῖ εἴτε ἦταν Ρωμαῖοι, πού γνώριζαν τά λατινικά, εἴτε ἦταν Ἕλληνες πού γνώριζαν τά ἑλληνικά, εἴτε ἦταν Ἰουδαῖοι, ὥστε νά ξέρουν γιατί σταυρώθηκε ὁ Χριστός.  

Αὐτό οὐσιαστικά καί προφητικά δείχνει τήν παγκοσμιότητα τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή, μέ τό ὅτι ἔδωσε ἐντολή ὁ Πιλάτος νά γραφῆ αὐτή ἡ ἐπιγραφή μέ τρεῖς γλῶσσες δείχνει ὅτι ὁ Χριστός θά γίνη παγκόσμιος βασιλεύς καί θά δοξάζεται ἀπό ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί ἀπό ὅλες τίς γλῶσσες.

Ὅμως, ὁ ἅγιος Μάξιμος, σύμφωνα μέ τήν ὅλη θεωρία τήν ὁποία σᾶς εἶπα προηγουμένως –καί πάντοτε πρέπει νά ἔχετε ὑπόψη σας αὐτό πού εἶπα στήν ἀρχή– προχωρεῖ γιά νά δώση μιά ἀναγωγική ἑρμηνεία τῆς τρίγλωσσης αὐτῆς ἐπιγραφῆς. Τί μᾶς λέει;

«Ἡ κατηγορία τοῦ Σωτήρα, πού εἶχαν γράψει στήν ἐπιγραφή, ἔδειξε καθαρά ὅτι αὐτός πού σταυρώθηκε ἦταν βασιλέας καί κύριος τῆς πρακτικῆς, τῆς φυσικῆς καί τῆς θεολογικῆς φιλοσοφίας. Γιατί λένε ὅτι ἡ αἰτία τῆς καταδίκης ἦταν γραμμένη ρωμαϊκά, ἑλληνικά καί ἑβραϊκά. Μέ τήν ρωμαϊκή γραφή ἐννοῶ τήν πρακτική φιλοσοφία, τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Τοῦτο γιατί ἡ ρωμαϊκή βασιλεία κατά τόν λόγο τοῦ Δανιήλ ὁρίστηκε νά εἶναι ἡ πιό ἀντρειωμένη ἀπό τίς βασιλεῖες τῆς γῆς. Καί βέβαια χαρακτηριστικό τῆς πρακτικῆς πιό πολύ ἀπό κάθε τί εἶναι ἡ ἀνδρεία. Μέ τήν ἑλληνική γραφή ἐννοῶ τήν φυσική θεωρία, ἐπειδή τό ἑλληνικό ἔθνος περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο ἐπιδόθηκε στήν φυσική θεωρία (φιλοσοφία). Καί μέ τήν ἑβραϊκή γλώσσα ἐννοῶ τήν θεολογική μυσταγωγία, ἐπειδή ὁ ἑβραϊκός λαός πανθομολογουμένως ἀνέκαθεν ἀνέθεσαν τούς Πατέρας στόν Θεό».

Καί ἐδῶ πάλι βλέπει κανείς τήν βασική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Μέ τήν ἑρμηνεία αὐτή οὐσιαστικά δείχνει ὅτι ἡ τρίγλωσση ἐπιγραφή φανερώνει τίς τρεῖς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων πού συνδέονται μέ τόν Χριστό.

πρώτη κατηγορία τῶν Χριστιανῶν, πού σταυρώνονται μαζί μέ τόν Χριστό, ὁμοιάζουν μέ τούς Ρωμαίους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν δύναμη, εἶχαν ἀνδρεία καί ρώμη, εἶχαν στρατό, εἶναι αὐτοί πού ἀγωνίζονται μέ πολύ μεγάλη δύναμη, μέ ὄρεξη, μέ σθένος, στό στάδιο τῆς πρακτικῆς φιλοσοφίας, ἐνώπιον τῶν παθῶν, γιά νά καθαρισθῆ ἡ καρδιά τους ἀπό τά πάθη. Αὐτοί ὁμοιάζουν μέ τούς Ρωμαίους.

δεύτερη κατηγορία τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀνεβαίνουν ψηλότερα καί ὁμοιάζουν μέ τούς Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τήν φιλοσοφία καί φιλοσοφοῦσαν. Βεβαίως, φιλοσοφοῦσαν φανταστικῶς, ἀλλά, πάντως, ἦταν πιό πάνω ἀπό τούς Ρωμαίους πού στέκονταν στόν στρατό καί στούς πολέμους. Στήν κατηγορία αὐτή ἀνήκουν ἐκεῖνοι πού ἀνυψώνονται πάνω ἀπό τά αἰσθητά μέ τόν φωτισμό τοῦ νοῦ, μέ τήν νοερά προσευχή.

Στήν τρίτη κατηγορία τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἐκεῖνοι πού ὁμοιάζουν μέ τούς Ἑβραίους πού εἶχαν Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν τόν ἄσαρκο Λόγο στήν Παλαιά Διαθήκη, εἶχαν ἐμπειρία, εἶναι δηλαδή οἱ πραγματικοί θεολόγοι, καί αὐτούς δηλώνει ἡ  ἑβραϊκή γραφή πού γράφτηκε πάνω στόν Σταυρό.

Σέ ὅλες αὐτές τίς κατηγορίες ὁ Χριστός εἶναι βασιλεύς. Μέ τήν δύναμή Του οἱ Χριστιανοί καθαρίζονται ἀπό τά πάθη, μέ τήν δύναμή Του προσεύχονται, μέ τήν δύναμή Του θεολογοῦν, μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ γίνονται τά πάντα. Ἡ Χάρη ἐνεργεῖ ἀνάλογα σέ κάθε ἄνθρωπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται γιά νά καθαρισθῆ ἀπό τά πάθη, τότε ἡ Χάρη λέγεται καθαρτική, πού καθαρίζει. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθῆ νά προσεύχεται, τότε ἡ ἴδια ἡ Χάρη λέγεται φωτιστική, πού φωτίζει. Καί ὅταν ἀνεβαίνη πνευματικά, ὅπως βλέπουμε τούς ἁγίους μας πού φθάνουν στήν θεοπτία, τότε ἡ ἴδια Χάρη λέγεται θεοπτική, πού θεώνει.

Σέ κάποια, πάντως, κατηγορία πρέπει νά ἀνήκουμε καί ἐμεῖς. Ὅσοι ἀνήκουν στίς τρεῖς αὐτές κατηγορίες εἴτε στό δημοτικό σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἴτε στήν μέση ἐκπαίδευση εἴτε στήν ἀνώτερη ἐκπαίδευση εἶναι συσταυρωμένοι μέ τόν Χριστό καί ὁ Χριστός εἶναι ὁ βασιλιάς τους. Ὅσοι δέν ἀνήκουν σέ κάποια ἀπό τίς τρεῖς αὐτές κατηγορίες οὐσιαστικά σταυρώνουν τόν Χριστό στήν προσωπική τους ζωή.

δ) Σταύρωση, Ταφή, Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ

Ὁ Χριστός πρῶτα σταυρώθηκε, ἔπειτα ἐνταφιάσθηκε καί στήν συνέχεια ἀναστήθηκε. Αὐτό πρέπει νά γίνεται καί στούς Χριστιανούς γιά νά ἀνήκουν στόν Χριστό. Πρῶτα νά σταυρώνωνται, μετά νά ἐνταφιάζωνται –πνευματικά ἐννοῶ– καί ἀφοῦ ἐνταφιασθοῦν, μετά γίνεται ἡ δική τους ἀνάσταση. Λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:
«Ὅλα τά φαινόμενα (τά ὁρατά), πρέπει νά σταυρωθοῦν. Καί ὅλα τά νοούμενα (νοητά), χρειάζεται νά ταφοῦν. Καί ἔπειτα μόνος ὁ λόγος αὐτοΰπαρκτος ἀναφαίνεται, ὡσάν νά εἶναι ἐγηγερμένος ἀπό τούς νεκρούς».

Καί στό χωρίο αὐτό φαίνεται πάλι ἡ θεωρία πού ἀνέφερα στήν ἀρχή τῆς ὁμιλίας μου. Ποιά εἶναι τά ὁρατά; Εἶναι ὅλη ἡ κτίση πού εἶναι εὐλογία Θεοῦ, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πρέπει νά κάνουμε καλή χρήση, καί διά τῆς κτίσεως νά ὁδηγούμαστε στόν Θεό. Ὅμως, ὅταν εἴμαστε ὑποδουλωμένοι στήν κτίση, πρέπει νά γίνη ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπό αὐτήν, τόσο ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά, ὅσο καί ἀπό τίς ἡδονές πού ἔχουν σχέση μέ τά ὑλικά ἀγαθά. Γι’  αὐτό λέγει: Τά φαινόμενα, αὐτά πού φαίνονται, πρέπει νά σταυρωθοῦν.

Στήν συνέχεια τά νοούμενα, ἐκεῖνα πού γίνονται μέσα στόν μυαλό, οἱ λογισμοί δηλαδή, πρέπει νά ἐνταφιασθοῦν. «Τά φαινόμενα πάντα δεῖται σταυροῦ καί τά νοούμενα χρήζει ταφῆς». Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἀπαλλαγῆ κανείς ἀπό τήν πληθώρα τῶν λογισμῶν, καί, κυρίως, τῶν λογισμῶν πού ἔχουν σχέση μέ τά πάθη, τούς λεγόμενους «σύνθετους λογισμούς», ἀλλά μερικές φορές πρέπει νά ἀπαλλαγῆ καί ἀπό τούς καλούς λογισμούς, γιατί μπορεῖ νά ὑπάρχη καί ἕνας καλός λογισμός πού δέν ἀφήνει νά ἀναπτυχθῆ ἡ μονολόγιστη νοερά προσευχή. Ἄρα, τά ὁρατά, τά φαινόμενα, πρέπει νά σταυρωθοῦν, τά νοούμενα πρέπει νά ἐνταφιασθοῦν καί τότε ἀνασταίνεται ὁ Λόγος.

Τί σημαίνει αὐτό;
Μέσα σέ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος κάνει λόγο γιά τούς «λόγους τῶν ὄντων». Μέσα στά πουλιά, στά δένδρα, τά φυτά, τήν κτίση, ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Πρέπει κανείς νά ἔχη φωτισμένο νοῦ γιά νά βλέπη τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στήν κτίση, τούς λόγους τῶν ὄντων, καί νά μή παραμένη στά ἐξωτερικά.

Ἔπειτα καί μέσα στόν ἄνθρωπο ἀπό τήν δημιουργία του ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Στήν συνέχεια μέ τό ἅγιο Βάπτισμα καί τό Χρίσμα πού δεχθήκαμε εἰσῆλθε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ στό βάθος τῆς καρδιᾶς καί δέν φεύγει ποτέ ἀπό ἐκεῖ, ἀλλά ἁπλῶς μέ τά πάθη τά ὁποῖα ἀποκτᾶμε στήν ζωή μας, αὐτό τό βάθος τῆς καρδιᾶς, ὅπου βρίσκεται ἡ Χάρη τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος, σκεπάζεται ἀπό τά πάθη. Εἶναι ὅπως ὑπάρχει ἕνα κτίσμα παλαιό, ἕνας ναός, καί ἔγιναν διάφορες  προσχώσεις καί καλύφθηκε, ὁπότε οἱ ἀρχαιολόγοι κάνουν ἀνασκαφές γιά νά βροῦν τόν ναό αὐτό, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει στό βάθος τῆς γῆς.

Μέσα μας ἔχουμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ Χάρη καλύπτεται ἀπό τά πάθη, εἶναι καλυμμένη ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά. Πρέπει νά ἀναστηθῆ αὐτός ὁ λόγος πού ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά καί νά ἀρχίση νά ἀναζωπυρώνεται αὐτή ἡ Χάρη πού ὑπάρχει ἐκεῖ.

Ὁ ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικῆς καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης χρησιμοποιοῦν ἕνα ἄλλο παράδειγμα. Ἀφοῦ καοῦν τά ξύλα ἀπό τήν φωτιά γίνεται στάχτη, ἀλλά μέσα στήν στάχτη ὑπάρχει μιά σπίθα. Ἐμεῖς, πού θέλουμε νά ἀνάψουμε τήν φωτιά, ἀπομακρύνουμε τίς στάχτες, βρίσκουμε τήν σπίθα, βάζουμε ἕνα προσάναμμα, καί ἀναζωπυρώνεται ἡ φωτιά. Αὐτό γίνεται καί μέ τήν πνευματική ζωή. Κάθε φορά, δηλαδή, πού ἕνας ἀπό μᾶς αἰσθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του, κλαίει καί χύνει δάκρυα μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, τότε ἐνεργοποιεῖται ἡ Χάρη τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος πού ἔχουμε λάβει στήν μικρή μας ἡλικία. Αὐτή ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἀνθρωπίνης ἐνεργείας, ἀλλά ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τήν δική μας συμμετοχή ἀνασταίνει τόν ἐσωτερικό κόσμο.

Ἔτσι, ὅλα τά φαινόμενα (τά ὁρατά), πρέπει νά σταυρωθοῦν. Νά ἀρχίσουμε σιγά-σιγά νά ἀπεξαρτώμαστε ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά καί ἀπό τήν σχέση μέ τό περιβάλλον. Στήν συνέχεια πρέπει νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν δουλεία στούς λογισμούς (νοούμενα). Ὅταν γίνη αὐτό, σταυρώνονται τά ὁρατά, ἐνταφιάζονται τά νοούμενα, ὁπότε ἀνασταίνεται μέσα ἀπό τήν καρδιά αὐτή ἡ Χάρη, πού ὑπάρχει ἐκεῖ καί τότε ζοῦμε τήν πραγματική ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας.

ε) Τό Δεσποτικόν μνημεῖον

Μετά τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ στόν Σταυρό, ἀποκαθήλωσαν τόν Χριστό καί Τόν τοποθέτησαν σέ ἕνα μνημεῖο καινούριο. Τόν τύλιξαν, ὅπως ἦταν τότε ἡ συνήθεια στούς Ἰουδαίους νά ἐνταφιάζουν τούς νεκρούς, ὅπως ἔκαναν παλιότερα τά βρέφη βάζοντας λωρίδες –τά φάσκιωναν, τά σπαργάνωναν, ὅπως ἔλεγαν– γύρω γύρω ἀπό τό σῶμα ἀπό κάτω ἀπό τά πόδια, μέχρι στόν λαιμό. Αὐτές οἱ λωρίδες λέγονται ὀθόνια, ἐντάφια σπάργανα. Ἔτσι ἔκαναν καί τόν Χριστό. Ἔβαλαν τά ὀθόνια, τά ἐντάφια σπάργανα, τίς λωρίδες μέχρι τόν λαιμό. Καί στό κεφάλι ἔβαλαν ἕνα ὕφασμα, τό σουδάριο, καί  κάλυψαν τήν κεφαλή. Ἦταν, λοιπόν, τά ἐντάφια σπάργανα σέ ὅλο τό σῶμα καί τό σουδάριο στήν κεφαλή.

Οἱ δύο Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καί ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης, ὅταν πληροφορήθηκαν τήν ἀνάστασή Του, πῆγαν στό μνημεῖο, ἔτρεχαν καί οἱ δύο μαζί, ἀλλά ἔτρεχε πιό γρήγορα ὁ Ἰωάννης ὡς νεώτερος, ὅμως, πρῶτος μπῆκε ὁ Πέτρος μέσα στό μνημεῖο. Δέν εἶδε τόν Χριστό, ἀφοῦ εἶχε ἀναστηθῆ, ἀλλά εἶδε τά ὀθόνια κείμενα. Ὁ Χριστός βγῆκε ἀπό τά ὀθόνια καί αὐτά παρέμειναν ἄθικτα, ἐνῶ τό σουδάριο, τό ὕφασμα τό ὁποῖο ἦταν στήν κεφαλή, μέ τό ὁποῖο εἶχαν δέσει τό κεφάλι τοῦ Χριστοῦ, δέν ἦταν μαζί μέ τά ὀθόνια, ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, χωρίς τά ὀθόνια, «ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον». Δηλαδή, τό σουδάριο ἦταν πιό πέρα ἀπό τά ὀθόνια καί ἦταν τυλιγμένο. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, βγῆκε ἀπό μέσα ἀπό τά ὀθόνια, τά ὁποῖα ἄφησε ἄθικτα καί τό σουδάριο, τό τύλιξε καί τό ἄφησε σέ ἕνα σημεῖο.

Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:
«Μνημεῖον τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἤ αὐτός ὁ κόσμος ἤ ἡ καρδιά κάθε πιστοῦ. Καί ὀθόνια εἶναι οἱ λόγοι τῶν αἰσθητῶν μαζί μέ τούς τρόπους τῆς ἀρετῆς. Τό δέ σουδάριο εἶναι ἡ ἁπλή καί ἀποίκιλη γνώση τῶν νοητῶν μέ τήν ἐνδεχόμενη θεολογία, διά τῶν ὁποίων γινόταν γνωστός προηγουμένως ὁ Λόγος καί πού χωρίς αὐτά ἦταν ἐντελῶς ἀκατανόητη γιά μᾶς ἡ πάνω ἀπό αὐτά κατανόησή του».

Τί σημαίνει αὐτό; Νά τό κάνουμε πιό ἁπλά.
Λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὅτι αὐτό πού συνέβη μέ τόν Χριστό συμβαίνει καί μέ τόν ἄνθρωπο πού ζῆ μαζί μέ τόν Χριστό, πού ζῆ τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Τά ὀθόνια εἶναι αὐτά πού μᾶς περιβάλλουν, ὅλα τά αἰσθητά πού μᾶς περιβάλλουν, ὅλος ὁ κόσμος, καί μᾶς δένουν κατά κάποιον τρόπο, μαζί μέ τήν ἀρετή. Ὅμως, χρειάζεται καί τό σουδάριο, τό ὕφασμα στήν κεφαλή, πού εἶναι ἡ θεολογία, γιατί χωρίς αὐτήν εἶναι ἀκατανόητος ὁ λόγος. Δέν φθάνει, δηλαδή, ἁπλῶς νά μήν εἴμαστε συνδεδεμένοι μέ τόν κόσμο καί νά ἔχουμε ἀρετές, ἀλλά πρέπει νά ἔχουμε καί τό σουδάριο στήν κεφαλή, πού εἶναι ἡ θεολογία.

Αὐτό σημαίνει ὅτι γιά νά γνωρίση κανείς τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, θά πρέπει πρῶτα νά ὑπερβῆ τόν περιβάλλοντα κόσμο, νά ὑπερβῆ τά αἰσθητά καί τούς λόγους τῶν αἰσθητῶν, ἀλλά θά πρέπει νά ὑπερβῆ ἀκόμη καί τήν γνώση τῶν νοητῶν, δηλαδή νά ὑπερβῆ καί τίς σκέψεις, τούς λογισμούς καί τά πάντα. Γιατί, ὅταν φθάνη κανείς στήν ὅραση τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτή ἡ ὅραση γίνεται «ὑπέρ τήν αἴσθησιν καί ὑπέρ τήν νόησιν». Ὁ θεούμενος βλέπει τό Φῶς μέσα ἀπό τήν καρδιά, μεταμορφώνεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ἔσωθεν γίνεται αὐτή ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, διά τῆς καρδίας, ἀλλά καί τό σῶμα μεταμορφώνεται. Ὅμως αὐτή ἡ γνώση, αὐτή ἡ ἐμπειρία, αὐτή ἡ θέα εἶναι «ὑπέρ τήν αἴσθησιν καί ὑπέρ τήν νόησιν» χωρίς νά ἀποδεσμεύεται ὁ νοῦς ἀπό τό σῶμα.

Διαφορετικά, ὅταν κανείς δέν ζῆ κατ’  αὐτόν τόν τρόπο, ὅταν δέν σταυρώνεται πρῶτα, δέν ἐνταφιάζεται καί προσπαθεῖ ἀσταύρωτος νά θεολογήση, ὅπως ἀκριβῶς τό κάνουν πολλοί θεολόγοι σήμερα, μιλᾶνε θεολογικά, μιλᾶνε γιά τήν θεολογία, ἀναμειγνύουν τήν θεολογία μέ τήν φαντασία, τότε κάνουν θεολογία τῶν παθῶν τους. Μιά θεολογία πού δέν ἔχει σχέση μέ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί μέ τόν ἐνταφιασμό τοῦ Χριστοῦ, μιά τέτοια θεολογία εἶναι δαιμονική θεολογία. Δέν τό λέγω ἐγώ, τό λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Λέει: «Δαιμόνων ἐστι θεολογία ἡ δίχα πράξεως γνῶσις». Ἡ γνώση χωρίς τήν πράξη εἶναι δαιμονική θεολογία.

Σέ ἄλλο σημεῖο πάλι γιά τό θέμα αὐτό γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος:
«Ὅποιοι ἐνταφιάζουν μέ τιμές τόν Κύριο, μέσα στήν καρδιά τους, θά δοῦν καί νά ἀνασταίνεται ὅλος δόξα, ἐνῶ θά εἶναι ἀθέατος γιά ὅσους δέν εἶναι σάν αὐτούς. Γιατί δέν εἶναι πιά δυνατόν νά πιαστῆ ἀπό τούς ἐχθρούς του, ἐπειδή δέν ἔχει τά ἐξωτερικά προκαλύμματα μέσῳ τῶν ὁποίων φαινόταν ὅτι θά πιανόταν μέ τό θέλημά Του ἀπό ὅποιους ἤθελαν κι ὅτι θά ἀνεχόταν νά πάθει γιά τήν κοινή σωτηρία ὅλων».

Θά πρέπει, λέγει, νά ἐνταφιάζουμε ἐντίμως τόν Κύριο μέσα στήν καρδιά μας. «Μνημεῖον Δεσποτικόν εἶναι ἡ ἑκάστου τῶν πιστῶν καρδία». Ἡ πνευματική καρδιά, τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἕνα μνημεῖο Δεσποτικό, ἐκεῖ πρέπει νά ἐνταφιάσουμε τόν Χριστό, νά Τόν ἔχουμε μέσα ἐκεῖ ἐντίμως, δηλαδή μέ τιμές. Ἐκεῖνος πού ἐνταφιάζει ἐντίμως τόν Χριστό μέσα του, μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, μέ τήν προσευχή, καί μάλιστα τήν προσευχή τήν ἐσωτερική, τήν νοερά, τήν καρδιακή προσευχή, ἐκεῖνος αἰσθάνεται νά κατοικῆ μέσα στήν καρδιά του ὁ Χριστός.

Ὑπάρχουν πάρα πολλά χωρία ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τά ὁποῖα θά μποροῦσα νά σᾶς ἀναφέρω. Γιά παράδειγμα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «κατοικῆσαι τόν Χριστόν διὰ τῆς πίστεως ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» (Ἐφ. γ΄, 17), δηλαδή, σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πῶς θά κατοικῆ μέσα στήν καρδιά του διά τῆς πίστεως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί πῶς θά γίνη ἡ καρδιά ναός τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἐάν διαβάσετε τούς Φιλοκαλικούς Πατέρες καί πολλούς ἄλλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, θά δῆτε αὐτό πού λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, πού βαπτίζεται καί εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πάρετε ὡς παράδειγμα τόν Ναό πού εἴμαστε αὐτήν τήν ὥρα συγκεντρωμένοι. Ὑπάρχει ὁ κεντρικός Ναός, ὑπάρχει τό Ἱερό Βῆμα, ἡ Ἁγία Τράπεζα, καί μέσα στήν Ἁγία Τράπεζα εἰσέρχεται ὁ Ἀρχιερεύς ἤ ὁ Ἱερεύς γιά νά τελέση τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Οἱ Πατέρες λένε ὅτι τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας ναός τοῦ Θεοῦ. Ὁ τροῦλλος εἶναι ἡ κεφαλή, καί οἱ θύρες εἶναι οἱ αἰσθήσεις. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, πού μέ τήν πτώση εἶναι δεμένος καί κολλημένος μέ τήν κτίση, ὅταν ξεκολλάη ἀπό τήν ὑποδούλωση στά αἰσθητά, ὅπως τό λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος στήν «Μυσταγωγία» του, εἰσέρχεται μέσα στόν ναό καί ἔπειτα εἰσέρχεται στήν καρδιά. Ἡ καρδιά εἶναι τό θυσιαστήριο, τό Ἱερό Βῆμα, ἡ Ἁγία Τράπεζα. Ἐκεῖ στό βάθος καί τό κέντρο τῆς καρδιᾶς εἰσέρχεται ὁ νοῦς, καί ἐκεῖ γίνεται μιά θεία λειτουργία.

Αὐτή εἶναι ἡ ἐσωτερική λειτουργία. Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Ἐφ. ε΄, 19). Τί εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ ἐσωτερική θεία λειτουργία πού γίνεται στό βάθος τῆς καρδιᾶς. Εἶναι οἱ ὕμνοι καί οἱ ψαλμοί πού γίνονται μέσα στήν καρδιά. «δοντες καί ψάλλοντες τῷ Κυρίῳ». Γίνεται ἡ ἐξωτερική Λειτουργία στόν Ναό, ἀλλά πρέπει νά γίνεται καί ἐσωτερικά ἡ λειτουργία αὐτή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ καρδιά γίνεται τό ἱερό Θυσιαστήριο. Τό λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος:  «Κύριον δὲ τόν Θεόν ἁγιάσατε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» (Α΄ Πέτρ. γ΄, 15).

Μέσα στήν καρδιά, λοιπόν, εἶναι ἕνα Ἱερό Βῆμα, μέσα στό ὁποῖο γίνεται –γι' αὐτούς πού ζοῦν ἐν Χριστῷ– ἀδιάλειπτη θεία Λειτουργία. Ἐκεῖ εἶναι ἕνα ἐκκλησάκι ὁλόλαμπρο καί μερικοί ἀξιώθηκαν νά τό δοῦν αὐτό τό ἐκκλησάκι μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς. Αὐτό εἶναι τό Δεσποτικό Μνημεῖο πού ἔχει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό ἐκεῖ ἀνασταίνεται ὁ Χριστός. Ἔτσι λειτουργεῖ κανείς ἐσωτερικά μέ τήν νοερά καρδιακή προσευχή καί ζῆ τόν Σταυρό, τήν Ταφή καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

στ) Πάσχα, ἡ διάβαση τοῦ Λόγου στόν νοῦ

Εἶχα νά πῶ καί ἄλλα σημεῖα, ἀλλά δέν θέλω νά σᾶς κουράσω, γι’  αὐτό θά πῶ τό τελευταῖο σημεῖο ὅτι Πάσχα στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ διάβαση τοῦ Λόγου στόν ἀνθρώπινο νοῦ. Γνωρίζετε ὅτι ἡ λέξη Πάσχα εἶναι ἑβραϊκή καί σημαίνει διάβαση, πέρασμα. Δηλαδή, οἱ Ἑβραῖοι ἦταν στήν Αἴγυπτο, ὁ Μωϋσῆς τούς ὁδήγησε καί τούς πέρασε μέσα ἀπό τήν Ἐρυθρά Θάλασσα μέ θαῦμα. Αὐτό τό πέρασμα ἀπό τήν Ἐρυθρά θάλασσα –ὅταν ἔφυγαν ἀπό τήν γῆ τῆς Αἰγύπτου καί πέρασαν στήν γῆ τῆς ἐρήμου γιά νά πορευθοῦν στήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας– αὐτή ἡ διάβαση ἀπό τήν Ἐρυθρά Θάλασσα λέγεται Πάσχα. Ἄρα ἔχουμε διάβαση. Αὐτό σημαίνει Πάσχα.

Καί ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί ἔχουμε τό δικό μας Πάσχα, γι’ αὐτό καί ψάλλουμε: «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν ἡμᾶς διεβίβασεν». Ἐμεῖς ἑορτάζουμε τήν διάβαση ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή, ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό. Ἄλλο εἶναι τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων, ἄλλο εἶναι τό Πάσχα τῶν Χριστιανῶν.

Τί λέει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γιά τό Πάσχα;  «Πάσχα ἀληθῶς ἐστιν ἡ πρός τόν ἀνθρώπινον νοῦν τοῦ Λόγου διάβασις». Ἀληθινό Πάσχα εἶναι ἡ διάβαση τοῦ Λόγου, τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, στόν ἀνθρώπινο νοῦ. Ὅταν, δηλαδή, ὁ Χριστός εἰσέλθη μέσα στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου φωτίζεται, τότε αὐτό λέγεται Πάσχα.

Ὅταν ὁμιλῆ ὁ ἅγιος Μάξιμος γιά τόν νοῦ, δέν ἐννοεῖ τήν λογική, γιατί ἄλλο εἶναι ἡ λογική καί ἄλλο ὁ νοῦς. Εἴδατε πολλές φορές συναντᾶμε κάποιον στόν δρόμο καί τόν χαιρετᾶμε, χωρίς νά τόν προσέξουμε. Τόν βλέπουμε ἐξωτερικά, ἀλλά ὁ νοῦς μας ἦταν ἀλλοῦ. Ἀκόμη, κάνουμε κάποια ἐργασία καί θυμόμαστε ἕνα ἀγαπητό μας πρόσωπο πού ὑποφέρει. Κάνουμε τήν ἐργασία, ἀλλά ὁ νοῦς μας εἶναι ἀλλοῦ. Ἔτσι καταλαβαίνουμε τήν διάκριση μεταξύ νοῦ καί λογικῆς. Ὁπότε, οἱ Πατέρες μας πού ἔχουν ζήσει αὐτήν τήν ἐμπειρία λένε ὅτι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τήν λογική του νά εἶναι μέσα στόν κόσμο, νά περπατᾶ στόν δρόμο, ἀλλά μέ τόν νοῦ του νά προσεύχεται. Γίνεται αὐτός ὁ διαχωρισμός μεταξύ νοῦ καί λογικῆς.

Ἔτσι, ὅταν ὁ Χριστός εἰσέλθη μέσα στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ νοῦς φωτίζεται καί προσεύχεται καί εἶναι ἀναστημένος, τότε αὐτό λέγεται καί εἶναι Πάσχα.

Συμπέρασμα

Μέ ὅλα αὐτά πού προσπάθησα μέ πολύ ἁπλό τρόπο νά σᾶς τά παρουσιάσω, γιατί αὐτά εἶναι ὑψηλά θεολογικά νοήματα καί, κυρίως, ὅπως τά παρουσιάζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ μεγάλος αὐτός μυστικός καί νηπτικός καί ἡσυχαστής Πατέρας τοῦ 7ου αἰῶνος, μέ ὅλα, λοιπόν, αὐτά φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής δίνει μιά μυστική καί οὐσιαστική ἑρμηνεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιά τό τί εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή.

Τά γεγονότα, ἑπομένως, πού θά ἑορτάσουμε ἀπό τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, δέν εἶναι ἐξωτερικά καί τυπικά γεγονότα, οὔτε συναισθηματικά, ἀλλά εἶναι θεολογικά καί προσωπικά. Εἶναι μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τώρα καταλαβαίνετε γιατί ἐπέλεξα αὐτόν τόν τίτλο τοῦ θέματος. Ὄχι ἁπλῶς Σταυρός καί Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καθώς ἐπίσης μέθεξη, μετοχή δηλαδή, τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς Χριστιανούς. Αὐτή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή.

Ἑπομένως, τί σημαίνει μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ; Μέθεξη τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης, εἶναι ἡ μεταμόρφωση τῶν παθῶν. Ὅλες αὐτές οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς πρέπει νά δοθοῦν στόν Θεό. Αὐτό σημαίνει μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ. Καί μέθεξη τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς λήθης καί τῆς ἄγνοιας.

Δύο μεγάλα θηρία εἶναι ἡ ἡδονή καί ἡ ὀδύνη. Ἡ κάθε ἡδονή φέρει ὀδύνη, κάθε εὐχαρίστηση ἔχει καί ὀδύνη. Καί ὅταν προσπαθοῦμε νά ὑπερβοῦμε τήν ὀδύνη μέ νέα ἡδονή, τότε δημιουργεῖται νέα ὀδύνη. Τό βλέπετε στά παιδιά πού παίρνουν ναρκωτικά. Ἐπειδή ἔχουν δύσκολες συνθῆκες, παίρνουν τό ναρκωτικό καί ζοῦν τόν ἰδεατό προσωρινό «παράδεισο», ὅταν, ὅμως, τελειώνη ἡ δράση τοῦ ναρκωτικοῦ, ἐπανέρχονται πάλι στά τραγικά γεγονότα τῆς ζωῆς τους καί θέλουν νά λάβουν μεγαλύτερη δόση ναρκωτικοῦ.

Ἔτσι γίνεται ἕνας φαῦλος κύκλος μεταξύ ἡδονῆς καί ὀδύνης.

Στήν συνέχεια ἄλλα δύο μεγάλα θηρία εἶναι ἡ λήθη καί ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, τό νά μήν ἔχουμε μνήμη τοῦ Θεοῦ καί νά μήν γνωρίζουμε τόν Θεό. Ὁπότε, ἀπό τήν ὑπέρβαση τῆς λήθης καί τῆς ἄγνοιας, πού σημαίνει μνήμη τοῦ Θεοῦ καί γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζει ἡ βίωση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτό σημαίνει ὅτι σταυρωνόμαστε ἐν Χριστῷ, μαζί μέ τόν Χριστό μέσα μας, ὄχι μόνον τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀλλά καθ’  ὅλη τήν διάρκεια τῆς ζωῆς μας καί συνανασταινόμαστε μέ τόν Χριστό. Ἄν δέν συσταυρωθῆ κανείς μέσα στήν καρδιά του καί δέν συναναστηθῆ μέ τόν Χριστό, τότε στήν πραγματικότητα σταυρώνει τόν Χριστό. Ὁ ἅγιος Μάξιμος σέ ὅλη τήν θεολογία του παρουσιάζει αὐτό τό δίλημμα: Ἤ θά συσταυρωθοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό ἤ θά σταυρώσουμε τόν Χριστό. Ἄλλη τρίτη ὁδός δέν ὑπάρχει.

Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, λοιπόν, καί τό Πάσχα δέν εἶναι ἁπλῶς ἐξωτερικά ἔθιμα καί παραδόσεις, ἀλλά εἶναι ἐσωτερική ζωή. Εἶναι συσταύρωση καί συνανάσταση μέ τόν Χριστό. Ἡ βίωση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ γίνεται στόν βαθμό τῆς βιώσεως τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό γίνεται μέ τήν μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἤτοι τήν πρακτική φιλοσοφία, τήν φυσική θεωρία καί τήν μυστική θεολογία, ἤτοι τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, ἤτοι τήν πράξη καί τήν θεωρία. Αὐτή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, αὐτή εἶναι ἡ πνευματική ζωή.
Καλή ἀνάσταση!  

  • Προβολές: 3451