Γράφτηκε στις .

Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη: Γενική παρουσίαση τοῦ βιβλίου «Ἀποστολή καί Ἱεραποστολή στήν Μ. Ἀνατολή (Λίβανο καί Συρία)»

Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη

Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη: Γενική παρουσίαση τοῦ βιβλίου «Ἀποστολή καί Ἱεραποστολή στήν Μ. Ἀνατολή (Λίβανο καί Συρία)»Τό βιβλίο τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου μας κ. Ἱεροθέου: «Ἀποστολή καί Ἱεραποστολή στήν Μ. Ἀνατολή (Λίβανο καί Συρία)», πού σήμερα παρουσιάζουμε, εἶναι ἕνα βιβλίο πού διαφέρει ἀπό ὅλα τά βιβλία πού μέχρι σήμερα ἔγραψε καί προσέφερε στόν λαό τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί σέ κάθε ἄνθρωπο πού ἀναζητᾶ τό νόημα τῆς ζωῆς του καί ἀνησυχεῖ γιά τήν προοπτική τοῦ ἀνθρώπινου βίου.

Ἑπιχειρώντας μιά γενική παρουσίαση τοῦ βιβλίου θά μιλήσω κατ’ ἀρχήν ἀποφατικά, γιατί θεωρῶ ὅτι ἔτσι μπορεῖ, ἀφ’ ἑνός μέν δοθῆ τό ἰδιαίτερο στίγμα τοῦ βιβλίου μέσα στό συνολικό ἔργο τοῦ Σεβασμιωτάτου, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά ἀπαρτισθῆ μέ σχετική πληρότητα μιά εἰκόνα γιά τό περιεχόμενό του.

Τό βιβλίο, λοιπόν, πού παρουσιάζουμε σήμερα, δέν εἶναι (ὅπως πολλά ἄλλα ἔργα τοῦ Μητροπολίτου μας) πραγματεία πού ἀφορᾶ τήν θεολογία ἤ τήν ἀσκητική τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πραγματεύεται, δηλαδή μέ συστηματικό τρόπο, τίς προϋποθέσεις τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, τήν πατερική ἄποψη γιά τό ποιός εἶναι ἀπλανής θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας ἤ γιά τόν θεραπευτικό χαρακτήρα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, ἡ ὁποία εἶναι ἀχώριστα ἑνωμένη μέ τήν ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἐπαναδιατυπώνει συστηματικά (ὅπως σέ ἄλλα κείμενά του) τόν πατερικό λόγο σέ θεολογικά θέματα αἰχμῆς, ὅπως τό περί προσώπου, τῆς εὐχαριστιακῆς θεολογίας, τῆς θελήσεως στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, τῆς μεταπατερικῆς καί τῆς συναφειακῆς θεολογίας. Δέν ἀνατέμνει ἐπιστημονικά καί ποιμαντικά (ὅπως σέ ἄλλα ἔργα του) τίς στρεβλώσεις τῆς μοναστικῆς παραδόσεως, τίς ἐκτροπές ἀπό τό πνεῦμα τῆς φιλοκαλίας πρός ὁδούς ξένες πρός τήν παράδοση τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί ἁγίων Πατέρων. Δέν εἶναι, ἀκόμη, μελέτη τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, τῶν διεκκλησιαστικῶν σχέσεων ἤ τῶν θεμάτων καί τῶν προβλημάτων, πού προκύπτουν στήν λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ συστήματος. Δέν ἀναλύει, μέ ἐξειδικευμένη μελέτη, τά στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας, τίς θεολογικές καί ἀσκητικές (ἡσυχαστικές) προϋποθέσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος, τήν σύνδεση τοῦ κανόνα τῆς πίστεως μέ τόν κανόνα τῆς προσευχῆς, οὔτε περνᾶ μέ συστηματική μελέτη σέ περιοχές τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης, στίς νευροεπιστῆμες, στήν μοριακή βιολογία καί τήν βιοηθική, γιά νά διατυπώση τίς βασικές γραμμές τῆς Βιοθεολογίας καί τήν νηφάλια ποιμαντική στάση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἀπένατι στήν ἔρευνα καί τά πορίσματα τῆς ἀνθρώπινης ἐπιστήμης.

 

Τό βιβλίο εἶναι καί μιά πρόταση γιά τό πῶς, ὡς κράτος, ἀλλά καί ὡς τοπική Ἐκκλησία πρέπει νά πολιτευόμαστε πρός τούς ἔξω ἀπό τήν ἐθνική μας μάνδρα ὀρθοδόξους.

 

Ἐνῶ δέν εἶναι συστηματική μελέτη κανενός ἀπό τά παραπάνω θέματα, μέ τά ὁποῖα ἰχνογραφεῖται ἐλλειπτικά ἡ θεματολογία τοῦ ὀγκώδους συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ Μητροπολίτου μας, ἐντούτοις μέ τόν ἁπλό καί ἄμεσο λόγο τοῦ ἡμερολογίου του, πού ἀποτελεῖ τό μέγιστο μέρος τοῦ βιβλίου του: Ἀποστολή καί Ἱεραποστολή στήν Μ. Ἀνατολή, θίγονται ὅλα τά βασικά θέματα πού ἀπασχόλησαν κατά καιρούς τόν συγγραφέα καί γίνονται φανερά τά πορίσματα τῆς μακρόχρονης θεολογικῆς ἐμπειρικῆς μελέτης του καί τῆς ποιμαντικῆς θεραπευτικῆς ἐπιστήμης του.

Τό κύριο σῶμα τοῦ βιβλίου, ἐκτός ἀπό τόν πρόλογο καί τόν ἐπίλογο, διαρθρώνεται σέ τέσσερα κεφάλαια.

Στό πρῶτο, περιγράφεται ἡ ἀπόφαση γιά τήν ἀποστολή τοῦ τότε Ἀρχιμανδρίτου Ἱεροθέου Βλάχου στόν Λίβανο, ὅπου φαίνεται ἡ σχέση του μέ τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, ἀλλά καί ὁ τρόπος πού ἐκεῖνος διοικοῦσε τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἡ σχέση πού ἤθελε νά ἔχη μέ τούς συνεργάτες του. Ἤθελε καθαρά λόγια, ὄχι ἐπιπόλαια, ἀλλά μετά ἀπό σοβαρή σκέψη. Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ συγγραφέας Μητροπολίτης μας, μετά τήν πρόταση νά πάη στόν Λίβανο καί τούς πρώτους ἐνδοιασμούς του εἶπε: «Μακαριώτατε, ἐάν τό ἐπιθυμῆτε, θά κάνω ὑπακοή», ἐκεῖνος αὐθόρμητα καί λεβέντικα τοῦ ἀντεῖπε: «Δέν ἔχει ὑπακοή! Θέλεις ἤ δέν θέλεις νά πᾶς;». «Μακαριώτατε, ἐφόσον τό θέτετε ἔτσι, ἐπιτρέψτε μου νά τό σκεφθῶ σήμερα, καί αὔριο νά σᾶς ἀπαντήσω». Ἡ προθεσμία αὐτή πού ζήτησε ὁ τότε Ἀρχιμαδρίτης Ἱεροθέος ἄρεσε στόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο, γιατί ἔδειχνε σοβαρή ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος ἐκ μέρους του.

Αὐτός ὁ σεβασμός στούς θεσμούς, ἡ ὑπακοή μέ ἐλευθερία, ἡ ὑπεύθυνη καί σοβαρή μελέτη στήν διαχείριση καί ἀντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων, προσωπικῶν, θεολογικῶν, ἐκκλησιαστικῶν, ἐκπαιδευτικῶν, ἀλλά ἀκόμη καί τοῦ πεδίου τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῆς Ἑλλάδος φαίνονται μέσα στίς καταγραφές τοῦ ἡμερολογίου, ἀλλά καί ἀπό τήν δομή τοῦ βιβλίου πού περιλαμβάνει τό ἡμερολόγιο.

Ὁ συγγραφέας θεώρησε ἀναγκαῖο στό δεύτερο κεφάλαιο νά παραθέση στόν ἀναγνώστη ἱστορικά στοιχεῖα γιά τήν Μέση Ἀνατολή. Αὐτό πού αἰσθάνεται ἀναγκαῖο ὁ ἴδιος, ὅταν ἐπισκέπτεται ἕναν τόπο ἤ μιά χώρα, νά ἀναζητᾶ, δηλαδή, καί νά μαθαίνη προηγουμένως τήν ἱστορία τοῦ τόπου ἤ τῆς χώρας, προκειμένου, ὅπως γράφει, νά μπορεῖ καλύτερα νά ἐνταχθῆ στόν χῶρο ἐκεῖνο, πράγμα πού ἔκανε καί πρίν ἀναχωρήσει γιά τήν Μ. Ἀνατολή, τό δίνει στόν ἀναγνώστη του γιά νά ἔχη, διαβάζοντας τό ἡμερολόγιο, τίς ἀναγκαῖες ἱστορικές συντεταγμένες, προκειμένου νά κατανοῆ καλύτερα ὅσα σέ αὐτό ἀναφέρονται.

Τό κύριο μέρος τοῦ βιβλίου εἶναι τό τρίτο κεφάλαιο, τό ὁποῖο περιλαμβάνει τό ἡμερολόγιο τοῦ Σεβασμιωτάτου, χωρισμένο σέ τέσσερα ὑποκεφάλαια, μέ βάση τά ἀκαδημαϊκά ἔτη πού δίδαξε στήν Μπελεμέντιο Θεολογική Σχολή τοῦ Λιβάνου.

Στό τρίτο ὑποκεφάλαιο παρεμβάλλεται ἕνα κείμενο τοῦ συγγραφέως, γιά τό Πανεπιστήμιο τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας, πού δημιοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, τό Φθινόπωρο τοῦ 1989, ἐνῶ τό τέταρτο ὑποκεφάλαιο, πού ἀφορᾶ τό ἀκαδημαϊκό ἔτος 2000-2001, δέν ἔχει τήν μορφή ἡμερολογίου, ἀλλά μετά ἀπό ἕνα ἐνημερωτικό εἰσαγωγικό κείμενο, γραμμένο σέ ὕστερο χρόνο, παρατίθεται ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου, μέ τίς ἐντυπώσεις του ἀπό τό ἀκαδημαϊκό καί ἱεραποστολικό ταξίδι του στήν Συρία καί τόν Λίβανο, τό ὁποῖο γράφηκε τόν Μάϊο τοῦ 2001 καί δημοσιεύτηκε στό 64ο τεῦχος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παρέμβασης.

Τό 2000-2001 τά πράγματα στόν Λίβανο εἶχαν ἀλλάξει. Δέν ὑπῆρχε πλέον πόλεμος. Καί ἡ ἀνάγκη καταγραφῆς καθημερινά ἡμορολογίου, ὅπως φαίνεται, ἐξέλιπε.

Τό βιβλίο συμπληρώνεται μέ ἕνα τέταρτο κεφάλαιο τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν Σύγχρονη κατάσταση στήν Μέση Ἀνατολή. Τό κεφάλαιο αὐτό εἶναι τό ἀπαραίτητο συμπλήρωμα τοῦ ἡμερολογίου, προκειμένου οἱ ἀναγνῶστες νά ἐνημερωθοῦν «γιά τό τί συμβαίνει στήν Μέση Ἀνατολή, τήν Συρία καί τόν Λίβανο, κυρίως νά ἀντιληφθοῦν τήν σημασία πού ἔχουν γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους Ρωμηούς τόσο οἱ περιοχές αὐτές, ὅσο καί οἱ αὐτόχθονες κάτοικοί τους», ὅπως γράφει ὁ Σεβασμιώτατος στόν πρόλογό του.

Μετά τόν ἐπίλογο παρατίθεται ἐπιλεγμένο φωτογραφικό ὑλικό πού βοηθᾶ τόν ἀναγνώστη νά ἔχη αἴσθηση τοῦ χώρου καί κάποιων ἀπό τά πρόσωπα πού ἀναφέρονται στό ἡμερολόγιο.

Κλείνοντας τήν σύντομη παρουσίαση τοῦ βιβλίου, θεωρῶ ὅτι πρέπει νά ἐπισημανθῆ ὅτι μέσα ἀπό ὅλες τίς σελίδες του, ἰδιαίτερα ὅμως τοῦ ἡμερολογίου, ἀποκαλύπτονται (σαφῶς, ἀλλά καί κάποιες φορές ὑπαινικτικά) ἀφ’ ἐνός μέν τά κοινωνικά, θρησκευτικά, γεωστρατηγικά, ἐκκλησιαστικά καί θεολογικά προβλήματα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ἀλλά καί κάποιες ἀπό τίς ὁρατές (γιά πολλούς ἀόρατες) παραμέτρους τοῦ προσώπου τοῦ συγγραφέως.

Μέσα στό ψυχρό ἀνθελληνικό περιβάλλον διεκδίκησε νά τοῦ δώσουν τό ἔργο γιά τό ὁποῖο ἀπεστάλη στόν Λίβανο καί ὄχι τίποτε ἄλλο. Αὐτό ἀπαιτοῦσε ἡ πιστότητά του στόν λόγο τῆς ἀποστολῆς του. Ὅταν κατόπιν τόν ἀνακάλυψαν ὡς τόν συγγραφέα τοῦ βιβλίου «Μιά βραδυά στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους», πού εἶχε ἐν ἀγνοίᾳ του μεταφραστῆ στά ἀραβικά καί εἶχε δημιουργήσει αἴσθηση καί δέχθηκε καλές κριτικές καί, ἔτσι, ἀλλάζουν ἀπέναντί του στάση, ἀρχίζει ἡ ἀποστολή του νά γίνεται ἀποτελεσματική Ἱεραποστολή στήν Συρία καί τόν Λίβανο.

 

Ἔγινε ἀφορμή νά γίνουν σήμερα γνωστά σέ εὐρύ κοινό, ἀφ’ ἑνός μέν ὁρισμένα ἀπό τά ἐσωτερικά, ἄγνωστα στούς πολλούς, προβλήματα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὁ συγγραφέας σέ προσωπικές του στιγμές, μέ ἀνθρώπινη ἁπλότητα, πολιτική διορατικότητα, θεολογικό βάθος καί ποιμανική εὐαισθησία.

 

Μέσα στό μάθημα, στήν τραπεζαρία, στίς ἐλεύθερες ὧρες, παντοῦ, ἡ ἐπικοινωνία μέ τούς φοιτητές καί τούς καθηγητές, γίνεται σέ κλίμα εἰλικρίνειας, πραγματικοῦ ἀνθρώπινου ἐνδιαφέροντος, ἀλλά καί ἱεροπρεποῦς ποιμαντικῆς εὐαισθησίας καί γρηγορούσης δογματικῆς συνειδήσεως, γι’ αὐτό κάθε ἐπικοινωνία καταλήγει νά ἔχη χαρακτήρα θεολογικό. Ἀπό τά ἁπλά καθημερινά γεγονότα, ἡ συζήτηση συνήθως μετασχηματίζεται σέ θεολογική, ὄχι στοχαστική, ἀλλά μέ διακριτική ποιμαντική στοχοθεσία.

Ἔτσι ἐξηγεῖται καί ἡ ἀντιστροφή τοῦ ἀνθελληνικοῦ κλίματος τῆς Σχολῆς, σέ σημεῖο πού ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος, ἄν καί ὄχι φίλα προσκείμενος πρός τούς Ἕλληνες, νά ζητήση τόν τότε Ἀρχιμανδρίτη Ἱερόθεο νά ἀναλάβη, ὡς κοσμήτορας, τήν διεύθυνση τῆς Μπελεμεντείου Θεολογικῆς Σχολῆς.

Ἀπό αὐτή τήν σκοπιά τό βιβλίο εἶναι καί μιά πρόταση γιά τό πῶς, ὡς κράτος, ἀλλά καί ὡς τοπική Ἐκκλησία πρέπει νά πολιτευόμαστε πρός τούς ἔξω ἀπό τήν ἐθνική μας μάνδρα ὀρθοδόξους.

Τούς ἑλκύουμε μέ τό ὑπερεθνικό, κοινό μέ αὐτούς, οἰκουμενικό ἀποστολικό κήρυγμα, μέ τήν ὀρθόδοξη ἀποστολική καί πατερική θεολογία, τῶν ἑλληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Οἱ δυσκολίες τοῦ ἐμφυλίου πολέμου στόν Λίβανο, ὁ καθημερινός κίνδυνος τοῦ θανάτου, ἡ φτώχεια τοῦ λαοῦ μέ ὅλες τίς συνακόλουθες δυσκολίες ἔγιναν ἡ αἰτία νά ὁδηγηθῆ ὁ τότε Ἀρχιμ. Ἱερόθεος στήν ἀπόφαση (ἀπό προσωπική, ἀλλά καί ἱστορική ἀνάγκη) νά καταγράφη καθημερινά τίς ἐμπειρίες του ἀπό τήν ζωή του στήν Μπελεμέντιο Θεολογική Σχολή τοῦ Λιβάνου.

Αὐτή ἡ ἀνάγκη ἔγινε ἀφορμή νά γίνουν σήμερα γνωστά σέ εὐρύ κοινό, ἀφ’ ἑνός μέν ὁρισμένα ἀπό τά ἐσωτερικά, ἄγνωστα στούς πολλούς, προβλήματα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὁ συγγραφέας σέ προσωπικές του στιγμές, μέ ἀνθρώπινη ἁπλότητα, πολιτική διορατικότητα, θεολογικό βάθος καί ποιμανική εὐαισθησία.
Τόν εὐχαριστοῦμε.–