Γράφτηκε στις .

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή 12 Ἰουλίου «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε΄, 4)

Μετά τήν αἴσθηση τῆς πνευματικῆς πτωχείας, πού ἔρχεται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπισημαίνεται στόν πρῶτο μακαρισμό τοῦ Χριστοῦ πού εἴδαμε τήν προηγούμενη Κυριακή, ἀκολουθεῖ ὁ δεύτερος μακαρισμός, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στό πένθος, τήν μετάνοια, τά δάκρυα, τό κλάμα. Πράγματι, ὅποιος καταλάβει τήν πνευματική του κατάσταση, ὅτι ἐξέπεσε ἀπό τήν πνευματική ζωή, τότε ἀρχίζει νά πενθῆ.

Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἐπαινοῦν καί μακαρίζουν αὐτούς πού χαίρονται, πού ἔχουν ἄφθονα ὑλικά ἀγαθά καί ἀπολαμβάνουν τήν τιμή καί τήν ὑπόληψη τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἐπαινεῖ τούς πενθοῦντες. Αὐτό πράγματι ἠχεῖ παράδοξα στά αὐτιά τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων.

Γνωρίζουμε ὅτι πένθος εἶναι ἡ μεγάλη ψυχική ὀδύνη ἀπό τόν θάνατο ἑνός ἀγαπητοῦ μας ἀνθρώπου. Μάλιστα, τό πένθος κρατᾶ ἕνα χρονικό διάστημα, ἀνάλογα μέ τήν ψυχική καί πνευματική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί ἐκφράζεται μέ διάφορους τρόπους. Συνήθως, αὐτός πού πενθεῖ ἐκφράζει μερικές ἀντικοινωνικές συμπεριφορές, δηλαδή ἀπομακρύνεται ἀπό τούς συνανθρώπους του, κλείνεται στόν ἑαυτό του, σκέπτεται συνεχῶς τό ἀγαπητό του πρόσωπο, κλαίει γοερά καί πολλά ἄλλα.

Ὅμως, ὁ Χριστός δέν ἐπαινεῖ αὐτό τό κοσμικό πένθος, ἀλλά ἕνα ἄλλο πένθος πού ἔχει ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα καί ἔχει διαφορετικά ἀποτελέσματα. Ὁ Χριστός δέν ἐπαινεῖ ἁπλῶς τούς πενθοῦντες, ἀλλά τούς πενθοῦντες γιά τά ἁμαρτήματά τους, κυρίως ἐπειδή κατάλαβαν ὅτι ἔχουν στερηθῆ τόν Θεό καί τήν ζωή Του, ἔχουν χάσει τόν Παράδεισο. Ἐπίσης, ἐδῶ δέν μακαρίζονται οἱ λυπούμενοι, ἀλλά οἱ πενθοῦντες. Ἡ λύπη εἶναι μιά ψυχολογική κατάσταση. Ἐνῶ τό πένθος ἐκφράζεται μέ ὅλον τόν ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι μιά συναισθηματική κατάσταση, ἀλλά μιά πνευματική κατάσταση στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου πού καταλαβαίνει ὅτι βρίσκεται μακριά ἀπό τόν Θεό.

 

Oἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πού πενθοῦν γιά τίς ἁμαρτίες τους, ἐλευθερώνονται ἀπό ὅλες τίς ἐξαρτήσεις τους, κινοῦνται πρός τόν Θεό καί γι’ αὐτό παρηγοροῦνται ἀπό τόν Θεό.

 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιά τήν κατά κόσμο λύπη καί τήν κατά Θεό λύπη. Γράφει: «ἡ γάρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δέ τοῦ κόσμου λύπη, θάνατον κατεργάζεται» (Β΄ Κορ. ζ΄, 10). Ἡ κοσμική λύπη εἶναι ψυχολογικῆς καταστάσεως, προέρχεται ἀπό τήν ἀπώλεια τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀπό τήν διάλυση τῶν σχέσεων μέ κάποιον ἄνθρωπο, ἀπό τήν ἀποτυχία σέ διαφόρους τομεῖς τῆς ζωῆς. Ὅμως, ἡ κατά Θεό λύπη προέρχεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, ὅταν αὐτή φωτίζη τόν ἄνθρωπο, τότε καταλαβαίνει τήν κατάστασή του καί ἀμέσως ζητᾶ ἀπό τόν Θεό τήν βοήθειά Του γιά νά ἐπανέλθη στήν ἀρχική του κατάσταση.

Τό κατά Θεόν πένθος εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό τήν λύπη καί προέρχεται ἀπό τήν αἴσθηση τῆς τριπλῆς πτωχείας, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Ὅταν ὁ ἅγιος κάνη λόγο γιά τριπλῆ πτωχεία τοῦ πνεύματος, ἐννοεῖ τήν ταπείνωση στό πνεῦμα, τήν κακοπάθεια στό σῶμα καί τήν ἀκτημοσύνη στόν βίο. Τό πνευματικό πένθος ἔρχεται ἀπό αὐτήν τήν πτωχεία, γεννᾶ δάκρυα καί θεραπεύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί κατ’ ἐπέκταση θεραπεύει τόν ὅλον ἄνθρωπο. Ἔτσι, τό πνευματικό πένθος δέν δημιουργεῖ θλίψη, ἄγχος, ἀπόγνωση, ἀπελπισία, γιατί γίνεται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό συνιστᾶ πνευματική ὑγεία, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο.

Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν παράκληση πού προέρχεται ἀπό τό πνευματικό πένθος. Ὁ Χριστός εἶπε: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται». Ὅταν κανείς πενθῆ γιά κάποια ἀπώλεια ἀνθρώπων, ὑλικῶν ἀγαθῶν, κοινωνικῶν θέσεων, εἶναι δύσκολο νά παρηγορηθῆ. Ὅταν, ὅμως, πενθῆ γιά τήν πνευματική του κατάσταση καί ἀναζητᾶ βοήθεια ἀπό τόν Θεό, τότε ἀναλαμβάνει ὁ Θεός νά τόν παρηγορήση. Κατά ἕναν εὐλογημένο τρόπο ὅποιος πενθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του, ὅποιος συναισθάνεται τήν πνευματική του κατάσταση καί μετανοεῖ καί ἐξομολογεῖται, αὐτός χαίρεται πνευματικά. Αὐτή ἡ παράκληση, πού γίνεται ἀπό τόν Θεό, εὐφραίνει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί στήν ζωή αὐτή, πολύ δέ περισσότερο στήν ἄλλη ζωή.

Εἶναι εὐνόητο ὅτι τό πένθος εἶναι πνευματικό, ἡ χαρά πνευματική καί ὁ κόσμος ἀγνοεῖ καί τά δύο.

Ὁ ἄνθρωπος συνδέει τήν εὐτυχία, τήν εὐδαιμονία μέ τήν ἐξωτερική ἐπίπλαστη χαρά, τήν χαρά πού προέρχεται ἀπό τίς αἰσθήσεις καί τήν κοσμική ζωή. Ὅμως, μιά τέτοια χαρά εἶναι προσωρινή, εἶναι σάν νά παίρνη ἕνας καρκινοπαθής μιά ἀσπιρίνη ἤ ἕνα ἀναλγητικό φάρμακο. Ὅμως, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πού πενθοῦν γιά τίς ἁμαρτίες τους, ἐλευθερώνονται ἀπό ὅλες τίς ἐξαρτήσεις τους, κινοῦνται πρός τόν Θεό καί γι’ αὐτό παρηγοροῦνται ἀπό τόν Θεό. Στήν περίπτωση αὐτή Παρακλήτωρ εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἑνοποιεῖ τήν διασπασμένη ὕπαρξή τους, ἁπλοποιεῖ ὅλη τήν ζωή τους καί γίνονται ἀληθινοί ἄνθρωποι, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καἰ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

ΓΡΑΠΤΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ