Γράφτηκε στις .

«Θέματα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

«Θέματα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»Μέ τόν σεμνό τίτλο «Θέματα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καί ὑπότιτλο «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα», φράση πού προέρχεται ἀπό τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀπό τά Πρακτικά τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κυκλοφόρησε πρόσφατα ἕνα βιβλίο μέ συγγραφέα τόν τακτικό καθηγητή τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Βασίλειο Τσίγκο.

Γράφω σεμνό τίτλο, γιατί ὅταν διαβάζη κανείς τό βιβλίο αὐτό, διαπιστώνει ὅτι δέν ἀναπτύσσονται μερικά ἐπί μέρους ζητήματα τοῦ μαθήματος τῆς Δογματικῆς, ἀλλά εἶναι ἡ Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἡ σεμνότητα τοῦ καθηγητοῦ καταγράφηκε καί στόν τίτλο τοῦ βιβλίου του.

Ἔχουν γραφῆ τίς τελευταῖες δεκαετίες διάφορα βιβλία Δογματικῆς, τά περισσότερα ἀπό τά ὁποῖα ἔχουν δεχθῆ διάφορες ἐπιρροές καί ἐπιδράσεις, ἄλλοτε ἀπό τήν σχολαστική θεολογία καί ἄλλοτε ἀπό τήν ρωσική καί τήν προτεσταντική θεολογία. Τό παρόν βιβλίο Δογματικῆς εἶναι ἐπηρεασμένο καθαρά ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα, καί ἀπακαθαίρει τίς Δογματικές ἀπό διάφορες ἄλλες προσμίξεις.

Ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεύς στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου παρουσιάζει τόν σκοπό τοῦ ἔργου, πού εἶναι νά ἀναδείξη τά στοιχεῖα ἐκεῖνα «πού ἀποσαφηνίζουν καί ἑρμηνεύουν ἀκριβέστερα τό θεολογικό περιεχόμενο τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν συνεπειῶν καί ἐφαρμογῶν τους στή ζωή τῶν μελῶν της». Καί ἀπώτερος σκοπός του εἶναι νά σμικρύνη τήν ἀπόσταση μεταξύ τῆς «ἐκκλησιαστικῆς-χαρισματικῆς καί ἀκαδημαϊκῆς-ἐπιστημονικῆς θεολογίας».

Ἡ πρωτοτυπία τοῦ ἔργου αὐτοῦ εἶναι ὅτι συνδέει στενά μεταξύ τους τήν δογματική διδασκαλία, τήν βιβλική μαρτυρία, τήν πατερική διδασκαλία, τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα πού ζῆ σύμφωνα μέ ὅλες τίς προϋποθέσεις τῶν Πατέρων, δηλαδή τεκμηριώνει τά ὀρθά δόγματα μέ «τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους διδασκαλίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα».

Μπορεῖ κανείς εὐχερῶς νά διαπιστώση ὅτι τό βιβλίο αὐτό ἄν καί ἀποτελεῖται ἀπό ὀκτώ κεφάλαια, ἐν τούτοις συγκροτεῖται ἀπό δύο ἐπί μέρους ἑνότητες. Ἡ πρώτη ἑνότητα περιλαμβάνει τρεῖς σημαντικές εἰσαγωγικές παρατηρήσεις πού προσδιορίζουν τό περιεχόμενο ὅλου τοῦ βιβλίου καί τίς βασικές σκέψεις τοῦ συγγραφέως, καί ἡ δεύτερη ἑνότητα ἀναλύει ἐκτενῶς τά ἐπί μέρους δογματικά θέματα.

1. Τρεῖς σημαντικές εἰσαγωγικές ἐπισημάνσεις

Στήν πρώτη ἑνότητα τοῦ βιβλίου, ὅπως φαίνεται καθαρά καταγράφονται τρεῖς σημαντικές ἐπισημάνσεις μέ τίς ἐπί μέρους ἑνότητές τους πού ἀποτελοῦν τήν βάση τῶν μετέπειτα ἑρμηνευτικῶν ἀναλύσεων. Πρόκειται γιά τήν βάση ὄχι μόνον τῶν θεμάτων πού ἀναλύονται στό βιβλίο αὐτό, ἀλλά καί τήν βάση τῆς Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἀνεπηρέαστη ἀπό τίς δυτικές ποικιλότροπες ἐπιδράσεις.

Ἡ πρώτη ἐπισήμανση ἔχει τίτλο «Περί ὀρθοδόξου Δογματικῆς καί Δογμάτων» καί ἀναλύει τί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη Δογματική καί τά δόγματα, ὅπως γίνεται σέ ὅλες τίς Δογματικές, ὅμως στό παρόν βιβλίο δίνονται αὐθεντικές καί ὀρθόδοξες ἐξηγήσεις γιά τό θέμα αὐτό.

Τά δόγματα εἶναι ἡ πίστη τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων σέ μιά ἑνότητα καί συνέχεια, ὡς ἐμπειρία καί θεολογία. Εἶναι περιεκτικές προτάσεις πού καταγράφονται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπως αὐτό διατυπώθηκε στίς δύο πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους, καί ἀποβλέπουν στήν καθοδήγηση τοῦ ἀνθρώπου γιά νά φθάση στήν κοινωνία του μέ τόν Τριαδικό Θεό «διά μέσου τῶν ἀσκητικῶν σταδίων τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως καί ἀσφαλῶς μέ τήν βοήθεια ἐμπείρου καί διακριτικοῦ πνευματικοῦ πατρός».

Τά δόγματα ἐκφράζουν τήν ἀποκάλυψη πού δόθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί δέν ἀποκαλύπτονται οὔτε ἐξελίσσονται σταδιακά, γι’ αὐτό ἡ ἀληθινή θεολογία συνδέεται μέ τήν θεοπτία. Πάντοτε προηγεῖται ἡ χαρισματική ζωή καί ἀκολουθεῖ ἡ χαρισματική θεολογία. Μέ αὐτήν τήν ἑρμηνεία ἡ θεολογία εἶναι «θεολογία γεγονότων», εἶναι περιγραφή τῆς ἐμπειρίας τῶν θεουμένων, καί ἡ δύναμη τῆς πίστεως δέν βρίσκεται στά «ρήματα», ἀλλά στά «πράγματα», καί στήν Ἐκκλησία ἔχουμε «πρόσωπα καί γεγονότα καί ὄχι ἁπλῶς λεκτικές συνθέσεις, διατυπώσεις καί ὀνομασίες περί πίστεως».

Στήν ὀρθόδοξη παράδοση συνδέεται στενά ἡ λεγόμενη βιβλική, πατερική καί δογματική διδασκαλία πάντοτε ἑνωμένες μέ τήν λεγόμενη λειτουργική θεολογία. Ἔτσι, ὑπάρχει ὀργανική σύνδεση τῆς Δογματικῆς μέ τήν χριστιανική ἠθική καί τήν θεολογία τῆς λατρείας.

Ἔπειτα, ὁ χῶρος τῆς Δογματικῆς εἶναι ὁ μικρόκοσμος πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ὁ μεγαλόκοσμος πού εἶναι ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ὁ ἄνθρωπος ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ ἀναγεννᾶται καί φθάνει στήν θέωση καί δι’ αὐτοῦ ἀνακαινίζεται ἡ κτίση.

Ἀκόμη, ἡ πρόταση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας δέν πρέπει νά ἀγνοήση τόν σύγχρονο ἄνθρωπο καί τόν πολιτισμό, πού σημαίνει δέν πρέπει νά παρουσιάζεται μέ ἕναν «νέο-ἀγνωστικισμό» καί «νεο-σχολαστικισμό», «μέ τή μορφή ἄλλοτε μιᾶς ἀ-θεολογικῆς φιλοδοξίας καί ἄλλοτε μιᾶς νεωτερικῆς δοξασίας», οὔτε πρέπει νά παρουσιάζεται μέ «μία ἀσπόνδυλη δογματικῶς εὐσεβολογία» καί μέ «μία σχολαστική, νοησιαρχική καί ἄνευ πνευματικῆς ἰκμάδας θεολογία», ἀγνοώντας τά προβλήματα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου περί τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, περί ὑπάρξεως ἤ ἀνυπαρξίας. Οὔτε πρέπει ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἁπλῶς νά τεκμηριώνη τίς ἐπί μέρους ἀντιλήψεις τῶν θεολόγων πού ἔχουν μιά μικρή πνευματική πείρα, γι’ αὐτό πρέπει νά στηρίζεται στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων καί τό «εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας».

Ἡ δεύτερη ἐπισήμανση ἔχει τίτλο «Θεολογικές προϋποθέσεις καί ἑρμηνευτικά κριτήρια τῆς δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καί ἀναφέρεται στά ἑρμηνευτικά κριτήρια μέ τά ὁποῖα ξεχωρίζεται ἡ ὀρθόδοξη Δογματική ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη Δογματική. Πρόκειται γιά τά αὐθεντικά ἑρμηνευτικά κλειδιά, πού εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν ἑρμηνεία καί τήν ἀνάλυση κάθε φιλοσοφίας, κάθε γεγονότος καί προσώπου. Χωρίς αὐτά τά κριτήρια δέν μπορεῖ κανείς νά κατανοήση τήν διδασκαλία κάποιου προσώπου καί κάποιου γεγονότος.

Τό πρῶτο ἑρμηνευτικό κλειδί εἶναι ἡ φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Θεόν φράσαι ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον», πού ὁδηγεῖ στήν διάκριση μεταξύ τῆς θεολογίας καί τῆς οἰκονομίας, ὅτι δηλαδή ἄλλο εἶναι τό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἄλλο εἶναι τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο εἶναι ὁ τρόπος πού ἐκφράζεται κανείς γιά τόν Θεό. Στήν ἴδια προοπτική ἐντάσσονται καί οἱ διακρίσεις μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, καί μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.

Τό δεύτερο ἑρμηνευτικό κριτήριο εἶναι τό μυστήριο τοῦ προσώπου καί τοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἡ Χριστολογία. Ἡ Χριστολογία ὁδηγεῖ στήν Τριαδολογία καί ἔπειτα στήν ἀνθρωπολογία. Ὁ Χριστός ἀποκαλύπτει τόν Πατέρα καί φανερώνει τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά καί ὁ Χριστός φανερώνει τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου.

Τό τρίτο ἑρμηνευτικό κριτήριο εἶναι ὅτι ἡ θεολογία συνδέεται στενά μέ τήν ἱστορία, ἀφοῦ ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ἔγινε στήν ἱστορία, ὁπότε ἡ θεολογία εἶναι «θεολογία γεγονότων».

Τό τέταρτο ἑρμηνευτικό κριτήριο εἶναι ὅτι ἡ θεολογία τῶν Πατέρων εἶναι ἐκκλησιοκεντρική, εἶναι «καρπός χαρισματικῆς ζωῆς καί διακονία ὅλου τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος». Ἡ δογματική διδασκαλία μαρτυρεῖται μέσα στήν λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες δέν θεολογοῦσαν περιστασιακά.

Τό πέμπτο ἑρμηνευτικό κριτήριο εἶναι τό «θεραπευτικό καί σωτηριολογικό». Σέ ὅλα τά βιβλικά, πατερικά καί λειτουργικά κείμενα ἡ ὁρολογία πού κάνει λόγο γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἰατρική. Καί ὅταν γίνεται λόγος γιά θεραπεία ἐν Χριστῷ ἐννοεῖται ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν θέωση μέσα ἀπό τίς ἀσκητικές βαθμίδες καί τά στάδια τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως.

Τό ἕκτο ἑρμηνευτικό κριτήριο εἶναι ὅτι ἡ Δογματική τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἑνιαία καί ἀδιαίρετη, παρά τό ὅτι χωρίζεται σέ θεματικές περιοχές γιά νά ἐξετασθοῦν τά ἐπί μέρους θέματα. Ἔτσι, δέν χωρίζεται ἡ Τριαδολογία ἀπό τήν Χριστολογία, τήν Πνευματολογία, τήν Ἐκκλησιολογία, τήν ἀνθρωπολογία καί τήν σωτηριολογία.

Ἡ τρίτη ἐπισήμανση ἔχει τίτλο «οἱ Θεοφάνειες ὡς πηγή Θεογνωσίας». Πρόκειται γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι στήν συνέχεια δίνουν τήν μαρτυρία γιά τόν Θεό σέ κάθε ἐποχή.

Ἡ ἀληθινή θεολογία συνδέεται μέ τήν ἐμπειρία τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι θεολογοῦν αὐθεντικῶς περί τοῦ Θεοῦ καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη ἔβλεπαν τόν ἄσαρκο Λόγο, καί στήν Καινή Δαθήκη ἔβλεπαν τόν σεσαρκωμένο Λόγο. Οἱ θεόπτες γνωρίζουν ὅτι στόν Θεό δέν προηγεῖται τό πρόσωπο τῆς οὐσίας Του, οὔτε ἡ ἀνυπόστατη οὐσία ἔχει προτεραιότητα ἐξαιτίας τῆς πατρικῆς αἰτιότητας. Ἔτσι, στόν Τριαδικό Θεό, ὅπως ἀποκαλύπτεται στούς θεόπτες ἁγίους, δέν ὑπάρχει ἡ οὐσία πρίν ἀπό τίς ὑποστάσεις οὔτε οἱ ὑποστάσεις ὑπάρχουν καί θεωροῦνται πρίν ἀπό τήν θεία οὐσία.

Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας διά μέσου τῶν αἰώνων διαβεβαιώνει ὅτι ὑπάρχει ἑνότητα τῆς ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν ἁγίων, καί αὐτοί εἶναι οἱ «ἀξιόπιστοι δέκτες, ἀκριβολόγοι ἑρμηνευτές καί αὐθεντικοί φορεῖς τῆς πίστεως καί ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας». Αὐτοί οἱ θεόπτες βεβαιώνουν καί μαρτυροῦν ὅτι ὑπάρχει κοινή ἐνέργεια καί φανέρωση τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν κτίση καί τήν ἱστορία.

2. Δογματικά θέματα

Ἀφοῦ καθορίσθηκαν οἱ πραγματικές ὀρθόδοξες προϋποθέσεις ἑρμηνείας τῶν δογμάτων, στήν συνέχεια ἀναλύονται ἐπί μέρους δογματικά ζητήματα, ὅπως χωρίζονται καί στίς ἄλλες Δογματικές, ἀλλά στό βιβλίο αὐτό ἑρμηνεύονται μέ ὀρθόδοξες προϋποθέσεις. Θά παραθέσω τήν θεματολογία τῶν περιεχομένων μέ μερικές παρατηρήσεις.

Στό κεφάλαιο μέ τίτλο «Τριαδολογία» ἀναπτύσσονται τά ἐπί μέρους θέματα: Κίνηση καί περιχώρηση στήν τριαδική θεότητα· τριαδολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων· τριαδολογία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ· ἡ Τριαδική θεότητα στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ· διάκριση οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι φυσικές, οὐσιώδεις καί ἄκτιστες.

Στό κεφάλαιο μέ τίτλο «Χριστολογία» ἀναπτύσσονται οἱ ἐπί μέρους ἑνότητες: τό χριστολογικό πλαίσιο τῆς Α΄καί Β΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου· ὁ Χριστολογικός ὅρος τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος· προέκταση τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων· ἡ συμβολή τῆς Χριστολογίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ· Χριστολογία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, μέ τίς ὑποενότητες: ἡ καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο φύσεων στήν μιά σύνθετη ὑπόσταση τοῦ Λόγου καί οἱ δογματικές της ἀκολουθίες, ἡ περιχώρηση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, οἱ δύο θελήσεις καί οἱ δύο ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ· ἡ χριστολογική καί σωτηριολογική σημασία τοῦ ὅρου «Θεοτόκος».

Στό κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἄνθρωπος: Ἀπό τή δημιουργία στή θέωση» ἀναπτύσσονται τά ἑξῆς σημεῖα: Δημιουργία καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου· τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας· ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος· ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία τοῦ «ὅλου» ἀνθρώπου· παγκοσμιότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας· «κοινωνία τῆς θεώσεως».

Στό κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἐκκλησιολογία» ἀναπτύσσονται οἱ ἑξῆς ἑνότητες: Χριστοκεντρική ἐκκλησιολογία· ἡ ἀρχή καί ἡ ἐν Χριστῷ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας· Ἐκκλησία ὡς «σῶμα Χριστοῦ»· χαρίσματα καί θεσμοί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας· ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας· τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἀναπτύσσονται τά ἐπί μέρους θέματα ἤτοι: περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τοῦ κόσμου, τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα, ἡ μετάνοια-ἐξομολόγηση, ἡ θεία Εὐχαριστία, Ἐκκλησία σημαινομένη ἐν τοῖς μυστηρίοις.

Καί στό κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἔσχατα» ἀναπτύσσονται τά ἀκόλουθα θέματα: ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος καί ὁ ἀνακαινισμός τῆς κτίσεως· ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας ἐντός τῆς ἱστορίας καί ἡ πρόγευση τῶν ἐσχάτων· ἐσχατολογική τελείωση καί «ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

Διαβάζοντας τό βιβλίο αὐτό διεπίστωσα πολλά ἐνδιαφέροντα σημεῖα, κυρίως ὅμως θέλω ἐδῶ νά σημειώσω τρία ἀπό αὐτά.

Τό πρῶτο ὅτι ὁ καθηγητής Βασίλειος Τσίγκος κρατᾶ τήν θεματολογία πού παρατηρεῖται σέ ὅλες τίς σύγχρονες Δογματικές, ἤτοι: Τριαδολογία, Χριστολογία, ἀνθρωπολογία, Ἐκκλησιολογία, ἐσχατολογία, χάρη μιᾶς ἀναλυτικῆς ἐπεξεργασίας τῶν θεμάτων αὐτῶν, ἀλλ’ ὅμως δέν ἀναλύει τά θέματα αὐτά ἀνεξάρτητα μεταξύ τους, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἐντοπίζει τήν ἑνότητα πού ὑπάρχει σέ αὐτά. Αὐτό σημαίνει, ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρχη Χριστολογία χωρίς τήν Τριαδολογία, ἤ Ἐκκλησιολογία χωρίς τήν Χριστολογία καί Τριαδολογία, ἤ ἀνθρωπολογία καί ἐσχατολογία χωρίς τά προηγούμενα.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὅταν γίνεται λόγος γιά τόν Τριαδικό Θεό, γίνεται ἀναφορά καί γιά τόν Χριστό, τόν ἕνα τῆς Τριάδος· ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν Χριστολογία συνδέεται στενά μέ τήν Τριαδολογία καί τήν Ἐκκλησιολογία, γι’ αὐτό καί γίνεται ἀνάλυση τοῦ θέματος «Χριστοκεντρική Ἐκκλησιολογία»· ὅταν γίνεται λόγος γιά τόν ἄνθρωπο, αὐτό συνδέεται μέ τήν δημιουργία του, τήν πτώση του, τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας καί τήν κοινωνία τῆς θεώσεως· καί ὅταν ἀναπτύσσεται τό θέμα γιά τά ἔσχατα ἑρμηνεύεται μέσα ἀπό τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἀνακαινισμό τῆς κτίσεως πού γίνεται ἀπό τώρα ἐν Χριστῷ, ὁπότε τά ἔσχατα μετέχονται ἀπό τά παρόντα.

Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι στό βιβλίο αὐτό ἀναλύεται ὅλο τό περιεχόμενο τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται ἔκδηλα στήν Ἁγία Γραφή, τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τήν πείρα τῶν θεουμένων καί γενικότερα τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, τήν ὁποία διακηρύσσει ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα.

Συγχρόνως, καταγράφεται ἡ ἐξέλιξη καί ἡ πορεία τῆς ὁρολογίας, δηλαδή ἐκτίθεται τό πῶς ἡ Ἐκκλησία, ἀντιμετωπίζοντας τίς ἀπόψεις τῶν αἱρετικῶν, καθόρισε τήν ὁρολογία. Ἔτσι, δέν ὑφίσταται ἐξέλιξη στήν ἀποκάλυψη, ἀλλά στόν λόγο περί τῆς ἀποκαλύψεως. Ἡ ἀποκαλυπτική ἀλήθεια πού δόθηκε στούς ἁγίους παραμένει ἀναλλοίωτη διά μέσου τῶν αἰώνων, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἀλλάζει εἶναι ἡ ὁρολογία.

Ἐνδιαφέρον θέμα εἶναι ἡ ἀνάλυση τῶν ὅρων ἡ κοινωνία τῆς οὐσίας-φύσεως καί τό ἀκοινώνητο τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων, καί κατ’ ἐπέκταση οἱ ἔννοιες ἑνότητα στόν Τριαδικό Θεό, κοινωνία, καί ἰδιαιτέρως, ὅπως κατέληξε νά χρησιμοποιῆται ὁ ὅρος περιχώρηση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ. Νομίζω ὅτι ἡ σημασία τοῦ ὅρου περιχώρηση στόν Τριαδικό Θεό καί τόν Χριστό εἶναι μεγάλη, καί αὐτός ὁ ὅρος μᾶς διευκολύνει νά ἀναλύσουμε τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τό μυστήριο τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό ὀρθόδοξα, χωρίς νά περιπίπτουμε στίς κακόδοξες ἐκφράσεις, ὅπως τό βλέπουμε ἔντονα στήν σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη θεολογία.

Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι στό βιβλίο αὐτό πού παρουσιάζεται ἐδῶ, ἀναλύονται τά θέματα μέ τήν χρησιμοποίηση μικρῶν φράσεων ἀπό τήν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν ἁγίων, ἤτοι Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, ἀκόμη καί ἀπό τήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τίς εὐχές τῶν Μυστηρίων καί πάνω σέ αὐτές τίς εὐσύνοπτες φράσεις στηρίζεται ὅλη ἡ ἀνάλυση τῶν δογματικῶν θεμάτων.

Ἐπειδή, γιά πολλά χρόνια διάβασα ὄχι μόνον τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά ὅλα σχεδόν τά κείμενα τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, τῶν Πατέρων τοῦ τετάρτου αἰῶνος, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καί ἔχω ἰδιαιτέρως ἐξοικειωθῆ μέ τήν διδασκαλία τους, ὅταν διάβαζα τίς φράσεις αὐτές στό βιβλίο πού παρουσιάζω ἐδῶ, χωρίς νά κοιτάζω τίς παραπομπές, ἀμέσως καταλάβαινα σέ ποιόν ἅγιο ἀνήκουν.

Γενικά, τό βιβλίο Θέματα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου εἶναι ὀρθόδοξο καί πατερικό, γιατί στηρίζεται στίς θεόπνευστες θεολογίες τῶν ἁγίων καί τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, καί διαφέρει ἀπό ἄλλες σύγχρονες Δογματικές –πού μνημονεύονται στό βιβλίο– (σελ. 319), οἱ ὁποῖες ἔχουν δεχθῆ ἐπιρροές ἀπό τήν σχολαστική θεολογία.

3. Γενική παρατήρηση

Ὅταν διαβάζη κανείς προσεκτικά τό βιβλίο πού παρουσιάζεται ἐδῶ, εὐφραίνεται πνευματικά καί θεολογικά ἀπό τό καθαρό πνεῦμα τοῦ συγγραφέως, τό ὁποῖο ἔχει διαποτισθῆ ἀπό τήν ἐντρύφησή του στίς ὀρθόδοξες ἐκκλησιαστικές καί πατερικές πηγές καί ἔτσι παρουσιάζεται ἡ Δογματική τῆς Ἐκκλησίας μέ καθαρό καί ἔγκυρο τρόπο.

Ὁ καθηγητής Βασίλειος Τσίγκος εἶναι μαθητής τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καί διάδοχός του στό μάθημα τῆς Δογματικῆς στό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καί ἀπό τίς συζητήσεις πού ἔχω κάνει μαζί του διεπίστωσα ὅτι τόν ἀκολουθεῖ στήν θεολογική του σκέψη. Αὐτό ἄλλωστε φαίνεται καί στά κείμενά του· ἀφοῦ τόν τιμᾶ καί θεωρεῖ ὅτι ὁ προκάτοχός του στόν τομέα τῆς Δογματικῆς προσέφερε πολλά στήν ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλά δυστυχῶς μερικοί γιά διαφόρους λόγους θέλησαν νά τόν ὑποτιμήσουν καί νά παραθεωρήσουν τό ἔργο του. Ἑπομένως, εἶναι ἄξιος διάδοχος ἑνός μεγάλου διδασκάλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ὁ ἴδιος στηρίζεται στήν διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τρέφεται ἀπό αὐτήν, καί ἔχει τό ἰδιαίτερο χάρισμα νά συστηματοποιῆ αὐτήν τήν σκέψη, μέ τήν προσωπική του μελέτη στίς πηγές τῆς ὀρθοδόξου Δογματικῆς, πού εἶναι ἡ ἐμπειρία τῶν θεουμένων ἁγίων, τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὅπως καταγράφηκε στά ὁμολογιακά κείμενα, ἀλλά καί στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔχω ἀσχοληθῆ μέ τήν διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιά δογματικά ζητήματα, ἐξέδωσα δύο τόμους μέ τίτλο «Ἐμπειρική Δογματική», στούς ὁποίους παρουσιάζω τήν προφορική ἀποσταγμένη καί καθαρή διδασκαλία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ διδασκάλου γιά ὅλα τά δογματικά θέματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἔχω καταλάβει καλά ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης διάβασε προσεκτικά τίς πατερικές καί ἐκκλησιαστικές πηγές καί στήν συνέχεια ὁμιλοῦσε αὐθεντικά καί ἀποφθεγματικά. Ἔτσι, ὅταν διαβάζη κανείς τήν «Ἐμπειρική δογματική» καταλαβαίνει τό καθαρό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπηλλαγμένο ἀπό κάθε ἄλλη σχολαστική καί προτεσταντική ἐπιρροή.

Μετά τήν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ δίτομου ἔργου πολλές φορές σκέφθηκα νά μπορέσω κάποτε νά ὑπομνηματίσω τίς ἀποφθεγματικές αὐτές σκέψεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, γιά νά φανῆ ὅτι δέν ἦταν αὐθαίρετες δικές του σκέψεις, ἀλλά στηρίζονται στήν διδασκαλία τῶν θεουμένων ἁγίων καί ἀποτελοῦν τήν πνευματική περιουσία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν δική μας κληρονομιά.

Ὅμως, τώρα πού ἐξεδόθη τό βιβλίο αὐτό τοῦ καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου νομίζω ὅτι παρέλκει μιά τέτοια προσπάθεια ἐκ μέρους μου, γιατί διέγνωσα, ὅτι τό βιβλίο αὐτό βασίζεται στήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράστηκε ἀπό τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἀλλά ἐκεῖνος μέ τήν προσωπική του μελέτη στίς πηγές, μέ τό συστηματικό χάρισμα πού τόν διακρίνει, ἐργάστηκε ὡς μιά πνευματική «ἐργατική μέλισσα», καί ἔκανε ἐπαρκέστατο ὑπομνηματισμό καί πατερικό σχολιασμό αὐτῶν τῶν δογματικῶν θεμάτων πού ἀνέπτυσσε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Γι' αὐτό θεωρῶ ὅτι τό βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου εἶναι σημαντικό καί εὔχομαι νά τό διαβάσουν ὅλοι οἱ Κληρικοί, οἱ θεολόγοι πού ποιμαίνουν τούς ἀνθρώπους, γιά νά καταλάβουν τό μεγάλο καί ἀνεκτίμητο θησαυρό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί νά τόν διακρίνουν ἀπό ἄλλα κείμενα πού κυκλοφοροῦν καί στηρίζονται στόν στοχασμό καί ὅπως εἶναι ἑπόμενο δημιουργοῦν θεολογική καί ἐκκλησιολογική σύγχυση.

Πάντοτε πίστευα ὅτι ἡ μεγαλύτερη προσφορά στούς νέους πού σπουδάζουν τήν θεολογία γίνεται στίς Θεολογικές Σχολές, ὅταν οἱ καθηγητές γνωρίζουν ἐπαρκῶς τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ἡ μεγαλύτερη θεολογική σύγχυση πάλι γίνεται στίς Θεολογικές Σχολές, ὅταν μερικοί καθηγητές μεταφέρουν διάφορα «θεολογικά μικρόβια» ἀπό ἄλλες παραδόσεις. Ἔτσι, ἡ νέα γενιά τῶν Ἐπισκόπων, τῶν Πρεσβυτέρων καί τῶν θεολόγων πλάθεται στίς Θεολογικές Σχολές μέ τά θετικά καί ἀρνητικά σημεῖα. Καί σέ αὐτό τό θέμα πρέπει νά δοθῆ ἰδιαίτερη προσοχή.

Τό παρόν βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου εἶναι δεῖγμα τῆς θετικῆς καί μεγάλης προσφορᾶς του στήν Θεολογική Σχολή καί γι’ αὐτό τόν συγχαίρω ἐκ καρδίας, εἶναι μιά σημαντική προσφορά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί χαίρομαι, γιατί οἱ φοιτητές καί ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιά τά θέματα αὐτά, θά μαθαίνουν τήν αὐθεντική Δογματική καί γενικά τήν αὐθεντική διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί θά ἀπελευθερώνωνται ἀπό ξένες καί ἀντορθόδοξες ἐπιδράσεις. –