Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Προφήτης Ναούμ, 1 Δεκεμβρίου

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Προφήτης Ναούμ, 1 ΔεκεμβρίουὉ Προφήτης Ναούμ εἶναι ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μικρούς λεγόμενους Προφῆτες. Καταγόταν ἀπό τήν φυλή τοῦ Συμεών καί ἔζησε τόν 5ο αἰώνα π.Χ. Πατρίδα του ἦταν ἡ Ἐλκεσέμ, γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκε Ναούμ ὁ Ἐλκεσαῖος. Τό βιβλίο τῆς προφητείας του ἀποτελεῖται ἀπό τρία μικρά κεφάλαια. Στό πρῶτο κεφάλαιο, ὑμνεῖ τόν Θεό· στό δεύτερο κεφάλαιο, προαναγγέλλει τήν καταστροφή τῆς Νινευή, ἄν δέν μετανοήσουν οἱ κατοικοί της, λέγoντας ὅτι θά χαθῆ μαζί μέ τά ἅρματά της καί τούς ἱππεῖς της· καί στό τρίτο καί τελευταῖο κεφάλαιο χαρακτηρίζει τήν Νινευή ὡς πόλη τῶν αἱμάτων, τοῦ ψεύδους, τῆς μεγάλης ἀδικίας καί τῆς πορνείας. Ἐπειδή, ὅμως, σέ κάθε πόλη ὑπάρχουν ἄνθρωποι δίκαιοι καί ἄδικοι, εὐσεβεῖς καί ἀσεβεῖς, ὁ Προφήτης ἀναφέρεται καί στούς μέν καί στούς δέ. Γιά τούς εὐσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν τόν Θεό καί ἀγωνίζονται νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημά Του, λέγει ὅτι «ὁ Κύριος εἶναι εὐεργετικός γι’ αὐτούς, στίς ἡμέρες τῶν θλίψεών τους. Γνωρίζει ὁ Κύριος νά περιβάλλη μέ συμπάθεια ἐκείνους πού τόν σέβονται». Γιά τούς ἀσεβεῖς καί καταφρονητές τῶν ἐντολῶν Του, οἱ ὁποῖοι εἶναι προσκολλημένοι σέ κάθε εἴδους ἀκαθαρσία καί ἁμαρτία, λέγει ὅτι «θά ὁρμήση σάν κατακλυσμός γιά νά τούς ἐξαφανίση τελείως. Θά καταδιώξη τούς ἐχθρούς Του καί θά τούς κυριεύση τό σκοτάδι τοῦ θανάτου».

Οἱ Νινευῖτες, δυστυχῶς, περιφρόνησαν τό κήρυγμα τοῦ Προφήτη Ναούμ καί δέν μετανόησαν, ὅπως τό ἔπραξαν οἱ πρόγονοί τους, πρίν ἕναν αἰώνα, οἱ ὁποῖοι ἀνταποκρίθηκαν στό κήρυγμα τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ καί μετενόησαν. Γι’ αὐτό καί στά χρόνια τοῦ Προφήτη Ναούμ ἡ Νινευή καταστράφηκε.

Τά τέλη τῆς ζωῆς του ἦταν εἰρηνικά. Τό σῶμα του ἐτάφη στόν τόπο τῶν Πατέρων του.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Τό πρῶτο κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στήν μετάνοια, εἶναι κήρυγμα μετανοίας. «Ἀπό τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καί λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἀλλά κήρυγμα μετανοίας εἶναι καί τό κήρυγμα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων, ἐπειδή ἡ μετάνοια εἶναι τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καί, ἀσφαλῶς, ὅταν θέλη κανείς νά κτίση κάποιο οἰκοδόμημα ἀρχίζει ὄχι ἀπό τήν στέγη ἤ τούς τοίχους, ἀλλά ἀπό τά θεμέλια. Καί ὅπως εἶναι γνωστόν, ὅσο πιό γερά εἶναι τά θεμέλια ἑνός οἰκοδομήματος τόσο πιό γερό εἶναι καί τό οἰκοδόμημα, καί ἀνθεκτικό στίς καταιγίδες, τούς σεισμούς, καί γενικά σέ ὅλες τίς ἀντίξοες καιρικές συνθῆκες. Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἰσχύει καί στήν πνευματική ζωή. Ὅσο πιό γερά εἶναι τά πνευματικά θεμέλια πού ἔχει κάποιος, ὅσο πιό δυνατά εἶναι τά πνευματικά ἀντισώματά του, τόσο περισσότερο ἀνθεκτικός εἶναι στίς δυσκολίες καί ἀντιξοότητες τῆς παρούσης ζωῆς.

Οἱ ἅγιοι ὁμιλοῦν γιά τήν μετάνοια μέσα ἀπό τήν προσωπική τους ἐμπειρία, ἀφοῦ ἡ μετάνοια εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἁγίων, ἀλλά καί ὅλων ἐκείνων πού ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν προσωπικό τους ἁγιασμό. Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος συνδέει τήν μετάνοια μέ τήν ταπείνωση, ὅταν λέγη ὅτι μετάνοια σημαίνει «καρδία συντετριμμένη καί τεταπεινωμένη». Ἄλλωστε, χωρίς ταπείνωση δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξη μετάνοια, ἀφοῦ ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος δέν μετανοεῖ. Ἡ μετάνοια προϋποθέτει τήν ταπείνωση, ἀλλά καί τήν αὐξάνει. Ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ πηγή ἔμπνευσης γιά ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τήν βιώνει. Εἶναι ἡ γέφυρα πού ἐπανασυνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, εἶναι ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν θέωση. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, τονίζοντας αὐτήν τήν ἀλήθεια, λέγει ὅτι ἡ μετάνοια «εἶναι ἀνεκτίμητον δῶρον πρός τήν ἀνθρωπότητα καί Θεῖον θαῦμα διά τήν ἀποκατάστασιν ἡμῶν μετά τήν πτῶσιν. Ἡ Μετάνοια εἶναι ἔκχυσις θείας ἐμπνεύσεως ἐφ’ ἡμᾶς, δυνάμει τῆς ὁποίας ἀνυψούμεθα πρός τόν Θεόν, τόν Πατέρα ἡμῶν, ἵνα ζήσωμεν αἰωνίως ἐν τῷ φωτί τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ. Διά τῆς μετανοίας συντελεῖται ἡ θέωσις ἡμῶν».

 

 

Οἱ Νινευῖτες, δυστυχῶς, περιφρόνησαν τό κήρυγμα τοῦ Προφήτη Ναούμ καί δέν μετανόησαν, ὅπως τό ἔπραξαν οἱ πρόγονοί τους, πρίν ἕναν αἰώνα, οἱ ὁποῖοι ἀνταποκρίθηκαν στό κήρυγμα τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ καί μετενόησαν. Γι’ αὐτό καί στά χρόνια τοῦ Προφήτη Ναούμ ἡ Νινευή καταστράφηκε.

 

 

Ἡ μετάνοια, ὅμως, συνδέεται στενά καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, ἤτοι μέ τήν ἀγάπη, τήν ὑπομονή, τήν νηστεία, τήν προσευχή κλπ. Ἔτσι, ὅποιος  ἔχει κάνει τρόπο τῆς ζωῆς του τήν μετάνοια, αὐτός ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του καί κάνει ὑπομονή στά λυπηρά γεγονότα τῆς ζωῆς. Ἐπίσης, νηστεύει, ἐπειδή γνωρίζει ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ἀπό τήν προσωπική του ἐμπειρία, ὅτι ἀπό τήν νηστεία ἀποκομίζει μεγάλη πνευματική ὠφέλεια, ὅταν, ἀσφαλῶς, παράλληλα μέ τήν νηστεία ἀσκεῖται καί στήν προσευχή, ἐπειδή ἡ ἀληθής νηστεία εἶναι συζευγμένη μέ τήν προσευχή, ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ἡ νηστεία χωρίς προσευχή εἶναι «δαιμόνων ἐφεύρημα», ἀφοῦ καί οἱ δαίμονες νηστεύουν -καί μάλιστα δέν τρῶνε τίποτε, ἐπειδή δέν ἔχουν ὑλικό σῶμα- ἀλλά δέν μετανοοῦν καί δέν προσεύχονται.

Ὅσοι ἀπό ὑπερηφάνεια καί ἀλαζονεία περιφρονοῦν τήν Ἐκκλησία καί τήν διδασκαλία της, αὐτοί δέν πρόκειται νά πιστέψουν στόν Θεό καί στίς ἐπαγγελίες Του, οὔτε νά μετανοήσουν, ἔστω καί ἄν δοῦν κάποιον νεκρό νά ἀνασταίνεται. Εἶναι γνωστός ὁ λόγος τοῦ Ἀβραάμ πρός τόν πλούσιο τῆς γνωστῆς παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν πλούσιο καί τόν φτωχό Λάζαρο. Δηλαδή, ὅταν ὁ πλούσιος ζήτησε ἀπό τόν Ἀβραάμ νά ἀποστείλη τόν Λάζαρο πρός τούς ἀδελφούς του, προκειμένου ἐκεῖνοι νά μετανοήσουν καί νά μή κολασθοῦν, ἐπειδή, ὅπως ὑποστήριξε, ἄν πορευθῆ πρός αὐτούς κάποιος νεκρός πού θά ἀναστηθῆ, τότε θά πιστέψουν, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Εἰ Μωϋσέως καί τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδέ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται» (Λουκ. ιστ΄, 31).

Βέβαια, ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι πού δέν ἀπορρίπτουν τό Εὐαγγέλιο, τούς ἀρέσει νά τό διαβάζουν, διαβάζουν ἀκόμη καί συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν μετανοοῦν, δέν ἀλλάζουν τόν ἁμαρτωλό τρόπο τῆς ζωῆς τους, δέν ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν χρειάζεται προσπάθεια, ἀγώνα καί κόπο, ἱδρώτα καί αἷμα. Γι’ αὐτό καί σέ ὅλες τίς ἐποχές εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι πού ζοῦν σύμφωνα μέ τά παραγγέλματα τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι τό «μικρόν ποίμνιον», γιά τό ὁποῖο μίλησε ὁ Χριστός καί τό ὁποῖο ἐνθάρρυνε, λέγοντάς του νά μή φοβᾶται. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ συμβαίνει αὐτό, ἐπειδή «φιλήκοοι καί φιλοθεάμονες ἐσμέν ἅπαντες, φιλάρετοι δέ οὐχ ἅπαντες». Δηλαδή, τά ἀκροάματα καί τά θεάματα, ἀρέσουν σέ ὅλους μας, ἀλλά τήν ἀρετή δέν τήν ἀγαπᾶμε ὅλοι.

Ἡ προτροπή τοῦ Προφήτου Ναούμ πρός τούς Νινευῖτες, γιά μετάνοια, εἶναι διαχρονική καί ἀπευθύνεται καί σέ μᾶς. Εἶναι ἐγερτήριο σάλπισμα, γιά ξύπνημα ἀπό τόν λήθαργο τῆς ἁμαρτίας καί γιά βίωση τῆς αἰωνίου θείας ζωῆς, τῆς ὄντως ζωῆς.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ