Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ ἐνδεχόμενη κλωνοποίηση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία

Δημοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα “Καθημερινή” στίς 18-1-98

Ἡ πρόοδος τῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία τίς περισσότερες φορές εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, καθημερινά μας δημιουργεῖ ἐκπλήξεις, προκλήσεις καί, βέβαια, ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία πρέπει νά δίδη ἀπαντήσεις πάνω σε σύγχρονα ζητήματα.

Τόν τελευταῖο καιρό, ὕστερα ἀπό τήν κλωνοποίηση πού ἔγινε στά ζῶα, γίνεται λόγος γιά κλωνοποίηση καί τοῦ ἀνθρώπου. Μάλιστα, πρόσφατα ἕνας Ἀμερικανός γενετιστής ὁμίλησε ὄχι ὡς ἐπιστήμονας, ἀλλά ὡς μεταφυσικός, καί ἐξέφρασε τήν ὕβρη, μέ τήν ἀρχαία σημασία τῆς λέξεως (ἀλαζονεία). Ἀλλά γνωρίζουμε ὅτι πάντοτε, ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, τήν ὕβρη ἀκολουθεῖ ἡ τίση.

Θά ἤθελα νά παρουσιάσω κυρίως ἑπτά θεολογικές θέσεις, μέσα στόν περιορισμένο χῶρο ἑνός ἄρθρου, πάνω στό θέμα τῆς ἐνδεχόμενης κλωνοποίησης τοῦ ἀνθρώπου.

1. Ὁ ἄνθρωπος, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, εἶναι ψυχοσωματικό ὅν καί, βεβαίως, εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ. Διαφέρει σαφῶς ἀπό τά ζῶα, γιατί ἔχει ψυχή κατ’ οὐσίαν καί κατ’ ἐνέργειαν. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ νά ἐκληφθῆ ὡς “πειραματόζωο” ἤ ὡς ἕνα ἔμψυχο ἐργοστάσιο ζωντανῶν ὀργάνων γιά μοσχεύματα, καί μάλιστα χάρη ἐμπορικῶν συναλλαγῶν. Σέ μιά τέτοια περίπτωση ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας, ἡ συγκεφαλαίωση τοῦ νοεροῦ καί αἰσθητοῦ κόσμου, μεταβάλλεται σέ ἕνα ζωντανό ἐξάρτημα, ἔκφραση τῆς θεωρίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα “ἔμψυχο ἐργαλεῖο”!

2. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτίσμα, καί, ἑπομένως, χαρακτηρίζεται κτιστός, ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος. Ὑπάρχει δέ τεράστια διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός κτίζει ἐκ μή ὄντος καί ἐκ μή ὑπαρχούσης ὕλης, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δημιουργήση κάτι ἀπό ὑπάρχουσα ὕλη, τήν ὁποία ἤδη δημιούργησε ὁ Θεός. Ἑπομένως, κι ἄν ἀκόμη ὑπάρξουν ἐπιστήμονες πού θά προχωρήσουν στήν κλωνοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, μέ φρικιαστικές συνέπειες, ἐν τούτοις δέν θά μπορέσουν νά ταυτιστοῦν μέ τόν Θεό, ἀκριβῶς ἐπειδή οἱ ἐπιστήμονες θά ἐργασθοῦν μέ τό ἤδη ὑπάρχον γενετικό ὑλικό, καί δέν θά δημιουργήσουν κάτι ἐκ μή ὄντος.

3. Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέσα σέ ὅλη τήν κτίση, θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε καί στά κύτταρα καί σ’ αὐτό τό ἄαα, ὑπάρχει ἡ ζωοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Στίς ὁμιλίες τοῦ Μ. Βασιλείου στήν Ἑξαήμερο, καθώς ἐπίσης καί σέ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, μποροῦμε νά βροῦμε πολλά στοιχεῖα πάνω σε αὐτήν τήν ἀλήθεια. Γιά παράδειγμα, στήν ἐποχή τοῦ Μ. Βασιλείου ὑποστήριζαν μερικοί ὅτι ἡ γῆ βγάζει, κατά τούς βροχερούς καιρούς, τζιτζίκια, ἀναρίθμητα εἴδη πτηνῶν, ἀλλά ἀκόμη ποντίκια καί βατράχια. Ο Μ. Βασίλειος εἶναι ἕτοιμος νά δεχθῆ μιά τέτοια ἀντίληψη, ἀλλά τήν θέτει σέ θεολογική βάση, ἀφοῦ ὑποστηρίζει ὅτι ὄχι αὐτή καθ’ ἐαυτή ἡ γῆ, ἀλλά ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού ὑπάρχει μέσα στήν γῆ, δημιουργεῖ τά ὄντα αὐτά. Ἑπομένως, ὅ,τι γίνεται μέσα στήν κτίση, καί ὅταν ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος παρεμβαίνει ἀλαζονικά, γίνεται μέ τήν κατ’ εὐδοκία ἤ τήν κατά παραχώρηση θέληση τοῦ Θεοῦ.

4. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάνουμε λόγο γιά τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει μοναδικότητα, ἀγάπη καί ἐλευθερία. Τό πρόσωπο ἀναφέρεται στό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου καί, βέβαια, ἐπεκτείνεται σέ ὅλη του τήν ὕπαρξη. Μέ τήν κλωνοποίηση εἶναι ἐνδεχόμενο νά σχηματισθοῦν ὅμοιοι ἐξωτερικά ἄνθρωποι, πού νά ἔχουν σέ μερικά σημεῖα ἴδιες ἀντιδράσεις, ὅπως κάπως τό παρατηροῦμε σέ δίδυμα ἀδέλφια, ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν νά καταργηθῆ τό πρόσωπο, ἡ ὑποστατική ἑτερότητα ἑνός ἀνθρώπου, μέ τόν ἰδιαίτερο τρόπο τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλευθερίας. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἰδιαίτερο ὑποστατικό γνώρισμα, ἔχει ποικίλους βαθμούς ἀγάπης, μέχρι τήν αὐτοθυσία, καί ἔχει δυνατότητα ἐκφράσεως τῆς ἐλευθερίας θετικά ἤ ἀρνητικά.

5. Ἡ ἐπιστήμη τῆς γενετικῆς, καί βέβαια, ἡ κλωνοποίηση τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά ἀπαλλάξη τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν θνητότητά του, μέ τήν ὁποία γεννιέται. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐνδεχόμενο νά θεραπεύση μερικές κληρονομικές ἀσθένειες, μπορεῖ νά παρατείνη τήν ζωή, ἀλλά δέν μπορεῖ νά βοηθήση τόν ἄνθρωπο νά ὑπερβῆ τόν θάνατο. Τό βασικό, ὅμως, πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ παράταση τῆς βιολογικῆς ζωῆς, οὔτε ἡ ἀπομάκρυνση χρονικά του θανάτου, ἀλλά ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.

6. Μέ τίς σύγχρονες προκλήσεις δίνεται ἡ εὐκαιρία νά καθορισθῆ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ζωή καί τί εἶναι ὁ θάνατος. Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος βασανίζεται πολύ ἀπό αὐτά τά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα. Ὅσες ὁμοιότητες καί ἄν ὑπάρχουν, σωματικές, ψυχολογικές κ.λπ., ὅσες μεταμοσχεύσεις κι ἄν γίνουν, ὁ ἄνθρωπος θά αἰσθάνεται τήν ἀδήριτη ἀνάγκη νά ἀπαντήση σέ αὐτά τά ἐρωτήματα. Οἱ ἐπιστήμονες δέν μποροῦν νά δώσουν ἀκριβεῖς ἀπαντήσεις. Καί ἄν ἀκόμη προσπαθήσουν νά ἀπαντήσουν, καί τότε οἱ ἀπαντήσεις δέν θά εἶναι πλήρεις. Ὁ ἄνθρωπος ἐρωτᾶ: “Γιατί νά γεννηθῶ, γιατί μέ γέννησαν χωρίς νά μέ ἐρωτήσουν;” Αὐτό τό πρόβλημα θά μεγαλώση ἀκόμη περισσότερο, ἄν πληροφορηθῆ ὅτι δημιουργήθηκε μέ κλωνοποίηση, χωρίς τήν στοργή τοῦ πατέρα καί τῆς μάνας. Ἔπειτα, ὁ ἄνθρωπος ἀπασχολεῖται μέ τό ἐρώτημα ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του, γιατί ὑπάρχει. Τό μεγαλύτερο δέ ἐρώτημα βρίσκεται στά πλαίσια τοῦ θανάτου. Πολλοί νέοι ἐρωτοῦν: “Γιατί νά ὑπάρχη ὁ θάνατος, γιατί πεθαίνουν τά ἀγαπητά μου πρόσωπα, ποῦ πηγαίνουν μετά τόν θάνατο; Γιατί νά ἔρχομαι στήν ζωή καί μετά ἀπό λίγο νά ἐξαφανίζομαι, ἄν δέν ὑπάρχη μετά τόν θάνατο ζωή; Καί ἄν ὑπάρχει ζωή μετά τόν θάνατο, ὅπως πιστεύουμε ἐμεῖς, τότε γιατί νά πεθαίνω καί ποῦ πηγαίνω;” Στά ἐρωτήματα αὐτά ἀπαντᾶ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ἐνῶ ἡ ἐπιστήμη δέν μπορεῖ νά δώση καμμιά ἀπάντηση.

7. Ὁ ἄνθρωπος, ἔστω κι ἄν κλωνοποιηθῆ, θά παραμείνη κτιστός, δηλαδή θά ἔχη συγκεκριμένη ἀρχή, θά ζῆ μέ τήν φθαρτότητα, θά ἔχει τήν ἐλευθερία, ἡ ὁποία δέν θά ἐνεργή ὑποχρεωτικῶς θετικά, ὅπως γίνεται μέ τήν ἄκτιστη φύση, ἀλλά θά ἐνεργή καί ἀρνητικά, καί θά ἔχη ἕνα βιολογικό τέλος. Θά μποροῦσε βέβαια, ὡς κτιστός, νά ἔχη καί ἕνα ὑπαρξιακό τέλος, ἀλλά αὐτό δέν γίνεται, γιατί ἔτσι τό θέλησε ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατά χάρη ἀθάνατος. Μέσα ὅμως στήν Ἐκκλησία κάνουμε λόγο γιά μιά ἄλλη “κλωνοποίηση”, τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά δώση στόν ἄνθρωπο ἡ ἐπιστήμη. Μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο. Ἔτσι, σέ κάθε ἄνθρωπο δόθηκε ἡ δυνατότητα νά ἀποκτήση ἐμπειρία τῆς κατά Χάριν ἑνώσεως τῆς κτιστῆς φύσεώς του μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Οἱ ἅγιοι ἀπέκτησαν τήν ἐμπειρία ὅτι ἔγιναν κατά Χάριν ἄκτιστοι καί ἀθάνατοι, ἀφοῦ “μεταμοσχεύθηκε” μέσα τους τό ἄκτιστο καί ἀθάνατο, καί ἀπέκτησαν ἐμπειρία τῆς αἰωνίου ζωῆς καί ἀπό αὐτήν ἀκόμη τήν βιολογική ζωή. Ὁπότε τό πρόβλημα δέν εἶναι ἡ σωματική ἤ γενετική μεταμόσχευση, ἀλλά ἡ “μεταμόσχευση” τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ὑπόστασή μας. Μιά τέτοια ἐμπειρία δίνει νόημα ζωῆς στόν ἄνθρωπο.

Ἑπομένως, ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, καί μάλιστα ἡ γενετική, μᾶς δίδει τήν εὐκαιρία νά ἀσχοληθοῦμε μέ τά αἰώνια προβλήματα πού ἀπησχόλησαν τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία μέχρι σήμερα, καί στά ὁποῖα προβλήματα οἱ λύσεις δόθηκαν μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νά δοῦμε τά ἀνθρωπολογικά προβλήματα μέσα ἀπό τήν θεολογία, τήν Οἰκονομία, τήν σωτηριολογία καί τήν ἐσχατολογία. Εἶναι ἀφορμή νά ὁδηγήσουμε τήν ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου στά ἐνδότερα καί τά ὑψηλότερά της ζωῆς.