Skip to main content

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου: Βιβλιοπαρουσίαση, «Οἱ θεομητορικὲς ἑορτές»

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου

Ἐπίκουρου Καθηγητῆ Δογματικῆς Α.Ε.Α. Βελλᾶς Ἰωαννίνων

Οἱ θεομητορικὲς ἑορτές - Τά Ἱστορικά καί θεολογικά τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λεβαδεία 2016)

Τό νέο βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου: Βιβλιοπαρουσίαση, «Οἱ θεομητορικὲς ἑορτές»Μετά τό περισπούδαστο πόνημά του γιά τίς δεσποτικές ἑορτές, πού ἐκδόθηκε γιά πρώτη φορά τό 1995, ὁ χαλκέντερος συγγραφέας καί ἱεράρχης τῆς Ναυπάκτου ἔρχεται μέ τό νέο ὀγκῶδες βιβλίο του νά συμπληρώσει ἕνα δίπτυχο ἀφιερωμένο στούς μεγάλους σταθμούς τοῦ ἑορτολογικοῦ κύκλου τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Τό βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου «Οἱ θεομητορικές ἑορτές», πού μόλις ἐκδόθηκε ἀπό τήν Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), ἀποτελεῖ ἕνα ὁλοκληρωμένο vademecum ὀρθόδοξης θεοτοκολογίας. Ἐξαίρετο γνώρισμα τοῦ πονήματος εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῶν στεγανῶν ὁρίων μεταξύ τῶν θεολογικῶν κλάδων, πού ὑπαγορεύει ἡ ξηρή ἀκαδημαϊκή παράδοση τῶν τελευταίων δυό αἰώνων στό νεοελληνικό κράτος: Ὁ Ναυπάκτου, μέ ἄλλα λόγια, δέν περιορίζεται στήν προσέγγιση τοῦ θέματός του ἀπό μία καί μόνον ὀπτική γωνία· πολύ περισσότερο, ἀποπειρᾶται μέ θαυμαστή κυριαρχία τοῦ πηγαίου ὑλικοῦ, βαθιά γνώση καί ὑπαρξιακή βίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως μιά προσέγγιση τοῦ ἄφατου μυστηρίου τῆς Θεομήτορος στήν ὁποία τά ἱστορικά-ἑορτολογικά δεδομένα κάθε  ἑορτῆς συνεποπτεύονται μέ τή λειτουργική - ὑμνογραφική παράμετρο, ἐνῶ παράλληλα ἀναδεικνυεται δεσπόζουσα ἡ βαθύτερη δογματική σημασία τῶν ἑορταζομένων γεγονότων.

Σταθερή πυξίδα ἀποτελεῖ ἡ πατερική μαρτυρία, τήν ὁποία ὁ σεπτός ἱεράρχης ἀναζητεῖ καί συλλέγει μέ φιλοπονία ἀκάματης μέλισσας ἀπό τή μακραίωνη παράδοση τῶν θεομητορικῶν ὁμιλιῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπό τίς σελίδες τοῦ βιβλίου του παρελαύνουν οἱ θεοφόροι καί μυστολέκτες κήρυκες τοῦ μεγαλείου τῆς Παναγίας, ἀπό τόν Ἰωάννη Θεσσαλονίκης, τόν Ἀνδρέα Κρήτης, τόν Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως, τόν ἱερό Δαμασκηνό, τόν Γεώργιο Νικομηδείας καί τόν Μόδεστο Ἱεροσολύμων μέχρι τόν ἱερό Καβάσιλα, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀλλά καί τόν νεοπατέρα μας ἅγιο Νiκόδημο Ἁγιορείτη. Τοῦτο ὅμως δέν σημαίνει σέ καμιά περίπτωση ὅτι ἡ παρουσίαση διολισθαίνει σέ μιά ξηρή ἀκαδημαϊκή πραγμάτευση πατερικῶν χρήσεων· κάθε ἄλλο: Ὁ συγγραφέας γνωρίζει νά «μεταφράζει» στά καθ’ ἡμᾶς τόν πατερικό λόγο, τόν ὁποῖο παρουσιάζει κατά τρόπο ἀβίαστο καί φυσικό παρενείροντας στήν ἀνάπτυξή του τήν ὑμνογραφική μαρτυρία (λαμπρό ἀλλά ὄχι μοναδικό δεῖγμα τά τρία στιχηρά τροπάρια τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ) καθώς καί τόν βιβλικό λόγο (ἔξοχο δεῖγμα ἡ θεολογική ἀνάλυση τῆς ὠδῆς τῆς Θεοτόκου ἀπό τό Κατά Λουκᾶν!).

Έτσι, ἐνῶ στό πόνημα αὐτό ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ εὐχερῶς νά διαγνώσει τό γνώριμο στίγμα τοῦ ἄοκνου συγγραφέα καί φέριστου θεολόγου (τοὐτέστιν τόν ἀπέριττο, ἀλλά ἀκρότομο λόγο, τή θεολογική ἐμβρίθεια καί τήν ποιμαντική ἀγωνία), ἐν τούτοις διαπιστώνει συνάμα ὅτι ὁ συγγραφέας «κρύπτεσθαι φιλεῖ»: Ἀποσύρεται διακριτικά ἀπό τό προσκήνιο ἀφήνοντας ταπεινά μέσα ἀπό τή γραφίδα του νά κυριαρχήσει στίς σελίδες του τό πάνσεπτο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπως αὐτό διαζωγραφεῖται μέσα ἀπό τή λειτουργική βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Παρθένου καί τοῦ Υἱοῦ της, τή δοξολογική  ὕμνηση τοῦ μεγαλείου της, καί βέβαια τίς πατερικές θεομητορικές ὁμιλίες οἱ ὁποῖες, σέ ἀντιστικτική ὑπήχηση πρός τή μαρτυρία τῆς λατρείας, προβάλλουν τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ὡς ἔκφανση τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος. Γιατί ὁ Ναυπάκτου γνωρίζει καί δέν παύει νά ὑπενθυμίζει ὅτι στήν ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι ἄγνωστη ἡ κατά τό ρωμαιοκαθολικό πρότυπο «Μαριολογία» ὡς αὐτόνομος κλάδος τῆς δογματικῆς· τοὐναντίον, τό μυστήριο τῆς ὑπεραγίας μητέρας τοῦ Θεοῦ θεωρεῖται πάντοτε ὑπό τό φῶς τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ Της, τοῦ «ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος», πού φανερώθη σαρκί «ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου Πατρός ἔννοιαν λάβωμεν» (Μ. Ἀθανάσιος).

Μετά τήν κατατοπιστική εἰσαγωγή τό βιβλίο χωρίζεται σέ ἕξι μέρη. Στό πρῶτο παρουσιάζεται ἡ ἑορτή τῆς Συλλήψεως τῆς Θεομήτορος ἀπό τήν ἁγία Ἄννα, στό δεύτερο ἀναπτύσσεται τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, τό τρίτο εἶναι ἀφιερωμένο στά Εἰσόδια τῆς Παναγίας μας στόν Ναό καί τό τέταρτο στόν Εὐαγγελισμό της. Τό πέμπτο μέρος παρουσιάζεται ὡς παρέκβαση ἀπό τήν σειρά τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν προκειμένου ὁ σεπτός ἱεράρχης νά ἐνδιατρίψει στό ἐρώτημα γιά τήν παρουσία τῆς Θεοτόκου στήν Καινή Διαθήκη, ἐνῶ τό ἕκτο μέρος, μέ τό ὁποῖο κλείνει ἡ κύρια πραγμάτευση, ἀφορᾶ τήν τελευταία μεγάλη θεομητορική ἑορτή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐνιαυτοῦ, τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας.

Δέν εἶναι τῆς παρούσης ἡ ἐκτενής ἀνάλυση τῶν ἀναρίθμητων θεμάτων πού θίγονται στό βιβλίο στό πλαίσιο τῆς παρουσίασης τόσο τοῦ ἱστορικό-ἑορτολογικοῦ ὑποβάθρου ὅσο καί τοῦ δογματικοῦ (χριστολογικοῦ, σωτηριολογικοῦ καί ἐσχατολογικοῦ) περιεχομένου τῆς κάθε ἑορτῆς. Περιορίζομαι σέ μιά ἄκρως ἐπιλεκτική ὑπόμνηση πτυχῶν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως πού ὑπογραμμίζονται μέ ἰδιαίτερη θεολογική ὀξύνοια καί ποιμαντική εὐθύνη στίς σελίδες τοῦ ἐν λόγῳ συγγράμματος.

Ξεχωρίζω τήν ὑπογράμμιση τῆς ἀνθρωπολογικῆς ὁλοκληρίας τοῦ ἐμβρύου ὡς ἐμψυχωμένης ἀνθρώπινης ὕπαρξης ἐξ ἄκρας συλλήψεως. Ἡ ἀλήθεια αὐτή ἔχει τεράστιες προεκτάσεις στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία καλεῖται νά ἀξιολογήσει τίς νέες προκλήσεις τῆς βιοηθικῆς καί βιοτεχνολογίας (ἔρευνα σέ βλαστοκύτταρα κ.ἄ.). Περαιτέρω  ὑπογραμμίζω τήν ὀρθόδοξη ἔννοια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ ὡς κληρονομικῶς μεταδιδόμενης παθητότητας καί θνητότητας ἀπό τά ὁποῖα τό γένος μας λυτρώθηκε χάρη στή «διά σαρκός οἰκονομία» τοῦ Λόγου, στήν ὁποία κατά θεία ἐκλογή ὑπούργησε ἡ Θεομήτωρ. Ἐν προκειμένῳ ὁ Ναυπάκτου ἀνασκευάζει μέ βάση τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καί σωτηριολογία τήν νεολατινική δοξασία περί «ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Παρθένου» ἀναδεικνύοντας τήν πατερική μαρτυρία περί τῆς Θεομήτορος, ἡ ὁποία συνελήφθη καί γεννήθηκε ἀπό τήν ἁγία Ἄννα φέρουσα τό προπατορικό ἁμάρτημα μόνον ὡς φθορά καί παθητότητα. Τό γεγονός αὐτό ὑποδηλώνει ὅτι ἡ Παρθένος Μαριάμ γεννήθηκε ὡς ἕνας ἀπό ἐμᾶς καί ἦταν ἕνας ἀπό ἐμᾶς. Ἔτσι σέ ἀντίθεση μέ τήν περί ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Παρθένου δόξα τῶν Παπικῶν, ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἐμμένει στό ἀνθρωπολογικό συνεχές μεταξύ ἡμῶν καί τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ παράλληλα διακηρύσσει τήν κατά προαιώνιο θεία ἐκλογή προσωπική σχετική ἀναμαρτησία τῆς Θεομήτορος, δηλ. τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ θεοχαρίτωτη Κόρη δέν διέπραξε καμιά ἀπολύτως προσωπική ἁμαρτία οὔτε σωματικῶς οὔτε κατά διάνοιαν. Ἐν τέλει καθαρίσθηκε ἀπό τήν προπατορική δουλεία στή φθορά κατά τόν Εὐαγγελισμό της (τό Βάπτισμα καί τήν προσωπική κατά πρόληψη Πεντηκοστή της) εὑρισκόμενη ἤδη παιδιόθεν σέ κατάσταση δοξασμοῦ χάρη στήν ἡσυχαστική-νηπτική ἀγωγή, τῆς ὁποίας ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι τό πρότυπο ὡς ἡ κορυφαία Γερόντισσα-ἡσυχάστρια.

Στό πρόσωπο τῆς Γερόντισσας-Παρθένου συνοψίζεται ἔτσι ἡ ἁγιότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀνακεφαλαιώνεται δηλ. ἡ προφητική παράδοση τοῦ δοξασμοῦ καί τῆς θεώσεως τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, (γεγονός πού ὑπογραμμίζεται ἀπό τήν προσωνυμία τῆς Παναγίας ὡς «ἔμψυχης Παλαιᾶς Διαθήκης») ἐνῶ ταυτόχρονα ἐγκαινιάζεται ὁ ἐξεικονισμός τοῦ λαοῦ τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἐνσάρκου Λόγου, τῆς ὁποίας ἡ Παναγία μας εἶναι ζωντανός τύπος.

Ἡ ἡσυχαστική παράμετρος τῆς προσωπικότητας καί τοῦ βίου τῆς Θεομήτορος ἐξαίρεται ἰδιαιτέρως ἀπό τόν Σεβασμιώτατο, ὁ ὁποῖος, βασιζόμενος σέ σχετική ὁμιλία τοῦ προέδρου τῶν Θεσσαλονικέων καί κήρυκα τῆς θεουργικῆς χάριτος ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἰχνηλατεῖ τό μυστικό φιλοκαλικό ἡμερολόγιο τῆς Παρθένου στήν κατάσταση τῆς ἐν Χριστῷ θεοπτίας. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Ναυπάκτου ἀναδεικνύει τή βαθύτερη σημασία τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων ὡς μνήμης τοῦ ἐν Χριστῷ δοξασμοῦ τῆς Θεομήτορος καί πρόσκλησης-πρόκλησης μίμησης τοῦ ἡσυχαστικοῦ βίου της.   

Σημειώνω ἐπίσης τίς ἀναλύσεις γιά τήν κοίμηση τῆς Παναγίας καί τήν ἐν σώματι μετάστασή της, πού αποτελεῖ τήν κατά πρόληψη τῶν ἐσχάτων ἀνάσταση καί ἀνάληψη τῆς Θεομήτορος καί ἑρμηνεύεται ὡς «μεταφύτευσή» της ἀπό «δόξης εἰς δόξαν».

Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προκαλεῖ, μεταξύ πολλῶν ἄλλων, ἡ παρουσίαση ἀπό τόν Ναυπάκτου τῆς θεοχαρίτωτης ὑπουργίας τῆς Θεομήτορος στό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὑμνογραφικοῦ «τέξομαι τήν ἄσαρκο, σάρκα ἐξ ἐμοῦ δανεισάμενον, ὅπως ἀναγάγῃ τόν ἄνθρωπον  ὡς μόνος δυνατός εἰς τό ἀρχαῖον ἀξίωμα διά τῆς συγκράσεως».

Πρόκειται γιά σελίδες ὑψηλῆς δογματικῆς πυκνότητας, πού ὡστόσο δέν κουράζουν, ἀλλά μυσταγωγοῦν «ἀνεπαισθήτως» τόν ἀναγνώστη στά ἐνδότερα τῆς ὀρθόδοξης πίστεως. Στή συνάφεια αὐτή ὁ συγγραφέας δράττεται τῆς εὐκαιρίας γιά νά μιλήσει γιά τήν ἱστορία τῆς θείας οἰκονομίας μέσα ἀπό τό πρίσμα τῶν ἄκτιστων θεοφανειῶν τοῦ Λόγου, ὁ Ὁποῖος ἐνδημεῖ ἀσάρκως στούς Πατριάρχες καί Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἐν σαρκί στήν Καινή Διαθήκη καί ἐντεῦθεν, ἀποκαλύπτοντας ἐν Ἑαυτῷ τόν Πατέρα μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στήν ἐν σαρκί φανέρωση τοῦ Λόγου, ὁ Ναυπάκτου ἐντοπίζει τή μείζονα διαφορά μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, γεγονός πού τοῦ ἐπιτρέπει νά συμπεράνει ὀρθοδόξως ὅτι «κατά τά ἄλλα, ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων».

Ἔπειτα ἀναλύει τήν «εἰς τό ἀρχαῖο ἀξίωμα» ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου μέ ὅρους θεραπευτικῆς ἀποκατάστασης τοῦ «γνωμικοῦ θελήματος» ὡς «φυσικοῦ θελήματος» στήν ἐν Χριστῷ ἀτρεψία (Μάξιμος Ὁμολογητής).  Πάντα στήν αὐτή συνάφεια, ὁ Ναυπάκτου ἐκθέτει περιεκτικά τό δόγμα τῆς καθ’ ὑπόστασιν ἕνωσης τῶν δυό φύσεων τοῦ ἑνός καί μόνου Χριστοῦ «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» καί ξεκαθαρίζει τή διαφορά τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας περί συνθέτου ὑποστάσεως τοῦ σαρκωμένου Λόγου ἀπό τήν κακόδοξη διδασκαλία περί «συνθέτου φύσεως» τῶν Μονοφυσιτῶν. Γι’ αὐτό καί διευκρινίζεται ὅτι ἡ  «σύγκρασις» τῶν δυό φύσεων τοῦ Χριστοῦ δέν σημαίνει «ἀφομοίωση», ἐνῶ ἡ «σύγκρασις» στούς πιστούς παραπέμπει στήν κατά χάριν ἕνωσή τους «ἐν τῇ σαρκί τοῦ Λόγου» μέ τό ἄκτιστο φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τό ὑπερφυές αὐτό γεγονός ἀντιδιαστέλλεται ἐμφατικά ἀπό τίς δαιμονικές ἐμπειρίες ἐξωσωματικῶν «ἐκστάσεων», ἐφόσον οἱ ἅγιοι «φθάνουν στήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, … ἔσωθεν, μέσα ἀπό τήν καρδιά».

Πρόκειται γιά τήν ἐν Πνεύματι σύλληψη, γέννηση καί αὔξηση τοῦ Χριστοῦ ἐντός τῆς καρδίας τῶν πιστῶν, γεγονός πού τίθεται σέ σχέση μυστικοῦ ἐξεικονισμοῦ πρός τό μυστήριο τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία συνέλαβε «κατά σάρκα» τόν Λόγο ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Τοῦτο ἔρχεται καί πάλι νά ὑπογραμμίσει τόν ἀπαραγνώριστο συνεργειακό ρόλο τῆς Παρθένου στό μυστήριο τῆς διά Χριστοῦ σωτηρίας τοῦ γένους μας.

Κοντολογίς, τριαδολογία, χριστολογία, ἀνθρωπολογία καί σωτηριολογία συναρθρώνονται ἀβίαστα μέσα σέ ἐλάχιστες σελίδες διεισδυτικῆς ἀνάλυσης ἑνός θεομητορικοῦ ὕμνου. Αὐτό δέν ἀπορρέει μόνον ἀπό τή στερεῆ δογματική σκευή τοῦ συγγραφέα· εἶναι ἐπιπλέον ἀναμφισβήτητα καρπός μακρᾶς συγγραφικῆς πείρας, πού ἱκανώνει τόν ἐπισκοπικό κάλαμο νά πληροῖ τήν δαψίλεια τοῦ πνεύματος στήν οἰκονομία τοῦ λόγου (μιά ἐφαρμογή στήν πράξη τοῦ «ξυραφιοῦ τοῦ Ὄκκαμ»). Ἡ παρατήρηση αὐτή ἰσχύει ἀσφαλῶς, πολύ περισσότερο, γιά τό σύνολο τοῦ νέου πονήματος τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου, τό ὁποῖο -τολμῶ νά ἰσχυρισθῶ- ἄφοβα μπορεῖ νά συγκαταριθμηθεῖ μεταξύ τῶν εὐχυμότερων συγγραφικῶν καρπῶν του. Ἡ ὀρθόδοξη ἑλληνική βιβλιογραφία πλουτίζεται σίγουρα μέ τό βιβλίο αὐτό κατά τρόπο μοναδικό: Εἶναι τό πρῶτο βιβλίο πού θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ (παρά τίς σημαντικότατες καί πάντα χρήσιμες σχετικές μελέτες τῶν Ἰ. Καλογήρου, Γ. Φίλια καί Εὐ. Σπουρλάκου) ὡς ἕνα μοναδικό «θεομητορικό πολύπτυχο». Ἡ μελέτη τοῦ βιβλίου συνιστᾶται ὄχι μόνο στούς θεολόγους καί κληρικούς προκειμένου νά γνωρίσουν σέ βάθος τόν δογματικό καί λειτουργικό πλοῦτο τοῦ θεομητορικοῦ ἑορτολογίου· ἐπιπλέον ἐνδείκνυται γιά κάθε καλλιεργημένο ἀναγνώστη πού θά ἐπιθυμοῦσε μιά ἀξιόπιστη οἰκείωση μέ τό μυστήριο τῆς ὀρθόδοξης πίστεως.

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

  • Προβολές: 3594