Γράφτηκε στις .

Μιά διήγηση ἀπό τά ὅρια ζωῆς καί θανάτου (Α')

Συνέντευξη-μαρτυρία ἐπιθανάτιας ἐμπειρίας

«...Στό Νεοχώρι ὁ Σεβασμιώτατος εἶχε συνάντηση καί συζήτηση μέ τόν π. Νικόλαο Μασγάλα καί μετά ἐπισκέφθηκε τούς κατοίκους στήν πλατεία τοῦ χωριοῦ. Ἐκεῖ εἶχε μιά εὐχάριστη ἔκπληξη, μιά συνάντηση μέ ἕνα παλαιό κατηχητόπουλό του ἀπό τό Ἀγρίνιο, πού ξενιτεύθηκε καί ἐργάσθηκε στήν Ἀμερική, ὅπου τά τελευταῖα χρόνια πέρασε μιά μεγάλη περιπέτεια ὑγείας (ἔχει κάνει καί μεταμόσχευση καρδιᾶς), κατά τήν ὁποία ἡ ἰατρική τέχνη, ἡ πίστη του καί ἡ θεία Πρόνοια συμπλέχθηκαν σέ ἕνα ἀπίστευτο ψηφιδωτό, τό ὁποῖο διηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ Μητροπολίτου καί ὅλων τῶν συγχωριανῶν του».

Μιά διήγηση ἀπό τά ὅρια ζωῆς καί θανάτου (Α')Αὐτή ἦταν ἡ σύντομη ἀναφορά τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παρέμβασης στίς περιοδεῖες τοῦ Σεβασμιωτάτου στά χωριά τῆς Ὀρεινῆς Ναυπακτίας καί εἰδικότερα στό Νεοχώρι τῆς Ναυπακτίας τό 2015. Ὁ ὁμογενής ἐκεῖνος, τό παλαιό κατηχητόπουλο, λέγεται Παῦλος Κανελλάκης καί ἡ διήγησή του μᾶς κίνησε τό ἐνδιαφέρον καί ζητήσαμε νά τόν συναντήσουμε καί νά καταγράψουμε μέ μιά συνέντευξη τήν διήγηση αὐτή. Ὁ κ. Παῦλος δέχθηκε καί ἡ συνάντησή μας ἔγινε στό Ἀγρίνιο, μετά τήν κάθοδό του ἀπό τήν Ὀρεινή Ναυπακτία καί πρίν ἐπιστρέψει στήν δεύτερη Πατρίδα του, τήν Ἀμερική.

Θά δημοσιεύσουμε τήν συνέντευξη αὐτή κατά τμήματα, χωρίς νά σχολιάσουμε τό περιεχόμενό της, ὡς μιά σύγχρονη ἐπώνυμη μαρτυρία γιά ἐπιθανάτια ἐμπειρία καί ὡς ἔκφραση τῆς πίστης τοῦ ἀσθενοῦς πού δέχθηκε τίς ὑπηρεσίες τῆς ἰατρικῆς τέχνης.  

Ι.Κ.

*   *   *

Ἐρώτηση: Ἀγαπητέ κ. Παῦλε, σᾶς γνωρίσαμε στό Νεοχώρι Ναυπακτίας τό καλοκαίρι καί ἡ γνωριμία μας προσωπικά ἦταν μιά ἔκπληξη. Παρακαλοῦμε νά μᾶς πῆτε εἰσαγωγικά κάτι γιά τήν καταγωγή σας.

ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΝΕΛΑΚΗΣ: Γεννήθηκα τό 1951, στό Ἀγρίνιο. Οἱ γονεῖς μου: Ὁ πατέρας μου Μικρασιάτης καί ἡ μητέρα μου Ἀγρινιώτισσα. Τό 1933 ἦρθε ὁ πατέρας μου ἀπό Πάτρα, εἶχαν ἔρθει ἀπό τήν Μ. Ἀσία τό 1922, γιατί ἦταν δέκα ἕξι ἐτῶν. Τά θυμόταν ὅλα καί μοῦ ἔλεγε τά πάντα, ἱστορίες, πῶς ἀντιμετωπισθήκανε ἀπό τούς Τούρκους, πού ἦταν ἀπάνθρωποι, πῶς ἔκοβαν τά χέρια τους, κρατοῦσαν τίς βάρκες καί κόβαν μέ τά σπαθιά τά χέρια τους νά πεθάνουν, γέμιζε αἷμα παντοῦ. ...

Ἐγώ πιστεύω αὐτά πού εἶδε ὁ πατέρας μου καί αὐτά πιστεύω ἀκόμη μέχρι σήμερα. Ἐκεῖ πιστεύανε ὁ κόσμος καί πηγαίνανε Ἐκκλησίες καί κάνανε τάματα καί εἴχανε τόν ἅγιο Ταξιάρχη. Ἡ νόνα μου –τήν γιαγιά τήν λέγαμε νόνα– δέν εἶχε τίποτε, καί πῆγε, εἶχε ἕνα δαχτυλίδι καί τό ἔβαλε ἐπάνω στήν εἰκόνα καί λέει: «Σῶσε μας, ἅγιε Ταξιάρχη». Τό ἔβαλε πάνω στήν εἰκόνα καί κόλλησε ἐπάνω καί ἦρθαν ζωντανοί. Αὐτά ὁ Θεός μᾶς κάνει θαύματα κάθε μέρα, ἐμεῖς δέν τά βλέπουμε.

*

Ἐρώτηση: Πῆτε, παρακαλῶ, κάτι γιά τήν γνωριμία σας μέ τόν Σεβασμιώτατο κ. Ἱερόθεο.
Π.Κ.: Ὅταν ἤμουνα δώδεκα ἐτῶν, μέ τόν τωρινό Μητροπολίτη σας, κ. Ἱερόθεο, ἤμασταν παιδιά τῆς Ἁγίας Τριάδος Ἀγρινίου. Αὐτός στήν Χριστιανική Ἕνωση Ἀγρινίου, ἦταν ὁμαδάρχης μου. Καί ἀπό κεῖ ξεκινήσαμε καί ζήσαμε μαζί στό Ἀγρίνιο. Ἔχουμε συνδεθῆ ἀπό τότε καί ἔμαθα πολύ καλά πράγματα γιά τήν πίστη μας, τί ἐστί πίστις, καί αὐτά τά εἶχα πρότυπα ὅλη μου τήν ζωή καί μετά πού ἔφυγα Ἀμερική.

Ἐρώτηση: Ποιά ἐποχή;
Π.Κ.: Τό 1962 μέχρι τό 1964. Μετά πῆγε στό Πανεπιστήμιο ὁ Γιῶργος Βλάχος, γιατί ἔτσι λεγόταν ὁ Μητροπολίτης σας. Στό Ἀγρίνιο ἦταν στό Οἰκοτροφεῖο τοῦ κυρ-Ἠλία τοῦ Ξένου. Ἐγώ ἔμενα ἀπέναντι ἀπό τήν Ἐκκλησία. Στήν Χριστιανική Ἕνωση, στήν αἴθουσα Ἱεροθέου, πού ἦταν τότε Μητροπολίτης Αἰτωλοακαρνανίας. Ἐκεῖ γνωριστήκαμε καί στό γυμνάσιο Ἀγρινίου ἤμασταν μαζί γιά δύο ἔτη. Μετά πῆγε στήν Θεολογική Σχολή, πῆγε Πανεπιστήμιο. Καί ἀπό τότε χαθήκαμε. Ἐγώ ἔφυγα τό 1969 γιά Ἀμερική.

Ἐρώτηση: Τήν ἐποχή, 1962-1969, γιά ἑπτά χρόνια ἤσασταν στά κατηχητικά.
Π.Κ.: Ναί, ναί,  πήγαινα κατασκηνώσεις στόν Ἅγιο Βλάση, στοῦ παπα-Γιώργη τήν βρύση. Ἐρχόταν ὁ Τρεμπέλας, ἔρχονταν μεγάλοι ἄνθρωποι ἀπό τήν Ἀθήνα. Γράψανε Ἁγία Γραφή αὐτοί, μᾶς μάθαιναν πολλά πράγματα, μᾶς ἔκαναν κηρύγματα καί κάναμε Ἐκκλησία μέσα στά ἔλατα μέ ἕνα ἱερό μόνο.

Ἐρώτηση: Ἐκεῖ ἤσασταν μαζί μέ τόν Μητροπολίτη μας (κ. Ἱερόθεο);
Π.Κ.: Ναί, ἦταν τότε ὁμαδάρχης, στό Ἀγρίνιο, καί ὑπαρχηγός πάνω στήν κατασκήνωση. Ἤμασταν πολύ καλά.

Ἐρώτηση: Θυμᾶστε κάτι ἀπό αὐτά πού σᾶς ἔλεγε;
Π.Κ.: Τά πάντα. Μᾶς ἔλεγε πῶς νά ἀντιμετωπίζουμε τόν διάβολο διά τῆς προσευχῆς καί διά τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ. Τό «Πάτερ ἡμῶν» νά τό λέμε καί ἐξαφανίζεται. Καί ἐγώ τό ἔκανα μετά πραγματικότητα. Καί μοῦ ἦρθαν στήν ζωή μου τά πάντα μπροστά μου, αὐτά πού μέ μάθανε μικρός καί μέ μάθανε ἅγιοι πατέρες. Καί ὁ π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος ἦταν ἐδῶ ἐκεῖνα τά χρόνια, ὁ π. Βενέδικτος Πετράκης, καί ὁ παπα-Πάμφιλος, καί ὁ Σκαρμογιάννης πού ἦταν θεολόγος ἐδῶ, ὁ Παπαχρῆστος πού ἔγινε τώρα Μητροπολίτης Κοσμᾶς, ὁ ἀδελφός του στήν Παναγία τῆς Μητρόπολης Ἀγρινίου ἦταν ὁ παπα-Χρῆστος. Καί ἔτσι μεγαλώσαμε μέ αὐτούς καί μᾶς διδάξανε πῶς νά ζοῦμε καί τί θέλουμε στήν ζωή. Καί αὐτά τά συνειδητοποίησα ἀργότερα καί πῆγα μπροστά στήν ζωή μου μέ αὐτό τό πράγμα. Ὁ Θεός ἦταν μπροστά μου κάθε μέρα καί ἀφοῦ τόν πιστεύουμε ὁ Θεός μᾶς εὐλογεῖ κάθε μέρα καί ζοῦμε κάτω ἀπό τά ἱμάτιά Του. Ἐγώ δέν εἶμαι θεολόγος νά σᾶς τά πῶ καλύτερα.

*

Ἐρώτηση: Τό 1969 πήγατε στήν Ἀμερική. Πήγατε γιά νά σπουδάσετε;
Π.Κ.: Πῆγα γιατί εἶχα μιά ἀδερφή ἐκεῖ παντρεμένη. Ἐγώ ἤθελα νά γίνω καθηγητής ἐδῶ, φιλόλογος. Ἤξερα τά ἀρχαῖα ἑλληνικά καλά, ἀλλά δέν προχώρησα, γιατί ἤθελα νά πάω στήν Ἀμερική. Μέ τήν δικτατορία διάλεξα νά πάω ἐκεῖ, ὁ Θεός μέ ἔστειλε ἐκεῖ καί ἐπιβιώσαμε. Παντρευτήκαμε, κάναμε τά παιδιά μας, τρία παιδιά, ἔχω τώρα πέντε ἐγγόνια, καί τά ἔχω δυό φορές παιδιά τά ἐγγονάκια μου, καί γι’ αὐτό ξαναεπανῆλθα στήν ζωή.

Ἐρώτηση: Τί δουλειά κάνατε στήν Ἀμερική;
Π.Κ.: Ἑστιατόριο. Πῆγα καί στό Πανεπιστήμιο ἐκεῖ. Πῆγα δύο χρόνια στό Πανεπιστήμιο γιά business administration (διοίκηση ἐπιχειρήσεων), ἐπιχειρηματικότητα, ἀλλά καί μαγείρευα.

Ἐρώτηση: Ἡ φιλολογία ἔμεινε στήν ἄκρη.
Π.Κ.: Φιλολογία ἔμαθα μόνος μου. Διάβασα πολλά βιβλία καί τοῦ π. Χαράλαμπου Βασιλόπουλου, τοῦ π. Βενέδικτου Πετράκη τά βιβλία ὅλα. Ἔχω διαβάσει πολλά, ἀλλά ἔχω ὑποστεῖ πολλά στή ζωή μου, καί θαύματα πολλά.

Ἐρώτηση: Σέ ποιά πόλη ἤσασταν;
Π.Κ.: Στό York, Πενσυλβάνια. Καί ἀντιμετώπισα πολλούς ἐχθρούς καί σκοτεινές δυνάμεις. Πέστε το στόν δεσπότη, ὅτι αὐτά πού λέγαμε τά ἀντίκρυσα στήν Ἀμερική καί συνέλαβα τί εἶναι σκοτεινές δυνάμεις. ... Καί ἐκεῖ τά βρήκαμε πολύ σκοῦρα τά πράγματα. Δέν εἶναι πολύ εὔκολο νά πᾶς σέ ἕνα ξένο κράτος χωρίς ἑλληνικά.

Ἐρώτηση: Συνδεθήκατε μέ τήν Ἐνορία;
Π.Κ.: Ἀπό 23 χρονῶν καί πάνω ἤμουν μέσα στήν Ἐκκλησία, γιατί ψέλνω ἀπό 6 ἐτῶν. Ἦταν ἡ Ἐνορία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τοῦ York Pensylvania. Εἶναι ἡ πρώτη πρωτεύουσα τῆς Ἀμερικῆς.

Ἐρώτηση: Εἶστε Ἱεροψάλτης;
Π.Κ.: Ἤμουνα ψάλτης ἀπό 6 ἐτῶν στήν Ἁγία Τριάδα (Ἀγρινίου). Ἐδῶ ψέλναμε, μάθαμε ἀπό τόν Γιῶργο τόν Νάκο βυζαντινή μουσική καί ἀπό τόν Παπαποστόλου εὐρωπαϊκή μουσική. Ἐκεῖ πού πῆγα δέν ἤξεραν οἱ ψάλτες, δέν ἦταν πολύ καλοί καί πήγαινα καί βοηθοῦσα τούς Ἱερεῖς, τούς πάντες. Ἐκεῖ ἦταν δύσκολα τά πράγματα γιά νά ἐπιβιώσουμε, ἀλλά μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί μέ τό πεῖσμα καί μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ στέλνοντας τό Ἅγιο Πνεῦμα πάνω μας. Γιατί ἐγώ τό συνάντησα τό Ἅγιο Πνεῦμα πολλές φορές. Στίς 44 ἐγχειρήσεις πού ἔκανα μέχρι σήμερα παρακαλοῦσα τόν Θεό καί μᾶς τό ἔδωσε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στό χειρουργεῖο καί γι’ αὐτό ἔζησα.

*

Ἐρώτηση: Ἐπειδή ἀναφερθήκατε τώρα στίς ἀσθένειες, πότε ἀντιμετωπίσατε τήν ἀσθένεια; Πρόκειται γιά ἀσθένεια πού ἦρθε ξαφνικά στήν ζωή σας ἤ ἦταν χρόνια;
Π.Κ.: Ἡ ἀσθένεια ἦταν οἰκογενειακή ἀπό καρδιά.

Ἐρώτηση: Σέ ποιά ἡλικία;
Π.Κ.: Στήν ἡλικία τῶν 55 ἐτῶν. Καί μετά πήγαινα τακτικά στόν γιατρό καί μοῦ ἔδωσε μερικά φάρμακα, μερικά φάρμακα συντηρητικά, μέ τήν τροφή, νά μήν τρώω κάτι πού κάνει κακό στήν καρδιά. Ἀλλά τά φάρμακα δούλεψαν γιά λίγον καιρό. Καί μιά μέρα τῶν ἡμερῶν ἦρθε καί ἔπεσα κάτω ἀπό τήν καρδιά, μέ πῆγαν στό νοσοκομεῖο –νά μήν λέω πολλές λεπτομέρειες– τά παιδιά, καί τούς λέω: «Φέρτε τά ἐγγόνια, πεθαίνω». Καί μέ πῆγαν ἐκεῖ, τήν 25η  Μαρτίου τοῦ 2011. Μέ πῆγαν στό Νοσοκομεῖο, ἔπεσα κάτω, δέν εἶχα αἰσθήσεις καί μέ πῆγαν στό χειρουργεῖο καί ἐκεῖ πέθανα.

Ἐρώτηση: Πεθάνατε;
Π.Κ.: Μέσα στό χειρουργεῖο, ὅπως δουλεύει ἡ καρδιά, ὁ δείκτης τοῦ καρδιογράφου πῆγε κάτω καί ἔγινε flat line, εὐθεία γραμμή πού λένε, καί μέ πετάξανε στό νεκροτομεῖο. Στό νεκροτομεῖο κουνοῦσα τό πόδι μου καί πέρασε ἕνας γιατρός, κατά σύμπτωση, κοιτάζει μέσα –δέν ἔχει πόρτες τό νεκροτομεῖο, γιατί δέν φεύγει κανένας ἀπό κεῖ μέσα– καί μέ εἶδε πού κουνοῦσα τό πόδι μου. Φώναξε τούς γιατρούς, μέ πῆγαν πάλι μέσα στό χειρουργεῖο, ἐκεῖ μοῦ βάλανε ἠλεκτροσόκ καί ἕνα στέντ καί ἡ καρδιά ξανάρχισε νά δουλεύη. Τό ρολόι στό χειρουργεῖο δέν τό εἶχαν πειράξει καί βλέπουν τήν ὥρα, ἤμουνα νεκρός 16 λεπτά. Πᾶνε καί λένε οἱ γιατροί στά παιδιά μου: –Ὁ πατέρας σας, κάτι συνέβη καί ξαναεπανῆλθε. Ἀλλά πρῶτα εἶχαν πεῖ στά παιδιά μου ὅτι πέθανα. Ἔπρεπε νά κάνουν ἐνταφιασμό, νά μιλήσουν μέ τό γραφεῖο τελετῶν. Νά κάνουν τελετή γιατί πέθανε ὁ πατέρας τους, νά βάλουν τά κλαρίνα καί νά κάνουν τόν ἐνταφιασμό. Ἀλλά δέν ἔγινε αὐτό.

Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος καί ἔκανε τό θαῦμα Του, τό πρῶτο κατά σειρά γιά τήν ἀσθένειά μου.
Καί μετά μέ πῆγαν μέ τό ἑλικόπτερο. Ἐγώ δέν θυμᾶμαι τίποτα, γιατί ἔπεσα σέ κῶμα γιά ἕξι ἑβδομάδες. Μοῦ τά ἔλεγε ἡ κόρη μου, φυσικά. Μετά ἀπό ἕξι ἑβδομάδες μέ πῆραν μέ τό ἑλικόπτερο καί μέ πῆγαν στήν Βαλτιμόρη, στό Τζόν Χόπκινς, στό μεγαλύτερο πανεπιστημιακό νοσοκομεῖο τῆς οἰκουμένης, ἐκεῖ. Ἐκεῖ μετά ἀπό τρεῖς μέρες πέθανα πάλι γιά δέκα τέσσερα λεπτά. Μοῦ βάλανε ἕνα καλώδιο –βλέπετε ἕνα σημαδάκι ἐδῶ; Αὐτό εἶναι σάν μπουζί τῆς καρδιᾶς, πετάει σπινθῆρες, νά ξαναρχίση ἡ καρδιά. Πέθανα δέκα τέσσερα λεπτά καί ἐπανῆλθα πάλι.

Ἐρώτηση: Αὐτή τή φορά τό γνώριζαν τό πρόβλημα. Στά δεκατέσσερα λεπτά σᾶς ἄφησαν ἐκεῖ μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ξαναεπανέλθετε.
Π.Κ.: Ἤμουνα μέσα στό χειρουργεῖο. Ἀφοῦ πέθανα, βάλανε τό μηχάνημα καί μετά τό μηχάνημα βάλανε τά ἠλεκτροσόκ καί ξαναεπανῆλθε ἡ καρδιά μετά ἀπό δεκατέσσερα λεπτά. Μετά ἀπό δύο μέρες ξανασταμάτησε ἡ καρδιά καί ξαναπεθαίνω δώδεκα λεπτά, μοῦ βάλανε διπλά στέντς, ἔτσι τά λένε.     

Ἐρώτηση: Ὅλα αὐτά τά λεπτά πού δέν λειτουργοῦσε ἡ καρδιά τί γινόταν μέ τά ἄλλα ὄργανα;
Π.Κ.: Γι’ αὐτό ἀποροῦν οἱ γιατροί. Πῶς μιλάω. Γιατί τό μυαλό χωρίς ὀξυγόνο δέν δουλεύει, ἀλλά ἐμένα τώρα, τό δικό μου δουλεύει. Παράξενο!

Ἐρώτηση: Πῶς γινόταν αὐτό;
Π.Κ.: Ἐγώ ἤμουν σέ κῶμα, τό σῶμα ἦταν σέ κῶμα, ἡ ψυχή ἦταν ἀλλοῦ, (θά τά ποῦμε μετά). Τώρα, ὅπως ἤμουνα μέσα, αὐτοί κοιτάζανε νά μέ ἐπαναφέρουν στήν ζωή. Βάλαν τό μηχάνημα, βάλαν αὐτά τά στέντς καί ἐπανῆλθα. Ἀλλά ὅταν ἦταν τά flat line, αὐτή ἡ εὐθεία γραμμή, αὐτοί ξέρανε πώς εἶμαι πεθαμένος. Τώρα μετά ξαναπεθαίνω, τήν τρίτη φορά ἤτανε δέκα λεπτά. Μοῦ βάλανε τριπλά στένς καί λέει ὅτι τό μόνο πού ἀπομένει ἕνα ἀκόμα. Ἀφοῦ πέθανα τέσσερες φορές, λένε: –δέν ἀπομένει παρά νά τοῦ βγάλουμε τίς μπρίζες, νά τοῦ βγάλουμε τά πάντα, νά πάη στό καλό του αὐτός, γιατί θά μείνη φυτό. Καί ἔβαλαν δίλημμα στά παιδιά μου ποιός θά βγάλει τίς μπρίζες νά ἀποθάνω ἐγώ.

Ἐρώτηση: Σᾶς εἶχαν ἀναπνευστήρα; Σᾶς εἶχαν διασωληνομένο καί σᾶς ἔδιναν τό αἷμα μέ ἀντλία;
Π.Κ.: Τά πάντα. Διασωληνωμένος, τά πάντα ὅπως εἶναι ἕνα νεκρό σῶμα. Καί λέει ὁ γιατρός στά παιδιά μου: –Δέν ζῆ αὐτός, θά μείνη φυτό καί σεῖς νά μήν ὑποφέρετε, νά πάη στό καλό του, στήν εὐχή τῆς Παναγιᾶς καί σεῖς νά μήν ταλαιπωρῆστε. Καί τά παιδιά εἶχαν μιά ἀμηχανία, ποιός θά τραβήξη, ποιός θά ὑπογράψη ἀπ’ τά παιδιά τά τρία. Λένε: –Δέν ξέρουμε τί νά κάνουμε.
Τότε μπῆκε ὁ Ἱερέας μέσα, ὁ Ἐφημέριος τῆς Βαλτιμόρης, ὁ π. Μιχαήλ, καί λέει: –Παιδιά πῶς εἶναι ὁ πατέρας σας; –Ἔτσι καί ἔτσι λένε.

Ἐρώτηση: Σᾶς γνώριζε;
Π.Κ.: Ὄχι ἐμένα, γνώριζε τά παιδιά. Γιατί τήν πρώτη μέρα πού πῆγα ἐκεῖ εἶδε τό ὄνομα Κανελάκης καί λέει μπορεῖ νά εἶναι Ἕλληνας καί νά εἶναι Ὀρθόδοξος. Πῆγε ἐπάνω, μίλαγε στά παιδιά καί λέει:  –Πῶς εἶναι ὁ πατέρας σήμερα; -Μᾶς εἶπε ὁ γιατρός νά βγάλουμε τίς μπρίζες.  -Ὄχι, παιδιά, τίς μπρίζες τίς βγάνει ὁ Θεός. Θαύματα γίνονται κάθε μέρα καί πρέπει νά κάνουμε προσευχή. Καί ἔκανε εὐχέλαιο μέ τά παιδιά καί λένε θά προχωρήσουμε παίρνοντας τό τρία τοῖς ἑκατό.

Ἐρώτηση: Τό εὐχέλαιο τό τέλεσε μέσα στό νοσοκομεῖο;
Π.Κ.: Ναί, ναί. Ὅλα, τά πάντα τά ἔκανε ἐκεῖ μέσα. Καί ἀφοῦ ἔκαναν αὐτό τό πράγμα, ἦρθαν οἱ γιατροί μέσα καί λένε στά παιδιά καί στόν Ἱερέα. -Ἀποφασίσατε νά τοῦ βγάλουμε τίς μπρίζες; -Ὄχι. Παίρνουμε τό τρία τοῖς ἑκατό καί προχωρᾶμε καί ἄν ἀποθάνη στό χειρουργεῖο, ἀπέθανε. Ἐμεῖς δέν τό κάνουμε αὐτό. Καί μέ ἔβαλαν μέσα. Πῆρα ἕναν βηματοδότη πού λένε. Ἐδῶ τά σημάδια (δείχνει κάποια σημάδια στό στῆθος). Ἐκεῖ εἶναι μεγάλο. Δέν ξέρω ἄν τό βλέπετε ἀπό δῶ. Ἕνα βαθούλωμα τώρα ἔχω καί ἀπό δῶ, καινούριο ἀπό δῶ.

Ἐρώτηση: Τώρα εἶναι μέσα;
Π.Κ.: Ὄχι, τό βγάλαμε ὅταν κάναμε τήν μεταμόσχευση. Τώρα ἔχω ἕνα ἄλλο δίπλα ἐδῶ, τό πιάνω τώρα, ἔχω ἄλλο τώρα. Καί βάλαμε αὐτό καί μετά ἀπό μία ὥρα, δύο ὧρες στό χειρουργεῖο βγῆκε ἔξω καί χαμογέλαγε.

Ἐρώτηση: Ποιός;
Π.Κ.: Ὁ  γιατρός. Γέλαγε καί τόν ρωτᾶνε, γιατί γελᾶτε γιατρέ; Αὐτός –πῶς θά τό ποῦμε, τόχουμε... δέν εἶναι καλό, γιατί τὄπε γιά ἀστεῖο ὁ γιατρός: –Ἐπέζησε, λέει, ὁ [...] ἐπέζησε. Μέ κατάλαβες τί εἶπα; Μέ κατάλαβες; Μπορεῖ νά τό βγάλετε ἐσεῖς, ἀλλά τό εἴπανε. Γιά γέλια τό εἶπε ὁ γιατρός. Τώρα μετά ἀπό ἕξι ἑβδομάδες πού ἐπανῆλθα ἐγώ ἀπό τό κῶμα καί μοῦ εἶπε ἡ κόρη μου τά πάντα, ὅπως τά διηγήθηκα, τώρα, τῆς λέω: –Ἔχω μία ἀπορία καί μία ἐρώτηση. Ὁ γιατρός εἶπε θά γίνω φυτό. Γιατί εἶπε θά γίνω φυτό; Τώρα τί φυτό θά εἶμαι; Νά μέ ἀποκαλέσης σπαράγκι, μπρόκολο, φασολάκια ἤ σπανάκια πῶς θά μέ λές; Καί γελοῦσε. Τώρα τά ὑπόλοιπα τά πράγματα. Ἐγώ ἤμουνα τό σῶμα κάτω, ἡ ψυχή δέν ἦταν μαζί.

Ἐρώτηση: Μετά ἀπό ἕξι μῆνες, δηλαδή, τέτοια ἐποχή, Σεπτέμβριο, ἀνανήψατε;
Π.Κ.: Ὄχι, ὄχι στήν ἀρχή 25η Μαρτίου πῆγα μέσα, ἀπέθανα τήν πρώτη μέρα 25η Μαρτίου. Μετά μέ πῆγαν μέ τό ἑλικόπτερο τήν ἄλλη μέρα στή Βαλτιμόρη στό Τζόν Χόπκινς καί ἐκεῖ γίνανε αὐτά τά πράγματα.  Γίνανε μέσα σέ ἕξι βδομάδες πού ἤμουνα σέ κῶμα καί μετά ἀπό ἕξι ἑβδομάδες ἐπανῆλθα καί ἤμουνα παράλυτος γιά ἕξι μήνους.

Ἐρώτηση: Ἕξι μῆνες παράλυτος;
Π.Κ.: Παράλυτος τελείως ἀπ’ τό κεφάλι καί κάτω. Τό μυαλό δούλευε καί τίποτε ἄλλο.

*

Ἐρώτηση: Ἡ μεταμόσχευση τῆς καρδιᾶς πότε ἔγινε;
Π.Κ.: Ἔγινε 28η Ὀκτωβρίου, τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἔπεσαν ἐπάνω στίς δύο Ἐθνικές ἐπετείους καί τά δύο πράγματα, τοῦ ἰδίου ἔτους. Καί τώρα θά γίνω τεσσάρων ἐτῶν, τήν 28η Ὀκτωβρίου τοῦ 2015.

Ἐρώτηση: Ἡ καρδιά, ἄν ἐπιτρέπεται, ἀπό ποιόν δότη;
Π.Κ.: Ἀπό δότη ἦταν, ἀλλά δέν γνωρίζω ἀκριβῶς τά πάντα. Μοῦ εἴπανε ὅτι ἤτανε νέος 24 μέ 26 χρονῶν καί ἤτανε γυμναστής, γυμναζόταν στόν στίβο καί ἀντέχει ἡ καρδιά.

Ἐρώτηση: Σκοτώθηκε σέ ἀτύχημα αὐτός;
Π.Κ.: Σέ ἀτύχημα. Τό ἀτύχημα ἔγινε τρισήμιση ὥρα τό πρωΐ, τήν νύχτα, καί μοῦ λένε ἦρθε αὐτή ἡ καρδιά πεντέμιση τό πρωΐ. Καί πότε βάλαν τήν καρδιά σέ μένα; Δέκα καί μισή τό βράδυ 28η Ὀκτωβρίου καί τελείωσε ἕξι ὥρα τό πρωΐ στίς 29. Ἐκεῖ (στήν Ἀμερική) παίρνουν ὅλα τά ὄργανα τοῦ παθόντος καί μετά βγαίνει ἡ καρδιά τελευταία. Γιατί χρησιμοποιοῦν τά πάντα ἐκεῖ. Ὅταν εἶναι ὁ δότης, πῶς τό λέμε, δωρητής ὀργάνων, τό γράφουν ἐπάνω στό δίπλωμα τοῦ αὐτοκινήτου καί μποροῦν εὔκολα νά τό κάνουν αὐτό.

Ἐρώτηση: Τηρεῖται προτεραιότητα γιά τήν μεταμόσχευση; Γιατί φαντάζομαι ὅτι καί κάποιος ἄλλος θά περίμενε. Ὑπάρχει κάποια σειρά; Γιατί νά τήν δώσουν σέ σᾶς, πού εἶστε Ἕλληνας καί ὄχι σέ κάποιον ἄλλον;
Π.Κ.: Ὄχι, ὄχι εἴμαστε παθόντες ὅλοι. Εἴμαστε ἐκεῖ ὑπήκοοι ὅλοι ἀπό κεῖνα τά χρόνια. Καί πρέπει νά συμβαδίζη τό αἷμα. Τί αἷμα ἔχει ὁ ἀσθενής, καί τό μέγεθος τῆς καρδιᾶς νά 'ναι τό ἴδιο. Ἄν εἶναι καί τά δύο πράγματα ἴδια, ἡ καρδιά ἄν εἶναι σωστή, δέν εἶναι ραγισμένη, δέν ἔχει πάει αὐτός φυλακή, ἄν ἔχει πάει φυλακή μία μέρα δέν μποροῦν νά δώσουν ὄργανα. Γιατί ἔχουν πολλά μικρόβια μέσα στίς φυλακές καί τό γονίδιο μέχρι μέσα καί ἐνεργοποιοῦνται ἀργότερα καί μετά θέλουν νά βγάλουν πάλι τήν καρδιά ἤ τά μάτια αὐτά,  γιατί ἔχουν πάθηση.

*

Ἐρώτηση: Αὐτά τά χρήματα πληρώθηκαν ἀπό τήν ἀσφάλειά σας ἤ ἀπό δικά σας χρήματα;
Π.Κ.: Ἐγώ ἔχω ἀσφάλεια, ἀλλά τώρα παίρνω τά φάρμακα καί ἔχω εἰδική ἀσφάλεια καί πληρώνω 1800 τό μήνα ἀσφάλεια, πληρώνω 300 στό κράτος ἀσφάλεια καί πληρώνω καί τά φάρμακα 60, ἀλλά τά φάρμακα κοστίζουν 120.000 κάθε χρόνο καί ἐπιβαρύνομαι ἐγώ. Ἄν ἔρθω στήν Ἑλλάδα παίρνω χάπια γιά τρεῖς μήνους.  55 χάπια τήν ἡμέρα καί αὐτά κοστίζουν.

Ἐρώτηση: Παίρνετε σήμερα 55 χάπια τήν ἡμέρα;
Π.Κ.: Ὄχι, στήν ἀρχή, τά δύο πρῶτα χρόνια. Τώρα κατεβαίνουν καί κατέβηκα στά 28 μέ 30 χάπια τήν ἡμέρα.

Ἐρώτηση: Ἐδῶ στήν Ἑλλάδα τά βρίσκετε;
Π.Κ.:  Ὄχι, τά ἔφερα ἀπό τήν Ἀμερική. Τρεῖς χιλιάδες ἑφτακόσια φάρμακα ἔφερα. Δύο τσάντες μεγάλες. Νομίζουν πώς πουλῶ φάρμακα. Τί νά κάνω. Ἔτσι εἶναι ἡ ζωή. Ὁ Θεός βοηθάει, ἀλλά καί οἱ γιατροί βοηθοῦν μέ τόν τρόπο τους νά ζήσουμε.

Ἐρώτηση: Ἄν ἐπιτρέπεται, μιά ἀδιάκριτη ἐρώτηση. Σᾶς δώσανε κάποια χρόνια ζωῆς μετά τήν μεταμόσχευση;
ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΝΕΛΑΚΗΣ: Τώρα μοῦ δώσανε ἄλλο κίνητρο, γιατί ἐδῶ καί ἑνάμιση χρόνο μοῦ λέει ὁ γιατρός. -Ἡ καρδιά σου εἶναι ὀγδονταπέντε τοῖς ἑκατό καλή. Δουλεύει μιά χαρά, ἀλλά πρέπει νά βάλουμε  βηματοδότη καινούριο νά τό κάνουμε ἑκατό τοῖς ἑκατό. Ἄμα μ’ ἀφήσεις νά τό βάλω θἄχης ζωή πενήντα χρόνια ἀκόμα. Λέω: –Γιατρέ, κόλλα το, γιατί αὐτό εἶναι πολύ σοβαρό πού λέτε. Καί λέει: –Γιατί νά τό κολλήσω τό χέρι. –Θέλω νά κολλήσουμε τά χέρια μας, νά σέ κρατῶ ὑποθήκη, γιατί μετά ἀπό πενήντα χρόνια θά χαιρετηθοῦμε πάλι. Καί γέλαγε ὁ γιατρός.  –Ἐγώ, Παῦλε, θά εἶμαι 97. -Ἐγώ 110, πειράζει νά σέ χαιρετήσω; Καί γέλαγε ὁ ἄνθρωπος. –Θά πεθάνης ἀπό καρδιά τώρα. Ἔχουμε βάλει τό βηματοδότη αὐτόν καί ἰσχύει γιά δέκα χρόνια. Θά ’ρθης νά ἀλλάξουμε μπαταρία μετά ἀπό δέκα χρόνια. Ἔχω καινούριο τώρα. Μοῦ ἔδωσε πενήντα χρόνια ζωῆς. –Γιατρέ, τοῦ λέω, ἐσύ ἔδωσες σέ μένα πενήντα χρόνια. Ἐσύ, γιατρός, δέ δίνεις στόν ἑαυτό σου πενήντα χρόνια καί σύ γιά νά ζήσουμε πενήντα χρόνια μαζί; Καί γέλαγε ὁ ἄνθρωπος, τί νά ‘κανε...

Ἐρώτηση: Εἴπατε ὅτι ὁ γιατρός πού σᾶς παρακολουθοῦσε σᾶς εἶδε μετά ἀπό πολύν καιρό καί εἶπε: –Πῶς εἶναι δυνατό νά ζῆ αὐτός ὁ ἄνθρωπος;
Π.Κ.: Τώρα μπῆκα στό νόημα, ἄλλο πράγμα αὐτό. Πῆγα νά δῶ τόν γιατρό τόν πρῶτο μετά ἀπό ἕνα χρόνο καί ἄρχισα καί περπατοῦσα. Δέν περπάτησα γιά δυόμιση χρόνια, ἀπό τήν 25η Μαρτίου τοῦ ‘11 γιά δυόμιση χρόνια ἤμουνα κατάκοιτος. Δυόμιση χρόνια. Μετά πού σηκώθηκα λίγο πῆγα νά δῶ τόν γιατρό τόν πρῶτο, πού ἦταν στό Τζόν Χόπκινς. Πῆγα ἐκεῖ πέρα καί τοῦ λέω: –Γιατρέ, ἔχεις ἕνα λεπτό; -Ἔχω πολλά. -Μέ γνωρίζετε; -Πές μου τό ὄνομά σου για νά φρεσκάρω τή μνήμη μου. -Ὄχι, γιατρέ, τοῦ λέω, γιατί ἐσύ ἔκανες κάτι γιά μένα κάθε πρωΐ. -Τί ἔκανα; - Ὀχτώ ἡ ὥρα χτύπησες τήν πόρτα καί ἀνοίγω τήν πόρτα καί μοῦ λές:  Καλημέρα, ἄνθρωπε θαῦμα!  Ὤχ, ξαφνιάστηκε αὐτός καί λέει: –Εἶσαι ὁ Πώλ Κέι (τό Κανελλάκης τό κόβανε καί τό κάνανε Κέι). Καί λέω: –Αὐτός εἶμαι.  Καί μ’ ἀγκαλιάζει κι ἔκλαιγε γιά 15 λεπτά. -Μοῦ ἔδωσες, λέει, ὄχι μιά βδομάδα, ὄχι ἕνα μήνα χαρά, πάνω ἀπό ἕνα χρόνο! Ὅλη μου τήν ζωή δέν μπορῶ νά ξεχάσω ἐσένα, γιατί ἤσουν ἐδῶ κατάκοιτος γιά ἕξι μήνους. Δέν περίμενε κανένας νά μιλήσης καί νά περπατήσης. Σέ λέω ἄνθρωπο θαῦμα πού περπατεῖ ἀκόμα. Καί τοῦ λέω: –Γιατρέ, νά εἶναι ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου πού θά γράψουμε γιά τήν ζωή μας. Καί γελοῦσε ὁ ἄνθρωπος. Εὐχαριστήθηκε τόσο πολύ, πού δέν φαντάζεστε. Μοῦ λέει νά περνᾶς κάθε μέρα, εἶναι ἐλεύθερο τό νοσοκομεῖο γιά σένα.

(συνέχεια: Μιά διήγηση ἀπό τά ὅρια ζωῆς καί θανάτου (Β'))