Skip to main content

Γραπτὸ Κήρυγμα: Κυριακή 2 Ἰουλίου - Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος

 Γραπτὸ Κήρυγμα

Στά φετινά σύντομα κηρύγματα τῶν Κυριακῶν τοῦ Καλοκαιριοῦ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, θά ἀναφερθῶ στίς Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μας, καί κυρίως στά δογματικά θέματα, μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι ἦταν θαυμαστά μέλη τους. Πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά γνωρίζουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας.

Βέβαια, τά θέματα αὐτά εἶναι μεγάλα καί σοβαρά καί δέν μποροῦν νά ἀναλυθοῦν ἐπαρκῶς σέ μικρά σύντομα εὐχαριστιακά κηρύγματα, ἀλλά θά τονισθοῦν μερικά ἀπό τά βασικότερα σημεῖα τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού εἶναι ἀπαραίτητο νά γνωρίζουμε ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Πρόκειται, δηλαδή, γιά μιά μικρή γνώση, καί ἐκεῖνοι πού ἐνδιαφέρονται θά μπορέσουν νά ἐνδιαφερθοῦν νά ἀντλήσουν περισσότερες πληροφορίες.

Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τό ἔτος 325 μ.Χ. ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο. Πρόεδροι τῆς Συνόδου διετέλεσαν ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καί ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ἴσως καί ὁ Κορδούης Ὅσιος.

Τό δογματικό θέμα μέ τό ὁποῖο ἀσχολήθηκε ἡ Σύνοδος αὐτή ἦταν ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ Ἄρειος ἦταν Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καί εἶχε καταδικασθῆ προηγουμένως ἀπό Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας γιά τίς αἱρέσεις του ὡς πρός τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή, ὅμως, οἱ αἱρετικές του ἀπόψεις διαδόθηκαν καί σέ ἄλλες ἐκκλησιαστικές περιοχές τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί δημιούργησαν προβλήματα, γι’ αὐτό ὁ Αὐτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντῖνος συνεκάλεσε τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, γιά νά λύση τό θέμα.

Βασική πρόταση τοῦ Ἀρείου ἦταν ὅτι κάποτε δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε: «ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν». Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἀπόψεώς του ἦταν ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ κτίσθηκε ἀπό τόν Πατέρα ἐν χρόνῳ, δηλαδή ὑπῆρξε χρόνος κατά τόν ὁποῖον δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἄρα ἔθετε χρόνο μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ∙ ὅτι ὁ Υἱός δέν ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα, πού σημαίνει ὅτι εἶναι τρεπτός∙ καί ὅτι ἀγνοεῖ τόν Πατέρα. Καί κατά συνέπεια καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι κτίσμα πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ.

Ὁ Ἄρειος ξεκινοῦσε ἀπό φιλοσοφικές ἀπόψεις, ἰδίως ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Ἀριστοτέλους ὅτι κάθε τί πού προέρχεται ἀπό τήν φύση εἶναι ἀναγκαστικό. Ἐπειδή ὁ Υἱός ἄν ἐγεννᾶτο ἀπό τήν φύση τοῦ Πατρός θά ἦταν κατ’ ἀνάγκη Υἱός τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι δημιουργήθηκε ἀπό τήν βούληση τοῦ Πατρός. Αὐτό σήμαινε ὅτι ὁ Λόγος δέν θά ἦταν Θεός, ἀλλά κτίσμα, καί μάλιστα τό πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας. Ἐπίσης βασική θέση τοῦ Ἀρείου ἦταν ὅτι ὁ Υἱός λειτουργεῖ ὡς κατώτερη θεότητα, ἡ ὁποία δημιουργεῖ τούς ἀνθρώπους, ἀλλά εἶναι ἀλλότριος στήν οὐσία ἀπό τόν ἀνώτερο Πατέρα.

Αὐτές οἱ αἱρετικές ἀπόψεις δημιούργησαν μεγάλη σύγχυση στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, γιατί οἱ πιστοί γνώριζαν ἀπό τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού εἶδαν τόν ἄσαρκο Λόγο, καί τούς Ἀποστόλους τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού εἶδαν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, εἶδαν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ –ὅπως οἱ Μαθητές ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ, ἀλλά καί σέ ἄλλα γεγονότα, ἰδιαιτέρως δέ στήν Πεντηκοστή– ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός ἀληθινός, γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρίν ἀπό τούς αἰῶνες, εἶναι Φῶς πού προέρχεται ἀπό τό Φῶς, καί ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα καί Αὐτός γνωρίζει τόν Πατέρα καί Τόν φανέρωσε στούς ἀνθρώπους.

Ἔτσι, οἱ Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁμολόγησαν αὐτήν τήν πίστη τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί ἀπό τήν δική τους ἐμπειρία πού εἶχαν, καί συνέταξαν τά πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πού ὁμολογοῦμε καί ἀπαγγέλλουμε μέχρι σήμερα.

Συγκεκριμένα, γράφεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅτι πιστεύουμε στόν ἕνα Θεό, τόν Πατέρα πού εἶναι δημιουργός ὅλων τῶν ὁρατῶν καί τῶν ἀοράτων, ὥστε νά ἀποκλεισθῆ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου εἶναι ἕνας κατώτερος Θεός, ὅπως πίστευαν οἱ γνωστικοί φιλόσοφοι. Ἔπειτα, ὁμολογεῖται ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, πού γεννήθηκε πρό πάντων τῶν αἰώνων ἀπό τόν Πατέρα καί δέν ὑπάρχει χρόνος μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ∙ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Φῶς ὅπως ὁ Πατήρ, εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα∙ καί ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε γιά τήν σωτηρία μας. Ἐπίσης, στό πρῶτο αὐτό Σύμβολο τῆς Πίστεως γράφεται ὅτι πιστεύουμε καί στό Ἅγιον Πνεῦμα, καί στό τέλος ἀναθεματίζονται ὅσοι διδάσκουν τά ἀντίθετα ἀπό αὐτά.

Βέβαια, τό Σύμβολο αὐτό ὁλοκληρώθηκε ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπως θά δοῦμε τήν ἄλλη Κυριακή, ἀλλά τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουμε ἀπολύτως στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, πράγμα τό ὁποῖο μᾶς διαβεβαίωσαν ὅσοι εἶδαν τήν δόξα Του, τήν θεότητά Του ὡς Φῶς. Αὐτοί εἶναι οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες διά μέσου τῶν αἰώνων.

Ὁ Ἄρειος καί ὅλοι οἱ αἱρετικοί ὁμιλοῦν γιά τά θέματα αὐτά χρησιμοποιώντας τήν φιλοσοφία, τήν φαντασία καί τόν στοχασμό, ἐνῶ οἱ θεόπτες Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί Πατέρες διατυπώνουν τήν ἐμπειρία πού εἶχαν, καί ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Φῶς, πού γεννήθηκε πρό πάντων τῶν αἰώνων ἀπό τό Φῶς καί εἶναι ἀληθινός Θεός.

Αὐτόν λατρεύουμε, Αὐτόν ἀγαπᾶμε καί τηροῦμε τίς ἐντολές Του, γιά νά φθάσουμε στό Φῶς.

Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου
ΙΕΡΟΘΕΟΣ

  • Προβολές: 2745