Γράφτηκε στις .

Μιά διήγηση ἀπό τά ὅρια ζωῆς καί θανάτου (Β')

Συνέντευξη-μαρτυρία ἐπιθανάτιας ἐμπειρίας

Συνέχεια ἀπὸ τὸ: Μιά διήγηση ἀπό τά ὅρια ζωῆς καί θανάτου (Α')

Μιά διήγηση ἀπό τά ὅρια ζωῆς καί θανάτου (Β')Ὅπως εἴχαμε σημειώσει καί στό πρῶτο μέρος, δημοσιεύουμε τήν συνέντευξη αὐτή, χωρίς νά σχολιάσουμε τό περιεχόμενό της, ὡς μιά σύγχρονη ἐπώνυμη μαρτυρία πίστης τοῦ ἀσθενοῦς καί τῆς ἰατρικῆς τέχνης. Γιά ὁρισμένες ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ συνομιλητοῦ μας πιθανόν νά ὑπάρχουν διάφορες ἑρμηνεῖες καί ἀπόψεις. Ἐμεῖς κρατοῦμε τήν δική του ἔκφραση καί ἄποψη, ὡς μαρτυρία του γιά ἐπιθανάτια ἐμπειρία, πού, βεβαίως, μπορεῖ νά τύχη περαιτέρω σχολιασμοῦ, θεολογικοῦ, βιοθεολογικοῦ, βιοηθικοῦ, ἰατρικοῦ.  

*

Ἐρώτηση: Ὅταν σᾶς κάνανε τήν ἐγχείριση, ἤσασταν κατάκοιτος. Ἄρα μετά τήν καρδιά ἔπρεπε νά ἐξετάσουν καί τά ἄλλα ὄργανα, ἀπό τόν ἐγκέφαλο ὡς τά πόδια.
Π.Κ.: Ὅταν μοῦ ἐμφυτέψανε τήν καρδιά μέσα μου ἔχασα τά πνευμόνια μου. Ὁ ἕνας πνεύμονας ἦταν τελείως κλειστός καί ὁ ἄλλος εἴκοσι τοῖς ἑκατό. Ἔκανα ἕξι μήνους πάλι ἐντατική καί ἔκανα εἴκοσι δύο ἐπεμβάσεις γιά τόν πνεύμονα.

Ἐρώτηση: Τόν ἀφαιρέσατε;
Π.Κ.: Ὄχι.         
Ἐρώτηση: Κάνατε εἴκοσι δύο ἐπεμβάσεις;
Π.Κ.: Εἴκοσι δύο ἐπεμβάσεις γιά τόν πνεύμονα. Δέν ἔφαγα γιά ἕξι μῆνες ἀπό τότε πού ἔπεσα κάτω μέχρι πού ἔκανα τήν ἐγχείρηση καί μετά δέν εἶχα φάει ποτέ. Ἔτρωγα ἀπό τόν λαιμό, βάζανε ὑγρά φαγητά καί μέ ὀρούς. Εἶχα δεκαοκτώ ὀρούς τήν ἴδια στιγμή καί μοῦ βάζανε πολλά φάρμακα τήν ἴδια στιγμή αὐτόματα. Μοῦ ἔδωσαν 3.247 φάρμακα τό πρῶτο ἑξάμηνο στήν Βαλτιμόρη. Τά ἔχουμε στό τσαντάκι μας καί μποροῦμε νά τά ζητήσουμε γιά νά δῆτε τά φάρμακα.  
Ἐρώτηση: Ὁ πόνος;
Π.Κ.: Ὁ πόνος! Ζήταγα ἀπό τόν Θεό προσευχή, στά χειρουργεῖα πού πήγαινα καί μοῦ λέγανε μετά τήν τρίτη φορά:  -Παῦλε, ξέρουμε. –Κάτω τά χέρια, τούς ἔλεγα, γιατί θέλω νά προσευχηθῶ στό Θεό νά ἔρθη τό Ἅγιο Πνεῦμα νά σᾶς φωτίση μήν κάνετε λάθη. Νά μήν κάνετε, λέω, λάθος γιατί θέλω νά ἐπιζήσω νά δῶ τά ἐγγονάκια μου πάλι, τά παιδιά μου, τούς ἀνθρώπους μου ὅλους πού ἀγαποῦμε. Κάτω ἀπό τόν Θεό εἴμαστε ἀδέρφια ὅλοι μας, ἔχουμε τό ἴδιο αἷμα καί πονάω τούς συνανθρώπους μου.  

Ἐρώτηση: Εἴπατε ὅτι «πεθάνατε». Θυμόσαστε τίποτα ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη;
Π.Κ.: Ὅλα τά θυμᾶμαι γιατί ὅταν ἔφυγε ἡ ψυχή...
Ἐρώτηση: Σᾶς ἔρχονταν μετά σάν ἀναμνήσεις, ὅταν συνήλθατε;
Π.Κ.: Ὅλα τά θυμᾶμαι, γιατί αἰσθάνθηκα ὅτι ξεκόλλησε ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα καί ἀνέβηκε ἐπάνω καί βρέθηκα σέ ἕναν τόπο, ὅπως εἶναι τώρα ἀκριβῶς, εἴμαστε στό Ἀγρίνιο τώρα σήμερα, εἴμαστε 1 Σεπτεμβρίου 2015. Ὅπως εἶναι τό Ἀγρίνιο πεδιάδα γύρω γύρω ἦταν βουνά καί τά βουνά ἦταν ψηλά σάν τόν Ὄλυμπο. Καί τά ἔβλεπα ἀπό μακρυά, εἶχαν ρυάκια μέ νερά, ἄφθονα νερά κάθε διακόσια μέτρα, τά βουνά ἦταν σάν ρεματάκια, ἀναβρύζαν τά νερά, πολλά νερά.

Ἀνάμεσα ἦταν μονοπάτια, κατέβαιναν τά παιδάκια, τά παιδάκια ἦταν ἀπό ὀκτώ χρονῶν, ἕξι χρονῶν μέχρι δώδεκα ἤ δεκατρία, ὄχι παραπάνω. Τά ροῦχα τους ἦταν φανταχτερά πολύ καί ἦταν πολύχρωμα καί ὑμνοῦσαν, δοξολογοῦσαν καί τραγουδοῦσαν. Αὐτά πού λέγαμε ἐμεῖς ἐκεῖνα τά χρόνια στίς κατασκηνώσεις, Χριστιανική Ἕνωση, τά τραγούδια αὐτά καί οἱ ὕμνοι ἀπάνω καί ὅλα γελάγανε καί παίζανε. Χαρᾶς εὐαγγέλια, ἦταν ἐκεῖ πάνω καί ἦταν σάν Παράδεισος...

Καί λέω: -Αὐτό εἶναι Παράδεισος, Θεέ μου, λέω. Καί παρακαλοῦσα τόν Θεό ἄν ὑπάρχη κάτι ἄλλο. Καί μιά στιγμή ἔρχονται ὅλες οἱ ὑμνωδίες ἀπάνω ἀπό τό χάος. Κοιτάζω ἀριστερά δεξιά νά δῶ μεγάφωνα, δέν ὑπῆρχε τίποτα. Ἦταν ὅπως ἤμουνα παλιά στό Ἅγιον Ὄρος, ἔβλεπα μόνο οὐρανό καί τίποτα ἄλλο καί τά βουνά καί αὐτά. Καί ἦρθαν οἱ ὑμνωδίες, πού ἦταν οἱ ψαλτάδες, οἱ καλύτεροι τῆς Ἑλλάδος ἐκεῖνα τά χρόνια, καί αὐτοί πού φύγαν ἀπό δῶ οἱ ψαλτάδες πῆγαν ἀπάνω στόν Παράδεισο καί ὑμνοῦσαν καί εὐλογοῦσαν. Μιλᾶς τώρα 15.000 φορές ἀπό ὅλα τά μοναστήρια καί μέ ὅλους τούς καλύτερους ψαλτάδες καί δεσποτάδες. Ἐκεῖ εἶναι τρισεκατομμύρια φορές καλύτερα. Καί ἔπαθα νίλα, γιατί λέω -τώρα καταλαβαίνω ὅτι εἶμαι σέ ἕνα ὡραῖο μέρος– καί λέω: -Θεέ μου, ὑπάρχει τίποτα ἄλλο;

Καί ὅπως καθόμουν σέ μιά πέτρα, παίρνω μιά βαθιά ἀνάσα καί τά πνευμόνια μου ἔπαθαν μιά ἐμπλοκή, κατάπινα τό σάλιο μου, γιατί ἦταν εὐωδία μεγάλη, ἄρωμα, εἶναι ὅπως λέμε μύρο, τέτοια πράγματα, πού δέν ὑπάρχουν στήν γῆ.  Καί λέω: -Ἀπό ποῦ ἔρχονται οἱ μυρωδιές, Θεέ μου; Ἀνοίγω τά μάτια μου καί βλέπω τά λουλούδια, ὅλα τά βουνά ἦταν λουλούδια. Ἡ ὑδρόγειος σφαίρα δέν τά πιάνει αὐτά τά λουλούδια. Τρισεκατομμύρια, πολύχρωμα, ἀπό ποῦ θέλεις νά εὕρισκες λουλούδια, ὅλα τά κομμάτια τῆς γῆς, ἐκεῖ εἶναι τρισεκατομμύρια περισσότερο. Λουλούδια. Εὐφραίνεται ἡ καρδιά σου ἀπάνω.

Ἀφοῦ εἶδα τά λουλούδια, οἱ ψαλμοί, τά παιδάκια, τά πάντα λέω: -Θεέ μου, ἐδῶ εἶναι Παράδεισος, μήπως ὑπάρχει τίποτα ἄλλο; Μίλησε μιά φωνή βαθιά, μέσα στά βάθη, κοίταξα δεξιά μου καί ἦταν ἕνα φῶς στό κέντρο καί φωνάζει καί λέει: -Παῦλε, ἔχω πολλούς σάν καί σένα, πρέπει νά πᾶς πίσω. –Θεέ μου, μ’ ἀρέσει ἐδῶ, θά καθήσω ἐδῶ.  -Ὄχι, πρέπει νά πᾶς πίσω, τά παιδιά σου, τά ἐγγόνια σου σέ χρειάζονται, γιατί ἀγαπᾶς τά παιδιά τοῦ κόσμου. Πρέπει νά πᾶς, σέ διατάσσω νά φύγης. –Εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μέ ἄφησες καί κοίταξα αὐτά. Καί πάω δέκα μέτρα παραπέρα καί φωνάζει πάλι: -Παῦλε, μήν ξεχάσεις νά πῆς σέ ὅλον τόν κόσμο καί μή φοβηθῆς κανέναν: Ὁ Παράδεισος δέν ἀγοράζεται μέ χρήματα! Ἀλλά φωνή μεγάλη! Θά σπάσουν τά μεγάφωνα, καί δέν θά ἔχετε νά ἀκούσετε μετά. Αὐτός εἶναι ὁ Παράδεισος.

Ἐρώτηση: Ἦταν δυνατή αὐτή ἡ φωνή πού ἀκούσατε;
Π.Κ.: Πολύ μεγάλη φωνή...

Ἐρώτηση: Τί ἔλεγε;
Π.Κ.: Σοῦ εἶπα αὐτά τά λόγια ἔλεγε: -Πααααααῦλεεεε, μήν ξεχάσεις νά πῆς σέ ὅλον τόν κόοοοοοσμο, καί μή φοβηθεῖς κανέναν, ὁ Παράδεισος δέν ἀγοράζεται μέ χρήματα!... Καί ξύπνησα στό νοσοκομεῖο.
Ἐρώτηση: Αὐτό τό ξύπνημα ἦταν μετά ἀπό 6 ἑβδομάδες;
Π.Κ.: Ἕξι ἑβδομάδες περάσανε, ἐγώ δέν ἤξερα τόν χρόνο. Ἐκεῖ πέρα δέν ἔχει χρόνο, δέν ἔχουμε μέρα δέν ἔχουμε νύχτα. Ἀλλά ἐγώ τό παραδέχομαι, γιατί ἐμεῖς κάνουμε λάθη στήν ζωή μας, ὁ Θεός τά ἔφτιαξε ὅλα τέλεια, γιά μένα. Ἀλλά ἐκεῖ ἐπάνω εἶναι τρισεκατομμύρια καλύτερα ἀπό ἐδῶ. Ἐάν μπορέσουμε καί ἀποκτήσουμε ἐκεῖ...
Ἐρώτηση: Ἡ φωνή, ποῦ ξέρετε ὅτι ἡ φωνή ἦταν τοῦ Θεοῦ καί δέν ἦταν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, γιά παράδειγμα.
Π.Κ.: Ἀφοῦ εἶπα, Θεέ μου.
Ἐρώτηση: Μήπως ἦταν τοῦ Ἀπ. Πέτρου;
Π.Κ.: Ἄ, δέν ξέρω ἀπό αὐτά. Δέν μπορῶ νά ξεχωρίσω αὐτό, ἀλλά ἐγώ μίλαγα μέ τόν Θεό. Παρακαλοῦσα τόν Θεό.

Ἐρώτηση: Μπορεῖ νά ἦταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος αὐτός πού σᾶς μίλησε.
Π.Κ.: Μπορεῖ νά ἦταν καί ὁ ἅγιος Λεόντιος πού τόν εἶχα, μπορεῖ νά ἦταν ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Εἶχα ἕνα παράθυρο γεμάτο ἁγίους. Καί εἶχα καί ἁγίασμα ἀπό ὅλους καί ἀπό τά καντηλάκια καί εἶχα καί ἀπό τήν Πορταΐτισσα.
Ἐρώτηση: Τά εἴχατε ἐκεῖ στό νοσοκομεῖο;
Π.Κ.: Ναί, στό νοσοκομεῖο, στό παράθυρο ἐκεῖ. Ὁ παπούλης ἐκεῖ ἔπαθε νίλα:  -Ἐδῶ εἶναι εἰκονοστάσιο, λέει, τό καλύτερο πού ἔχω δεῖ στήν ζωή μου.
Ἐρώτηση: Ἐκεῖ, στό νοσοκομεῖο τί ἄλλα μυστήρια κάνατε;
Π.Κ.: Ἐγώ; Μετά; Ἦταν ὁ ἐξορκισμός.

Ἐρώτηση: Σᾶς ἔκανε ὁ πατήρ Μιχαήλ;
Π.Κ.: Ὁ π. Μιχαήλ. (νά ποῦμε γιά αὐτό;) Ὅταν ἦρθε ὁ π. Μιχαήλ, ἐρχόταν κάθε μέρα. Καί νόμισα ὅτι θά κερδίσω τόν σατανά, θά τόν νικήσω μόνος μου. Καί αὐτό στάθηκε ἀδύνατον γιά μένα, γιατί ἔκανα νοερῶς προσευχή, δέν δούλευαν τά χέρια μου, κάτω ἀπό τόν λαιμό ἤμουνα παράλυτος.
Ἐρώτηση: Νοερῶς ποιά προσευχή κάνατε;
Π.Κ.: Ἄρχιζα ἀπό τό «Πάτερ ἡμῶν», Ἅγιος ὁ Θεός, κανονική προσευχή.
Ἐρώτηση: Αὐτήν τήν κάνατε μετά;
Π.Κ.: Ὅταν ἐπανῆλθα ἀπό τόν Παράδεισο.

Ἐρώτηση: Καί πρίν γίνει ἡ μεταμόσχευση
Π.Κ.: Πρίν
Ἐρώτηση: Τό σῶμα δέν κινιόταν καθόλου; Μόνο τό κεφάλι δούλευε καί ἐσεῖς κάνατε μέσα τήν προσευχή σας;
Π.Κ.: Ναί
Ἐρώτηση: Ἤσασταν στήν ἐντατική τότε;
Π.Κ.: Στήν ἐντατική, ναί.
Ἐρώτηση: Ἐπικοινωνούσατε μέ τόν κόσμο τότε;
Π.Κ.: Ὅταν ἐπανῆλθα μετά ἀπό ἕξι ἑβδομάδες, ναί. Ἐρχότανε μέ πιάνανε τά χέρια, καταλάβαινα.

Ἐρώτηση: Δέν μιλούσατε;
Π.Κ.: Μιλοῦσα, ἀλλά μοῦ ἄνοιξαν τρύπα ἐδῶ στόν λαιμό καί μιλοῦσα ἀπό τόν λαιμό, δέν μποροῦσα ἀπό τό στόμα, γιατί εἶχα πάθει πολλά καί μοῦ ἄνοιξαν μιά ἄλλη τρύπα δεξιά ἐδῶ, πατοῦσα μία τρύπα γιά νά βγῆ ἡ φωνή ἀπό ἐδῶ. Δέν ξέρω πῶς ἦταν τά ὄργανα μέσα ἀπό τόν οἰσοφάγο. Ἔβγαινε ἡ φωνή, σάν νά ἤμουν τρελός, ἀλλά ξεχώριζαν τί ἤθελα νά πῶ.
Ἐρώτηση: Ἀλλά ἐσεῖς μέσα σας κάνατε προσευχή. Ποιά προσευχή κάνατε;
Π.Κ.: Σοῦ εἶπα, ἄρχιζα τό Ἅγιος ὁ Θεός, μετά τό Πάτερ ἡμῶν, τά πάντα. Καί δέν μποροῦσα, γιατί ἐρχόταν ὁ διάβολος, δέν μέ ἄφηνε, δέν μέ ἄφηνε καί ἐρχόταν καί πολεμοῦσα. Πολεμοῦσα κάθε μέρα. ... Ἐγώ ἔμαθα ἀπό τούς δεσποτάδες Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας καί Ναυπάκτου, ἔμαθα νά ἀντιμετωπίζω τόν διάβολο μέ ἰσχύ. Ἀφοῦ ἔχουμε τόν Θεό μέσα μας καί κάνουμε τόν σταυρό μας. Ὁ καθένας ἤθελε νά μέ νικήση, ἀλλά τοῦ μίλαγα ἀγγλικά, στά ἀγγλικά πού μιλάγαμε, ἀλλά μετά ἀργότερα –μοῦ ἔλεγαν τά παιδιά μου– τά ἔλεγα δυνατά πολύ.

Ἐρώτηση: Τά λέγατε δυνατά;
Π.Κ.: Ἔτσι μοῦ ἔλεγαν, ὅτι τά ἄκουγαν. Ἐγώ πάλευα καί δέν ἤξεραν αὐτοί.
Ἐρώτηση: Σάν νά παραμιλούσατε, ἔτσι καταλάβαιναν. Ἐσεῖς ὅμως τόν βλέπατε καί σᾶς ἐμπόδιζε στήν προσευχή;
Π.Κ.: Τά πάντα, δέν μέ ἄφηνε καθόλου. ... Καί μετά δέν ἄντεξα πολύ: ἑπτά μέρες, ἑπτά νύχτες δέν κοιμήθηκα καθόλου. Δέν ξεκουράστηκε τό κεφάλι μου, ἤθελε κούρδισμα. Καί λέω στόν π. Μιχαήλ: –Πάτερ, φεύγω λέω. Μοῦ λέει: –Γιατί; –Θά πεθάνω δέν μ’  ἀφήνουν οἱ διαβόλοι νά κάνω προσευχή, δέν μ’ ἀφήνουν νά κοιμηθῶ.  Λέω, κάνε προσευχή μόνος σου, γιατί ἐγώ δέν μπορῶ, δέν μέ ἀφήνουν, μπάς καί βγοῦν. Πήγαινε στήν Ἐκκλησία, πάρε τά πράγματά σου νά κάνουμε τό μυστήριο αὐτό.

...

Βάζει στήν καρέκλα τό βαλιτσάκι, ἀνοίγει καί βγάζει ἕναν σταυρό ὅσο ἦταν τό βαλιτσάκι, κοντός, μεγάλος, νά ἦταν χρυσός δέν ξέρω, ἐπιχρυσωμένος, κίτρινος ἦταν πάντως. Καί βγάζει τό ἁγίασμα. Εἶχε μιά βούρτσα μέ μεγάλες τρίχες, στήν ἐκκλησία ἔχει γιά τό ἁγίασμα, βασιλικό δέν ἔχουμε ἐκεῖ καί αὐτό χρησιμοποιοῦμε, καί βγάζει τό πετραχήλι νά γίνη Ἱερεύς νά μᾶς κάνη τό μυστήριο καί κάθεται στά πόδια μου, ὅπως εἶναι τό κρεβάτι τοῦ ἀσθενῆ, ὅπως εἴμαστε ἐδῶ τό κεφάλι ἀπό δῶ, ἔρχεται στά πόδια μου.

Ἀρχίζει τό μυστήριο αὐτό καί ἔλεγε λόγια πολύ καλά, τά καλύτερα λόγια πού ἔχω ἀκούσει στήν ζωή μου, μετά τίς λιτανεῖες νά παρακαλᾶς τόν Θεό νά βρέξη, αὐτά ἦταν λόγια πολύ καλά καί εὔχομαι νά τά βγάλουν τά λόγια αὐτά στόν κόσμο ὅλον, γιατί εἶναι πολύ ὡραῖα λόγια, νά παρακαλᾶς τό Θεό νά δώση δύναμη στόν ἱερέα νά βγάλη τούς δαίμονες.

Μετά ἀπό 30-40 λεπτά τῆς ὥρας, δέν μποροῦσα νά μετρήσω τήν ὥρα, ἀρχίζει καί παίρνει τόν σταυρό στά χέρια, τό ἁγίασμα καί λέει τά λόγια ἀκριβῶς: «Ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ διατάσσω νά βγῆς ἀπό τό κεφάλι τοῦ Παύλου» καί ραντίζει τό ἁγίασμα. Κάτι ἔγινε στό κεφάλι μου μέσα... Κάνει δεύτερη φορά, τό ἴδιο πράγμα. «Ἐν ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ διατάσσω νά βγῆς ἀπό τό κεφάλι τοῦ Παύλου» καί ραντίζει τό ἁγίασμα.

Λέω στόν νοῦ μου, ἐάν ὑπάρχη, τό λέμε τρεῖς φορές «Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα», νά τό κάνη τρίτη φορά. Πραγματικά τό κάνει τήν τρίτη φορά καί ὅσο ραντίζει ἐπάνω λέει: «Ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ διατάσσω νά βγῆς ἀπό τό κεφάλι...» καί ραντίζει τό ἁγίασμα καί τό κεφάλι ἄρχισε καί σπαρτάριζε σάν νά σφάζης τό κατσίκι στόν βωμό. Καιγόταν μέσα τό μυαλό μου. ... Καί ὅταν αἰσθάνθηκα πώς βγῆκαν ὅλοι κάνω ἕνα κίνημα καί τό κεφάλι μου ἦταν κανονικό. Πρίν ἦταν ἑκατό κιλά, τώρα αἰσθάνθηκα ὅτι ἄδειασα.

Ὁ Ἱερέας ἔκανε τό μυστήριο, τελείωνε, καί ἐγώ ἔκανα προσευχή εὐχαρίστησα τόν Θεό. Τελειώνει ὁ πάτερ καί μοῦ λέει: Παῦλε εἶσαι καλά; -Ἐγώ καλά εἶμαι καί ἐσύ εἶσαι καλά, τοῦ λέω. –Θά καθήσω νά μοῦ τά πῆς ἕνα ἕνα, λέει, γιατί ἔχω κάνει ἑπτά μέχρι σήμερα, κανένας δέν εἶδε. –Τά εἶδα ὅλα, τοῦ λέω, αὐτά τά πράγματα. Καί ἔκατσα ἐκεῖ, τά εἴπαμε. Λέω: -Φεύγα, παπούλη, νά κοιμηθῶ λίγο. Ἑπτά μέρες καί ἑπτά νύχτες κοιμήθηκα δέκα λεπτά μόνο. Μέτραγαν μέ τό ρολόι οἱ γιατροί καί τά παιδιά μου καί οἱ πάντες, δέν μποροῦσα νά κοιμηθῶ. Καί ἔφυγε καί κοιμήθηκα ἐκεῖνο τό βράδυ δύο ὧρες. Τήν δεύτερη βραδυά τέσσερεις ὧρες, τήν τρίτη ἕξι, τήν τετάρτη ὀκτώ καί ἀπό τότε μέχρι σήμερα κοιμᾶμαι ὀκτώ ὧρες.

Ἐρώτηση: Στό νοσοκομεῖο κοινωνοῦσες;
Π.Κ.: Ὁπωσδήποτε.
Ἐρώτηση: Μέ τήν θεία Κοινωνία πῶς αἰσθανόσασταν;
Π.Κ.: Ἀφοῦ παίρνω τό Αἷμα καί τό Σῶμα Χριστοῦ, ἐγώ πού Τόν ἔχω ἀδερφό μου καί Θεό μου!
Ἐρώτηση: Ἐμένα ἄν μέ ρωτήση κάποιος γιά ἐξορκισμό, θά τοῦ πῶ ἄν κοινωνᾶς καί ἐξομολογῆσαι, δέν χρειάζεσαι ἐξορκισμό.
Π.Κ.: Ὄχι, πάτερ. Ἐγώ ὑπόφερα ἑπτά μέρες καί ἑπτά νύχτες. Δέν εἶναι τό ἴδιο.
Ἐρώτηση: Λόγω τῆς ἀσθένειας;
Π.Κ.: Ναί. Ἀλλά πρίν ἔκανα τόν σταυρό μου καί ἐξαφανιζόταν. Τότε δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτα, ἤμουνα ἀκίνητος, καί λέω, δέν μπορῶ νά ἐξηγήσω τί γίνεται, τοῦ λέω τοῦ πάτερ, γιατί δέν ξέρω τί ἔχω πάθει καί εἶναι τό κεφάλι μου ἑκατό κιλά.

Ἐρώτηση: Ποιά προσευχή κάνατε;
Π.Κ.: Οἱ προσευχές, ἀπό τό «Βασιλεῦ οὐράνιε» καί ψάλσιμο καί.... Ἐγώ ἔχω ἕνα τροπάριο τῆς Ἁγίας Τριάδος πού ξέρω μέχρι σήμερα, τό ἔλεγα κάθε μέρα ἐκεῖ, τό τροπάριο τῆς Ἁγίας Τριάδος... (ψάλλει συγκινημένος): «Εὐλογητός εἶ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ πανσόφους τούς ἁλιεῖς ἀναδείξας καταπέμψας αὐτοῖς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον...», πού ἔδωσε καί σέ μένα καί συνεχίζω πάντα. Τό ἔχω καθημερινῶς. Καί ἕνα ἄλλο τροπάριο: «Εὐφραινέσθω τά οὐράνια ἀγαλλιάσθω τά ἐπίγεια». Σέ αὐτά τά δύο. Τά ἐπίγεια ἀγαθά δέν εἶναι τίποτα μπροστά στά ἐπουράνια. Τώρα θέλω ἀνάποδα. Θέλω ἀνάποδα. Θέλω νά πάω ἐκεῖ, δέν θέλω τά ἐπίγεια, τά ὑλικά ἀγαθά, θέλω πνευματικά νά σώσουμε τόν κόσμο ὅλο, καί διδάσκω τά παιδάκια, βοηθῶ τούς γερόντους, ὅσο μπορῶ νά κάνω μόνος μου. Δέν γίνεται νά τά λέμε αὐτά, εἶναι θέματα μυαλοῦ καί προσωπικά.

Ἐρώτηση: Μετά πόσον καιρό μείνατε κατάκοιτος;
Π.Κ.: Πρέπει νά ἦταν τέσσερεις μῆνες μετά ἀπό αὐτό, τέσσερεις μῆνες κατάκοιτος, μετά μέ τήν καρδιά, ἔμεινα καί στό νοσοκομεῖο μέσα μετά τήν καρδιά, 28η Ὀκτωβρίου ἔκατσα ἕξι μῆνες, ἔχασα τό πνευμόνι μου, καί τό ἔσωσα. Εἴκοσι δύο ἐγχειρήσεις ἔκανα γιά τό πνευμόνι μόνο, πάτερ. Δέν ἦταν λίγες εἴκοσι δύο ἐγχειρήσεις.

Ἐρώτηση: Ὅλες αὐτές τίς ἔβγαλες μέ προσευχή;
Π.Κ.: Ἔκανα προσευχή καί ἔβλεπα τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ἔρχεται μέσα στό δωμάτιο τῆς ἐντατικῆς, στό χειρουργεῖο. Δέν μπορῶ νά τά θυμηθῶ... («Τί νά πρωτοθυμηθῶ γιά σένα ὄμορφο χωριό....», τό ξέρεις αὐτό τό τραγούδι; Τό λέγαμε ἐκεῖνα τά χρόνια).
Μοῦ δώσανε φάρμακα, παίρναμε πενήντα πέντε χάπια τήν ἡμέρα, τώρα κατεβήκαμε στά τριάντα καί εὔχομαι νά πᾶμε παρακάτω. Δέν μέ πειράζουν τώρα, γιατί ἔχω τόν Θεό μέσα μου καί δέν μέ νοιάζουν οὔτε αὐτά τά πράγματα. Τώρα θέλουμε νά κάνουμε λίγο κατηχητικό σχολεῖο. Πηγαίνω στήν Ἐκκλησία, μιλάω στά παιδάκια.

Ἐρώτηση: Πῶς θά εἶχε ἐξελιχθῆ ὅλη αὐτή ἡ περιπέτειά σας, ἄν εἴσασταν ἕνας ἄνθρωπος ἄθεος;
Π.Κ.: Ἄθεος; Τήν πρώτη στιγμή πού θά τό αἰσθανόμουν, θά εἶχα διαβῆ, θά ἤμουν δύο μέτρα στήν γῆ, πραγματικά, γιατί ὁ Θεός ἔβαλε τό χέρι Του καί ἀναστήθηκα πέντε φορές, ὁ Λάζαρος μία. Μέ φωνάζουν τώρα «Πεντολάζαρο», γιατί ἀναστήθηκα πέντε φορές ἐγώ. Ἀλλά μέ φωνάζαν καί «γάτα» ὁ κόσμος τώρα στήν ζωή, γιατί λένε, εἶμαι ἑφτάψυχος. Εὔχομαι ὁ κάθε ἄνθρωπος νά ἔχη ἑπτά ψυχές (ζωές) γιά τό καλό τῆς κοινωνίας, τῆς ἀγάπης πού δέν ὑπάρχει τώρα, θέλω νά συγχωρῆ ὁ ἄνθρωπος, γιατί εἶναι τό πιό βλαβερό πράγμα στή γῆ. Νά κάνουμε συγχώρηση στόν συνάνθρωπό μας, στούς δικούς μας καί μετά βρίσκουμε τήν ἀγάπη, πού δέν βρίσκουμε. Λέω δυό λόγια μόνο, γιατί στό νοσοκομεῖο δυόμιση χρόνια δέν περπάτησα, πέρασα πολλά καί αὐτό εἶναι τό πᾶν. Χωρίς ἀγάπη δέν ζοῦμε.

Ἐρώτηση: Μπορεῖτε νά μᾶς διηγηθῆτε, ἄν θέλετε, ὅταν εἶχαν ἔρθει οἱ καθηγητές οἱ ξένοι γιά νά σᾶς δοῦνε πῶς ἤσασταν στήν Βαλτιμόρη;
Π.Κ.: Ὄχι, στήν Φιλαδέλφια. Ἐκεῖ πού πῆρα τήν καρδιά, στό νοσοκομεῖο Φιλαδελφίας. Εἶναι τό νοσοκομεῖο τῆς Πενσυλβανίας, ἔχει 33.000 ἐργάτες μέσα τό νοσοκομεῖο αὐτό. Ἔρχεται ὁ γιατρός καί μοῦ λέει: -Θέλουν οἱ γιατροί τοῦ κόσμου, τά μεγάλα κεφάλια, νά σέ δοῦνε γιατί δέν πιστεύουν πώς μιλᾶς. ...Εἶχα ἀρχεῖο ἀρρώστου 257 σελίδες, δέν εἶναι μικρό πράγμα. Καί πῆρα 3.247 φάρμακα, πρῶτο ἑξάμηνο. Καί λένε ἀποκλείεται νά μιλάη. Καί νά καλέσουμε τούς γιατρούς νά σέ δοῦνε, θέλουν νά σέ δοῦνε. Τούς δέχεσαι; -Τούς δέχομαι.

Μετά ἀπό τρεῖς μέρες πετάξανε ἀπό Ἰαπωνία, Κίνα, Ντουμπάϊ, Γαλλία καί Γερμανία. Οἱ καλύτεροι καρδιολόγοι τοῦ κόσμου καί ἦρθαν μέσα καί λένε: Καλημέρα. –Καλημέρα, τούς καλημερίζω. –Θέλουμε νά κάνουμε μερικές ἐρωτήσεις. -Ὅ,τι θέλετε. Φυσιολογικές ἐρωτήσεις. Οἱ τρεῖς αὐτοί ἤθελαν νά ἐξετάσουν ἐμένα, νά δοῦνε ἄν δουλεύη ὁ ἐγκέφαλος. Πού λένε δέν μπορεῖ νά λειτουργῆ ὁ ἐγκέφαλος. Ἀπό τούς γιατρούς αὐτά τά πράγματα. Εἶναι φυσικό αὐτό, δέν ἔχουν συναντήσει στή ζωή τους τέτοιο πράγμα.

Καί λένε τίς τρεῖς πρῶτες ἐρωτήσεις. Ἡ ἄλλη ἐρώτηση μοῦ λέει αὐτός: -Ποῦ ζῆ τό ψάρι; Τούς λέγω ἐν ὀλίγοις, τό ψάρι πετάει στόν ἀέρα. Κοιτάζουν τόν ἀέρα νά δοῦνε τά ψάρια. Λέει: -Παῦλε, γιατί εἶπες τέτοια ἀπάντηση; Λέω: Ἦταν βλακώδης ἡ ἐρώτηση. Τά ψάρια ζοῦνε στό νερό, σᾶς ἔκανα νά κοιτάξετε στόν ἀέρα νά δῆτε τά ψάρια. Ἄραγε τό μυαλό του δουλεύει. Γέλασαν κι αὐτοί λίγο. Καί λέει ὁ ἄλλος: -Ποιός εἶναι ὁ πρόεδρος τῆς Ἀμερικῆς; Τώρα θά σᾶς πῶ ἀλήθεια ἤ θά σᾶς πῶ ψέμα; -Ὄχι, ἀλήθεια. –Ὁ πρόεδρος τῆς Ἀμερικῆς εἶναι ἡ Μισέλ Ὀμπάμα, ἡ κυρία Ὀμπάμα. –Γιατί ἀπαντᾶτε ἔτσι; -Γιατί αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Εἶπα ἐγώ: Δίπλα ἀπό ἕναν καλό ἄντρα ὑπάρχει μία γυναίκα καί ἀπό γυναίκα βγήκαμε ὅλοι μας. Τρελαθήκανε αὐτοί καί λένε: Ἀπίστευτο. -Πιστέψτε το, τούς λέω.

Ἔχω καλύτερο γιατρό ἀπό σᾶς. -Πῶς τόν λένε, λέει ὁ Κινέζος. –Τόν λένε Ἰησοῦ Χριστό. Κουνάγαν τά κεφάλια τους σάν τρελοί καί βούρ ἔφυγαν ἔξω. Καί μετά ἀπό δέκα λεπτά ἦρθε ὁ γιατρός μου πάλι καί μοῦ λέει: -Παῦλε, εἶσαι καλά; -Μιά χαρά εἶμαι. Αὐτοί δέν εἶναι καλά λέω, πού ἦρθαν ἐδῶ. Ἦταν τά κεφάλια τῆς οἰκουμένης. Ἦρθαν σάν κύριοι καί φύγαν σάν τετράποδα. –Τί εἶναι αὐτό; -Εἶναι ζῶα, λέμε ἐμεῖς στήν Ἑλλάδα πού περπατᾶνε μέ τά τέσσερα. Γιατί δέν μοῦ εἶπαν οὔτε καληνύχτα, οὔτε χαίρετε, οὔτε γειά σας, οὔτε γκούντ μπάι, πού λέμε στήν Ἀμερική. –Τό κατάλαβες καί αὐτό; μοῦ λέει ὁ γιατρός. –Τά κατάλαβα ὅλα, γιατρέ, τοῦ λέω.

Ἀλλά δέν ἔπρεπε νά φερθοῦν ἔτσι, ἐπειδή τούς εἶπα ὅτι ἐγώ ἔχω τόν Ἰησοῦ Χριστό καλύτερο γιατρό ἀπό αὐτούς. Καί λέει: –Ἔτσι εἶναι τά πράγματα. –Λέω, πιστεύουν στήν ἐπιστήμη αὐτοί. Ἐγώ πιστεύω στόν Θεό καί στήν ἐπιστήμη. Ὁ Θεός ἔβαλε τό χέρι Του νά γίνη ἡ ἐπιστήμη. Ἀλλά, ἄν δέν ἔβαλε τό χέρι Του ὁ Θεός! Καί λέει: –Ἐσύ τά λές ἔτσι, αὐτοί πιστεύουν ἀλλιῶς. -Ἐγώ δέν μπορῶ νά κάνω ἀλλιῶς.

(συνέχεια τρίτο καὶ τελευταῖο μέρος: Μιά διήγηση ἀπό τά ὅρια ζωῆς καί θανάτου (Γ'))