«Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἐξεδόθη πρόσφατα ἕνα σημαντικό βιβλίο ἀπό τόν καθηγητή Βασίλειο Τσίγκο μέ τίτλο «Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καί μέ ὑπότιτλο «Κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα», ἀπό τόν ἐκδοτικό οἶκο «Ostracon Publishing (Θεσσαλονίκη 2017).
Μέχρι τώρα ὁ καθηγητής, μέ τήν ἐπιμέλεια πού τόν χαρακτηρίζει, ἐξέδωσε ἄλλα αὐτοτελῆ ἔργα του, ὅπως «Ἐκκλησιολογικές θέσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Αὐθεντία καί πρωτεῖο», «Ὁ ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τή δογματική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου», «Δογματικά καί θεολογικά μελετήματα Α'», «Προλεγόμενα στή θεολογική γνωσιολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», «Θέματα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», «Περιχώρησις. Θεολογικό περιεχόμενο τοῦ ὅρου καί οἱ ἐφαρμογές του κατά τή Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», «Χάρισμα καί θεσμός στήν περί Ἐκκλησίας διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου».
Εἶναι εὐνόητον ὅτι ὕστερα ἀπό μιά μεγάλη ἐμπειρία στήν μελέτη καί πραγμάτευση δογματικῶν θεμάτων, μέσα ἀπό τήν ὅλη ἐκκλησιαστική διδασκαλία καί τήν ἐμπειρία τῶν θεοπτῶν θεολόγων, προῆλθε ὡς ἀποκορύφωμα ὁ νέος εὔχυμος καρπός μέ τόν τίτλο «Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ἑπομένως, τό νέο αὐτό ἔργο εἶναι ἕνας ὥριμος καρπός πολυετοῦς μελέτης πάνω σέ δογματικά ζητήματα.
Θά ἤθελα στήν συνέχεια νά καταγράψω μερικές σκέψεις πού μοῦ δημιουργήθηκαν κατά τήν ἀνάγνωση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου.
1. Ὁ συγγραφεύς καί τά ἐπιστημονικά του ἐνδιαφέροντα
Ὅταν διαβάζη κανείς ἕνα κείμενο ἤ ἕνα βιβλίο ἐξετάζει κατ’ ἀρχάς τό ὄνομα τοῦ συγγραφέως γιά νά διαπιστώση τήν ἐγκυρότητά του. Ὁ συγγραφεύς τοῦ παρόντος βιβλίου Βασίλειος Τσίγκος εἶναι καθηγητής στό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, διδάσκει τήν Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἦταν μαθητής καί εἶναι διάδοχος τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου καί κατά βάση ἐκφράζει τήν θεολογία του.
Στό ἐσώφυλλο τοῦ ἐξωφύλλου τοῦ βιβλίου γράφεται ὅτι τά διερευνητικά ἐνδιαφέροντα τοῦ Βασιλείου Τσίγκου εἶναι στραμμένα:
- «-Στήν μελέτη τοῦ περιεχομένου τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς μέσα ἀπό τά μνημεῖα ἑνός πολιτισμοῦ λόγου καί τέχνης πού δημιουργεῖ ἐν παντί τόπῳ καί χρόνῳ ἡ Ἐκκλησία.
- -Στήν ἀκριβή ἔκθεση καί αὐθεντική ἑρμηνεία τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων τῆς πίστεως, μέ διαχρονία καί συγχρονία μέ τόν τρόπο ζωῆς τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
- -Στήν ἁρμονική συνύφανση, τήν ἄρρηκτη ἑνότητα καί σύνδεση τῆς δογματικῆς θεολογίας μέ τή βιβλική μαρτυρία καί τήν πατερική παράδοση, μέ τό ἦθος καί τή λατρεία, μέ τή θεωρία καί τήν πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
- -Στήν ἀναγκαιότητα μιᾶς σύγχρονης ἐκφορᾶς τῆς θεολογικῆς μαρτυρίας σέ διάλογο μέ τά θεμελιώδη προβλήματα, τίς ἀπορίες καί τίς ἀναζητήσεις τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου».
Ὅλα αὐτά τά σημαντικά ἐρευνητικά ἐνδιαφέροντα τοῦ καθηγητοῦ ἀντικατοπτρίζονται στό βιβλίο τῆς «Δογματικῆς» του.
2. Ἡ σχολαστικοποίηση τῆς Δογματικῆς
Πρίν ἀναφερθῶ στήν «Δογματική» τοῦ καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου, θά κάνω μιά μικρή ἀνασκόπηση σέ «Δογματικές» πού ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπό τόν σχολαστικισμό, γιά νά φανῆ ἡ ἀξία τῆς παρούσης «Δογματικῆς».
Τήν δεύτερη χιλιετία τοῦ Χριστιανισμοῦ κατά τήν ὁποία γίνονταν πολλές ἀνακατατάξεις στόν δυτικό Χριστιανισμό, ἐπηρεάσθηκε καί ἡ «Δογματική» τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ἀρχή τῆς δεύτερης χιλιετίας ἡ διατύπωση καί ἡ ἔκφραση τῶν δογματικῶν θεμάτων ἔγινε μέ σχολαστικό τρόπο μέ τήν ἐμφάνιση τῆς λεγομένης σχολαστικῆς θεολογίας καί στήν ὁποία πρωτεύοντα ρόλο διεδραμάτισε ὁ ὀρθολογισμός-λογικοκρατία.
Στήν συνέχεια ὑπῆρξε ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ σχολαστικισμοῦ ἀπό τήν πλευρά τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ὅμως, ὁ σχολαστικός τρόπος ἐκφράσεως τῶν δογμάτων ἐπηρέασε καί τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Ἔτσι, σχεδόν ὅλες οἱ «Δογματικές» πού ἐγράφησαν μέχρι τόν 20ό αἰώνα ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπό τόν σχολαστικό τρόπο καταγραφῆς τῶν δογματικῶν θεμάτων. Αὐτό φαίνεται στήν διάρθρωση τῶν θεμάτων τῶν κατά καιρούς «Δογματικῶν».
Συνήθως, ἐκεῖνο πού ἐπικράτησε στίς σύγχρονες «Δογματικές» ὡς ἐπηρεασμός ἀπό τίς παλαιότερες σχολαστικές «Δογματικές» εἶναι ἡ διάρθρωσή τους σέ ἰδιαίτερα κεφάλαια, ὅπως Τριαδολογία, Χριστολογία, Ἀνθρωπολογία, Ἐκκλησιολογία καί Ἐσχατολογία.
Γιά παράδειγμα, στήν εἰσαγωγή τῆς «Δογματικῆς» τοῦ Χρήστου Ἀνδρούτσου, ἡ ὁποία ἐπηρέασε ἐν πολλοῖς καί ἄλλες «Δογματικές», γίνεται λόγος γιά τόν ὁρισμό τῆς «Δογματικῆς», τό δόγμα καί τήν ἀποκάλυψη, τό δόγμα καί τόν ὀρθό λόγο, τίς πηγές καί τόν γνώμονα τῆς Δογματικῆς, τήν σχέση τῆς Δογματικῆς πρός τά ἄλλα θεολογικά θέματα, τήν μέθοδο τῆς Δογματικῆς, τήν διαίρεση τῆς δογματικῆς καί τήν ἱστορία τῆς Δογματικῆς. Ἀμέσως μετά τό βιβλίο διαιρεῖται σέ δύο μέρη.
Τό πρῶτο μέρος τιτλοφορεῖται «προϋποθέσεις τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως» καί ὑποδιαιρεῖται σέ κεφάλαια, ὅπως ἡ θεολογία (γιά τόν Θεό), ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἡ θεία Πρόνοια, ὁ κόσμος.
Τό δεύτερο μέρος τιτλοφορεῖται «ἡ ἐν Χριστῷ ἀπολύτρωσις» καί ὑποδιαιρεῖται σέ τρία τμήματα καί κάθε τμῆμα σέ ἐπιμέρους κεφάλαια. Τό πρῶτο τμῆμα φέρει τόν τίτλο «Χριστολογία» καί ὑποδιαιρεῖται στά κεφάλαια γιά «τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», «τό κοσμοσωτήριον ἔργον τοῦ Κυρίου», τό «Βασιλικόν ἀξίωμα τοῦ Κυρίου». Τό δεύτερο τμῆμα ὑποδιαιρεῖται στά κεφάλαια «ἡ θεία Χάρις», «ἡ Ἐκκλησία», «τά μυστήρια». Καί τό τρίτο τμῆμα φέρει τίτλο «ἡ τελείωσις τῆς ἀπολυτρώσεως (Ἐσχατολογία)» καί ὑποδιαιρεῖται στά κεφάλαια «ἡ μερική κρίσις» καί «ἡ τελείωσις τῶν πάντων».
Ὁ ἴδιος ὁ Χρῆστος Ἀνδρούτσος στήν εἰσαγωγή του γράφει ὅτι ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς διαιρεῖται σέ περιόδους, ἤτοι τήν πρώτη περίοδο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τό 8ο αἰώνα, καί τήν δεύτερη περίοδο ἀπό τόν ἱερό Δαμασκηνό μέχρι σήμερα.
Ἀναφερόμενος σέ αὐτήν τήν δεύτερη περίοδο γράφει ὅτι ἡ «Δογματική» ἀπέβαλε τήν παραγωγική δύναμή της καί περιορίζεται στήν ἐπεξεργασία τῶν παραδεδομένων δογμάτων «ἄνευ αὐτοτελείας καί ζωῆς». Μέ τόν τρόπο αὐτόν παραγνωρίζει καί ὑποτιμᾶ τήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ὅλων τῶν Φιλοκαλικῶν-νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα, γράφει ὅτι τά δογματικά ἐγχειρίδια τά ὁποῖα ἐμφανίσθηκαν ἀπό τόν 18ο αἰώνα καί στήν συνέχεια «εἶνε μᾶλλον συνόψεις τῶν δογμάτων κατά τήν Σχολαστικήν μέθοδον, ἥτις ἀπό τοῦ 13ου αἰῶνος σπουδαίαν ῥοπήν ἤρξατο ἀσκοῦσα ἐπί τήν ἡμετέραν Θεολογίαν».
Αὐτή ἡ ἐπίδραση ἀπό τήν σχολαστική θεολογία καί τόν μετέπειτα γερμανικό ἰδεαλισμό ἤδη φαίνεται καί στήν «Δογματική» τοῦ Χρήστου Ἀνδρούτσου, ἀφ’ ἑνός μέν στήν διάρθρωσή της, ἀφ’ ἑτέρου στό περιεχόμενό της. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι τό ἀντικείμενο τοῦ παρόντος κειμένου.
3. Ἡ «Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»
Ἐπειδή ὁ Χρῆστος Ἀνδρούτσος ἀναφέρθηκε στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης δέν μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὡς σχολαστικός θεολόγος. Ἄλλωστε, ἡ κυρίως σχολαστική θεολογία ἐμφανίσθηκε στήν Δύση μεταξύ τοῦ 11ου - 13ου αἰῶνος. Ἔπειτα, τό βιβλίο του μέ τίτλο «Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως» συνοψίζει ὅλη τήν πατερική διδασκαλία τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων, ἀλλά δέ ὁμοιάζει καθόλου μέ τήν μέθοδο καί τόν τρόπο τῶν σχολαστικῶν θεολόγων. Ἔτσι, τό δογματικό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ δέν ὑπενθυμίζει καθόλου τήν σχολαστική θεολογία, ὅπως δυστυχῶς ἰσχυρίζονταν οἱ παλαιότεροι ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι.
Ἡ διάρθρωση τοῦ βιβλίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως» διακρίνεται σέ τέσσερα μέρη. Στό πρῶτο μέρος γίνεται λόγος γιά τόν Θεό, τό ἀκατάληπτο τοῦ Θεοῦ, τά ρητά καί ἄρρητα, τά γνωστά καί ἄγνωστα τοῦ Θεοῦ καί γενικά γιά τήν Ἁγία Τριάδα, τόν τρόπο ἑνώσεως καί διακρίσεως κλπ. Στό δεύτερο μέρος γίνεται λόγος γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, ἤτοι τήν δημιουργία τῶν ἀγγέλων τῆς κτίσεως καί τοῦ ἀνθρώπου. Στό τρίτο μέρος γίνεται λόγος γιά τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, δηλαδή τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί στό τέταρτο μέρος γίνεται λόγος γιά τά μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅπου γίνεται λόγος γιά τήν Ἐκκλησία, τά μυστήρια, τούς ἁγίους καί τά λείψανα τους, τήν Θεοτόκο, τίς εἰκόνες, τήν Ἁγία Γραφή, τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τήν παρθενία, τόν ἀντίχριστο καί τά τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως.
Φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός δέν χωρίζει τήν «Δογματική» του σέ Τριαδολογία, Ἀνθρωπολογία, Χριστολογία, Ἐκκλησιολογία καί Ἐσχατολογία, γιατί γνωρίζει καλά ὅτι ὅλα αὐτά ἔχουν μιά ἑνότητα μεταξύ τους. Τό κυριότερο εἶναι ὅτι δέν χωρίζει τήν Τριαδολογία ἀπό τήν Χριστολογία καί τήν Ἐκκλησιολογία.
Πράγματι, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη Τριαδολογία χωρίς τήν Χριστολογία, οὔτε μπορεῖ νά ὑπάρξη Χριστολογία χωρίς τήν Τριαδολογία καί τήν Ἐκκλησιολογία, οὔτε μποροῦμε νά κάνουμε λόγο γιά Ἐκκλησιολογία χωρίς τήν Χριστολογία, οὔτε μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά ἐσχατολογία χωρίς τήν Τριαδολογία, τήν ἀνθρωπολογία, τήν Χριστολογία καί τήν Ἐκκλησιολογία.
Στήν πραγματικότητα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύουν τήν Χριστολογία μέσα ἀπό τήν Τριαδολογία, καί μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως φαίνεται στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθώς ἐπίσης βλέπουν τήν Ἐκκλησιολογία, τήν ἀνθρωπολογία καί τήν ἐσχατολογία μέσα ἀπό τήν Χριστολογία, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
4. Ἡ Ὀρθόδοξη Δογματική
Ὅλα αὐτά ἦταν ἀπαραίτητα νά λεχθοῦν γιά νά δοῦμε τήν ἀξία τῆς «Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» τοῦ καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου.
Στόν πρόλογο ἐπισημαίνεται ὅτι «ἡ ἐπίτομη αὐτή Δογματική ἐπιχειρεῖ νά ἐκθέσει μέ ἀκρίβεια καί νά ἑρμηνεύσει, κατά τό δυνατόν πληρέστερα, τό περιεχόμενο τῆς πίστεως καί τῆς καταγεγραμμένης ἐμπειρίας τοῦ "εὐσεβοῦς φρονήματος" καί τῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Στήν προσπάθεια αὐτή «συνεισφέρουν οὐσιαστικά καί δημιουργικά ἡ λειτουργική συνύπαρξη, ἡ ἄρρηκτη σύνδεση καί συσχέτιση τῆς Δογματικῆς μέ τή βιβλική μαρτυρία καί τήν πατερική παράδοση, μέ τό ἦθος καί τή λατρεία, μέ τήν θεωρία καί τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας». Ἐπίσης, ἐπισημαίνεται ὅτι «ἡ θεολογική καί ἱστορική τεκμηρίωση τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς πίστεως ἀκολουθεῖ "τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα" (Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας)».
Εἰσαγωγικά πρίν ἀρχίση ἡ ἐπεξεργασία τῶν ἐπί μέρους κεφαλαίων ἀναπτύσσεται τό θέμα «θεολογικά πρότερα στό δόγμα καί τήν Δογματική». Σέ αὐτό τό κεφάλαιο κατ’ ἀρχάς γίνεται λόγος «περί δογμάτων καί πραγμάτων», ἤτοι γιά τό ὀρθόδοξο δόγμα στήν Ἐκκλησία, τίς πηγές καί τά θεμέλια τοῦ δόγματος, τήν σύγχρονη μαρτυρία τῆς πίστεως, καί στήν συνέχεια γίνεται λόγος γιά τήν διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, γιά τήν Θεολογία καί τήν Οἰκονομία, τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν σύγχρονη θεολογική ἔρευνα, καί τήν μέθοδο καί τό περιεχόμενο τῆς Δογματικῆς. Ἑπομένως, στό εἰσαγωγικό αὐτό κείμενο ἐκτίθενται «τά ἑρμηνευτικά κλειδιά» τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Στήν συνέχεια ἀκολουθοῦν τά βασικά ἕξι κεφάλαια ἤτοι: «Οἱ θεοφάνειες ὡς πηγή θεογνωσίας», «Περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ», «Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ», «Ἄνθρωπος, ὁ ἐν μικρῷ μέγας», «Περί τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», «...καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Στό τέλος παρατίθενται ἡ βιβλιογραφία (πηγές καί βοηθήματα) καί οἱ πίνακες.
Μέ τήν ἀπαρίθμηση καί μόνον τῶν κεφαλαίων γίνεται κατανοητό ὅτι ὁ καθηγητής Βασίλειος Τσίγκος στηρίζεται πάνω σέ ὀρθόδοξες θεολογικές βάσεις, ἀπηλλαγμένες ἀπό τήν σχολαστική θεώρηση τῶν δογμάτων καί τῶν πραγμάτων, ἀποφεύγει τήν διαίρεση τῆς «Δογματικῆς» σέ Τριαδολογία, Χριστολογία, Κοσμολογία-ἀνθρωπολογία, Ἐκκλησιολογία καί Ἐσχατολογία. Κάνει δέ λόγο γιά τίς Θεοφάνειες πού εἶχαν οἱ θεόπτες ἅγιοι καί ὅτι ἡ Θεοφάνεια εἶναι ἡ πηγή τῆς Θεογνωσίας, γιά τόν Θεό, γιά τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν ἄνθρωπο, ἤτοι τήν δημιουργία του, τήν πτώση του, τήν ἀνακαίνισή του καί τήν κοινωνία τῆς θεώσεως, γιά τήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία χαρισμάτων καί μυστηρίων καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή, γιά τήν ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος πού ἀρχίζει μέ τόν ἀνακαινισμό τῆς κτίσεως, τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας πρός τά ἔσχατα διά τῆς ἱστορίας, τόν ἀρραβώνα τοῦ πνεύματος ἀπό τήν ζωή αὐτή, τήν κοινωνία τῶν ἐσχάτων καί τήν ἐσχατολογική τελείωση, καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ἔτσι, ὑπάρχει μιά ὀργανική σύνδεση μεταξύ τῶν κεφαλαίων τοῦ βιβλίου μέ τέτοιο τρόπο πού νά μή φαίνωνται ὅτι εἶναι ξεχωριστά, παρά τήν ἀνάγκη τῆς διακρίσεώς τους γιά τήν μελέτη τῶν ἐπί μέρους θέματων. Καί αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί ἡ θεολογία εἶναι ἑνιαία.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε:
«Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει κυκλικό χαρακτήρα. Εἶναι σάν ἕνας κύκλος. Ὅπου καί ἄν ἀκουμπήσης πάνω στόν κύκλο, ξέρεις ὅλο τόν κύκλο, γιατί ὅλος ὁ κύκλος ὁ ἴδιος εἶναι. Ὅλα ἀνάγονται στήν Πεντηκοστή. Τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἡ ἱερωσύνη, ὁ γάμος, τό βάπτισμα, ἡ ἐξομολόγηση κλπ., οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων κλπ. Ἐκεῖνο εἶναι τό κλειδί τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἡ Πεντηκοστή. Γι’ αὐτό, καί ἐκεῖνος πού φθάνει στήν θέωση μετά τήν Πεντηκοστή, ὁδηγεῖται "εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν".
Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ "πᾶσα ἀλήθεια"; Εἶναι κάτι, πού ὑπερβαίνει τήν λογική τοῦ ἀνθρώπου. Συμπεριλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καί κατοικεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο πού ἔχει φθάσει στόν φωτισμό καί στήν θέωση. Ὅλο τό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως, τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί θείας Χάριτος, περί θεραπείας τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος, περί τοῦ παρελθόντος τῆς σωτηρίας στήν Παλαιά Διαθήκη, περί τοῦ μέλλοντος καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὅλα εἶναι μέσα στό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς» (Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἐμπειρική Δογματική Τόμος Β', σελ. 269).
Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τόν λόγο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πού δείχνει αὐτήν τήν ἑνότητα: «Ἡ δέ χάρις, αὐτήν τελεσιουργεῖ τήν ἀπόρρητον ἕνωσιν· δι’ αὐτῆς γάρ ὅλος μέν ὅλοις τοῖς ἀξίοις ὁ Θεός περιχωρεῖ· ὅλῳ δέ ὅλοι περιχωροῦσιν ὁλικῶς οἱ ἅγιοι τῷ Θεῷ· ὅλον ἀντιλαμβάνοντες ἑαυτῶν τόν Θεόν· καί τῆς πρός αὐτόν ἀναβάσεως, οἷον ἔπαθλον αὐτόν μόνον κτησάμενοι τόν Θεόν· ψυχῆς πρός σῶμα περιφῦντα τρόπον, ὡς οἰκείοις μέλεσι, καί ἐν αὐτῷ εἶναι καταξιώσαντα».
Ἐδῶ παρατηρεῖ κανείς ὅτι γίνεται λόγος γιά τό «ὅλον» καί τό «ὁλικῶς». Αὐτό δείχνει τήν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό τό «ὅλον» τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας τό ἔχει καταλάβει πολύ καλά ὁ καθηγητής Βασίλειος Τσίγκος, ὅπως φαίνεται σέ πολλά σημεῖα τῆς «Δογματικῆς» του. Θά ἀναφέρω ἕνα χαρακτηριστικό σημεῖο.
Σέ κάποιο κεφάλαιό του ἀναφέρεται στήν «χριστοκεντρική Ἐκκλησιολογία» καί ὑπογραμμίζει ὅτι «δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ὀρθόδοξη διδασκαλία περί Ἐκκλησίας χωρίς τήν Χριστολογία, ἀλλά καί αὐτή κατανοεῖται εὐχερέστερα διά τῆς Ἐκκλησιολογίας». Ἐπίσης, τονίζει ὅτι «τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας συνδέεται ἀρρήκτως καί ἀχωρίστως μέ τό μυστήριο τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἔχοντας ὡς στέρεο ὑπόβαθρο τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Χριστολογία θεμελιώνεται στήν Τριαδολογία καί συνεπῶς στήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού δέν χωρίζεται ἀπό τήν Τριαδολογία.
Σέ ὑποσημείωση γράφει: «Τά ἐγχειρίδια τῆς Δογματικῆς τοῦ περασμένου αἰώνα τῶν Ἑλλήνων θεολόγων (Ζ. Ρώση, Χ. Ἀνδρούτσου, Π. Τρεμπέλα, Ἰ. Καρμίρη, Ν. Μητροπούλου, Ν. Ξεξάκη), σχολαστικῶν ἐν πολλοῖς ἐπιδράσεων, αὐτονομοῦν τήν Ἐκκλησιολογία καί τήν παρουσιάζουν ὡς ἕνα ἰδιαίτερο, ἀπομονωμένο, ἀνεξάρτητο καί αὐτοτελές τμῆμα (κεφάλαιο) τῆς Δογματικῆς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ ὀγκωδέστατη μελέτη τοῦ Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία. Δογματικῆς τμῆμα Ε΄ (831 σελίδων). Πρῶτος ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ, στή συνέχεια ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ Ν. Ματσούκας καί ἄλλοι θεολόγοι ἀνέτρεψαν πλήρως τό σχολαστικό καί ἄκρως συστηματικό αὐτόν τρόπο ἐκθέσεως καί ἑρμηνείας τῆς πίστεως καί ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Καταλήγει δέ στό συμπέρασμα «ὅτι εἶναι ἀδιανόητο νά ὁμιλοῦμε γιά τήν Ἐκκλησία χωρίς τήν πλήρη καί αὐθεντική Χριστολογία, ἡ ὁποία εἶναι ἀδιαιρέτως συνδεδεμένη μέ τήν Τριαδολογία καί ἰδιαιτέρως μέ τήν Πνευματολογία. Καί τοῦτο διότι ἡ Ἐκκλησία, ὡς τό σῶμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, οἰκοδομεῖται μέ τήν κοινή ἐνέργεια ὁλόκληρης τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἡ ζωή της ἀντανακλᾶ τήν τριαδική κοινωνία. Αὐτό ὑπονοεῖ ὅτι δέν μπορεῖ νά διαμορφωθεῖ θεολογία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος χωρίς στερεά χριστολογική καί ἐν ταυτῷ πνευματολογική βάση».
Πρόκειται, λοιπόν, γιά μιά Δογματική πού διαφέρει σαφῶς ἀπό παλαιότερες «Δογματικές» καί στηρίζεται πάνω σέ αὐθεντικές πατερικές βάσεις.
5. Θησαυρός βιβλικῶν, πατερικῶν, συνοδικῶν καί λατρευτικῶν ἐκφράσεων
Ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος κάποτε μοῦ εἶπε ὅτι ὁ καθηγητής Βασίλειος Τσίγκος εἶναι «μιά ἐργατική μέλισσα»», ἐννοώντας ὄχι μόνον ὅτι ἐργάζεται καί διαβάζει τά κείμενα τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καί τῶν ἁγίων, καί γενικά τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά ὅτι συγκεντρώνει ὅ,τι καλύτερο ἀνευρίσκει σέ αὐτά καί ἔτσι καταρτίζει ἕνα γλυκύτατο θεολογικό μέλι.
Αὐτό παρατηρεῖ κανείς ὅταν διαβάζη τά κείμενα τοῦ καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου καί ἰδιαιτέρως τήν «Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», στήν ὁποία ἀναφέρομαι ἐδῶ. Αὐτό τό παρατήρησα καί σέ ἕνα παλαιότερο κείμενό μου γιά ἕνα ἄλλο βιβλίο μέ τίτλο «Δογματικά καί θεολογικά μελετήματα».
Ὁ καθηγητής ἔχει διαβάσει ἐπισταμένως τήν Ἁγία Γραφή, τά κείμενα τῶν Πατέρων, τίς Ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τά τροπάρια τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας, τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί τίς εὐχές τῆς Ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως, τά Φιλοκαλικά κείμενα, τά Συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό ὅλα αὐτά ἔχει κρατήσει ὄχι μόνον τήν οὐσία τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, ἀλλά συνέλεξε ὡς μιά καλή «θεολογική μέλισσα», καί τίς καλύτερες φράσεις, μέ τίς ὁποῖες διανθίζει τήν ἀνάπτυξη τῶν δογματικῶν θεμάτων. Καί αὐτό πράγματι συνιστᾶ τό πρωτότυπο τῆς «Δογματικῆς» του.
Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Λουγδούνου θά πῆ χαρακτηριστικά: «Δόξα γάρ Θεοῦ ζῶν ἄνθρωπος, ζωή δέ ἀνθρώπου ὅρασις Θεοῦ». Στήν φράση αὐτή φαίνεται ὅτι συνδέεται στενώτατα ὁ ζῶν κατά Χριστόν ἄνθρωπος μέ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὁ ζῶν ἄνθρωπος μετέχει τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι ἀληθινός ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει ἁπλῶς ψυχή καί σῶμα, ἀλλά ἐκεῖνος πού βλέπει τόν Θεό μέσα στό Φῶς Του. Αὐτό συνιστᾶ τόν «ζωντανό ὀργανισμό» καί ἔχει μεγάλη σημασία, γιατί αὐτό εἶναι ἡ βάση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ γράφει: «Οἱ "Πατέρες" ἦσαν ἐν πρώτοις διδάσκαλοι (doctores). Ἦσαν δέ διδάσκαλοι ἐν ᾧ μέτρῳ ἦσαν μάρτυρες (testes). Πρέπει νά γίνεται διάκρισις μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν λειτουργημάτων, πού ἐν τούτοις εἶναι τόσον στενῶς συνυφασμένα». Γι’ αὐτό καί «οἱ Πατέρες ἦταν πραγματικοί ἐμπνευσταί τῶν Συνόδων, παρόντες καί in absentia, καί συχνά μετά τήν κοιμησίν των. Διά τόν λόγον αὐτόν κατ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν αἱ Σύνοδοι ἐσυνήθιζον νά τονίζουν ὅτι ἠκολούθουν τούς ἁγίους Πατέρας, "ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν", κατά τήν διατύπωσιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος». Οἱ Πατέρες ἦσαν ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας, σχολιασταί τῆς πίστεώς της, τηρηταί τῆς Παραδόσεώς της, μάρτυρες τῆς ἀληθείας καί τῆς πίστεως». Τελικά, «ἡ διδακτική αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων βασίζεται εἰς τό ἀλάνθαστον τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὑπέρτατη "αὐθεντία" εὑρίσκεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν, πού εἶναι εἰς τόν αἰῶνα τό θεμέλιον της Ἀληθείας» (Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις).
Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἴδιος παρατηρεῖ: «Ἦταν σύνηθες νά χαρακτηρίζεται ἡ θεολογία τοῦ Εἰρηναίου ὡς "θεολογία γεγονότων". Ἐξ ἴσου δικαιολογημένος θά ἦταν ἐπίσης ὁ χαρακτηρισμός τῆς θεολογίας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς "θεολογίας γεγονότων". Εἰς τήν ἰδικήν μας ἐποχήν ὁλονέν κλίνομεν πρός τήν πεποίθησιν ὅτι "ἡ θεολογία γεγονότων" εἶναι ἡ μόνη ὑγιής ὀρθόδοξος θεολογία. Εἶναι βιβλική. Εἶναι πατερική. Εὑρίσκεται εἰς πλήρη συμμόρφωσιν εἰς τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας».
Μπορεῖ κανείς νά χαρακτηρίση τήν «Δογματική» τοῦ καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου ὡς «θεολογία γεγονότων».
Συγχρόνως, ὅμως, ὁ καθηγητής Βασίλειος Τσίγκος παραθέτοντας τήν «δογματική συνείδηση» τῆς Ἐκκλησίας, γνωρίζει καί τήν ὅλη συζήτηση πού ἔγινε καί γίνεται ἀπό τούς συγχρόνους θεολόγους πάνω σέ δογματικά θέματα, καί γι’ αὐτό καταθέτει μέ ψυχραιμία καί νηφαλιότητα ὡς ἀπάντηση τήν ζωή καί τήν μαρτυρία τῶν ἁγίων καί γενικά τήν ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Φαίνεται καθαρά, ὅταν δαβάζη κανείς προσεκτικά τό βιβλίο αὐτό, ὅτι ὁ συγγραφεύς του παρεμβαίνει δημιουργικά στήν συζήτηση πού γίνεται στίς ἡμέρες μας πάνω σέ θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά ζητήματα, ἔχοντας ὅμως ὡς ἐφόδιο τήν πνευματική ἐμπειρία ὅλων τῶν θεουμένων ἁγίων καί τις ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἔτσι, ἡ «Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία» πού μελετᾶμε ἀνταποκρίνεται στήν ἑνότητα πού πρέπει νά ὑπάρχη μεταξύ τοῦ lex credendi καί τοῦ lex orandi, ἀφοῦ δόγμα καί προσευχή, πίστη καί λατρεία συνδέονται ἄρρηκτα μεταξύ τους καί δέν μπορεῖ τό ἕνα νά νοηθῆ χωρίς τό ἄλλο.
Χάρηκα διαβάζοντας αὐτήν τήν «Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ὄχι μόνον γιατί γενικά ἐκφράζει τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, «τήν θεολογία τῶν γεγονότων», ἀλλά καί γιατί συνάντησα καταπληκτικές φράσεις ἀπό τά κείμενα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὅπως καί τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀφοῦ ἔχει περισυλλεγῆ ὅ,τι καλύτερο ἔχει διατυπωθῆ ἀπό ἐκείνους πού ἔζησαν ἐν Χριστῷ.
Ἐπίσης, ἐκεῖνο πού μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση εἶναι ὅτι, χρησιμοποιώντας ὁ καθηγητής διάφορες μικρές καί σημαντικές φράσεις, οἱ ὁποῖες ἀποδίδουν αὐτό πού λέγεται στά τροπάρια τῆς ἀκολουθίας τῶν ἁγίων Πατέρων –«βραχύ ρήματι καί πολλῇ συνέσει» καί χαρακτηρίζονται μέ «τό κάλλος τοῦ φθέγματος»–, παραπέμπει μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο στά κείμενα ἀπό τά ὁποῖα ἀποσπῶνται. Δηλαδή, ἡ παραπομπή ἀναφέρεται στόν ἅγιο στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ συγκεκριμένη φράση, καί στό κείμενο ἀπό τό ὁποῖο ἀποσπάσθηκε, χωρίς νά δίνονται περαιτέρω λεπτομερειακές πληροφορίες.
Γιά παράδειγμα, ἡ παραπομπή μιᾶς φράσεως γίνεται ὡς ἑξῆς: Μεγάλου Ἀθανασίου, Κατά Ἀρειανῶν 4∙ Γρηγορίου Θεολόγου, Θεολογικός Γ' περί Υἱοῦ∙ Μεγάλου Βασιλείου, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τοῦ κακοῦ ὁ Θεός, Εἰς τόν προφήτην Ἡσαΐαν∙ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εὐχή Μεταλήψεως∙ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία∙ Συμεών Νέου Θεολόγου, Κατήχησις 5∙ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 3∙ Τροπάριον κανόνος Μεγάλης Πέμπτης∙ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Περί θείων ἐνεργειῶν, κατά Γρηγορᾶ κλπ.
Νομίζω ὅτι αὐτό τό κάνει ὥστε νά ἱκανοποιοῦνται καί οἱ ἐπιστημονικοί λόγοι πού δείχνουν τήν προέλευση τῶν κειμένων, ἀλλά καί νά παρακινηθοῦν οἱ ἀναγνῶστες καί οἱ ἐνδιαφερόμενοι νά ἀνατρέχουν στά ἴδια τά κείμενα γιά νά διαβάσουν ὅλο τό περιεχόμενό τους καί ὄχι νά τά ἀντιγράφουν ἐπιπολαίως.
Τό ὅλο ἔργο ἀφιερώνεται ἀπό τόν συγγραφέα «στούς ἐραστές τῶν ὀρθῶν τῆς πίστεως δογμάτων» καί «στούς ἐξηγητές τοῦ ἐναπόθετου πλούτου, τοῦ κεκρυμμένου κάλλους τῶν δογμάτων». Προσφέρεται σέ αὐτούς πού ἀγαποῦν τά ὀρθά τῆς πίστεως δόγματα, καί σέ αὐτούς πού ἐξηγοῦν τόν ἐσωτερικό πλοῦτο καί τό κεκρυμμένο κάλλος τῶν δογμάτων. Αὐτοί εἶναι οἱ θεούμενοι, ὅσοι δηλαδή μετέχουν τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Θέλω νά συγχαρῶ τόν καθηγητή Βασίλειο Τσίγκο γι' αὐτήν τήν ἐνδιαφέρουσα «Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» πού μᾶς προσφέρεται γιά ἀνάγνωση, ἀλλά καί γιά τήν καθόλου προσφορά του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μακάρι νά τήν διαβάσουν ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιά δογματικά θέματα, ἀφοῦ μάλιστα ζοῦμε σέ μιά ἐποχή, πού γιά ὅλα τά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα πρέπει νά ὑπάρχη σταθερή καί νηφάλια γνώση, ἡ ὁποία μᾶς προφυλάσσει ἀπό τίς ὑπερβολές πού προέρχονται ἐκ δεξιῶν καί ἐξ εὐωνύμων.
Ἐπειδή στήν ἐποχή μας δεχόμαστε ποικίλες ἐπιδράσεις ἀπό διάφορα ὄθνεια θεολογικά ρεύματα, γι’ αὐτό χρειαζόμαστε μιά αὐθεντική πυξίδα πλεύσεως. Αὐτήν τήν ἀνάγκη ἱκανοποιεῖ καί ἡ «Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» τοῦ καθηγητοῦ Βασιλείου Τσίγκου (ἐκδόσεις Ostracon Publishing, Θεσσαλονίκη).
- Προβολές: 5233