Γράφτηκε στις .

Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη. Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις

Βιβλιοπαρουσίαση

Ἕνα βιβλίο-μαρτυρία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι πλέον ἕνα γεγονός. Τό ποιά θέση θά τῆς δώσῃ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας στό μέλλον εἶναι κάτι πού σχετίζεται μέ τό κατά πόσο συντονίζονται οἱ ἀποφάσεις της μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν θεολογία δηλαδή τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Πατέρων, τήν ὁποία μέ Ὅρους, «βραχεῖ ρήματι καί πολλῇ συνέσει», διατύπωσαν οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη. Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσειςΤό κατά πόσο οἱ ἀποφάσεις της συντονίζονται μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιά γνώση πού παρέχεται ἀπό τήν φωτιστική Χάρη τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία Του, τήν ὁποία Χάρη προσλαμβάνουν ὅσα μέλη της «ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου» κατοπτρίζονται στό καθαρό κάτοπτρο τοῦ νοῦ τους καί ἀποκτοῦν τήν δυνατότητα ἀφ’ ἑνός μέν νά διακρίνουν «τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Α΄ Ἰωαν.4,1), ἀφ’ ἑτέρου δέ νά γνωρίζουν «πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι»(Α΄ Τιμ. 3,15). Νά γνωρίζουν, δηλαδή, τήν θεολογία καί τήν ἐκκλησιολογία τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι καρπός τῆς ἐμπειρικῆς «γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κοριθ. 4,6).

Ἐπίσης, στό μέλλον θά φανῇ τό πόσο οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης θά ἐπηρεάσουν τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἤ πόσο ἀντίστροφα ἐπηρεάσθηκαν ἀπό νοοτροπίες πού δέν θά ἔχουν διάρκεια, ὡς «ψευδοθεολογήσεις», οἱ ὁποῖες ὅμως ἤδη ἐπηρεάζουν κάποιους θεολόγους καί ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί θέλουν νά κυριαρχήσουν καθολικά μέσα στήν Ἐκκλησία.

Ἀπό τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας πληροφορούμαστε γιά τό πῶς ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ Ὅρους οἱ ὁποῖοι ἀπέκλειαν τήν πλάνη τῶν αἱρέσεων, πέρασε ἀπό τήν πυρά πολλῶν δοκιμασιῶν, πού ἀπαίτησαν μεγάλους ἀγῶνες ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, μέ λόγους ποιμαντικούς, συγγραφές ἀντιρρητικές, ἐπιστολές σέ κοσμικούς ἄρχοντες καί ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἀπολογίες, ὁμολογίες πίστεως καί συζητήσεις, ἕως ὅτου ἀφομοιωθῇ ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἑδραιωθῇ ὡς θεμέλιο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καί κατανοηθῇ ὡς προϋπόθεση σωτηρίας τῶν μελῶν της.

Αὐτοί οἱ ἐκκλησιαστικοί θεολογικοί ἀγῶνες μᾶς ἔδωσαν, ὡς πολύτιμη κληρονομιά, πολλά ἀπό τά ἔργα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, στά ὁποῖα, μέσα ἀπό τήν πείρα τῶν «διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ» ἁγίων Πατέρων, θεμελιώνεται στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη ὅλη ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Μέ λίγα λόγια, ἀπό τά ἔργα αὐτά διδασκόμαστε τό ὀρθό δόγμα, τίς ἐκκλησιαστικές ἀσκητικές προϋποθέσεις του, ἀλλά μαθαίνουμε καί τήν ἱστορία τῶν πειρασμῶν πού πέρασε ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες, μέ τήν «ἐγρηγοροῦσα δογματική συνείδησή» τους, δέν ἄφηναν τά πράγματα νά ἐξελιχθοῦν μόνα τους. Γνώριζαν τήν εὐθύνη τους ἀπέναντι στόν Θεό καί τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Μαρτυροῦσαν τήν ἀλήθεια· ἐνημέρωναν τούς πιστούς· ἀντιμετώπιζαν τίς αἱρετικές ἀπόψεις· ἐνίσχυαν τούς ἄλλους ποιμένες πού κλυδωνίζονταν ἀπό ἀνέμους ἑτεροδιδασκαλιῶν· βοηθοῦσαν τούς αἱρετικούς νά δοῦν τόν γκρεμό στόν ὁποῖο τούς ὁδηγοῦσαν οἱ ἀπόψεις τους· κινοῦνταν στούς ἀγῶνες τους καί στίς συγγραφές τους μέ γνώση καί ἀγάπη, ἐνδιαφέρον γιά τήν σωτηρία τήν δική τους καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Βιβλίο-Μαρτυρία

Μιά συγγραφή σ’ αὐτήν τήν προοπτική εἶναι καί τό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, μέ τίτλο: «Ἡ “Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος” στήν Κρήτη», καί ὑπότιτλο: «Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις», πού κυκλοφόρησε πρόσφατα.

Ὁ Σεβασμιώτατος δίνοντας τό θεολογικό, ἐκκλησιολογικό καί ἱστορικό βάθος τῆς συγγραφῆς του γράφει ὅτι τήν ἀφιερώνει: «Στούς προκατόχους μου Ἐπισκόπους Ναυπάκτου πού συμμετεῖχαν σέ Τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους ἤτοι Μαρτύριον στήν Σαρδική (342-343) Καλλικράτη στήν Γ΄ Οἰκουμενική (431) Εἰρηναῖο στήν Δ΄ Οἰκουμενική (451) Ἀντώνιο στήν Η΄ Οἰκουμενική (879-880)». Μέ τήν ἀφιέρωση αὐτή διακηρύττει ὅτι ἡ συγγραφή του εἶναι θεμελιωμένη στήν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, σέ ὁρισμένες ἀπό τίς ὁποῖες συμμετεῖχαν προκάτοχοί του.

Ἡ δομή τοῦ βιβλίου εἶναι θεματική, ὅμως ἀκολουθεῖ καί τήν ἱστορία τοῦ γεγονότος. Τό βιβλίο χωρίζεται σέ τέσσερα μέρη πού συμπληρώνονται ἀπό ἕνα ἐπίμετρο, στό τέλος τοῦ ὁποίου ὁ Σεβασμιώτατος καταγράφει τόν «τελευταῖο λόγο» του. Τά περισσότερα ἀπό τά κείμενα τοῦ βιβλίου ἔχουν ἀναρτηθῇ κατά καιρούς στήν ἱστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου ἤ ἔχουν δημοσιευθῇ στήν ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση». Ὁρισμένα δημοσιεύονται γιά πρώτη φορά στό βιβλίο αὐτό.

Τά κείμενα πού ἀπαρτίζουν τό βιβλίο, σέ μιά γενική περιγραφή τοῦ περιεχομένου τους, δίνουν κατ’ ἀρχήν (στήν πρώτη ἑνότητα), τήν θεολογική ὑποδομή πάνω στήν ὁποία στηρίζεται ἡ παρουσίαση ὅλων τῶν θεμάτων πού συζητήθηκαν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἀποδεικνύοντας ὅτι οἱ θέσεις τοῦ συγγραφέα καί ἡ κριτική του συντονίζονται μέ τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Στήν δεύτερη ἑνότητα δημοσιεύονται κείμενα πού ἀναφέρονται στόν ἀγώνα τοῦ Σεβασμιωτάτου νά ἐπιτύχῃ τήν ἐπαρκῆ ἐνημέρωσή του (ὡς μέλους τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί ἐν ὄψει τῆς συμμετοχῆς του στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο) γιά τίς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν προετοιμασία της γιά τήν Μεγάλη Σύνοδο, γιά τά κείμενα πού ὑπῆρχαν στά ἀρχεῖα της, τίς ἐκθέσεις τῶν ἐκπροσώπων της στίς Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις. Ἐπίσης, ἀναφέρονται στίς προσπάθειές του γιά τήν κατάρτιση καί κατόπιν ψήφιση προτάσεων ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά τήν διόρθωση ὁρισμένων κειμένων ἀπό αὐτά πού θά συζητοῦσε καί θά ἐπικύρωνε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος.

Στήν τρίτη ἑνότητα, μέ τήν παράθεση πρωτογενοῦς ὑλικοῦ, δημοσιεύονται οἱ παρεμβάσεις τοῦ συγγραφέα στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, οἱ ἀπόψεις ἄλλων μελῶν τῆς Συνόδου, συζητήσεις καί γεγονότα, πού δημοσιοποιοῦνται πρώτη φορά, μαζί μέ διευκρινιστικά σχόλια πάνω σέ θεολογικά καί κανονικά θέματα πού θίχθηκαν στίς παρεμβάσεις καί τίς συζητήσεις.

Στήν τέταρτη ἑνότητα περιλαμβάνονται τά κείμενα πού γράφηκαν ὡς σχολιασμός τῶν ἀποφάσεων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης, γιά τά θετικά καί τά ἀρνητικά σημεῖα τους, ἀλλά καί τίς συζητήσεις πού πρέπει νά ἀκολουθήσουν ἐν ὄψει μελλοντικῶν Ἁγίων Συνόδων.

Στό τέλος ὡς ἐπίμετρο δημοσιεύεται ἕνα κείμενο γιά τό βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου «Ἐκκλησία καί τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα», τό ὁποῖο πρόσφατα μεταφράστηκε στήν Ἰταλική γλώσσα καί κυκλοφόρησε μέ ἕναν πολύ χαρακτηριστικό πρόλογο τοῦ Ἰταλοῦ-Ρωμαιοκαθολικοῦ μεταφραστῆ, ὁ ὁποῖος πρόλογος δίνει τήν δυνατότητα στόν Σεβασμιώτατο νά ἐπισφραγίση μέ καίριες παρατηρήσεις ὅσα ἔχει γράψει γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, διατυπώντας τόν τελευταῖο λόγο του γι’ αὐτήν.

Ἡ σημαντικότητα τῆς μαρτυρίας

Εἶναι χρήσιμο νά ἐπισημανθοῦν κάποια στοιχεῖα πού καθιστοῦν τό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Ἡ “Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος” στήν Κρήτη», ἕνα πολύ σημαντικό βιβλίο γιά τήν ἱστορία τῆς Συνόδου, τήν ἐνημέρωση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἀφομοίωση τῆς πείρας ἀπό τήν πολυχρόνια προσυνοδική διαδικασία, τόν τρόπο διεξαγωγῆς τῆς Συνόδου μέ συγκεκριμένο κανονισμό λειτουργίας, πρό παντός ὅμως γιά τήν ὅσο τό δυνατόν καλύτερη λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Ὅλα τά κείμενα τοῦ βιβλίου εἶναι γεννήματα ποιμαντικῆς ἐγρήγορσης καί θεολογικῆς εὐαισθησίας. Ἀπαντοῦν σέ φανερά καί λανθάνοντα, τήν αἴσθηση πολλῶν, ποιμαντικά καί θεολογικά προβλήματα. Μέ αὐστηρή ἐπιστημονική τεκμηρίωση ἐπιδιώκει νά διασωθῇ ἀλώβητο στίς συνοδικές ἀποφάσεις τό σωστικό κήρυγμα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Γνωρίζει καλά τήν ἱστορία καί τήν θεολογία τῶν θεμάτων πού προετοιμάσθηκαν καί συζητήθηκαν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀλλά γνωρίζει ἐπίσης, μετά ἀπό ἐπίμονες προσπάθειες (πού περιγράφονται στό βιβλίο) καί ὅλη τήν μακροχρόνια προσυνοδική διαδικασία, δηλαδή γνωρίζει καλά ὅλη τήν ἱστορία τῆς Συνόδου καί ὄχι ἀποσπασματικά κάποιες ἀπό τίς τελευταῖες φάσεις της καί μάλιστα (ὅπως δυστυχῶς πολλοί) μέσα ἀπό «δημοσιογραφικές πληροφορίες».

Ὡς μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς περιόδου 2015-2016 συμμετεῖχε ἐνεργά στήν προετοιμασία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν συμμετοχή της στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, μελετώντας τήν προϊστορία της καί τά τελικά κείμενα πού ἐγκρίθηκαν ἀπό τήν σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Γενεύη, τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016. Ἐπίσης, συνετέλεσε στό νά διατυπωθοῦν προτάσεις γιά διόρθωση ἤ βελτίωση ὁρισμένων ἀπό τά ἐγκεκριμένα κείμενα καί νά παρθοῦν γι’ αὐτό τόν σκοπό σχεδόν ὁμόφωνες ἀποφάσεις ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Κατόπιν συμμετεῖχε ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, στήν ὁποία ἀρκετές φορές ἔλαβε τόν λόγο, κατέθεσε ἀπόψεις, ὑπερασπίσθηκε τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος· ἄκουσε ποικίλες ἀπόψεις ἀπό τούς Συνέδρους· πολλῶν Προκαθημένων καί Ἱεραρχῶν τόν «νόον ἔγνω».

Τά κείμενα, δηλαδή, πού ἀπαρτίζουν τό βιβλίο αὐτό εἶναι μιά μαρτυρία αὐτόπτη καί αὐτήκοου μάρτυρα, ὅσων διαδραματίσθηκαν στήν τελευταία φάση προετοιμασίας τῆς Συνόδου, ἀλλά καί κατά τίς συνεδριάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.

Ὡς μαρτυρία τό βιβλίο αὐτό ἔχει τρία σημαντικά χαρακτηριστικά:

Πρῶτον, ὅπως ἤδη ἐπισημάνθηκε, μεταφέρει γεγονότα, συζητήσεις πού ἔγιναν καί ἀπόψεις Προκαθημένων καί Ἱεραρχῶν πού ἀκούστηκαν στό πλαίσιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τῶν ὁποίων ὁ Σεβασμιώτατος ἦταν αὐτόπτης καί αὐτήκοος μάρτυς, τά ὁποῖα δημοσιοποιοῦνται γιά πρώτη φορά.

Δεύτερον, ὅλα τά κείμενά του ὁ Σεβασμιώτατος τά στηρίζει στούς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τά ἐντάσσει μέσα στήν θεολογία τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς καί Ἐκκλησίας, εἴτε εἶναι κείμενα πού γράφηκαν πρό ἤ μετά τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἴτε εἶναι γραπτά κείμενα πού κατέθεσε στήν Γραμματεία τῆς Μεγάλης Συνόδου γιά νά περιληφθοῦν στά πρακτικά της, εἴτε εἶναι προφορικές παρεμβάσεις του κατά τίς Συνεδριάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, μαζί μέ τούς κατάλληλους σχολιασμούς. Ὅλα εἶναι ἐνταγμένα στήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Τρίτον, στήν ἐξιστόρηση γεγονότων καί στήν κριτική θεολογικῶν ἀπόψεων, ὅπως τῆς «ὁμολογιακῆς διγλωσσίας», τῆς «δημιουργικῆς ἀσάφειας» σέ διατυπώσεις πού ἀπαιτοῦν θεολογική σαφήνεια κ.ἄ., διακρίνεται γιά τήν εὐθυκρισία, τήν νηφαλιότητα καί τήν ἰσορροπία ἀπέναντι σέ ἀκρότητες, πού δέν βοηθοῦν στήν ἑδραίωση τῆς ἀκαινοτόμητης ἀλήθειας. Κινεῖται μέσα στά θεσμικά πλαίσια προσπαθώντας, μέ βάση ἀποφάσεις Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, νά ἀποφευχθοῦν συζητήσεις γιά θέματα πού δέν εἶχαν ὡριμάσει, ὅπως τό σχετικό μέ τήν Ἐκκλησία.

Τό θέμα αὐτό ὑπῆρχε πρό τοῦ 1976 στήν θεματολογία τῆς Συνόδου μέ τίτλο «ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας», τό ὁποῖο ἀπό τήν Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη τοῦ Νοεμβρίου τοῦ 1976 τέθηκε σέ «δεύτερη προτεραιότητα». Εἶναι δηλαδή θέμα πού πρόκειται νά συζητηθῇ, ἀφοῦ ὡριμάσει, ἀπό κάποια μελλοντική Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο. Γι’ αὐτό στίς συζητήσεις πού ἔγιναν γιά τό κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ζήτησε νά ἀποφευχθῇ ὁ πειρασμός τῆς συζήτησης γιά τό τί εἶναι Ἐκκλησία, ἄν εἶναι ἤ δέν εἶναι οἱ ἑτερόδοξες κοινότητες Ἐκκλησία, ἀφοῦ αὐτό εἶναι ἕνα θέμα πού θά ἀπασχολήσῃ, μετά ἀπό ἀναγκαῖες προσυνοδικές διασκέψεις μιά μελλοντική Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο. Γι’ αὐτό ζήτησε, ὑπερασπιζόμενος σχετική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, νά μήν ὑπάρχουν στήν ἀπόφαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ὅροι, ὅπως «χριστιανικές Ἐκκλησίες» ἤ «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», ἀλλά ἄλλη διατύπωση, σύμφωνη μέ τόν τίτλο τοῦ θέματος, ὅπως «λοιπός Χριστιανικός κόσμος».

Ἡ τελική διατύπωση πού ἀποφάσισε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, μετά ἀπό ἀλλαγή τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ τήν ὁποία δέν ἦταν σύμφωνος ὁ συγγραφέας, γι’ αὐτό καί δέν ὑπέγραψε τό τελικό κείμενο, ἀλλά καί οἱ ἀπόψεις περί Ἐκκλησίας πού ἀκούστηκαν ἤ εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητος, ἦταν ἡ αἰτία νά γραφοῦν δύο σημαντικά κεφάλαια τοῦ βιβλίου, μέ τίτλους: «Τά χαρισματικά καί τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ἤγουν Πεντηκοστή καί θεία Εὐχαριστία» καί «Ὁ ὅρος “Ἐκκλησίες” ὡς “τεχνικός ὅρος”».

Μέσα στό ὀγκῶδες βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου (751 σελίδων μεγάλου σχήματος), ἐκτός τῶν ἄλλων, κωδικοποιοῦνται οἱ μετά τήν Σύνοδο ἀποφάσεις τῶν (κατά τόπους) Ἐκκλησιῶν. Ἐπίσης, μέσα σ’ αὐτό περιλαμβάνονται ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τήν Οἰκουμενική Κίνηση καί ἰδιαίτερα τό πρόσωπο.

Γιά τίς «ψευδοθεολογήσεις» περί προσώπου

Γιά τό πρόσωπο ὑπάρχει ἕνα ἐκτενές κεφάλαιο μέ τίλτο: «Ἡ θεολογία τοῦ προσώπου στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί τίς Προσυνοδικές Διασκέψεις αὐτῆς», μέ ὑπότιτλο: «Ἱστορία καί ἑρμηνεία περί τοῦ θέματος», τό ὁποῖο εἶναι καρπός τῆς τελευταίας ἔρευνας τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου γιά τό πρόσωπο.
Στό κεφάλαιο αὐτό παρουσιάζει ὁ Σεβασμιώτατος τίς κρίσιμες σχετικές (περί προσώπου) συζητήσεις πού ἔγιναν στίς Προσυνοδικές Διασκέψεις, πάνω στό κείμενο μέ τίτλο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ»· καταγράφει τίς ἀπόψεις τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τίς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καί ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τό πῶς καταρτίσθηκε τό τελικό κείμενο πού κατατέθηκε γιά ἔγκριση στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.

Μετά ἀπό μελέτη τῶν ἀπόψεων συγχρόνων θεολόγων περσοναλιστῶν κάνει σημαντικότατες παρατηρήσεις γιά τό πῶς, γιά παράδειγμα, «συγχωνεύεται ἀτυχῶς τό ἀνθρωπολογικό ὑπόβαθρο τῆς δυτικῆς φιλοσοφίας γιά τό πρόσωπο (ἐλευθερία βούλησης ἔξω ἀπό κανόνες, αὐθεντίες καί συχνά τόν ἴδιο τόν Θεό) μέ τόν βιβλικό ὅρο ἄνθρωπος, χωρίς ὅμως νά λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν ἡ ὅλη ἑρμηνευτική πού ἔδωσαν στόν ὅρο ἄνθρωπος οἱ Πατέρες»(σ. 624). Ἐξηγεῖ, ἐπίσης, γιατί εἶναι πολύ σημαντικό νά μή γίνουν δεκτές οἱ περί προσώπου «ψευδοθεολογήσεις», οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν ὀρθοδόξους νά ἐπιτίθενται στούς ἱερούς Κανόνες, στόν ἡσυχασμό, στήν πνευματική πατρότητα, μιλώντας γιά «ὁρμέμφυτες θρησκευτικότητες». Ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τόν σύγχρονο περσοναλισμό, διότι μιλάει συνεχῶς γιά τόν ἄνθρωπο ὡς δημιούργημα κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ, στό ὁποῖο τό «ὄν καί ἀεί ὄν» εἶναι τό κατ’ εἰκόνα, ἐνῷ «ἡ ἀγαθότης καί ἡ σοφία» εἶναι τό καθ’ ὁμοίωσιν.

Ἐπίσης, σχετικά μέ τήν διάκριση ἀτόμου καί προσώπου ἀποδεικνύει ὅτι δέν ὑπάρχει στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τέτοια διάκριση, ἀλλά ἀπαντᾶται στόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη καί ἀναπτύχθηκε στίς μέρες μας ἀπό τόν Μαριτέν, καθώς καί ἀπό τόν Μπερτιάγιεφ, ὅπως δέχονται καί σύγχρονοι περσοναλιστές.

Παρουσιάζοντας τίς συζητήσεις πού ἔγιναν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο σχετικά μέ τίς ἔννοιες ἄνθρωπος καί ἀνθρώπινο πρόσωπο, μᾶς δίνει βασικά στοιχεῖα τοῦ προβληματισμοῦ ἑτερογλώσσων ὀρθοδόξων θεολόγων, ἀλλά καί ἀναλύσεις γιά τό πῶς εἰσέβαλε ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου μέ φιλοσοφικό καί ὄχι θεολογικό περιεχόμενο, ἀπό τόν σχολαστικισμό, τόν διαφωτισμό καί τόν γερμανικό ἰδεαλισμό, στούς στοχασμούς συγχρόνων ὀρθοδόξων θεολόγων.

Γενικά στό κείμενο αὐτό παρουσιάζονται οἱ ὁλοκληρωμένες θέσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου γιά τό πρόσωπο, οἱ ὁποῖες εἶναι καρπός μεγάλης ἔρευνας πού ἔκανε.

Εἶναι κατανοητό ὅτι δέν εἶναι δυνατόν σέ ἕνα σύντομο κείμενο νά μιλήσουμε μέ ἐπάρκεια γιά ἕνα πολυσέλιδο βιβλίο, χωρίς νά ἀδικήσουμε τό περιεχόμενό του.

Θά κλείσουμε τήν ἀναφορά μας στό βιβλίο-μαρτυρία τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, παραθέτοντας δύο χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό αὐτό.

Τό πρῶτο εἶναι ἀπό συνέντευξη τοῦ Σεβασμιωτάτου στό ρουμανικό περιοδικό Familia Orthodoxa:
«Εἶναι σημαντικό νά παραμένουμε μέσα στόν ὅμιλο τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, ἔστω καί ἄν ὑπάρχουν διάφορα προβλήματα, ὅπως οἱ Μαθητές πού ἐγκατέλειψαν τόν Χριστό, γιατί παραμένοντας μέ μετάνοια μέσα στόν ὅμιλο τῶν Μαθητῶν, χωρίς νά τούς ὑποτιμοῦμε, μποροῦμε νά δοῦμε τόν Ἀναστάντα Χριστό»(σ.432).

Τό δεύτερο εἶναι οἱ τελευταῖες γραμμές τοῦ βιβλίου:
«Ταυτίζονται τά κανονικά μέ τά χαρισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ μέ τόν τρόπο πού Ἐκεῖνο γνωρίζει καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, χωρίς νά συγκροτῇ “Ἐκκλησία” ἔξω ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη.  Φαίνεται ὅτι ἐκεῖνο πού τελικά θά ἐπικρατήσῃ θά εἶναι “ἡ δογματική συνείδηση” τῶν θεουμένων Πατέρων καί ὄχι οἱ θεσμοποιημένες ἀρχές, ἀπό ὁποιονδήποτε καί ἄν προέρχωνται. Οἱ κατά Χάρη θεούμενοι εἶναι οἱ ἐγγυητές τῆς ἀλήθειας καί σέ αὐτούς ἀναπαύεται ὁ Θεός.  Μακάριοι εἶναι ὅσοι ζοῦν στό ἔκπαγλο μυστήριο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς “αἰωνίας αὐτῆς καλλονῆς”»(σ.751).

Πρωτοπρεσβύτερος Θωμᾶς Βαμβίνης

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ