Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος μάρτυς Ἑρμινίγγελδος, 1 Νοεμβρίου

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος μάρτυς Ἑρμινίγγελδος, 1 ΝοεμβρίουὉ ἅγιος Ἑρμινίγγελδος ἔζησε τό 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν υἱός τοῦ βασιλιά τῶν Βησιγότθων Λιουβιγγέλδου, ὁ ὁποῖος, μαζί μέ ὅλο τό ἔθνος του, προσχώρησε στήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ Ἑρμινίγγελδος σέ ἕνα ταξίδι του στήν Ἀνατολή συνάντησε τόν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Λέανδρο καί ἀπό αὐτόν διδάχθηκε τήν Ὀρθόδοξη πίστη. Ὅταν ἐπέστρεψε, καί ἔγινε γνωστό τό γεγονός ὅτι ἀσπάσθηκε τήν Ὀρθοδοξία, ὁ πατέρας του προσπαθοῦσε καθημερινά πότε μέ κολακεῖες καί πότε μέ ὕβρεις νά τόν πείση νά ἐπιστρέψη στόν ἀρειανισμό. Καί ἐπειδή παρέμεινε σταθερός στήν Ὀρθόδοξη πίστη, διέταξε νά τόν βασανίσουν καί νά τόν κλείσουν στήν φυλακή. Στήν συνέχεια ἀπέστειλε ἕναν ἱερέα τῶν ἀρειανῶν γιά νά τόν κοινωνήση. Ὅπως ἦταν φυσικό ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε καί τότε ὁ πατέρας του διέταξε νά τόν φονεύσουν. Τό γεγονός αὐτό φανερώνει τό μέχρι ποῦ μπορεῖ νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο ἡ αἵρεση, ἤτοι μέχρι τόν φόνο τοῦ ἰδίου τοῦ παιδιοῦ του. Οἱ στρατιῶτες μπῆκαν στήν φυλακή καί θανάτωσαν τόν Ἑρμινίγγελδο, τήν στιγμή πού ἐκεῖνος προσευχόταν γονατιστός. Ἀμέσως, ἡ σκοτεινή φυλακή φωτίσθηκε καί ἀκούσθηκαν οὐράνιες μελωδίες.

Τελικά, ὁ πατέρας τοῦ μάρτυρος λίγο πρίν πεθάνη μετανόησε καί κάλεσε τόν Ἐπίσκοπο Λέανδρο γιά νά τοῦ διδάξη τήν Ὀρθοδοξία. Ἀλλά καί ὁ ἀδελφός του Ρεκχάδερος, ὁ διάδοχος τοῦ θρόνου, ἀσπάσθηκε καί αὐτός τήν Ὀρθοδοξία καί προέτρεψε τούς ὑπηκόους του νά πράξουν τό ἴδιο.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν περιορίζεται σέ γεωγραφικά ὅρια καί ἔθνη, ἀλλά εἶναι πάνω ἀπό αὐτά. Ἐπεκτείνεται σέ ὅλα τά πλάτη καί μήκη τῆς γῆς καί ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄλλωστε, ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ πρός τούς Ἀποστόλους ἦταν νά πορευθοῦν καί νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιον σέ ὅλη τήν κτίση καί νά μαθητεύσουν πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες τούς ἀνθρώπους στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Στό διάβα τῆς ἱστορίας πολλά ἀπό αὐτά τά ἔθνη ἐπέζησαν καί ὑπάρχουν μέχρι σήμερα, ἄλλα, ὅμως, σβήστηκαν ἀπό τόν Χάρτη. Ἕνα ἀπό τά ἔθνη αὐτά πού μεσουράνησε κυρίως τόν 6ο αἰώνα, ἀλλά δέν ὑπάρχει σήμερα εἶναι καί οἱ Βησιγότθοι, τῶν ὁποίων τό βασίλειο περιελάμβανε τήν Ἰβηρική χερσόνησο, ἐκεῖ πού σήμερα βρίσκονται τά κράτη τῆς Ἱσπανίας καί τῆς Πορτογαλίας, καί τό νότιο μέρος τῆς σημερινῆς Γαλλίας, κατόπιν δέ περιορίστηκε στήν Ἰβηρική Χερσόνησο. Οἱ Βησιγότθοι ἦταν ὁ δυτικός κλάδος τῶν νομαδικῶν γερμανικῶν φυλῶν πού ἀναφέρονται συνολικά ὡς Γότθοι. Αὐτές οἱ φυλές ἄκμασαν καί ἐξαπλώθηκαν τά τελευταῖα χρόνια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας κατά τήν Ὕστερη Ἀρχαιότητα, πού εἶναι γνωστή καί ὡς περίοδος τῶν Μεγάλων Μεταναστεύσεων. Οἱ Βησιγότθοι προέκυψαν ἀπό προηγούμενες γοτθικές ὁμάδες πού εἰσέβαλαν στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Ξεκίνησαν τό 376 μ.Χ. καί νίκησαν τούς Ρωμαίους στήν μάχη τῆς Ἀδριανούπολης τό 378 μ.Χ. Στίς ἀρχές τοῦ 8ου αἰώνα μ.Χ., καί συγκεκριμένα τό 711 καί 712, οἱ Βησιγότθοι ἠττήθηκαν ἀπό τούς προελαύνοντες Ἄραβες καί Βέρβερους, οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν ὑπό τόν ἔλεγχό τους ὁλόκληρο τό βασίλειο τῶν Βησιγότθων. Ἀπομεινάρια τῶν Βησιγότθων σήμερα ἀποτελοῦν ἀρκετοί Ναοί καί ἀρχαιολογικά εὑρήματα στήν Ἱσπανία καί τήν Πορτογαλία.

Πάντως, δέν μπορεῖ κανείς εὔκολα νά παραβλέψη τόν λόγο τοῦ Προφήτου Ἠσαΐα, πού, ἀπευθυνόμενος στόν Θεό, Τοῦ λέγει ὅτι «τά γάρ ἔθνη καί οἱ βασιλεῖς, οἵτινες οὐ δουλεύσουσί σοι, ἀπολοῦνται καί τά ἔθνη ἐρημίᾳ ἐρημωθήσεται», ὅταν ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τήν ἱστορία.

Δεύτερον. Στό Συναξάριο πού ἀναγινώσκεται στούς Ἱερούς Ναούς τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ μάρτυρος, κατά τήν διάρκεια τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου, εἶναι γραμμένοι καί οἱ ἑξῆς στίχοι: «Ἑρμινίγγελδος ἐκπλυθείς βαφήν πλάνης, σφαγήν ὑποστάς βάπτεται λύθρου κόχλῳ». Δηλαδή, σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση, ὁ Ἑρμινίγγελδος ἀφοῦ πλύθηκε καί καθαρίσθηκε ἀπό τήν βαφή τῆς πλάνης, μέ τόν σφαγιασμό του βάφτηκε μέ τό πορφυροῦν χρῶμα (τοῦ αἵματός του), τό ὁποῖο τόν καθάρισε ἀπό κάθε μολυσμό.

Στούς στίχους αὐτούς ὁμολογεῖται, μεταξύ ἄλλων, καί ἡ μεγάλη ἀλήθεια ὅτι ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας, πού ἀποτελεῖ, σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, τήν προϋπόθεση τῆς ὁράσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεώς Του, συνδέεται μέ τήν ὀρθή καί ἀνόθευτη πίστη. Ἄλλωστε, πιστεύω στόν Θεό, «σημαίνει ὅτι φρονῶ περί αὐτοῦ ὀρθῶς», ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἑπομένως, στήν αἵρεση καί τήν πλάνη δέν ὑπάρχει ἐμπειρική γνώση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καί στήν πραγματικότητα δέν ὑπάρχει πίστη. Ὅσο εὑρίσκεται κανείς στήν αἵρεση καί τήν πλάνη δέν εἶναι δυνατόν νά γνωρίση ἀληθινά τόν Τριαδικό Θεό, νά δεχθῆ τήν Χάρη Του καί νά γίνη ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδή ἡ ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἡ κοινωνία μαζί Του, ἤτοι ἡ θέωση, προϋποθέτει ταπείνωση, ἐσωτερική καθαρότητα καί ἀνόθευτη πίστη. Μέσα στόν χῶρο τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσεως δέν εἶναι δυνατόν νά εὑρεθῆ ταπείνωση καί ἀγάπη, ἀλλά ἐκεῖ ὑπάρχει μόνον ὑπερηφάνεια, ἐσωτερική ἀκαθαρσία, ἀκαταστασία καί «πᾶν φαῦλον πράγμα», ἐπειδή, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «τά πονηρά πάθη καί τά δυσσεβῆ δόγματα ἀλληλοεισάγονται, πραγματοποιούμενα λόγῳ τῆς δικαίας ἐγκαταλείψεως ἀπό τόν Θεό». Ἀντίθετα, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ πιστός ἔχει τήν δυνατότητα, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν προσωπικό του ἀγώνα γιά τήν βίωση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, νά γνωρίση τόν Θεό διά Πνεύματος Ἁγίου. Τότε ἀποκτᾶ τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς. Γιά τήν ἐπιβεβαίωση τῶν παραπάνω θά καταγραφῆ ἕνα πραγματικό γεγονός.

Κάποτε, ἕνας ἁγιορείτης ζηλωτής μοναχός, τοῦ ὁποίου, ὅμως, ὁ ζῆλος δέν ἦταν κατ’ ἐπίγνωση, κατάλαβε τήν πλάνη στήν ὁποία εἶχε περιέλθει καί ἡ ὁποία ἔγινε αἰτία νά ἀποκοπῆ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, ὅταν ἀρρώστησε, ἐπειδή τότε ὅλοι οἱ φίλοι, συμμοναστές καί «ὁμοϊδεάτες» του μοναχοί, αὐτοί πού ἐκεῖνος νόμιζε ὅτι τόν ἀγαποῦσαν, τόν ἐγκατέλειψαν καί τόν ἀγνόησαν παντελῶς. Ἀντίθετα, τοῦ συμπαραστάθηκαν καί τόν φρόντισαν μέ περισσή ἀγάπη οἱ μοναχοί, τούς ὁποίους ἐκεῖνος θεωροῦσε ὡς πλανεμένους, ἐπειδή ἀπέφευγαν τίς ἀκρότητες. Τότε, λοιπόν, κατάλαβε καί ὁμολόγησε ὅτι ἡ ἀληθινή καί τέλεια ἀγάπη ἐμφωλεύει μέσα στίς καρδιές ἐκείνων πού πιστεύουν καί ζοῦν ὀρθόδοξα, καί ἀγωνίζονται νά διατηροῦν καθαρή καί ἀνόθευτη τήν πίστη, ἀπαλλαγμένη ἀπό ἐκπτώσεις καί ὑποχωρήσεις, ἀλλά καί ἀπό ἀκρότητες καί φανατισμούς.

Ἔθνη, μεγάλα καί ἰσχυρά, ἐρημώθηκαν καί ἀφανίσθηκαν. Βασιλεῖς καί ἄρχοντες, ἰσχυροί τῆς γῆς, πού γνώρισαν κάποτε τιμές καί δόξες ἀπέθαναν ἄδοξα καί δέν τούς θυμᾶται κανείς. Ἀντίθετα, «οἱ δίκαιοι εἰς τόν αἰῶνα ζῶσι» καί «ἡ ἐλπίς αὐτῶν (εἰς τόν Θεόν) ἀθανασίας πλήρης», καί «τό μνημόσυνον αὐτῶν εἰς γενεάν καί γενεάν».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ