Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ προέλευση τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης

Ἀπόσπασμα ἀπό εἰσήγηση σέ Συνέδριο τοῦ Συνδέσμου Κρητῶν Θεολόγων: Ἡ εἰκόνα τοῦ σύγχρονου Κόσμου.

Ἡ εἰσήγηση περιλαμβάνεται στό βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου “Εἰκονοφιλικό καί Εἰκονοκλαστικό Πνεύμα” καί ἔχει γενικό τίτλο “Ἡ εἰκόνα τοῦ σύγχρονου κόσμου”.

Ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καί, βέβαια, τό τελειότερο δημιούργημα εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας, ὁ μικρόκοσμος μέσα στόν μεγαλοκόσμο. Ἀναλύοντας ὁ ἅγιος Μάξιμος τό πρόβλημα τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου σέ σχέση μέ τήν γέννηση καί προέλευση τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης, λέγει ὅτι ὁ Θεός Λόγος πού δημιούργησε τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου δέν τήν ἔκανε νά ἔχη ἡδονή καί ὀδύνη. “Ου συνέκτισεν αὐτή κατ’ αἴσθησιν οὔτε ἡδονήν οὔτε ὀδύνην”. Εἶναι χαρακτηριστικός καί ἐπιμένει στό σημεῖο αὐτό ὅταν λέγη: “Ἡδονή, καί ὀδύνη, τή φύσει τῆς σαρκός οὐ συνεκτίσθησαν”.

Ἐνῶ δέν ὑπῆρχε στόν προπτωτικό ἄνθρωπο ἡδονή καί ὀδύνη, ἐν τούτοις ὑπῆρχε κάποια νοερά δύναμη πρός ἡδονήν, διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος θά μποροῦσε νά ἀπολαύση ἀρρήτως τόν Θεό. Ὅμως, ἔκανε παράχρηση αὐτῆς τῆς φυσικῆς δυνάμεως. Τήν “κατά φύσιν τοῦ νοῦ πρός Θεόν ἔφεσιν” ὁ ἄνθρωπος τήν ἔστρεψε στά αἰσθητά καί ἔτσι “ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πρός τά αἰσθητά κατ’ αὐτήν τήν πρώτην κίνησιν, διά μέσης της αἰσθήσεως ἔσχε παρά φύσιν ἐνεργουμένην τήν ἠδονήν”. Οἱ λέξεις “κατά φύσιν” καί “παρά φύσιν” δείχνουν τήν ὅλη ὀντολογική ἀλλαγή πού ἔγινε στόν ἄνθρωπο καί παρουσιάζουν ἐμφανῶς τήν πτωτική κατάστασή του. Βεβαίως, αὐτόν τόν τρόπο λειτουργίας τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς δέν τόν ἐφεῦρε ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του, ἀλλά μέ τήν συμβουλή τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος κινήθηκε ἀπό φθόνο πρός τόν ἄνθρωπο, στόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔδειξε ἰδιαίτερη προσοχή καί ἐνδιαφέρον. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ διάβολος δέν ἐφθόνησε μόνο τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί αὐτόν τόν Ἴδιο τόν Θεό: “Φθονῶν τῷ Θεῶ καί ἠμίν ὁ διάβολος, δόλω τόν ἄνθρωπον ὑπό Θεοῦ φθονεῖσθαι παραπείσας, παραβῆναι τήν ἐντολήν παρεσκεύασε”.

Μετά τήν παρά φύση κίνηση τῆς νοερᾶς δυνάμεως τῆς ψυχῆς πρός τά αἰσθητά καί τήν γένεση τῆς ἡδονῆς, ὁ Θεός, ἐνδιαφερόμενος γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, “παρέπηξεν, ὥσπερ τινά τιμωρόν δύναμιν, τήν ὀδύνην”. Ἡ ὀδύνη πού ὁ Θεός μέ τήν φιλανθρωπία Τοῦ συνέδεσε μέ τήν ἡδονή εἶναι ὅλο το πλέγμα τοῦ θνητοῦ καί παθητού σώματος, δηλαδή εἶναι ὁ νόμος τοῦ θανάτου, πού συνδέθηκε ἔκτοτε πολύ στενά μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Μέ τόν τρόπο αὐτόν περιορίζεται ἥ του “νοῦ μανία”, ἡ ὁποία παρακινεῖ τήν ἔφεση τῆς ψυχῆς παρά φύση στά αἰσθητά. Ἡ ὅλη ἀνάπτυξη αὐτή τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ δέν ὑπενθυμίζει καθόλου τήν πλατωνική διδασκαλία γιά τήν κίνηση τῆς ἀθανάτου ψυχῆς ἀπό τόν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν καί τόν ἐγκλεισμό τῆς μέσα στό θνητό σῶμα, τό ὁποῖο εἶναι ἡ φυλακή τῆς ψυχῆς, ἁπλούστατα, γιατί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἐντεταγμένος ὀργανικά σέ ὅλη τήν ὀρθόδοξη παράδοση, δέν κάνει διάκριση μεταξύ φύσει ἀθανάτου ψυχῆς καί φύσει θνητοῦ σώματος, δέν πιστεύει σέ κάποιον ἀθάνατο καί ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν, καί οὔτε, φυσικά, υἱοθετεῖ μιά δυαλιστική ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἡ σωτηρία τοῦ εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τό δεσμωτήριο τῆς ψυχῆς, πού εἶναι τό σῶμα. Στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γίνεται σαφής λόγος γιά παρά φύση κίνηση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καί γιά τοῦ “νοῦ μανία”, πού παρασύρει καί τό σῶμα σέ παρά φύση καταστάσεις καί ἐνέργειες. Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ὅτι τό προπατορικό ἁμάρτημα συνίσταται στήν “πρώτην κίνησιν τῆς ψυχής” πρός τά αἰσθητά, καί τόν “νόμον τοῦ θανάτου”, ἀπό φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, ἡ ἡδονή καί ἡ ὀδύνη συνιστοῦν τό λεγόμενο προπατορικό ἁμάρτημα. Ἡ ἡδονή εἶναι ἡ πρώτη κίνηση τῆς ψυχῆς πρός τά αἰσθητά, ἡ δέ ὀδύνη εἶναι ὅλος ὁ νόμος τοῦ θανάτου πού ριζώθηκε μέσα στήν ὑπάρξη τοῦ ἀνθρώπου καί ἀποτελεῖ τόν νόμο τῆς θνητῆς σαρκός.

Ὑπέροχες εἶναι οἱ παρατηρήσεις τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ παράβαση ἐπενόησε τήν ἡδονή “εἰς φθοράν τῆς προαιρέσεως”, γιά νά διαφθείρη, δηλαδή, τήν προαίρεση, τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἐπέβαλε δέ καί τήν ὀδύνη (τόν θάνατο) “εἰς λύσιν τῆς φύσεως”, δηλαδή γιά τήν διάλυση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ μέν ἡδονή προκαλεῖ τήν ἁμαρτία, πού εἶναι ὁ ἑκούσιος θάνατος τῆς ψυχῆς, ἡ δέ ὀδύνη, μέ τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, προκαλεῖ τήν ἀποσύνθεση τῆς σάρκας. Αὐτό, βέβαια, ἦταν τό ἔργο καί ὁ σκοπός τοῦ διαβόλου, ὅμως ὁ Θεός ἐπέτρεψε τόν σύνδεσμο τῆς ἡδονῆς μέ τήν ὀδύνη, παραχώρησε, δηλαδή, τήν εἴσοδο τοῦ θανάτου στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ἀγάπη καί φιλανθρωπία, ἀφοῦ ἡ ὀδύνη εἶναι ἀναίρεση τῆς ἡδονῆς. Ἔτσι, “κατά πρόνοιαν γάρ, πρός κόλασιν τῆς κατά προαίρεσιν ἡδονῆς, δέδωκεν ὁ Θεός τή φύσει τήν παρά προαίρεσιν ὀδύνην καί τόν ἐπ’ αὐτή θάνατον”.

* * *

Ἡ κατάσταση τοῦ κόσμου σήμερα ἐκφράζεται παραστατικά καί ἀναλυτικά ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅπως διασώζεται στήν Β’ πρός Τιμόθεο ἐπιστολή του. Ὑπάρχουν δύο ρεύματα καί δύο καταστάσεις ἀνθρώπων.

Στήν πρώτη ἀνήκουν οἱ ἐκτός του Θεοῦ ζῶντες. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Τοῦτο δέ γίνωσκε, ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροί χαλεποί• ἔσονται γάρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι, προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἤ φιλόθεοι, ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τήν δέ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι. καί τούτους ἀποτρέπου. ἐκ τούτων γάρ εἰσιν οἱ ἐνδύνοντες εἰς τάς οἰκίας καί αἰχμαλωτίζοντες γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις, ἀγόμενα ἐπιθυμίαις ποικίλαις, πάντοτε μανθάνοντα καί μηδέποτε εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα. ὅν τρόπον δέ Ἰαννής καί Ἰαμβρής ἀντέστησαν Μωϋσεῖ, οὕτω καί οὗτοι ἀνθίστανται τή ἀληθεία, ἄνθρωποι κατεφθαρμένοι τόν νοῦν, ἀδόκιμοι περί τήν πίστιν. ἀλλ’ οὐ προκόψουσιν ἐπί πλεῖον• ἡ γάρ ἄνοια αὐτῶν ἔκδηλος ἔσται πάσιν, ὡς καί ἡ ἐκείνων ἐγένετο” (Β’ Τιμ. γ’ 1-9).

Στήν δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγονται οἱ ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ πού ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια καί ζοῦν ἐν Χριστῷ, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀπόστολο: “Σύ δέ παρηκολούθηκάς μου τή διδασκαλία, τή ἀγωγή, τή προθέσει, τή πίστει, τή μακροθυμία, τή ἀγάπη, τή ὑπομονή, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἴα μοί ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχεία, ἐν Ἰκονίω, ἐν Λύστροις. οἴους διωγμούς ὑπήνεγκα! καί ἐκ πάντων μέ ἐρρύσατο ὁ Κύριος. καί πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται” (Β’ Τιμ. γ’, 10-12).

Οἱ ἄνθρωποι τῆς πρώτης κατηγορίας εἶναι “πονηροί ... καί γόητες, πλανῶντες καί πλανώμενοι”, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι τῆς δεύτερης κατηγορίας εἶναι οἱ ἄρτιοι καί ὁλοκληρωμένοι, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου: “ἴνα ἄρτιος ἤ ὅ του Θεοῦ ἄνθρωπος, πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἐξηρτισμένος” (Β’ Τιμ. γ’, 13-17).

Θέλω νά πιστεύω ὅτι καί σήμερα ὑπάρχει ἕνα ἰσχυρό ρεῦμα ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέσα στό πνεῦμα τῆς ἀμιάντου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, καθώς ἐπίσης καί ἄλλοι οἱ ὁποῖοι ἀπογοητευμένοι ἀπό τήν τραγωδία τοῦ ἡδονισμοῦ καί τῆς ὀδύνης ἀναζητοῦν διέξοδο ἀπό τήν τραγική Κόλαση. Χωρίς νά στεκόμαστε σέ ἀρνητικές καταστάσεις καί νά ὀλοφυρόμαστε γιά τήν τραγικότητα τοῦ συγχρόνου κόσμου πρέπει νά βλέπουμε αὐτά τά θετικά σημεῖα καί νά δίδουμε τροφή σέ αὐτούς πού πεινοῦν καί διψοῦν τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιατί ἔτσι θά συντελέσουμε στήν ἀναζωογόνηση τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

  • Προβολές: 3087