Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Τελική ἀπάντηση στόν κ. Ἀναστάσιο Βαβοῦσκο

τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου

Διάβασα τό νέο κείμενο πού ἀνήρτησε στό διαδίκτυο ὁ κ. Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος, διδάκτωρ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, μέ τίτλο «Ἀπάντηση στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου» (Ρομφαία 7-4-2019) καί νομίζω δέν χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση πάνω στό θέμα αὐτό, γιατί δέν θά βοηθήση οὐσιαστικά, ἐπειδή ἐνδεχομένως θά φανῆ ὅτι εἶναι διένεξη δύο ἀνθρώπων, ἐνῶ τό θέμα εἶναι βαθύτατα ἐκκλησιολογικό καί ἀπαιτοῦνται προσεκτικοί χειρισμοί.

Οἱ ἀναγνῶστες πού διάβασαν τά κείμενα πού ἀντηλλάγησαν μεταξύ μας θά κρίνουν. Μόνον θά τονίσω δύο σημεῖα.

Τό πρῶτον, σημεῖο εἶναι ὅτι κατά τήν ἄποψή μου τέτοια ἐπιχειρήματα καί ὁ τρόπος ἐκφορᾶς τους ὑποβιβάζουν πολύ τήν συζήτηση γιά τό θέμα πού ἔχει ἀνακύψει μέ τήν Αὐτοκεφαλία στήν Οὐκρανία, τό ὁποῖο εἶναι πολύπλευρο καί πολυποίκιλο.

Ὅπως εἶχα γράψει στήν ἀπό 30-3-2019 ἐπιστολή μου πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βασίλειος ἀπέστειλε ἐπιστολή πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας μέ τήν ὁποία ἀνακοίνωνε τήν ἀνύψωσή της σέ Πατριαρχεῖο (ἀρ. πρωτ. 1579/30-7-1925) καί μεταξύ τῶν ἄλλων ἔγραψε:

«Ἄσμενοι προσφωνοῦμεν τήν Ὑμετέραν Μακαριότητα διά τοῦ νέου Αὐτῆς σεπτοῦ Πατριαρχικοῦ τίτλου, προφρόνως ἄρτι δι’ ἀποφάσεως ὁμοθύμου τῆς περί ἡμᾶς Ἁγίας καί Ἱ. Συνόδου ἀναγνωρισθέντος. Ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ὡς μήτηρ φιλόστοργος, τήν ἔφεσιν καί τήν ἀπόφασιν κρίνασα καί ἐννοήσασα τῆς πεφιλημένης καί τετιμημένης αὐτῆς θυγατρός τε καί ἀδελφῆς ἐν Χριστῷ Ἁγίας Ρουμαν. Ἐκκλησίας, οὐχ εὗρεν ἀνυπέρβλητον κώλυμα τῷ καλῷ τῆς οἰκονομίας χρήσασθαι τρόπῳ καί προφρόνως καί ἀπό τοῦδε τήν ἑαυτῆς δοῦναι ἀδελφικήν συγκατάθεσιν καί ἀναγνώρισιν εἰς τά ἀπό κοινῆς ἀποφάσεως Ἐκκλησίας τε καί Πολιτείας ἐν τῇ ἀδελφῇ Ἐκκλησίᾳ γενόμενα, ἐν πεποιθήσει καί ἐπί τῇ προσδοκίᾳ βεβαίως ὅτι καί ὑπό ὅλης τῆς Ἁγίας Ὀρθοδ. Ἐκκλησίας, ἐν Οἰκουμενικῇ ἤ καί μεγάλῃ ἄλλη Συνόδῳ ἐν πρώτῃ εὐκαιρίᾳ συνερχομένης καί τελειωτικῶς περί τῶν τοιούτων κατά τήν κανονικήν ἀκρίβειαν ἀποφασιζούσης, οὐκ ἄλλως τά ἀπό χρηστῆς προθέσεως ὑπέρ τῆς ὠφελείας καί τῆς δόξης τῆς Ἐκκλησίας προτελεσθέντα κριθήσονται. Ἔχομεν δέ βεβαίαν ὡσαύτως τήν πεποίθησιν, ὅτι ἐν τῇ ἀπόψει ἡμῶν ταύτη, καί ἄλλα ἐχούσῃ ἤδη τά πραγματικά παραδείγματα, ὁμογνώμονας καί συμψήφους ἔξομεν καί τούς λοιπούς Ἁγιωτάτους καί Σεβασμιωτάτους Πατριάρχας καί Προέδρους πασῶν τῶν Ἁγίων ἀδελφῶν ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί κοινή καί ἀπό τοῦδε ἔσται πάντων ἡ συναίνεσις περί τῆς εἰς τήν Πατριαρ­χικήν ἀξίαν ἀνυψώσεως τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, ὡς τιμῆς καί ἐπιβραβεύσεως λόγῳ τε τῆς εὐλογίᾳ Θεοῦ ἐπελθούσης ἄρτι διά τῆς πολιτικῆς τοῦ ὅλου εὐσεβοῦς Ρουμανικοῦ Ἔθνους συνενώσεως μεγαλύνσεως τῶν κατ’ αὐτήν εὐκαίρου καί δεδικαιολογημένης, λόγῳ τε τῆς ἐλπιζομένης μείζονος ἐν τῇ πίστει καί τῇ εὐσεβείᾳ προκοπῆς καί ἐπανθήσεως τῶν κατ’ αὐτήν προσφόρου καί λυσιτελοῦς» (Ἀναστασίου Βα­βούσκου καί Γρηγορίου Λιάντα, Οἱ θεσμοί τοῦ αὐτοκεφάλου καί τοῦ αὐτο­νόμου καθεστῶτος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σελ. 149-150).

Τό ἴδιο παρατηρεῖ κανείς καί στήν ἐπιστολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου στήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας (ἀρ. πρωτ. 552/27-7-1961) μέ τήν ὁποία ἀνακοίνωνε τήν ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν ἀνύψωσή της σέ Πατριαρχεῖο.

Αὐτά τά Πατριαρχικά καί Συνοδικά κείμενα, στά ὁποῖα γίνεται λόγος γιά τήν χορήγηση τῆς Πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας μέ χρήση οἰκονομίας καί γιά τήν τελείωσή της σέ Οἰκουμενική καί Μεγάλη Σύνοδο, ἡ ὁποία «τελειωτικῶς κατά τήν κανονικήν ἀκρίβειαν» θά ἀποφασίση καί θά κρίνη γιά τά «προτελεσθέντα», δέν μπορεῖ κανείς νά τά παρακάμψη οὔτε νά τά ὑποτιμήση οὔτε καί νά τά θεωρήση ὅτι «δέν παράγουν νομοκανονικά ἀποτελέσματα καί δέν δεσμεύουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» καί ὅτι «συνιστοῦν προτάσεις καί ἔκθεση ἀπόψεων» καί «ἔκφραση προθέσεων».

Ἴσως μέ αὐτόν τόν τελευταῖο χαρακτηρισμό ὁ κ. Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος νά ἐννοῆ ἄλλο Πατριαρχικό κείμενο πού ἐγράφη ἐν ὄψει τῶν συζητήσεων σέ Προσυνοδικές Διασκέψεις, ἀλλά ἐν πάσῃ περιπτώσει παρακάμπτει καί ὑποτιμᾶ αὐτά τά ὑπεύθυνα Πατριαρχικά καί Συνοδικά ἔγγραφα, πού ἐστάλησαν στίς Ἐκκλησίες γιά νά ἀνακοινωθῆ ἡ χορήγηση Πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας, στά ὁποῖα γίνεται ἀναφορά στό κατ' οἰκονομίαν καί τό κατ' ἀκρίβειαν. Ἀκόμη, δέν γίνεται διάκριση μεταξύ χορηγήσεως Αὐτοκεφαλίας καί Πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας.

Νομίζω ὅτι τέτοιες ἀπόψεις δέν ἐκφράζουν σεβασμό στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γιατί τό παρουσιάζουν ἄλλα νά γράφη στόν Τόμο μέ τόν ὁποῖο χορηγεῖ τήν Πατριαρχική τιμή καί ἀξία καί ἄλλα νά γράφη στά Πατριαρχικά καί Συνοδικά ἔγγραφα πού ἀποστέλλει στίς Ἐκκλησίες. Ἀντίθετα ἐγώ τά θεωρῶ ἑνιαῖα, γιατί τό ἴδιο Συνοδικό ὄργανο πού ἐξέδωσε τούς Τόμους, τό ἴδιο τούς ἑρμηνεύει στίς Ἐπιστολές του.

Ἐπίσης, ἡ ἄποψη ὅτι δέν χρειάζεται ἡ συναίνεση τῶν Πατριαρχῶν τῶν Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων γιά τήν χορήγηση σέ μιά Ἐκκλησία Πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας καί τήν ἀλλαγή σειρᾶς τῶν Διπτύχων εἶναι παράδοξη καί λειτουργεῖ σέ βάρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία λειτουργεῖ συνοδικῶς.

Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι αὐτόν τόν καιρό ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας διακυβεύεται σοβαρά μέ συνταρακτικές συνέπειες, πού προκαλοῦν βαθύτατο πόνο, γι' αὐτό κάθε ὑπεύθυνος ἄνθρωπος εἴτε Ἐπίσκοπος εἴτε ἐπιστήμονας πρέπει νά διαθέτη ψυχραιμία, νηφαλιότητα καί προσευχή, ὥστε νά μήν διαιωνισθοῦν σχισματικές καταστάσεις στήν Ἐκκλησία πού δύσκολα θά θεραπευθοῦν.  

Ἔτσι, ἡ πρόταση πού γίνεται ἀπό ἕναν διδάκτορα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου πρός τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «ex cathedra», δέν βοηθάει καθόλου στήν ἐπίλυση τοῦ θέματος. Ποιά εἶναι ἡ πρότασή του πού διατυπώνεται μέ ἀπόλυτο καί αὐθεντικό τρόπο;

«Ἐγώ, αὐτό πού ἔχω νά  πῶ, εἶναι τό ἑξῆς. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὀφείλει ἄμεσα καί χωρίς καθυστέρηση νά ἀνακαλέσει τήν ἐντολή πρός τίς δύο Συνοδικές Ἐπιτροπές γιά διερεύνηση τοῦ θέματος τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας καί νά προχωρήσει στήν ἀπεύθυνση ἐπιστολῆς πρός τόν Προκαθήμενο τῆς νέας Ἐκκλησίας, μέ τήν ὁποία νά τόν συγχαίρει γιά τήν ἐκλογή του καί νά τόν καλεῖ νά ἐπισκεφθεῖ τήν Ἀθήνα. Ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀπόφαση ἤ ἐνέργεια εἶναι ἀντικανονική».

Τέτοια πρόταση καί μέ τόν ἰδιαίτερο αὐτόν τρόπο πού διατυπώνεται δέν προσφέρει καλές ὑπηρεσίες καί στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού ὑποτίθεται ὅτι θέλει νά τό ὑποστηρίξη.

Κατά τόν ἴδιο τρόπο, δέν βοηθοῦν στήν διασφάλιση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό διαφόρους πού ἀσχολοῦνται μέ τό θέμα, οἱ ἀδιάκριτες φωνές, οἱ ὕβρεις δίκην ποδοσφαιρικῶν σωματείων καί οἱ χαρακτηρισμοί ἐναντίον Πατριαρχῶν καί Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι αὐτό τόν καιρό διακατέχονται ἀπό μεγάλη ἀγωνία καί ἀγρυπνία γιά τήν ἐπίλυση τῶν σοβαρῶν προβλημάτων πού προέκυψαν.

Ἐπιτέλους, δέν μπορεῖ κανείς νά ἀμφισβητήση τήν ἀγάπη μας πρός τήν Ἐκκλησία, ὅταν γιά πενήντα χρόνια (μισόν αἰώνα) περιβαλλόμαστε τό τίμιο ράσο καί ἀγωνιζόμαστε στήν χώρα μας καί σέ ὅλο τόν κόσμο, προφορικῶς καί γραπτῶς, νύκτα καί ἡμέρα, μέ θυσίες καί στερήσεις, παρά τά λάθη μας, γιά τόν ἔπαινο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν προβολή τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐπειδή παρατηρῶ ὅτι ὁ κ. Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος ἀπαντᾶ μέ πολύ σπουδή στίς ἀπόψεις ἑνός Ἐπισκόπου, πού εἶναι μέλος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀγαπᾶ τόν θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖο ζῆ στόν σταυρό, καί αἰσθάνεται πόνο γιά τήν διακύβευση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, θά τόν προέτρεπα, ὡς κανονολόγος πού εἶναι, νά ἀπαντήση καί στά ἐρωτήματα πού τοῦ ἔχει θέσει πρό καιροῦ προσωπικά καί δημοσίως σέ κείμενό του ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος.

Τελικά νομίζω, πάνω ἀπό ὅλα αὐτόν τόν καιρό χρειάζεται ἀπ' ὅλους μας σύννοια, προσευχή, φόβος Θεοῦ καί σοβαρές προτάσεις πρός τούς ὑπευθύνους, ὥστε νά βοηθήσουν στήν ἐπίλυση τοῦ θέματος, καί ὄχι νά τορπιλίσουν ἔτι περαιτέρω τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.–