Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας, 8 Μαΐου

Ὁ ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας καταγόταν ἀπό τήν παλαιά Ρώμη, ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς καί εὐσεβεῖς. Ἀπό μικρός ἔμαθε τά ἱερά γράμματα, ἀλλά ἐδιδάχθη καί τήν θύραθεν σοφία. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος τόν προσκάλεσε στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά ἀναλάβη τήν ἐκπαίδευση τῶν υἱῶν του, Ὀνωρίου καί Ἀρκαδίου καί τόν σεβόταν καί τόν τιμοῦσε, ἀλλά καί οἱ ἄρχοντες τῆς βασιλικῆς Συγκλήτου «τόν ἔβλεπαν σάν ἕναν μεγάλο θησαυρό καί κειμήλιο».

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας, 8 ΜαΐουὍμως, τόν ὅσιο δέν τόν ἔθελγε ἡ ἀνθρώπινη δόξα καί δέν τόν εὐχαριστοῦσε ἡ ζωή στό παλάτι. Αὐτός ἀναζητοῦσε τόν Θεό καί ποθοῦσε νά ἀφιερωθῆ ὁλοκληρωτικά σέ Αὐτόν, γι’ αὐτό καί προσευχόταν καθημερινά γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ πόθου του. Καί πράγματι ὁ Θεός τόν πληροφόρησε ἐσωτερικά, λέγοντάς του: «Ἀρσένιε, φεῦγε τούς ἀνθρώπους καί σώζου». Τότε ὁ Ὅσιος πῆγε στήν Ἀλεξάνδρεια καί ἔγινε μοναχός στήν Σκήτη. Ἀργότερα ὁ Θεός, βλέποντας τόν ζῆλο του καί τήν πνευματική πρόοδό του, τόν ὁδήγησε στήν ἔρημο, λέγοντάς του: «Ἀρσένιε, φεῦγε, σιώπα, ἡσύχαζε καί σώζου». Κάνοντας ὑπακοή στήν θεία ἐντολή, προόδευσε πολύ στήν πνευματική ζωή, ἀλλά φρόντιζε νά κρύπτη ἐπιμελῶς ἀπό τούς ἀνθρώπους τήν ἐσωτερική του ἐργασία. Ὁ Θεός, ὅμως, τόν φανέρωσε, γιά τήν πνευματική ὠφέλεια ὅλων ἐκείνων πού ἀναζητοῦσαν τήν ὁδό τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, ἡ φήμη του ξεπέρασε τήν Ἀλεξάνδρεια καί ἔφθασε στά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος, μαζί μέ τήν συνοδεία του, καί τόν παρεκάλεσε νά τούς πῆ λόγο γιά νά ὠφεληθοῦν. Τότε ὁ Ὅσιος, πού ἦταν ταπεινός, εἶπε: «Ἐάν σᾶς πῶ, φυλάγετε τόν λόγο μου;». Καί ὅταν ἀπάντησαν καταφατικά, τόν ἄκουσαν νά τούς λέγη: «Ὅπου ἀκοῦτε ὅτι βρίσκεται ὁ Ἀρσένιος, μή πλησιάσετε σέ αὐτόν». Ἀγρυπνοῦσε καθημερινά προσευχόμενος καί τήν ἡμέρα ἐργαζόταν. Κατασκεύαζε ζεμπίλια καί τά πωλοῦσε, γιά νά ἐξοικονομῆ τά ἀπαραίτητα γιά τήν συντήρησή του, ἀλλά καί γιά νά βοηθᾶ τούς φτωχούς ἀδελφούς του.

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ σέ βαθύ γῆρας.

Στήν συνέχεια θά παρατεθοῦν τρία σημαντικά ἀποφθέγματά του, καί θά σχολιασθοῦν μέ συντομία.

Τό πρῶτον, εἶναι αὐτό πού συνήθιζε νά λέγη καθημερινά στόν ἑαυτό του: «Ἀρσένιε, δι’ ὅ ἐξῆλθες». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ὅσιος δέν ἤθελε νά λησμονήση τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο πῆγε στήν ἔρημο, γι’ αὐτό καί ἔκανε συνεχῶς αὐτήν τήν ὑπενθύμιση στόν ἑαυτό του. Γρηγοροῦσε, προσευχόταν ἀδιαλείπτως καί γενικά προσπαθοῦσε νά μή παραμελῆ τά πνευματικά του καθήκοντα, ἐπειδή γνώριζε ὅτι πάντοτε παραμονεύει ὁ κίνδυνος τοῦ ξεστρατίσματος ἀπό τήν ὁδό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐνασχολήσεως μέ ἀλλότρια πράγματα. Ἀγωνιζόταν, λοιπόν, νά ἐπιτύχη τόν σκοπό τῆς ζωῆς του, ἤτοι τήν ἐσωτερική ἀναγέννησή του καί τήν ἐπάνοδό του στήν προπτωτική κατάσταση καί τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἀγνωνιζόταν νά ἐφαρμόση στήν ζωή του τόν λόγο Κυρίου, πού εἶναι γραμμένος στήν «Ἀποκάλυψη», «γίνου πιστός ἄχρι θανάτου καί δώσω σοι τόν στέφανον τῆς ζωῆς».

Πράγματι, πρέπει νά ἀγωνίζεται κανείς συνεχῶς γιά νά ζῆ μέ νήψη-ἐγρήγορση, προσευχή, καθώς, ἐπίσης, καί μέ καθημερινή πνευματική τροφοδοσία, ἐπειδή παραμονεύει καί ἡ ἀσθένεια τῆς πνευματικῆς ἀνορεξίας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ἀπώλεια. Γιατί, ὅπως τό σῶμα προσβάλλεται ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς ἀνορεξίας, καί τότε ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπιθυμεῖ νά τρέφεται, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀδυνατίση ὑπερβολικά καί νά ὁδηγηθῆ στόν θάνατο, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ ψυχή προσβάλλεται ἀπό πνευματική ἀνορεξία, ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Καί τότε δέν ἐπιθυμεῖ νά τρέφεται μέ τήν προσευχή, τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν βίων καί τῶν λόγων τῶν ἁγίων καί μέ τό Σῶμα καί τό Αἶμα τοῦ Χριστοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνη ἀδύναμη, ὑποτονική, καί τότε στήν πραγματικότητα εἶναι νεκρή, ἀφοῦ δέν ζωογονεῖται ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, πού εἶναι ὁ Θεός.

Τό δεύτερον ἀπόφθεγμά του εἶναι λόγος προσευχῆς: «Θεέ μου, μή μέ ἐγκαταλίπης, διότι δέν ἔκανα κάτι ἀγαθόν ἐνώπιόν σου, ἀλλά δός μου διά τήν ἀγαθότητά σου νά βάλω ἀρχή».

Προσευχόταν καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά μή τόν ἐγκαταλείπη, ἀλλά νά εἶναι συνεχῶς μαζί του καί νά τόν ἐνισχύη μέ τήν Χάρη Του. Καί πράγματι, ὁ Θεός ἦταν μαζί του, ἐπειδή καί αὐτός ἀγωνιζόταν νά εἶναι μαζί μέ τόν Θεό, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου: «Ἐγγίσατε τῷ Θεῷ καί ἐγγιεῖ ὑμῖν». Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ἐγκαταλείπει τόν Θεό καί Τόν διώχνει ἀπό τήν ζωή του. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ἐργάζεται συνεχῶς γιά τήν σωτηρία τους, ὅταν, ὅμως, τόν ἐγκαταλείπουν ἤ τόν διώχνουν, ὅπως οἱ κάτοικοι τῆς χώρας τῶν Γαδαρηνῶν, τότε φεύγει ἐπειδή σέβεται τήν ἐλευθερία τους καί δέν τήν παραβιάζει.

Ἔπειτα, ὁ Ὅσιος ὁμολογεῖ ταπεινά ὅτι δέν ἔπραξε κανένα ἀγαθό στήν ζωή του, καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν βοηθήση νά βάλη ἀρχή μετανοίας, ἀφοῦ ἡ μετάνοια δέν εἶναι στατική κατάσταση, ἀλλά καθημερινή πορεία γιά τήν συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.

Τό τρίτον ἀπόφθεγμα τοῦ ὁσίου εἶναι: «Κατάβαλε κάθε φροντίδα, γιά νά εἶναι ἡ ἐσωτερική σου ἐργασία κατά Θεόν καί νά νικήσης τά ἔξω πάθη».

Ἡ ταπείνωση, ἡ εὐθύτητα καί ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ἡ πνευματική ἐργασία εἶναι καθαρή καί θεάρεστη, καί τότε ὁ ἄνθρωπος ἑλκύεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ σίδηρος ἀπό τόν μαγνήτη, καί ἐνισχύεται στόν πνευματικό του ἀγώνα γιά τήν ὑπερνίκηση τῶν παθῶν του.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπανειλημμένως χρησιμοποιεῖ τόν λόγο αὐτόν τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου, ὅταν ὑποδεικνύη στούς πιστούς τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά ἀγωνισθοῦν γιά νά μεταμορφώσουν τά πάθη τους. Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐμβαθύνει σέ αὐτόν τόν λόγο καί τονίζει ὅτι «ἀπό τόν ὅσιο Ἀρσένιο διδασκόμαστε ὅτι ὅλη μας τήν φροντίδα πρέπει νά τήν ἔχουμε στό νά γίνεται ἡ ἐσωτερική ἐργασία τῆς προσευχῆς καί τῆς νήψεως καθαρά, καί μόνο γιά τόν Θεό», ἤτοι χωρίς πονηρία καί σκοπιμότητες. Ἐπειδή, ὅταν αὐτή ἡ ἐσωτερική ἐργασία «ἐνεργῆται καθαρά, τότε εὔκολα θά νικήσουμε τά ἐξωτερικά πάθη τοῦ σώματος».

Ὁ ἄνθρωπος χωρίς τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πιό ἀνικανοποίητο καί ἀνυπόφορο πλάσμα στόν κόσμο. Πραγματικά δέν ἀντέχεται. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι πλημμυρισμένος ἀπό τήν Χάρη Θεοῦ, εἶναι ὄντως «χαρά Θεοῦ». Ἀποτελεῖ πηγή εἰρήνης καί εὐλογίας, καί ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, «ἡ ἀγάπη, ἡ ἠρεμία καί ἡ γαλήνη τῆς ψυχῆς του ἀντικατοπτρίζονται στά καθαρά καί φωτεινά μάτια του».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ