Skip to main content

Τά τελευταῖα ἐρωτήματα τοῦ Παπαχαραλάμπους (Θεατρικό)

Δημοσιεύεται ἕνα τρίτο βασικό ἀπόσπασμα (βλέπε καί Ὁ νεαρός Δημήτριος Παπαχαραλάμπους στήν Νέα Ὑόρκη καὶ Ὁ μικρός Παπαχαραλάμπους στήν Χόμωρη) ἀπό τήν θεατρική παράσταση μέ τίτλο «Τό λουλούδι τῆς ξενιτειᾶς ἤτοι Τά Χριστούγεννα τοῦ Παπαχαραλάμπους» γιά τήν Χριστουγεννιάτικη Νεανική Ἑορτή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, πού ἦταν ἀφιερωμένη στόν μεγάλο τοπικό καί ἐθνικό Εὐεργέτη. Παπαχαραλάμπειος Αἴθουσα, 26 Δεκεμβρίου 2018 (βλέπε Κύριο Θέμα: Tά Χριστούγεννα τοῦ Παπαχαραλάμπους (video). )

*

Ἀφηγητής: Ὁ κ. Τρύφων διηγήθηκε στά παιδιά πῶς ὁ Παπαχαραλάμπους ἄνοιξε δικό του μαγαζί, πῶς συγκέντρωσε χρήματα, πῶς ἄρχισε νά χρηματοδοτεῖ τήν Βιβλιοθήκη, τήν Αἴθουσα, τό Στάδιο, τό Ἵδρυμα, τήν Φιλαρμονική...

Τούς διηγήθηκε πῶς ἔστειλε ἐπιστολή στήν Βασίλισσα, τήν Φρειδερίκη, πῶς τόν τίμησε ἡ Πατρίδα ἐν ζωῇ προσφέροντάς του παράσημο. Τούς εἶπε γιά τήν ἐκδήλωση πού διοργάνωσε ὁ ἴδιος, ὁ Τρύφων, στήν Ἀμερική, γιά νά τιμήσουν ὅπως πρέπει τόν εὐεργέτη, γιά νά τόν μιμηθοῦν καί ἄλλοι.

Πῶς πούλησε τήν ἐπιχείρησή του καί γύρισε πίσω στήν Πατρίδα, προαισθανόμενος τό τέλος του. Ἦταν 75 χρονῶν.

Καί ἔφθασε ὁ λόγος στά τελευταῖα Χριστούγεννα τοῦ Εὐεργέτη, τό ἔτος 1960, στήν Ναύπακτο. ...

 

ΣΚΗΝΗ 7η

 

Ὁ Δημήτριος Παπαχαραλάμπους, μέ τήν γυναίκα του τήν Βασιλική καί τήν οἰκιακή βοηθό Χριστίνα, ἔχουν ὑποδεχθεῖ τόν Μητροπολίτη, πού τόν ἐπισκέφθηκε στό σπίτι τους, στήν Ναύπακτο.

ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ: –Δέσποτα, καλωσόρισες στό σπιτικό μας. Σέ εὐχαριστῶ πού μέ ἐπισκέφθηκες, σήμερα, μεγάλη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων. Καί σέ εὐχαριστῶ ἰδιαιτέρως πού μοῦ ἔστειλες προχθές τόν παπα-Γιάννη, τοῦ Ἅη-Δημήτρη, καί τά ‘παμε, λιγάκι, καί ξαλάφρωσα.
Τά τελευταῖα ἐρωτήματα τοῦ ΠαπαχαραλάμπουςΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ: –Δέν μποροῦσα νά μήν σᾶς ἐπισκεφθῶ. Τό θεωροῦσα ὄχι μόνον ὑποχρέωση, ἀλλά καί ἀνάγκη, νά ἔρθω νά σᾶς εὐχηθῶ, ἐσᾶς καί τῆς κυρα-Βασιλικῆς.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Εὐχαριστῶ, Σεβασμιώτατε, εὐχαριστῶ, πού σκέφθηκες καί μένα μαζί μέ τόν Δημήτρη.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Στήν Ἐκκλησία, στό ἀντίδωρο εἶχε τόσο κόσμο, πού οὔτε προλάβαμε νά ποῦμε τά χρόνια πολλά!
ΠΑΠΑΧ.: –Πολύς λαός, Δέσποτα. Καί τί ὡραία Λειτουργία! Θαύμασα! Ἐσεῖς ὅπως πάντα, οἱ παπάδες λαμπροφορεμένοι, οἱ ψαλτάδες καλλιφωνότατοι, τά παιδάκια μέ τίς στολές τους. Λαός πολύς. Ἄλλο πράγμα! Χριστούγεννα στόν Ἁη-Δημήτρη! Πολύ τό φχαριστήθηκα!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: –Σεβασμιώτατε, ὁρίστε τό τσαγάκι σας, καί ὁ μπακλαβάς σας. Τί ἄλλο νά σᾶς προσφέρουμε;
ΜΗΤΡΟΠ.: –Κυρία Βασιλική, παρακαλῶ, καθίστε. Δέν θέλω τίποτε. Καί αὐτά πού μοῦ φέρατε εἶναι πολλά, καθίστε νά σᾶς δοῦμε.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Μά, τί λέτε! Ἦρθε ἐπισκέπτης στό σπιτικό μας καί δέν θά τόν περιποιηθοῦμε; Καί μάλιστα τέτοιος ὑψηλός ἐπισκέπτης! Πῶς νά σᾶς εὐχαριστήσουμε; Πεῖτε μου, παρακαλῶ.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἄν θέλετε νά μέ εὐχαριστήσετε, παρακαλῶ καθίστε νά τά ποῦμε!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Τί τιμή νά ἔρθετε χρονιάρα μέρα στό σπιτικό μας!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἐγώ αἰσθάνομαι τιμή, κ. Βασιλική, πού ἦρθα στό σπίτι τοῦ ἐθνικοῦ μας εὐεργέτη!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἄααα! Τί ἦταν καί αὐτό! Πόσο μᾶς συγκίνησε! Ὁλόκληρος Βασιλιάς τῆς Ἑλλάδος νά μᾶς τιμήσει!
ΠΑΠΑΧ.: –Γυναίκα, ἐμένα τίμησαν, ὄχι ἐσένα! Χά, χά, χά!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἔ, τί ἐμένα, τί ἐσένα! Ἕνα δέν εἴμαστε, ντάρλιγκ;
ΠΑΠΑΧ.: –Ἕνα εἴμαστε, κυρά μου. Μόνον σώπα καί σέ πειράζω.
Ἄν δέν εἶχα, Δέσποτα, καί τήν κ. Βασιλική νά μέ καταλαβαίνει, θά ἦταν δύσκολα τά πράγματα.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἔτσι, εἶναι, κ. Παπαχαραλάμπους. Ἔτσι εἶναι. Ἡ γυναίκα κρατᾶ τό σπίτι, ἡ γυναίκα στηρίζει τόν ἄνδρα.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Καί τί ἄνδρα, Σεβασμιώτατε! Ἐθνικό Εὐεργέτη, ὅπως εἴπατε καί σεῖς!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Μεγάλη τιμή γιά τήν πόλη μας, κ. Παπαχαραλάμπους.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: –Χρειάζεσθε τίποτε ἄλλο, κ. Βασιλική;
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ὄχι, Χριστίνα μου, κάθισε.
ΠΑΠΑΧ.: –Σεβασμιώτατε, παρακαλῶ, νά μέ λέτε Δημήτρη, ἤ καί Μῆτσο, ὅπως μέ ἔλεγαν στό χωριό μου!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Θά προσπαθήσω, ἄν καί ὅλοι οἱ Ναυπάκτιοι χαίρονται πολύ νά ἀκοῦνε τό ὄνομά σας, Παπαχαραλάμπους!
ΠΑΠΑΧ.: –Ἔ, χαίρονται ὅμως πολύ νά ἀκοῦνε καί τό ὄνομα Δημήτριος, τό ὄνομα τοῦ πολιούχου τους!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἄς εἶναι. Θά προσπαθήσω...

ΠΑΠΑΧ.: –Δέσποτα, νά σᾶς ἐξομολογηθῶ κάτι;
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἀκούω κ. Δημήτρη.
ΠΑΠΑΧ.: –Ἐμένα μοῦ ἄρεσε πάντα νά προσφέρω στήν Πατρίδα μου. Νά προσφέρω. Νά χαίρονται τά παιδιά! Νά σπουδάζουν, νά ἀθλοῦνται, νά μαθαίνουν μουσική.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἡ καλή σας καρδιά, κ. Δημήτρη.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: –Ἄ, πολύ καλόκαρδος, Σεβασμιώτατε, πολύ καλόκαρδος!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἀφοῦ τοῦ λέω ὅτι τό παρακάνει κιόλας!
ΠΑΠΑΧ.: –Γυναίκα, σέ παρακαλῶ.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Συγγνώμη, Δημήτρη μου. Συνεχίστε, μήν ἐνοχλεῖστε!
ΠΑΠΑΧ.: –Νά πού σέ λίγο ἄρχισαν καί οἱ τιμές καί οἱ ἀναγνωρίσεις καί τά παράσημα...
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἄχ, Σεβασμιώτατε, νά ἤσασταν ἀπό μιά μεριά, πόσο θά καμαρώνατε γιά τόν Δημήτρη μου.
Ἦταν Μάϊος τοῦ 1959, 25 Μαΐου, στό Νιού Γιόρκ Σίτυ, Αἴθουσα Δεξιώσεων «Ἑλλάς Καφέ».
Μέ πρόσκληση τῆς Ναυπακτιακῆς Ἀδελφότητας συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ ἐπίσημοι. Ἦταν ὅλη ἡ Ἑλληνική Ἀντιπροσωπεία στά Ἡνωμένα Ἔθνη, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Πρέσβη, τόν Πρόξενο καί τόν Ὑποπρόξενο. Ἦταν καί Ἱερεῖς, Σεβασμιώτατε, μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἐκπρόσωπο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Ἰακώβου. Ἦταν ἀκόμη Κυβερνῆτες, Πρόεδροι, ὁμογενεῖς... Καί βέβαια ὁ φίλος του ὁ Τρύφων, πού τά κανόνισε ὅλα νά εἶναι ἔτσι λαμπρά.
Καί τοῦ ‘δωσαν τό παράσημο πού ἔστειλε ὁ Βασιλιάς, ὁ Παῦλος, ἀπό τήν Πατρίδα, καί ...
ΠΑΠΑΧ.: –Γυναίκα, ἄστα τώρα αὐτά! Περασμένα, ξεχασμένα!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἄχ, πῶς νά τά ἀφήσω, Δημήτρη μου. Δέν ξεχνιοῦνται αὐτά. Ἀλλά συγγνώμη. Συνεχίστε, συνεχίστε...
ΠΑΠΑΧ.: –Λοιπόν, ἄρχισαν ὅλα αὐτά. Καί νά σᾶς πῶ, στήν ἀρχή συγκινούμην καί χαιρόμουν καί αἰσθανόμουν μιά κάποια ἱκανοποίηση μέ τίς τιμές.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Φυσικό δέν εἶναι κ. Παπαχαραλάμπους; Δέν εἶναι κακό!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Πεῖτε του, Σεβασμιώτατε, καί σεῖς! Εἶναι φυσικότατο. Καί νά σᾶς πῶ τήν σκέψη μου: Καί λίγο τόν τιμήσανε! Ἔπρεπε νά ...
ΠΑΠΑΧ.: –Γυναίκα! Λοιπόν! Καί ἀντίθετα, στενοχωριόμουν μέ τήν ἀγνωμοσύνη, ὅταν τήν συναντοῦσα, καί μέ τίς μικρότητες, ξέρετε...
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ξέρω, ξέρω! Θυμᾶμαι! Ἐσεῖς φερθήκατε ἀρχοντικά, καί ἐμεῖς ἐδῶ φερθήκαμε λίγο ...χωριάτικα!
ΠΑΠΑΧ.: –Ἔ, τέλος πάντων, δέν ἤθελα νά πῶ ...
ΜΗΤΡΟΠ.: –Τό λέω ἐγώ, κ. Δημήτρη. Καί λυπᾶμαι πού σέ πικράναμε κάποιες φορές μέ τήν ἀναποτελεσματικότητά μας, νά τό πῶ ἔτσι.
ΠΑΠΑΧ.: –Δέν κατηγορῶ κανέναν, Δέσποτα, πολλῶ μᾶλλον ἐσᾶς.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Τό ξέρω, κ. Παπαχαραλάμπους. Ἄλλωστε, δέν θά ἐμπιστευόσασταν τίς δωρεές σας στόν ἐπικεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλά ἐγώ, ὡς πνευματικός πατέρας παίρνω πάνω μου τά ὅποια λάθη ἔγιναν. Ὄχι τίς ἐνσυνείδητες σκοπιμότητες, ὁρισμένων! Ἀλλά παίρνω πάνω μου τά λάθη καί τίς μικρότητες πού ἔγιναν ἀπό ἄγνοια καί κακή συνήθεια.
Δυστυχῶς, ἡ Πατρίδα μας ἔχει μιά βαρειά ἀσθένεια πού λέγεται διχασμός. Παντοῦ εἰσχωρεῖ καί προσπαθεῖ νά ἀκυρώσει κάθε καλό. Ὅσο προσπαθοῦμε νά ἑνώσουμε τά διεστῶτα, τόσες δυσκολίες ἀντιμετωπίζουμε.
ΠΑΠΑΧ.: –Δέσποτα, ἀλήθεια σᾶς λέω. Τώρα, πού αἰσθάνομαι νά πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησής μου ἀπό τόν κόσμο αὐτόν...
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Κουνήσω ἀπό τήν θέση σου, Δημήτρη μου! Κουνήσου ἀπό τήν θέση σου! Μήν κακομελετᾶς! Τόν ἀκοῦτε, Σεβασμιώτατε; Τόν ἀκοῦτε τί λέει;
ΠΑΠΑΧ.: –Γυναίκα, ἡσύχασε. Ξέρω τί λέω. Σεβασμιώτατε, αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἄφησα καί τήν Ἀμερική, τήν Νέα Ὑόρκη καί τό Μανχάταν, καί ἔδωσα τό μαγαζί μου στόν καλύτερο ὑπάλληλό μου...
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἄχ! Τά λουλουδάκια μας, Σεβασμιώτατε!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Καί ἐγώ θά ἀναστενάξω μαζί σου, κ. Βασιλική: Ἄχ! Τά λουλουδάκια! Αὐτό τό μαγαζάκι τοῦ Μανχάταν, πού ἔγινε, ἔγινε πηγή εὐεργεσίας! Αὐτό τό λουλουδάδικο, πού γέμισε λουλούδια τήν Πατρίδα μας!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἄχ! Ἄχ! Ἄχ!
ΠΑΠΑΧ.: –Λοιπόν, γι’ αὐτό τό ἄφησα. Γιατί προαισθάνομαι ὅτι σέ λίγο θά φύγω ἀπό τόν κόσμο αὐτόν...
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: –Ἄχ, μή μιλᾶτε ἔτσι, κ. Δημήτρη!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Μά, πάλι στά ἴδια γυρνάει! Πεῖτε του κάτι, Σεβασμιώτατε!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἔλα, τώρα, κ. Δημήτρη. Μή τά θυμᾶστε αὐτά, χρονιάρα μέρα, καί στενοχωρεῖτε καί τήν κ. Βασιλική...
ΠΑΠΑΧ.: –Ἔλεγα, λοιπόν, Δέσποτα, ὅτι τώρα, ἔπαυσα νά συγκινοῦμαι μέ τίς τιμές καί ἔπαυσα νά στενοχωριέμαι μέ τίς πικρίες...
ΜΗΤΡΟΠ.: –Αὐτό λέγεται πραότητα.
ΠΑΠΑΧ.: –Καί ἄρχισα νά μελετῶ κάτι ἐρωτήματα, πού πάντα εἶχα, βέβαια, ἀλλά τώρα γίνονται πιό δυνατά καί μέ ἀπασχολοῦν...
ΜΗΤΡΟΠ.: –Σάν τί, κ. Δημήτρη;

ΠΑΠΑΧ.: –Δέσποτα, θέλω νά μοῦ ἀπαντήσετε μέ εἰλικρίνεια καί εὐθύτητα: Τά ἔκανα καλά;
ΜΗΤΡΟΠ.: –Τί; Ἄν τά κάνατε καλά; Μά, τί εἶναι αὐτά πού λέτε, κ. Δημήτρη; Τό ρωτᾶτε κιόλας; Ἐσεῖς δέν τά κάνατε καλά; Τά δώσατε ὅλα γιά τήν Πατρίδα, γιά τήν νεολαία, γιά τούς πτωχούς, γιά τόν λαό...
ΠΑΠΑΧ.: –Δέν ἐννοῶ αὐτό.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Τί ἐννοεῖτε; Δέν καταλαβαίνω;
ΠΑΠΑΧ.: –Ἐννοῶ αὐτά πού καί σεῖς ἐννοεῖτε καί διδάσκετε καί μᾶς τά λέτε καί ἀπό τόν ἄμβωνα. Καί ἐσεῖς καί οἱ ἄλλοι Ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς, καί τά ἔχω ἀκούσει καί τά ἔχω διαβάσει. Ὅτι, δηλαδή, δέν φθάνει νά κάνεις κάτι καλό, ἀλλά καί νά τό κάνεις μέ καλό τρόπο.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Δηλαδή;
ΠΑΠΑΧ.: –Ἔ, ξέρεις ἐσύ, Δέσποτα, ἀλλά τώρα δέν θέλεις νά μέ δυσκολέψεις. Νά, ἄν κάνεις κάτι ἀπό κενοδοξία, ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό ματαιοδοξία... Γιά τά μάτια τοῦ κόσμου, πού λέει ὁ λαός, τότε δέν ὑπάρχει πραγματική ὠφέλεια.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Λοιπόν, ἀφοῦ θέλετε, θά σᾶς ἀπαντήσω εἰλικρινά.
ΠΑΠΑΧ.: –Αὐτό θέλω καί ἐγώ!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Σεβασμιώτατε, μήν μοῦ τόν στενοχωρήσεις! Ἔχει εὐαισθησίες, ὁ Δημήτρης μου...
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἄκου καί σύ κ. Βασιλική: Ἀπό καθαρά κοινωνικῆς πλευρᾶς, οἱ πράξεις σας, οἱ προσφορές σας, οἱ δωρεές σας εἶναι ἀνεπίληπτες, κ. Παπαχαραλάμπους.
Ἀλλά τολμῶ νά πῶ ὅτι καί ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς εἶναι ἀνεπίληπτες, κάτι πού δέν συμβαίνει πάντα. Στήν Ἐκκλησία μας λέμε ὅτι πρέπει νά ἐλέγχουμε ἀπό ποιόν καί ἀπό ποῦ προέρχονται οἱ δωρεές. Μήπως εἶναι ἀποτέλεσμα παρανομίας ἤ ἀδικίας. Τότε δέν τίς δεχόμαστε!
Ἐσεῖς, ὅμως, κ. Παπαχαραλάμπους, κερδίσατε τά χρήματά σας ὄχι μέ ἀδικίες καί πονηριές καί παρανομίες, ἀλλά μέ τόν τίμιο ἱδρώτα σας. Καί γι’ αὐτό τά χρήματά σας εἶναι καθαρά, τίμια!
ΠΑΠΑΧ.: –Χμ, ναί, δέν ἀδίκησα κανέναν, εἶναι ἀλήθεια. Πλήρωνα καί τούς φόρους στό στέϊτ. Ὅλα...
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἄχ, Δημήτρη μου! Ποιόν νά ἀδικήσεις ἐσύ!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: –Ἐσεῖς νά ἀδικήσετε, κ. Δημήτρη; Ποῦ ἀκούστηκε!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἀλλά, θά πῶ καί κάτι ἄλλο. Ὁ Μέγας Βασίλειος κατακρίνει τούς πλουσίους, πού κρατοῦν τά χρήματα στά θησαυροφυλάκιά τους, ὅσο ζοῦν, καί λένε ὅτι θά τά δωρήσουν μετά τόν θάνατό τους, μέ τήν Διαθήκη τους. Ξέρετε τί λέει γι’ αὐτούς;
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ποῦ νά ξέρουμε, Σεβασμιώτατε; Ἐσεῖς τά ξέρετε αὐτά, καί μᾶς διδάσκετε.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἀπευθύνεται ὁ Μέγας Βασίλειος στόν πλούσιο τόν τσιγγούνη, καί μάλιστα σέ αὐτόν πού δέν ἔχει παιδιά. Ὁ ὁποῖος κρατάει τά χρήματά του γιά τόν ἑαυτό του, μέ τήν δικαιολογία ὅτι θά τά δωρήσει μέ διαθήκη μετά τόν θάνατό του. Ὁ Μέγας Βασίλειος τόν κατακρίνει αὐστηρά, λέγοντάς του:
«Ὅταν δέν θά βρίσκεσαι ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, τότε θά γίνεις φιλάνθρωπος; Ὅταν θά σέ δῶ πεθαμένο, τότε θά σέ πῶ φιλάδελφο; Πολύ μεγάλη ἡ χάρη σου! Ὅταν βρεθεῖς στόν τάφο καί διαλυθεῖς στό χῶμα, τότε θά γίνεις μεγαλόκαρδος καί γενναιόδωρος; Ποιός στεφανώνεται μετά τόν ἀγώνα; Καί ποιός ἀνδραγαθεῖ μετά τόν πόλεμο; Τό λοιπόν, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δέν μπορεῖ κανείς γίνει εὐσεβής καί φιλάνθρωπος μετά τήν ζωή!».
ΠΑΠΑΧ.: –Πά! Πά! Πά! Ἀτόφιες ἀλήθειες! Καί τί ἀνδρεία νά ἐλέγχει ἔτσι τούς πλουσίους καί τούς δυνατούς τῆς ἐποχῆς του!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Δέν ἐλέγχει τούς πλουσίους, ἀλλά τούς ὑποκριτές καί τούς φιλάργυρους. Ἐσεῖς, λοιπόν, κ. Παπαχαραλάμπους, καί αὐτό εἶναι πρός τιμή σας, φροντίσατε καί σκορπίσατε τά ὑπάρχοντά σας ὅσο ζούσατε! Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ναί, Σεβασμιώτατε! Ὅλα τά ἔδωσε! Καί τοῦ ἔλεγα, ἐγώ: Κράτα κάτι, Δημήτρη μου, δέν ξέρουμε τί μᾶς ξημερώνει!
ΠΑΠΑΧ.: –Δέσποτα, μοῦ ἔδωσες πάλι θάρρος μέ τά λόγια σου. Σέ εὐχαριστῶ!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Καί θά σοῦ πῶ καί κάτι ἄλλο, πού λίγοι ἄνθρωποι τό προσέχουν, καί τό ὁποῖο θεωρῶ μεγάλο προτέρημα.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἄ, προτερήματα, ἔχει πολλά ὁ Δημήτρης μου, Σεβασμιώτατε! Πολλά, πολλά!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Λέγει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Πρέπει ὁ πνευματικός νά συμβουλεύει τόν ἄνθρωπο, νά ὁρίσει τήν περιουσία του καί νά γράψει τήν διαθήκη του ὅσο ζεῖ, γιά νά μήν ἀκολουθοῦν διχόνοιες στούς κληρονόμους καί ζημιές στούς χρεωφειλέτες, ἄν τύχουν, καί ἄλλα διάφορα κακά, καί ἀντί νά τοῦ εὔχονται, ἀντίθετα νά τόν καταριῶνται ὡς αἴτιο τόσων κακῶν».
ΠΑΠΑΧ.: –Ναί, ἐγώ τά τακτοποίησα ὅλα αὐτά. Μοίρασα τήν περιουσία μου καί ἐξασφάλισα ὅλες τίς δωρεές μέ καταστατικά καί κανονισμούς. Γιά νά μήν μήνουν ἐκκρεμότητες στούς ἀνθρώπους μου...
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἄαααχχχ! Πάλι τά ἴδια! Δέν μπορῶ νά ἀκούω τέτοιες συζητήσεις!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ὄχι, κ. Βασιλική. Δέν ἔχεις δίκαιο. Αὐτό εἶναι δεῖγμα σοφοῦ ἀνθρώπου. Καί ἐγώ θαυμάζω πῶς ἕνας «λουλουδᾶς» –μέ συγχωρεῖτε κ. Παπαχαραλάμπους...
ΠΑΠΑΧ.: –Μά τί λέτε, Σεβασμιώτατε! Ἔτσι νά μέ λέτε: Λουλουδᾶ! Αὐτός εἶναι ὁ τίτλος τιμῆς μου. Αὐτός εἶναι!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Λουλούδι μου, ἐσύ!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Θαυμάζω, λοιπόν, πῶς τά κανονίσατε καί τά προνοήσατε τόσο ὡραῖα καί σοφά, ἐσεῖς, ἕνας ἄνθρωπος ὀλιγογράμματος, τοῦ χωριοῦ, τῆς βιοπάλης, ἕνας λουλουδᾶς...
ΠΑΠΑΧ.: –Δέσποτα, ξεχνᾶς κάτι. Αὐτό πού λέγει ὁ φίλος μου ὁ Τρύφων: Ἐμεῖς τελειώσαμε τό Πανεπιστήμιο τῶν Κραββάρων! Χά, χά, χά!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ὁ Τρύφων, πάντα μέ τό χιοῦμορ του! Ἀλλά ἔχει καί ἕνα βάθος αὐτός ὁ λόγος, γιατί πολλές παραδόσεις διατηρήθηκαν στά ἀπάτητα αὐτά βουνά.
ΠΑΠΑΧ.: –Ἐγώ, Δέσποτα, ὅπως ξέρει ἡ ἁγιωσύνη σου, εἶμαι ἐγγονός ἥρωα καί παπά!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Τά ξέρω, κ. Παπαχαραλάμπους, τά ξέρω πολύ καλά!
ΠΑΠΑΧ.: –Καί μέ αὐτά πού μοῦ εἶπες, Δέσποτα, μέ αὐτά τά ὡραῖα λόγια τῶν σοφῶν Πατέρων μας, μέ παρηγόρησες, γιατί εἶχα πολλά ἐρωτήματα.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Κατά τήν ἄποψή μου, κ. Παπαραχαλάμπους, αὐτά τά ἐρωτήματά σας, ἀποδεικνύουν τήν εὐαισθησία σας, ἀλλά καί τήν ποιότητα καί τό ἀνιδιοτελές τῆς προσφορᾶς σας. Γιά μένα εἶναι ἕνα κριτήριο αὐτό, καί θά τό λέγω πάντοτε!
ΠΑΠΑΧ.: –Ἔ, τότε, νά σᾶς ρωτήσω καί κάτι τελευταῖο, νά μή μοῦ μείνει τίποτε ἀναπάντητο.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Μακάρι νά μπορέσω νά βοηθήσω.

ΠΑΠΑΧ.: –Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀθανασίας, Σεβασμιώτατε, ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀθανασίας...
ΜΗΤΡΟΠ.: –Δηλαδή;
ΠΑΠΑΧ.: –Νά, διάβασα ὅτι οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι εἶχαν διάφορες ἰδέες γιά τό τί εἶναι ἀθανασία. Ἄλλοι θεωροῦσαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος περνᾶ στήν ἀθανασία διά μέσου τῶν ἀπογόνων του. Ἄλλοι, ὅταν ἀφήνει πίσω του ὄνομα. Ἄλλοι, τίποτε ἀπό αὐτά, ἀλλά μόνον ἡ ψυχή πάει στόν Ἅδη. Καί ἦταν καί ἄλλοι πού πίστευαν ὅτι ἡ ψυχή ἐπιστρέφει καί πάλι καί μπαίνει σέ ἄλλο σῶμα.
Ἐγώ αὐτά τά τελευταῖα περί ἐπιστροφῆς τῆς ψυχῆς δέν τά θεωρῶ σοβαρά.
Τά ἄλλα γιά τόν Ἅδη, μέ φοβίζουν λίγο.
Καί σκέφτομαι: Παιδιά δέν ἔκανα, γιά νά ἀφήσω τό ὄνομά μου, ἄρα ἀπέτυχα σέ αὐτό.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἄχ, τί φταίω, ἡ καημένη;
ΠΑΠΑΧ.: –Δέν σέ κατηγόρησα, Βασιλικούλα μου! Δέν φταῖς ἐσύ!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Συγγνώμη, Δημήτρη μου, συγκινοῦμαι!
ΠΑΠΑΧ.: –Λοιπόν, σκέφτομαι, μήπως ἄφησα τίς δωρεές γιά νά μείνει τό ὄνομά μου καί νά ἔχω κάποιο εἶδος ἀθανασίας; Ἀλλά καί τί ἀθανασία εἶναι αὐτή, πού μένει τό ὄνομα, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος χάνεται; Τίς λέτε σεῖς, Δέσποτα;
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἐμεῖς, κ. Δημήτρη, πιστεύουμε ὅτι ἡ ψυχή πλάστηκε ἀπό τόν Θεό νά εἶναι ἀθάνατη καί ἀκόμη πιστεύουμε στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί στήν αἰώνια ζωή, ψυχῆς καί σώματος.
ΠΑΠΑΧ.: –Χμ. Ναί, εἶναι ἁπλή καί κατανοητή ἡ πίστη μας, ἄν καί μοῦ φαίνονται μακρινά αὐτά τά πράγματα. Πιό μακριά καί ἀπό τήν μακριά τήν ξενιτειά!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Μακριά, Δημήτρη μου, μακριά! Τί τά θές καί τά μελετᾶς τώρα!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Εἶναι αὐτό πού εἴπατε, πολύ ὡραῖα: Τί νά τήν κάνεις τήν ἀθανασία τοῦ ὀνόματος, ὅταν χάνεται ἡ ὕπαρξη; Θέλω νά ζήσω ἐγώ ὁ ἴδιος. Ὄχι νά ζήσει τό ὄνομά μου! Καί μάλιστα νά ζήσω αἰώνια. Καί ἀκόμη περισσότερο νά ζήσω αἰώνια στήν χαρά καί ὄχι αἰώνια στήν θλίψη.
ΠΑΠΑΧ.: –Θά ζήσουμε, Δέσποτα; Θά ζήσουμε αἰώνια; Θά ζήσουμε αἰώνια καλά; Μοῦ φαίνεται σάν μιά νέα ξενιτειά, ἄγνωστη. Ἄχ, αὐτή ἡ τελευταία ξενιτειά!...
ΜΗΤΡΟΠ.: –Εἶναι πράγματι ξενιτειά, ἀλλά ὄχι φοβερή. Θά σᾶς πῶ μιά ἀκόμη ἱστορία, πού νομίζω ὅτι θά σᾶς βοηθήσει.
ΠΑΠΑΧ.: –Εἶμαι ὅλος αὐτιά.
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἕνας ἀπό τούς Ἀποστόλους καί Μαθητές τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς...
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ὁ ἄπιστος;
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ὄχι, ὄχι, κυρά Βασιλική, ὁ πιστός! Δέν ἦταν ἄπιστος!
ΠΑΠΑΧ.: –Γουέλ;
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, λοιπόν, πῆγε στήν Ἰνδία νά διδάξει τήν πίστη στόν Χριστό, πλησίασε τόν ἄρχοντα, τόν βασιλιά τοῦ τόπου, τοῦ συστήθηκε ὡς μεγάλος ἀρχιτέκτονας πού ἔρχεται ἀπό τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί τοῦ ζήτησε χρήματα, γιά νά τοῦ φτιάξει νέο παλάτι.
ΠΑΠΑΧ.: –Γουέλ;
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς πῆρε τά χρήματα τοῦ βασιλιά, ἀλλά ἀντί νά τοῦ φτιάξει παλάτι, τά μοίρασε στούς πτωχούς!
ΠΑΠΑΧ.: –Χμ! Δέν τήρησε τήν συμφωνία! Γιά τούς Ἀμερικανούς δέν εἶναι καλό αὐτό! Ιτς νό γκούντ!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ὅταν ὁ ἀδελφός τοῦ βασιλιά διαπίστωσε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ξόδευσε τά χρήματα τοῦ βασιλικοῦ ταμείου χωρίς νά κατασκευάσει τίποτε, οὔτε ἕνα τοῦβλο, ἔπεσε ἄρρωστος.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἔμ, μέ τό δίκηο του, ὁ καημένος!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: –Καί μετά; Καί μετά;
ΠΑΠΑΧ.: –Καί ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς;
ΜΗΤΡΟΠ.: –Ἔ, τί ἄλλο; Τόν ἑτοίμασαν γιά ἐκτέλεση.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Μαρτύριο!
ΜΗΤΡΟΠ.: –Τότε, ὁ ἀδελφός τοῦ βασιλιά βλέπει ἕνα ζωντανό, ἕνα φοβερό ὄνειρο: Εἶδε τίς κατοικίες τῶν ἀνθρώπων πού θά ὑπάρχουν στήν ἄλλη ζωή, καί ἀνάμεσα σέ αὐτές εἶδε ἕνα ὁλόλαμπρο παλάτι. Ἦταν τό ἄφθαρτο παλάτι πού ἔφτιαξε ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς γιά τόν βασιλιά μέ τά χρήματα πού μοίρασε στούς πτωχούς!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: –Γουάου! Θαῦμα, μεγάλο θαῦμα!
ΜΗΤΡΟΠ.: – Καταλάβατε; Ὁ μόνος τρόπος γιά νά πιάσουν τόπο τά χρήματά μας εἶναι νά τά προσφέρουμε!
«Ὅταν σκορπίζεται ὁ πλοῦτος, ὅπως μᾶς ὑπέδειξε ὁ Κύριος, τότε παραμένει. Ὅταν μαζεύεται, τότε ἀλλοιώνεται. Ἄν τόν φυλάξεις, δέν θά τόν ἔχεις. Ἄν τόν σκορπίσεις, δέν θά τόν χάσεις». «Σκόρπισε, ἔδωσε στούς πτωχούς, ἡ δικαιοσύνη του μένει στόν αἰώνα!». Αὐτά μᾶς ἔμαθε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, πού θά γιορτάσουμε σέ λίγες ἡμέρες.
Καί νομίζω, κ. Παπαχαραλάμπους, ὅτι καί ἐσεῖς μέ τίς προσφορές σας, κάτι κατασκευάσατε, ἐκεῖ στήν τελευταία μας ξενιτειά.
ΠΑΠΑΧ.: –Δέσποτα, ἦρθε ἡ ἁγιωσύνη σου, σήμερα Χριστούγεννα, στό σπιτικό μας καί μᾶς φώτισε. Ὁ λόγος σου ἦταν σάν τόν λόγο τῶν πατεράδων μας, πρίν φύγουμε ἀπό τό χωριό μας, πού μᾶς ἔδιναν κουράγιο καί δύναμη γιά νά πορευθοῦμε στήν ξενιτειά!
ΠΑΠΑΧ. καί ΒΑΣΙΛΙΚΗ: –Ἄχ, ἡ ξενιτειά!...

(Τό ἔργο τελειώνει μέ μιά ἀκόμη μικρότερη σκηνή, στήν ὁποία ὁ κ. Τρύφων ἀναλύει ἀναγωγικά τό ὄνομα τοῦ Εὐεργέτη).

Ι.Κ.Γ.

  • Προβολές: 2091