Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ ἄοπλη δύναμη τῆς πίστεως

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἡ μνήμη τῆς Γενοκτονίας τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ (19 Μαΐου) ἔδωσε τήν ἀφορμή νά ἀποκαλυφθοῦν «ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί», ἀλλά καί νά ἐμφανιστοῦν σημαντικά δημοσιεύματα στόν τύπο. Σημαντικό ἀπό πολλές πλευρές βρήκαμε ἕνα ἀφιερωματικό τεῦχος τῆς ἐφημερίδας Ἔθνος, μέ τίτλο: «Ἡ Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, 100 χρόνια μνήμης». Στό τεῦχος αὐτό περιλαμβάνονται μνῆμες ἀνθρώπων πού ἔζησαν τήν θηριωδία τῶν Νεοτούρκων καί τοῦ ἐθνικιστικοῦ στρατοῦ τοῦ Μουσταφᾶ Κεμάλ, καί σημαντικά κείμενα, στά ὁποῖα τεκμηριώνεται ἐπιστημονικά, χωρίς μονομέρειες, τό γεγονός τῆς Γενοκτονίας τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά καί γενικότερα τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Μ. Ἀσίας καί τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης.

Δέν θά μποῦμε σέ ἱστορικές λεπτομέρειες, οὔτε θά ἀντιπαρατεθοῦμε μέ αὐτούς, πού ἀπό τό «ὕψος» τῆς ἀποδομητικῆς ἐπιστημοσύνης τους, ἀμφισβητοῦν τήν Γενοκτονία τῶν Ποντίων, ἀλλά ἀκόμη καί τήν ἑλληνικότητά τους, ἀγνοώντας πῶς αὐτή ἡ ἔννοια (τῆς ἑλληνικότητας) διασώθηκε μέσα στό πλαίσιο τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους.

Θά παραθέσουμε κάποιες μαρτυρίες πονεμένων ἀνθρώπων, ἀπό τό τεῦχος τῆς ἐφημερίδας Ἔθνος, οἱ ὁποῖες δείχνουν καθαρά τό πῶς οἱ σκληρές δοκιμασίες ἀποκαλύπτουν τήν ποιότητα τοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλά καί τήν δύναμη τῆς πίστης τῶν ἀνθρώπων ἤ τήν ἀδυναμία της.

Στίς μαρτυρίες θά προσθέσουμε καί κάποιο περιστατικό ἀπό τόν βίο τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκη, ὅπως τό κατέγραψε ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, πού δείχνει τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου, ὄχι μόνο στό νά ἀποκρούη τίς ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων στρατιωτῶν ἐναντίον τοῦ ποιμνίου του, ἀλλά καί στό νά μεταμορφώνῃ τούς θηριώδεις ἀλλόθρησκους στρατιῶτες σέ ἥμερα λογικά πρόβατα τοῦ ποιμνίου του.

Πρῶτα μιά σκληρή μαρτυρία, πού δείχνει τό πῶς ὁ κίνδυνος τοῦ θανάτου (ὅταν ὁ φόβος του δέν ἔχη νικηθῆ ἀπό τήν πίστη) ὁδηγεῖ ἀκόμη καί μητέρες στήν παιδοκτονία. «Ἤμασταν περισσότερες ἀπό 100 γυναῖκες καί εἴχαμε ὀκτώ-δέκα παιδιά, ἡλικίας ἀπό δύο ἕως ἑπτά χρόνων, καί ἀποφασίσαμε νά τά πνίξουμε, μήν τυχόν καί κλάψει κάποιο ἤ μιλήσει, καί ὅταν οἱ Τοῦρκοι θά ἦταν κοντά μας, θά ἀνακάλυπταν τήν κρυψώνα μας καί θά μᾶς συλλάμβαναν. Τότε ἡ καθεμία ἀπό ἐμᾶς ἔπαιρνε τό παιδί τῆς ἄλλης καί τό ἔπνιγε». (Παραλείπουμε τά ὀνόματα).

Μετά ἀπό τήν παραπάνω (ἀσχολίαστη) σκληρότητα, παραθέτουμε μιά μαρτυρία (μέ ἀπόδοση στά νέα ἑλληνικά) στήν ὁποία ὁ πόνος συμπλέκεται μέ τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα. Μητέρα 25 ἐτῶν μέ τόν ἄνδρα της καί δύο παιδιά, τό ἕνα ἀβάπτιστο, βγῆκε στήν «στράτα» τοῦ ξερριζωμοῦ. Ἀπό τίς κακουχίες τό μωρό πέθανε. «Ἔσκαψαν χιόνι καί τό θάψαμε καί μέ τά μάτια γεμάτα δάκρυα πήραμε τήν ψυχή στό στόμα καί πᾶμε. Αὐτή ἡ στράτα τέλος δέν εἶχε». Ἀπό τίς κακουχίες πέθανε κι ὁ ἄνδρας της. Ἔμεινε μόνη: «Τί νά κλάψω; Τό παιδί μου; Τόν ἄντρα μου; Τό σπίτι μου;». Ὅταν ἔφθασε στό λιμάνι γιά νά ἐπιβιβαστῇ στό καράβι καί νά ἔλθῃ στήν Ἑλλάδα, χάνει καί τό ἄλλο παιδί της, τόν Ἀναστάση, μέσα στό πλήθος τοῦ κόσμου. Τό ἔψαξε μέ τήν ἀδελφή της. Δέν τό βρῆκε. Ἀκούμπησε κατόπιν στήν πίστη: «Τό ἀφήσαμε στοῦ Θεοῦ τήν ἐλπίδα. Φθάσαμε στήν Θεσσαλονίκη μέ τήν ἀδελφή μου. Ὁ Ἀναστάσης πάνω στούς 6 μῆνες βρέθηκε. Πῶς ἔζησε αὐτό τό μωρό εἶναι θαῦμα».

Καί μιά μαρτυρία γιά Ἱερέα, πού δέν μποροῦσε νά ἐγκαταλείψῃ ἀτελείωτη τήν Θ. Λειτουργία. «Τόν θεῖο τῆς μητέρας μου, τόν παπα-Κυριάκο, τόν διέταξαν οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες νά φύγῃ. Ἐκεῖνος λειτουργοῦσε. Ζήτησε νά ἀποχωρήσῃ μόλις θά τελείωνε ἡ ἐκκλησία. Οἱ Τοῦρκοι ἀπείλησαν νά κλειδώσουν τίς πόρτες καί νά τούς κάψουν ζωντανούς. Τελικά, τούς ἔκαψαν μέσα στήν ἐκκλησία».

Ὁ ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης ποίμαινε τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῶν Φαράσων τῆς Καππαδοκίας, μέσα σέ δύσκολες συνθῆκες, πού ἐπιδεινώθηκαν κυρίως μετά ἀπό τήν ἐπανάσταση τῶν Νεοτούρκων καί τήν δράση τοῦ αὐτονομημένου ἀπό τόν Σουλτάνο Κεμάλ Ἀτατούρκ. Μέ μιά ὁμάδα στρατιωτῶν τοῦ Ἀτατούρκ (λιποτακτῶν γιά τό ἐπίσημο Τουρκικό Κράτος ἤ πού λιποτάκτησαν ἀπό τόν Κεμάλ) βρέθηκε ἀντιμέτωπος ὁ ὅσιος Ἀρσένιος μαζί μέ Χριστιανούς τοῦ ποιμνίου του. Εἶχε πάει σέ Ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου γιὰ ἀγρυπνία.

Γράφει ὁ ὅσιος Παΐσιος: «[...] ἔφθασαν στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, ὅπου ἔκαναν ὁλονυκτία καὶ στὴν συνέχεια τὴν Θεία Λειτουργία. Ὕστερα βγῆκαν χαρούμενοι ἔξω στὴν πρασινάδα καὶ μετὰ τὸ φαγητὸ οἱ μὲν ἡλικιωμένοι συζητοῦσαν, οἱ δὲ νέοι χόρευαν καὶ τραγουδοῦσαν θρησκευτικοὺς ὕμνους. Ξαφνικὰ ὅμως ἡ χαρὰ μετετράπη σὲ λύπη, ὅταν ἀγνάντεψαν νὰ ἔρχεται ἕνας λόχος ἀπὸ λιποτάκτες τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν μεγάλες ληστεῖες καὶ φόνους, γιατὶ ἦταν καὶ γερὰ ὁπλισμένοι – αὐτοὶ ἦταν χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Τσέτες. Ἄρχισαν λοιπὸν τὰ γυναικόπαιδα νὰ κλαῖνε καὶ νὰ ὀδύρωνται καὶ νὰ κυκλώνουν τὸν Χατζεφεντῆ. Οἱ δὲ γέροι νουθετοῦσαν τὰ λίγα παλληκάρια τοῦ χωριοῦ νὰ ἀναμερίσουν καὶ νὰ μὴ ρίξουν ντουφεκιά, καὶ γίνη μετὰ μακελλειό. Ἔλεγαν ἐπίσης καὶ στὰ γυναικόπαιδα νὰ κρυφτοῦν καὶ νὰ μείνουν μόνον οἱ γέροι καὶ οἱ γριές. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ὅμως τοὺς καθησύχαζε, γιατὶ εἶχαν ἀναστατωθῆ μικροί-μεγάλοι, καὶ τοὺς ἔλεγε: «Μὴ φοβᾶστε ἀφῆστε τους νὰ πλησιάσουν, ἀφῆστε τους νὰ πλησιάσουν».

Οἱ Φαρασιῶτες ἔνιωθαν σιγουριὰ στὰ λόγια τοῦ Χατζεφεντῆ καὶ καθησύχασαν. Μόλις λοιπὸν πλησίασαν κοντά, σήκωσε τὸ χέρι του ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος καὶ τοὺς εἶπε: «Ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἶσθε κατηραμένοι καὶ ἀπὸ ἐμένα δεμένοι», κι ἔμειναν ἀκίνητοι ἐκεῖ πού βρίσκονταν, μὲ τὰ λόγια αὐτὰ πού τοὺς εἶπε. Τότε ἄρχισαν νὰ μετανοοῦν οἱ ληστὲς καὶ νὰ παρακαλοῦν τὸν Πατέρα Ἀρσένιο νὰ τοὺς συγχωρέση: «Συγχώρα μας, τὴν εὐχὴ σου νὰ ἔχουμε, τὸ ἀναγνωρίζουμε πώς εἴμαστε ἐγκληματίες· λύσε μας νὰ ἔρθουμε νὰ πάρουμε τὴν εὐχὴ σου καὶ θὰ γίνουμε στὸ ἑξῆς καὶ ἐμεῖς καλοὶ ἄνθρωποι». Τότε τοὺς ἔλυσε ὁ Χατζεφεντῆς καὶ τοὺς εἶπε: «Πετάξτε τὰ ὅπλα σας, ἐμεῖς ὅπλα δὲν θέλουμε, καὶ ἐλᾶτε ἐδῶ». Μπῆκαν ὅλοι στὴν σειρὰ καὶ ἀπόθεσαν τὰ ὅπλα καὶ μετὰ ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Πατρὸς Ἀρσενίου μὲ κλάματα ζητώντας συγχώρηση. Παράλληλα ἔκλαιγαν καὶ τὰ γυναικόπαιδα ἀπὸ χαρὰ καὶ συγκίνηση. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶχαν ἀφήσει τὰ λίγα παλληκάρια τοῦ χωριοῦ νὰ τοὺς πολεμήσουν, ὁ Πρόδρομος ὁ Ἐζνεπίδης ἦταν ὅλο στενοχώρια, γιατὶ ἤθελε νὰ ξεσπάση στοὺς Τούρκους. Δὲν μπόρεσε λοιπὸν νὰ συγκρατηθῆ, ἅρπαξε ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐπικεφαλῆς, τὸν πιὸ ζωηρό, καὶ τὸν ἔδερνε. Ὁ καλὸς ὁ Χατζεφεντῆς τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὰ χέρια του λέγοντας: «Ἀφ’ετέριμ» [τόν συγχωρῶ]. Ἔμασαν μετὰ τὰ ὅπλα οἱ χωριανοί, τὰ φόρτωσαν στὰ μουλάρια καὶ τὰ παρέδωσαν στὴν Τουρκικὴ ἀρχή [...].

Ἀπὸ τοὺς λιποτάκτες αὐτούς, ἐκτὸς ποὺ μετανόησαν καὶ ἄλλαξαν ζωή, μερικοὶ μάλιστα ἔγιναν κρυφοὶ Χριστιανοὶ καὶ ἔφυγαν κρυφὰ μαζὶ μὲ τοὺς Χριστιανούς, μὲ τὴν Ἀνταλλαγή, καὶ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα. Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶχε φάει τὸ ξύλο ἀπὸ τὸν Πρόδρομο Ἐζνεπίδη, εἶχε γίνει Χριστιανός, καὶ ἀπὸ Σουλεϊμὰν ὀνομάστηκε Ἐλευθέριος. Ἦρθε μὲ τὴν Ἀνταλλαγὴ καὶ αὐτὸς κρυφὰ καὶ ἐγκατεστάθηκε στὰ Γιαννιτσά. Τό 1982 ζοῦσε ἀκόμη. Ἦταν πάνω ἀπὸ ἐνενήντα χρονῶν, καὶ τὸν φώναζαν Τουρκολευτέρη».

Τόν Τουρκολευτέρη τόν γνωρίζαμε. Ἦταν χαρακτηριστική φυσιογνωμία ἀνάμεσα στούς κατοίκους τῶν Γιαννιτσῶν. Ψηλός, μέ ρεμπούμπλικο στό κεφάλι καί μπαστούνι κρεμασμένο στόν βραχίονα τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ κυκλοφοροῦσε στήν πόλη καί ἐπικοινωνοῦσε κυρίως μέ πρόσφυγες, κάποιους ἀπό τούς ὁποίους γνώριζε ἀπό τήν Μ. Ἀσία. Τό τουρκικό ὄνομά του ἦταν Σουλεϊμάν Κεησέρ. Στήν Ἑλλάδα ἔζησε καί πέθανε μέ τό ὄνομα Ἐλευθέριος Παπαδόπουλος. Ἦταν Κοῦρδος στήν καταγωγή. Στόν τουρκικό στρατό κατατάχθηκε ἀπό τό 1908. Ἐκπαιδεύτηκε σέ σχολή ὑπαξιωματικῶν καί πολέμησε κατά τόν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στήν Τυνησία, τόν Καύκασο καί τόν Ἰορδάνη Ποταμό ἐναντίον τῶν Ἄγγλων. Ἦταν στό ἐπιτελεῖο τοῦ Κεμάλ. Εἶχε μάλιστα μιά φωτογραφία σέ κορνίζα στήν ὁποία, σέ ἡλικία 35 ἐτῶν, ἦταν ὄρθιος πίσω ἀπό τόν Μουσταφᾶ Κεμάλ καί τόν Ἰσμέτ πασᾶ (Ἰνονοῦ) μαζί μέ ἄλλους ἀξιωματικούς τοῦ ἐπιτελείου του. Ἦταν «φιλοσουλτανικός», γι’ αὐτό ὅταν ὁ Κεμάλ αὐτονομήθηκε ἀπό τόν Σουλτάνο, αὐτός τόν ἐγκατέλειψε καί μέ τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν, ὡς Χριστιανός πλέον, ἀλλά καί ἀντίθετος μέ τό καθεστώς τοῦ Κεμάλ, ἦλθε στήν Ἑλλάδα.

Ὁ σκληρός ἐμπειροπόλεμος ἐπιτελικός τοῦ Κεμάλ, νικήθηκε ἀπό τήν ἄοπλη δύναμη τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου καί ἄλλαξε ζωή. Τοῦ δόθηκε νά δῇ ἀλλιῶς τόν κόσμο καί νά καταλάβῃ, ὅτι αὐτό πού κάνει οἰκείους τούς ἀνθρώπους, εἶναι κυρίως ἡ ζωντανή πίστη στόν Χριστό καί ὄχι τόσο ἡ καταγωγή ἤ τά κοινά συμφέροντα. Ὁ ὅσιος Ἀρσένιος φανέρωσε σέ δύσκολες συνθῆκες τήν ἄοπλη, εἰρηνοποιό καί μεταμορφωτική δύναμη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔδειξε πῶς δρᾶ ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 1855