Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ συνωμοσιολογία καί ὁ τρίτος πειρασμός

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Βρήκαμε πολύ ἐνδιαφέρουσες τίς ἀπόψεις πού ἐκφράζει ὁ κ. Κωνσταντῖνος Γρίβας, Ἀναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικῆς, στήν Στρατιωτική Σχολή Εὐελπίδων, γιά τήν «ἐπιδημία» τῆς συνωμοσιολογίας, σέ ἄρθρο του πού ἔχει τίτλο: «Ἡ συνωμοσιολογία ὡς νέα θρησκεία καί ἡ “καταγγελτική” θεοποίηση τῆς Παγκοσμιοποίησης». Ὁ τίτλος εἶναι μιά τηλεγραφική περίληψη τῶν βασικῶν ἀπόψεων τοῦ ἄρθρου.

Θά σταθοῦμε στήν συνωμοσιολογία. Δίνοντας μιά συνοπτική ἑρμηνεία στήν γένεση τοῦ  φαινόμενου, ὁ κ. Γρίβας γράφει: «Μιά ἀρχικὴ αἰτία γιὰ αὐτὸ τὸ φαινόμενο εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν θέλουν νά νοιώθουν ἕρμαια ἀπρόσωπων δυνάμεων. Προτιμοῦν νά πιστεύουν  ὅτι ὑπάρχει κάποιος ἔλεγχος σὲ αὐτὰ πού συμβαίνουν, ἔστω καὶ ἀπὸ σκοτεινὲς δυνάμεις, παρὰ νά ἀποδεχθοῦν τὴ χαοτικὴ φύση τῆς πραγματικότητας. Οἱ ἄνθρωποι, ὡς κοινωνικὰ ὄντα, θέλουν νά βρίσκονται σὲ ὀργανωμένες δομὲς ὅπου ὑπάρχει ἱεραρχία». Καί συμπληρώνει: «Ἡ φυσικὴ αὐτὴ τάση στὸν ἄνθρωπο ἔφτασε σὲ παθολογικὰ ἐπίπεδα στὴ σύγχρονη ἐποχὴ».

Κατά τόν κ. Γρίβα, οἱ ἄνθρωποι θέλουμε «ὀργανωμένες δομές», δέν ἀνεχόμαστε τήν «χαοτική φύση τῆς πραγματικότητας». Μπροστά στό χάος προτιμοῦμε τήν παραδοχή, ὅτι ὅλα βρίσκονται κάτω ἀπό ἔλεγχο, ἔστω κάποιων «σκοτεινῶν δυνάμεων».

Γιά νά τεκμηριώση αὐτή τήν ἄποψη κάνει μιά ἐπιλεκτική καί περιληπτική ἀναδρομή στήν φιλοσοφική καί θρησκευτική ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου. Μέ δεδομένες τίς φιλοσοφικές ἀρχές πού εἰσήγαγε στόν δυτικό κυρίως κόσμο ὀ Διαφωτισμός, μελετᾶ τόν τρόπο σκέψης καί τό πῶς ἀντιλαμβανόταν ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του μέσα στόν κόσμο, τό πῶς ἀντιμετώπιζε καί πῶς ἀντιμετωπίζει τίς ἀπειλές τῶν φυσικῶν καταστροφῶν ἤ τούς ποικίλους κινδύνους ἀπό τό φυσικό περιβάλλον. Δέν κάνει καμμιά ἀναφορά στούς Προφῆτες καί τούς Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Βλέπει τά πράγματα μέσα ἀπό τήν δική μας (Ἑλληνική) ἱστορία. Ἔτσι, ξεκινᾶ ἀπό τήν εἰδωλολατρία, περνᾶ  στόν Χριστιανισμό, πηγαίνει κατόπιν στόν Διαφωτισμό, στήν παράγωγή του θρησκευτική ἀδιαφορία καί φθάνει μέχρι τίς μέρες μας, πού οὐσιαστικά ἔχουμε μιά ἐπιστροφή στίς προϋποθέσεις τῆς εἰδωλολατρικῆς ἀρχαιότητας. Τό σκεπτικό του εἶναι τό ἑξῆς:

Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, μέσα στήν εἰδωλολατρική τους συνείδηση, «θεωροῦσαν ὅτι βρίσκονταν σέ ἕναν κόσμο ὁ ὁποῖος ἦταν ἕρμαιο στά χέρια δυνάμεων πού δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν, πολλῷ δέ μᾶλλον νά ἐλέγξουν. Ἔτσι, τίς ἀπέδιδαν σέ ἰδιότροπες ὑπερφυσικές δυνάμεις, οἱ ὁποῖες λειτουργοῦσαν ἀνεξέλεγκτα καί πάνω στίς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι δέν εἶχαν τήν παραμικρή ἐπίδραση». Ἡ ἁπλουστευμένη αὐτή περιγραφή θέλει κυρίως νά ἀναδείξη τό τί συνέβη μετά τήν « πολιτισμική ἐπανάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τό ἀνθρωποκεντρικό μοντέλο πού αὐτή ἐπέβαλε». Ὁ ἄνθρωπος μπῆκε «σέ κυρίαρχη θέση μέσα στόν φυσικό κόσμο. Ἔτσι, δημιουργήθηκε μιά βάση αὐτοπεποίθησης πάνω στήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι ξεκίνησαν τίς προσπάθειές τους νά ἐλέγξουν τόν φυσικό κόσμο».

Οἱ ἀνεξέλεγκτες ὑπερφυσικές δυνάμεις «ἀντικαταστάθηκαν ἀπό τόν παντοδύναμο Θεό, ὁ ὁποῖος ναί μέν ἦταν φιλεύσπλαχνος ἀλλά ταυτοχρόνως σέ αὐτόν ἀποδιδόταν λοιμοί καί διάφορες φυσικές καταστροφές ὡς τιμωρία γιά ἐνέργειες τῶν ἀνθρώπων. Καί ἔτσι ὅμως ἡ αὐτοπεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου ἐνισχύθηκε, ἀπό τή στιγμή πού θεωροῦσε ὅτι αὐτά πού τοῦ συνέβαιναν δέν ὀφείλονταν στίς ἰδιοτροπίες κάποιων ἀπρόσωπων ὑπερφυσικῶν δυνάμεων ἀλλά στίς δικές του “ἁμαρτίες” καί λάθη». Δηλαδή, ἡ εὐθύνη ἦταν στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος «μποροῦσε νά ἐπικοινωνήση καί νά ἐπηρεάση τίς ἀποφάσεις» τοῦ Θεοῦ. «Ἔτσι, ἐνισχύθηκε ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου ὅτι μποροῦσε μέ τίς “ὀρθές” ἐνέργειες νά ἐλέγξει τή μοίρα του».

Κατά τόν κ. Γρίβα, μετά τόν Διαφωτισμό, τήν θρησκευτική ἀδιαφορία καί τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό ἤ μᾶλλον τήν «ἐξορία τοῦ Θεοῦ» ἀπό τόν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος τοποθέτησε «τόν ἑαυτό του στή θέση τοῦ κενοῦ πού εἶχε δημιουργηθεῖ», προκειμένου «νά ἀποφύγη τό ἐνδεχόμενο νά ἐπιστρέψη στίς ζοφερές ἡμέρες πού ἦταν ἕρμαιο δυνάμεων τίς ὁποῖες δέν μποροῦσε νά ἐλέγξη».

Οἱ ἄνθρωποι μαθαίνουμε ἀπό γεννησιμιοῦ μας νά πιστεύουμε ὅτι ζοῦμε σέ ἕναν κόσμο πού ἐλέγχεται ἀπό ἐμᾶς. «Αὐτή ἡ παρανοϊκή ἀντίληψη ἀποτέλεσε τή γνωσιακή βάση πάνω στήν ὁποία ἀναπτύχθηκαν  διάφορες θεωρίες καί ἀντιλήψεις σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ὅ,τι συμβαίνει σέ αὐτόν τόν κόσμο ὀφείλεται σέ ἀνθρώπινες δυνάμεις καί ἔχει καί κάποιο λογικό (ἔστω καί σκοτεινό) σκοπό». 

Μέ λίγα λόγια «ὁ σημερινός ἄνθρωπος  χρειάζεται ἕνα ὑποκατάστατο θεϊκῆς ἐξουσίας, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ εἶναι σκοτεινοῦ – δαιμονικοῦ χαρακτήρα, ἡ ὁποία θὰ ἐλέγχει τὸν κόσμο στὸ πλαίσιο μιᾶς ὀρθολογικῆς στρατηγικῆς». Αὐτή εἶναι ἡ ἀφετηρία τῆς συνωμοσιολογίας.

Πρόκειται, λοιπόν, γιά ἕνα ὑποκατάστατο θρησκευτικῆς πίστης. Εἶναι μιά λανθασμένη κίνηση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Τό θλιβερό γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς εἶναι ὅτι πολλοί ἀδελφοί μας δείχνουν σάν νά μή καλύπτονται ἀπό τήν πίστη τῶν Πατέρων τους. Μέ τίς ἀνησυχίες τους καί τίς ἑρμηνεῖες τῶν γεγονότων, μέσα στό πνεῦμα ἑνός ἐγκοσμιοκρατικοῦ ἀποκρυφισμοῦ, δείχνουν ὅτι τό φῶς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ δέν φωτίζει ἐπαρκῶς τίς πορεῖες τῆς σκέψης τους.  Δείχνουν ὅτι δέν τούς ἑλκύει τό «ἀκραιφνέστατο φῶς» τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Θέλουν καί λίγο σκοτάδι, διότι μέσα ἐκεῖ, στό σκοτάδι, θεωροῦν ὅτι τελεσιουργοῦνται ὅλα τά μυστήρια τοῦ παρόντος κόσμου. Ἐκεῖ παίρνονται ὅλες οἱ κυβερνητικές ἀποφάσεις γιά ὅλον τόν κόσμο.

Δέχονται, δηλαδή, οὔτε λίγο οὔτε πολύ ὡς δεδομένο τό «ἀπωθημένο» τοῦ Ἑωσφόρου, ὅπως ἐκφράστηκε στόν τρίτο πειρασμό πού ἐπεχείρησε ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ Χριστός μετά τήν βάπτισή Του στόν Ἰορδάνη ποταμό ἀνοίχθηκε στήν ἔρημο καί ἔμεινε ἐκεῖ νηστεύοντας σαράντα μέρες. Ὁ Ἑωσφόρος μετά τήν ἀποτυχία του στούς δύο πρώτους πειρασμούς, πῆγε τόν Χριστό σέ «ὄρος ὑψηλὸν λίαν» καὶ τοῦ ἔδειξε ὅλα τά βασίλεια τοῦ κόσμου μέ ὅλη τήν δόξα τους καὶ τοῦ εἶπε: «ταῦτα πάντα σοι δώσω, ἐὰν πεσὼν προσκυνήσῃς μοι»(Ματθ.4,9).

Θεωροῦσε ὅτι ὅλα τά βασίλεια τοῦ κόσμου ἦταν δικά του, ἐπειδή πιθανῶς ἐπηρέαζε ἤ καί καθοδηγοῦσε μέσῳ τῶν παθῶν τους τούς κυβερνῆτες ὅλου τοῦ τότε κόσμου. Δέν ἀντιλαμβανόταν ὅτι γιά τήν δύναμη τῆς ταπεινῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία μεταδίδει διαχρονικά στούς γνήσιους μαθητές Του, οἱ κυβερνῆτες αὐτοί δέν ἦταν οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, ἀλλά «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν»(Μαρκ. 10,42). Νόμιζαν ὅτι εἶχαν ἐξουσία. Καταδυνάστευαν τόν κόσμο, φανταζόμενοι ὅτι εἶχαν ἐξουσία. Ἀγνοοῦσαν τήν παντοκρατορική ἐξουσία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, πού δέν καταδυναστεύει, ἀλλά σταυρώνεται μέ τήν σάρκα τοῦ Χριστοῦ γιά τόν κόσμο. Ὁ Χριστός βέβαια τοῦ ἀπάντησε μέ τὁν γνωστό ἀπορριπτικό λόγο, πού πρέπει νά ἐπαναλβάνουμε καί ἐμεῖς σέ κάθε παρόμοιο δαιμονικό πειρασμό: «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις»(Ματθ. 4,10). Προσκύνηση καί λατρεία προσφέρονται μόνο στόν Θεό, ὄχι στά κτίσματα.

 Στήν συνείδηση τῶν ὑποκειμένων στό πνεῦμα τῆς συνωμοσιολογίας φαίνεται σάν νά εἶναι ἀληθινό αὐτό πού ἰσχυρίστηκε ὁ Ἑωσφόρος πειράζοντας τόν Χριστό, ὅτι, δηλαδή, ὁ Ἑωσφόρος κυβερνᾶ τόν κόσμο, ὅτι αὐτός ἔχει τήν ἐξουσία του. Ἐπίσης, σάν νά ἔπαψε γι’ αὐτούς ἡ ἰσχύς τοῦ λόγου πού εἶπε ὀ Χριστός: «ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι»(Ἰωάν. 5,17), δηλαδή, σάν νά ἔπαψε ἡ ἀδιάλειπτη κυβερνητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ πρόνοιά Του γιά τόν κόσμο. Σάν νά μπορῆ ὁ κόσμος νά ὑπάρχη χωρίς νά τό θέλη ὁ Θεός.  

Τό «μυστήριον τῆς ἀνομίας», βέβαια, ὡς παράσιτο δέν ἔπαψε καί αὐτό νά ἐνεργῆ στόν κόσμο. Ἔχει ἰσχύ σέ ὅσους δέν συνδέονται μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Τό «μυστήριον τῆς ἀνομίας» ἀδρανοποιεῖται ἀπό τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί τίς προσευχές τῶν ἁγίων της. Ὁ ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἁγιορείτης στό βιβλίο του «Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι», γράφει:

«Στά ἐλεύθερα κτίσματα παραχωρεῖται ἡ δυνατότητα νά πορευτοῦν μέχρι τίς ἀκραῖες ἐκδηλώσεις τοῦ κακοῦ. Ὅσο ὅμως ἀκόμη προσφέρεται ἡ ἀναίμακτη Θυσία, ὅσο ἡ λειτουργική προσευχή ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ζωντανούς, κεκοιμημένους καί αὐτούς πού πρόκειται ἀκόμη νά γεννηθοῦν, ὅσο ἀκόμη ὑπάρχουν ψυχές πού, μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προσεύχονται ἀκόμη καί γιά τούς ἐχθρούς, ἡ Γῆ θά διαφυλάσσεται ἀπό τό ἀποκαλυπτικό πῦρ, πού μέλλει νά κατακαύση τά πάντα (βλ. Β΄ Πέτρ. 3,10). Ἔτσι πίστευε ὁ μακάριος Γέροντας Σιλουανός. Σέ αὐτή τή Χριστομίμητη προσευχή ἔβλεπε τήν “κατέχουσα” δύναμη, γιά τήν ὁποία  κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του(2,7)».

Μέ αὐτή τήν Χριστομίμητη προσευχή ὀφείλουμε νά φωτίζουμε τόν νοῦ μας καί νά ἑνωνόμαστε ἐν Χριστῷ σωστικά μέ τόν κόσμο.

Συναφῶς καί ἐπιλογικά ὑπογραμμίζουμε τήν ἄποψη τοῦ κ. Γρίβα γιά τίς συνωμοσιολογίες: «εἶναι ἀπαράδεκτο γιὰ ὁποιονδήποτε δηλώνει Χριστιανὸς νὰ τὶς ἀποδέχεται ἄκριτα».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ