Γράφτηκε στις .

Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων, Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία στόν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Παρασκευῆς Ναυπάκτου

Τήν Κυριακή 14 Ἰουνίου, ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων, στόν Ἱερό Ἐνοριακό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Ναυπάκτου ἑορτάσθηκε πανηγυρικά καί ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου (Πόποβιτς), τοῦ νέου Ὁμολογητοῦ, καί τέθηκαν πρός προσκύνηση ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, καθώς καί τεμάχιο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του, τά ὁποῖα ἔφερε στόν ὡς ἄνω Ἱερό Ναό ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. π. Εἰρηναῖος Κουτσογιάννης, Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, ὁ ὁποῖος γνώρισε τόν Ἅγιο, ἀλλά καί εἶχε τήν εὐλογία νά παραστῆ στήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων του.

Τελέσθηκε Ἀρχιερατική θεία Λειτουργία ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίκαιρη ὁμιλία του ἀναφέρθηκε στήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων, καθώς ἐπίσης καί στόν βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ νέου Ὁμολογητοῦ, καί ἐπικεντρώθηκε σέ δύο σημεῖα.

Τό πρῶτον εἶναι ἡ πορεία τήν ὁποία ἀκολούθησε ὁ Ἅγιος ἀπό τήν Νότια Σερβία πού γεννήθηκε, στό Βελιγράδι πού σπούδασε, στήν Πετρούπολη καί τήν Ὀξφόρδη πού ἔκανε τίς μεταπτυχιακές του σπουδές, στήν Ἀθήνα πού ἔλαβε τό διδακτορικό του, τήν καθηγητική ἕδρα τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Βελιγραδίου καί τήν ἀσκητική του ζωή στήν Μονή Τσέλιε μετά τήν ἀπομάκρυνσή του. Ἔτσι γνώρισε ὅλη τήν δυτική καί ὀρθόδοξη παράδοση.

Τό δεύτερον σημεῖον εἶναι ἡ σύνδεσή του μέ τό Ἅγιο Νικόλαο Ἀχρίδος, ὁ ὁποῖος καί τόν χειροτόνησε. Αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶχε συνδεθῆ μέ τόν ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη καί εἶχε χειροτονήσει εἰς Διάκονον καί τόν ἅγιο Σωφρόνιο στήν Ἱερά Μονή Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.

Αὐτό ἔδωσε ἀφορμή στόν Σεβασμιώτατο νά πῆ ὅτι ἡ ἁγιότητα μεταδίδεται ἐμπειρικά ἀπό τούς ἁγίους στά πνευματικά τους παιδιά, καθώς καί σέ ἐκείνους πού τούς πλησιάζουν, τούς συμβουλεύονται, καί μέ τήν καθοδήγησή τους ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν προσωπικό τους ἁγιασμό. Καί ὅπως, ὅταν κάποιος εἰσέρχεται σέ ἕνα ἀρωματοπωλεῖο στήν συνέχεια, ὅταν ἐξέρχεται, εὐωδιάζει, ἔτσι καί αὐτός πού ἐπικοινωνεῖ μέ τούς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι εὐωδιάζουν ἀπό τήν ἄρρητη εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐνοικεῖ σέ ὅλη τήν ὕπαρξή τους, καί στήν ψυχή τους καί στό σῶμα τους, ἑπόμενο εἶναι νά εὐωδιάζη καί αὐτός, κατά τό μέτρο τῆς δεκτικότητος καί τῆς χωρητικότητός του.

Ἐπίσης, εἶπε, ὅτι οἱ ἅγιοι ἔχουν ἐσωτερική ὀμορφιά, ἤτοι τήν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀνώτερη ἀπό ἐκείνη τοῦ σώματος, ἡ ὁποία ἔρχεται καί παρέρχεται, ἀλλά καί πολλές φορές δημιουργεῖ προβλήματα, προσωπικά, οἰκογενειακά καί κοινωνικά.

Στό τέλος τῆς ὁμιλίας του ὁ Σεβασμιώτατος διάβασε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό προσωπικό ἡμερολόγιο τοῦ Ἁγίου, ὅταν σπούδαζε στήν Ἀθήνα, πού δείχνει ὅλο τό ἦθος του: «Μέ συνέχει τό αἴσθημα τῆς δικῆς μου προσωπικῆς παναρματωλότητος καί ὁλοκληρωτικῆς μου εὐθύνης γιά ὅλους καί γιά ὅλα (γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά ὅλη τήν κτίση) καί τόν ἴδιο τόν ἀέρα τόν ρυπαίνω· τό κάθε κτίσμα, τό κάθε ὄν μέ τήν δική μου παρουσία μεταδίδω τήν ἁμαρτία, τό λερώνω, τό μιαίνω: Ἰησοῦ, γλυκύτατε, ἱλάσθητί μοι τῷ παναμαρτωλῷ, τῷ παν-βδελυρῷ».

Συμμετεῖχαν σέ αὐτήν τήν πανήγυρη ἀρκετοί πιστοί, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους παρέμειναν ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, λόγῳ τῶν ἐκτάκτων μέτρων γιά τήν πανδημία, ὡστόσο, ὅμως, εἶχαν τήν δυνατότητα νά ἀσπασθοῦν τό ἱερό λείψανο, ἀλλά καί νά συμμετάσχουν στήν θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία ἀκουγόταν καί ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, ἀπό τά ἐξωτερικά ἠχεῖα.
.

Δεῖτε Φωτογραφίες ΕΔΩ

Ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Παρασκευῆς Ναυπάκτου