Γράφτηκε στις .

Ὁ νηφάλιος νοῦς (video)

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κήρυγμα (ἀπομαγνητοφωνημένο) στόν πρῶτο ἑορτασμό τοῦ ἁγίου Καλλινίκου Ἐδέσσης στήν Ναύπακτο (Κυριακή 9 Αὐγούστου 2020)

Δεῖτε τὸ video τοῦ κηρύγματος 

Χθές, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἴχαμε τήν μεγάλη χαρά νά ἑορτάσουμε τήν πρώτη ἑορτή τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Καλλινίκου, Μητροπολίτου καί Ἐπισκόπου Ἐδέσσης, ὁ ὁποῖος ἐπετέλεσε πολλά θαύματα, ὅπως ἀκριβῶς γράφεται στήν Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία διαβάστηκε χθές στήν Ἔδεσσα ὅτι «ζῶν δέ καί μετά θάνατον τοῦ χαρίσματος τῆς τῶν θαυμάτων ἐνεργείας παρά Θεοῦ ἀξιωθείς».

Καί αὐτήν τήν μεγάλη ἡμέρα κατά τήν ὁποία πρώτη φορά ἑορτάζεται ἡ μνήμη του, 8 Αὐγούστου, ἤμουν στήν Ἔδεσσα. Ἐκεῖ, μετά τήν ἀνάγνωση τῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία παρουσιάζει μέ πολύ μεγάλη συντομία τόν βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Καλλινίκου, Ἐπισκόπου Ἐδέσσης, ὁμίλησα καί παρουσίασα δύο πλευρές τοῦ ἁγίου αὐτοῦ Ἱεράρχου, δηλαδή τήν ἀποστολική του ζωή καί τήν ἀγγελική ζωή τήν ὁποία ζοῦσε.

Συνεδύαζε, δηλαδή, τήν ἀποστολική ζωή καί διαδοχή μαζί μέ τήν ἀγγελική ζωή, σύμφωνα μέ τούς Χαιρετισμούς πού ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης διάδοχός του, Ἐδέσσης Ἰωήλ: «Χαῖρε ὁμότιμε τῶν Ἀποστόλων, Χαῖρε ὁμόηθε τῶν ἀγγέλων». Συνεδύαζε αὐτήν τήν ἀποστολική ζωή μαζί μέ τήν ἀγγελική ζωή, ἦταν ἕνας ἀληθινός Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τόν γνώρισα ἀπό πάρα πολύ κοντά.

Καί εἴπαμε σήμερα, ἐδῶ στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Ναυπάκτου, νά συνεχίσουμε αὐτήν τήν ἑορτή, γιατί ὑπάρχει ἕνας εἰδικός λόγος. Οἱ ἐφημέριοι τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μαζί μέ τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο καί, βεβαίως, μέ τήν σύμφωνη γνώμη μου, ἀποφάσισαν τήν βόρεια κόγχη μέσα στό Ἱερό Βῆμα τοῦ Ναοῦ νά τήν ἀφιερώσουν στόν ἅγιο Καλλίνικο. Θά ἐγκαινιάσουμε τό Ἱερό αὐτό, ὥστε νά εἶναι μία Ἁγία Τράπεζα ἀφιερωμένη στόν ἅγιο Καλλίνικο καί νά γίνεται ἐκεῖ θεία Λειτουργία στήν μνήμη του. Καί μέ τόν καιρό τήν νότια κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος θά τήν ἀφιερώσουμε στόν ἅγιο Σωφρόνιο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη στήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας.

Θά ἤθελα, λοιπόν, μέ τήν σημερινή αὐτή θεία Λειτουργία τήν ὁποία τελοῦμε καί θυμόμαστε τόν σύγχρονο αὐτόν Πατέρα καί Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας μας, νά πῶ μερικά ἄλλα σημεῖα τά ὁποῖα νομίζω εἶναι ἐπίκαιρα.

1. «Τό ἀγριολούλουδο» τῆς Ρουμελιώτικης γῆς

Τό πρῶτον εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Καλλίνικος καταγόταν ἀπό τήν Ρούμελη, δηλαδή γεννήθηκε στά Σιταράλωνα Θέρμου Τριχωνίδος. Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπό τόν Πλάτανο καί ἑπομένως μεγάλωσε ἐδῶ σ’ αὐτόν τόν ρουμελιώτικο χῶρο μέ ὅλες αὐτές τίς παραδόσεις τίς ὁποῖες διαθέτει, ὄχι ξένες παραδόσεις, ἀλλά τοπικές παραδόσεις πού εἶναι ἐκκλησιαστικές παραδόσεις.

Μεγάλωσε μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ παπποῦ του, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἱερέας ἄξιος τῆς ἀποστολῆς του, ἔχοντας ἐμπειρία καί παράδοση ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί μετέφερε τό Ἅγιον Ὄρος στό σπίτι του. Ὀκτώ (8) ἀδέλφια, δύο γονεῖς, δύο παπποῦδες, παππούς καί γιαγιά, κάθε μέρα τό μεσημέρι καί τό βράδυ, δώδεκα (12) ἄνθρωποι κάθονταν στό τραπέζι. Μία πατριαρχική πραγματικά οἰκογένεια μέσα σέ ὅλες αὐτές τίς ρωμαίϊκες παραδόσεις.

Καί ὅταν κάποιος καθηγητής στό Πανεπιστήμιο, ὁ Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, ἐπειδή ἦταν ἄριστος φοιτητής, ἤθελε νά τόν προωθήση γιά ἀκαδημαϊκές σπουδές, ἕνας ἄλλος καθηγητής, ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας, δογματικός θεολόγος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, εἶπε: «Ἀφῆστε τό ἀγριολούλουδο τῆς ρουμελιώτικης γῆς», δηλαδή ἀφῆστε τον, μήν τόν ἀλλοιώνετε. Τόν ἀπεκάλεσε «ἀγριολούλουδο», δηλαδή ἕνα λουλούδι ὄμορφο, τό ὁποῖο δέν ἔχει ἐπάνω του τίποτα τό φτιαχτό, ἀλλά εἶναι ἀτόφιο, ἔχει τήν ἁπλότητα καί τήν ὀμορφιά τήν ὁποία ἔχει αὐτή ἡ ρουμελιώτικη γῆ.

Αὐτός ἦταν ὁ ἅγιος Καλλίνικος, ἔτσι μεγάλωσε μέ αὐτές τίς ἀρχές, ὄχι μέ ξένες ἀρχές, προτεσταντικές ἀρχές πού ἔρχονται ἀπό ἔξω, ἀλλά μέ τίς ἀρχές πού γνώρισε ἐδῶ στό πατριαρχικό σπίτι του, μέ αὐτήν τήν μεγάλη οἰκογένεια καί μέ ὅλη αὐτήν τήν παράδοση.

Καί ἐγώ τουλάχιστον χαίρομαι γιατί εἶμαι Μητροπολίτης σ’ αὐτήν τήν περιοχή, πού ἐκεῖνος ἀγαποῦσε, καί ἀνεβαίνω στόν Πλάτανο, ἀπό τόν ὁποῖον καταγόταν, καί χαίρομαι πάντοτε, ἀλλά ἰδιαίτερα τόν τελευταῖο καιρό, πού ὅταν βγαίνω στόν δρόμο, μέ συναντοῦν διάφοροι καί μοῦ λένε: «Εἶναι συγγενής μου ὁ ἅγιος Καλλίνικος», «ἦταν φίλος μου», «τόν γνώριζα». Καί μέ αὐτήν τήν ἔννοια αἰσθάνομαι ὅτι πέρα ἀπό τήν πνευματική σχέση τοῦ ποιμένος πρός τό ποίμνιο, ἔχω καί πνευματική σχέση διά μέσου τοῦ Γέροντός μου στόν ὁποῖον ἤμουν ὑποτακτικός τόσα χρόνια καί μέ μεγάλωσε μέσα ἀπό ὀρθόδοξες θεολογικές παραδόσεις καί ἀρχές.

2. Οἱ τραγωδίες ἀπό τίς ὁποῖες πέρασε

Τό δεύτερο πού ἤθελα νά τονίσω εἶναι ὅτι ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Καλλινίκου πέρασε μέσα ἀπό ὅλη τήν τραγωδία τῆς ἐποχῆς μας, μέ ὅλα τά γεγονότα τά κοινωνικά, τά ἐθνικά, τά ἐκκλησιαστικά γεγονότα.

Γεννήθηκε τό 1919, πρός τό τέλος τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου καί εἶχε ἀρχίσει καί ἡ Ρωσική Ἐπανάσταση μέ ὅλες τίς συνέπειες τίς ὁποῖες ἄφησαν καί οἱ δύο αὐτοί μεγάλοι πόλεμοι. Γεννήθηκε, δηλαδή, τήν δύσκολη αὐτή περίοδο καί τά πρῶτα τά ὁποῖα ἄκουγε ἦταν ὅσα εἶχαν σχέση μέ τό πρόβλημα τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Καί, βεβαίως, στήν συνέχεια ἔζησε τά γεγονότα μέ τήν Μικρασιατική Καταστροφή καί θυμόταν τό πόσοι σκοτώθηκαν, τό πόσοι ἦρθαν στό χωριό του καί στήν περιοχή του τραυματισμένοι ἀπό τήν τραγωδία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τά γνώριζε αὐτά καί ἔβλεπε τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἦταν λαβωμένοι καί πληγωμένοι. Ἑπομένως γεννήθηκε σέ μία τέτοια περίοδο πολέμου καί ἀντιμετώπισε ὅλες τίς συνέπειες αὐτῶν τῶν τραγικῶν καταστάσεων.

Στήν συνέχεια ὡς φοιτητής στήν Ἀθήνα ἔζησε κατά τήν διάρκεια τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ἀπό τό 1937 μέχρι τό 1942 ἦταν φοιτητής στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν. Ὁπότε καταλαβαίνετε ὅτι πέρασε τήν τραγωδία τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τήν γερμανική εἴσοδο στήν Ἀθήνα, τήν γερμανική Κατοχή. Μοῦ διηγεῖτο ὅτι ἔβλεπε ἀνθρώπους στήν Ὁμόνοια νά εἶναι πεσμένοι κάτω, νά πεθαίνουν ἀπό τήν πείνα καί ἀπό ἄλλες αἰτίες, μέ τυφεκισμούς καί ἀπαγχονισμούς. Τά ἔζησε ὡς φοιτητής καί γνώρισε καί τίς συνέπειές τους.

Ἀργότερα μετά τό Πανεπιστήμιο, ὅταν ἐπανῆλθε στό Μεσολόγγι, ἐκεῖ ἔζησε ὅλη τήν κατάσταση μετά τήν Κατοχή, μέ τόν λεγόμενο ἐμφύλιο πόλεμο. Τά ἔζησε ὅλα αὐτά. Ἔπειτα, ὡς στρατιώτης, τρία ὁλόκληρα χρόνια, ἀγωνιζόταν γιά τά πάτρια ἐδάφη καί γιά τίς παραδόσεις στά ΛΟΚ, (στούς Λόχους Ὀρεινῶν Καταδρομῶν) καί μάλιστα στήν θρησκευτική ὑπηρεσία τῶν Λόχων Ὀρεινῶν Καταδρομῶν.

Καί ἐνῶ ἦταν στρατιώτης καί ἀκολουθοῦσε ὅλους τούς στρατιῶτες, τούς φίλους του, τούς συναδέλφους του, ἐκεῖνος ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι ὁ ἱεροκήρυκας καί νά ὁμιλῆ στούς στρατιῶτες καί στόν λαό. Ἕνας στρατιώτης συνάδελφός του ἀργότερα τόν ἀποκάλεσε σέ γραπτό κείμενο ὅτι «ἦταν ὁ ἱεραπόστολος τοῦ ἀντισκηνίου», δηλαδή ὅπου ἔβλεπε ἕνα ἀντίσκηνο μέ στρατιῶτες, ἔμπαινε κρατώντας τήν Ἁγία Γραφή, διάβαζε κάτι στούς στρατιῶτες καί τούς ἐμψύχωνε. Τρία ὁλόκληρα χρόνια σ’ αὐτήν τήν δύσκολη περίοδο ἦταν στρατιώτης, ἐνῶ θά μποροῦσε νά τό ἀποφύγη λόγῳ Ἱερωσύνης.

Μετά ἐπανέρχεται στό Μεσολόγγι. Πάλι δύσκολη κατάσταση, ὥσπου ἡ Ἑλλάδα νά ἀρχίση νά ἀνασταίνεται ἀπό τούς πολέμους, τίς καταστροφές, τούς σπαραγμούς, τούς ἐμφύλιους πολέμους. Ἀρχίζει ἐκεῖνος τό ἔργο του, νά ὁμιλῆ, νά παιδαγωγῆ, νά συμφιλιώνη, νά διδάσκη καί στήν συνέχεια νά ἀσκῆ διοίκηση σέ μία τέτοια δύσκολη περίοδο στό Μεσολόγγι, στό Ἀγρίνιο, στά χωριά, ἐκεῖνος ὡς λαϊκός οὐσιαστικά ἀσκοῦσε διοίκηση καί στήν συνέχεια ὡς Πρωτοσύγκελος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας.

Καί ὡς Μητροπολίτης Ἐδέσσης ἀντιμετώπισε τήν συνταγματική ἐκτροπή. Βρέθηκε σέ περίοδο μέ πραξικοπήματα, μέ κοινωνικά προβλήματα καί σέ ὅλα αὐτά δέν ἦταν μόνο τά κοινωνικά, ἀλλά καί τά πολιτικά προβλήματα, πού εἶχαν ξεκινήσει στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ‘60 μέ ἐσωτερικές, κοινωνικές θά ἔλεγα ἀναδιαρθρώσεις. Καί ὡς Μητροπολίτης ἀντιμετώπισε τέτοιες καταστάσεις καί κοινωνικές καί πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές, γιατί μαζί μέ τήν κοινωνική ἀναταραχή καί τίς πολιτικές καταστάσεις γίνονταν καί ἐκκλησιαστικές ἀναταραχές.

Καί, βεβαίως, στήν Μακεδονία ἀντιμετώπισε καί τά προβλήματα τά ὁποῖα προέρχονταν ἀπό τήν προπαγάνδα τῶν σκοπιανῶν καί μερικῶν φιλοσκοπιανῶν. Καί μετά τήν πτώση τοῦ «καθεστῶτος τῆς ἑπταετίας» ἔζησε καί τά προβλήματα τῆς μεταπολίτευσης, δηλαδή τήν ἀναταραχή μεταξύ τοῦ λαοῦ στό ποίμνιό του πού οἱ μέν κατηγοροῦσαν τούς δέ. Ἦταν καί τά κοινωνικά, ἦταν καί τά ἐκκλησιαστικά, ἦταν οἱ ἀλλαγές ἐκκλησιαστικῶν καταστάσεων καί ἦταν καί τά ἐθνικά, ἦταν καί τά προερχόμενα ἀπό τούς σκοπιανούς σέ μία πολύ εὐαίσθητη περιοχή καί οἱ ἄνθρωποι ἀλληλοκατηγοροῦνταν καί στρέφονταν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου.

3. Ὁ νηφάλιος νοῦς

Καί γιατί τά ἀναφέρω αὐτά; Γιατί σέ ὅλες αὐτές τίς καταστάσεις, ἀπό τόν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τήν Μεταπολίτευση, ἐκεῖνος παρέμεινε ἕνας νηφάλιος νοῦς. Ὅπου κι ἄν πῆγε, σέ ὁποιαδήποτε κατάσταση καί μετά ὡς Μητροπολίτης πού πέρασε τέτοιες καταστάσεις δύσκολες, πού ἐμεῖς δέν τίς περνᾶμε τώρα, ἐκεῖνος εἶχε μία ἠρεμία ἐσωτερική, μία νηφαλιότητα.

Δέν ἀσχολεῖτο καθόλου μέ τά πολιτικά ζητήματα, δέν τόν ἀπασχολοῦσε ἀκόμη καί ἡ διαίρεση τῶν ἀνθρώπων σέ διάφορες πολιτικές καί ἐθνικές κατηγορίες καί παρατάξεις. Ὁμιλοῦσε γιά τόν Χριστό καί γιά τήν Ἐκκλησία, πάντοτε «Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον Ἐσταυρωμένον». Τόν ἀπασχολοῦσε πῶς θά γίνουμε Χριστιανοί καλοί, πῶς θά γίνουμε καλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πῶς θά ἔχουμε ἀγάπη καί ἑνότητα. Αὐτό τόν ἀπασχολοῦσε.

Καί μερικοί δέν τόν καταλάβαιναν, γιατί τόν ἤθελαν δικό τους, ἀλλά αὐτός δέν ἀνῆκε σέ κανέναν, ἀνῆκε σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί κυρίως ἀνῆκε στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Ὁμιλοῦσε γιά τήν ἀγάπη, γιά τήν ἑνότητα, δέν ἀναμείχθηκε, ἐπαναλαμβάνω, σέ πολιτικά ζητήματα. Ἀκόμα καί τά ἐθνικά ζητήματα δέν τά ἀντιμετώπισε ὡς ἕνας ἁπλός πατριώτης, ἀλλά ὡς Χριστιανός, ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τήν προοπτική τοῦ ἔργου καί τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τόν ὁποῖον ἀγαποῦσε.

Δέν διακρινόταν καθόλου γιά τόν φανατισμό, δέν ἦταν φανατικός μιᾶς ἀπόψεως καί νά τήν ὑποστηρίζη μέ πάθος, ἀλλά ἦταν ἀνοιχτός σέ ὅλες τίς ἀπόψεις καί ὁμιλοῦσε γιά τήν εἰρήνη, γιά τήν ἀγάπη καί τήν ἑνότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἑπομένως, οὔτε φανατισμένος ἦταν οὔτε πολιτικοποιημένος ἦταν, ἀλλά ἦταν ἕνας «δοῦλος ἀπελεύθερος Κυρίου» (Α΄ Κορ. ζ΄, 22).

Δέν εἶναι καθόλου παράδοξο τό ὅτι, ὅταν συναντοῦσε ἕναν ἄνθρωπο, τόν ρωτοῦσε: «Τί κάνεις, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ;». Ἡ φράση «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο στόν Τιμόθεο «σύ δέ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Τιμ. γ΄, 17). Τοῦ ἄρεσε αὐτό καί ἔλεγε: «Καλημέρα, τί κάνεις ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ;». Γιατί ἤθελε νά ὑπενθυμίση στόν καθένα ὅτι εἶναι καί πρέπει νά εἶναι «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ».

Ἑπομένως, δέν εἶχε φανατισμό, ἀλλά εἶχε φρόνημα ἐκκλησιαστικό, δηλαδή τό φρόνημά του ἦταν πέρα γιά πέρα ἐκκλησιαστικό. Ἀγαποῦσε τόν Θεό καί ἀγαποῦσε τήν Ἐκκλησία, ὥστε στό τέλος τῆς ζωῆς του νά μοῦ πῆ: «Ὅταν θά φύγω ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, μπορεῖ νά θέλουν νά γράψουν μερικοί, νά πῆς σέ ὅλους καί σέ σένα ὅτι ἦταν ἕνας ἁμαρτωλός Ἐπίσκοπος, ἀλλά ἐφοβεῖτο τόν Θεό καί ἀγαποῦσε τήν Ἐκκλησία».

4. Τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα

Αὐτός ἦταν ὁ ἅγιος Καλλίνικος. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκε νά εἶναι στά διακόσια τοὐλάχιστον τελευταῖα χρόνια ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πού ἁγιοκατατάχθηκε. Γιατί τόν ἀπασχολοῦσε πολύ ὄχι τό τωρινό, ὄχι τό ἐνθάδε, ἀλλά ὁ Οὐρανός, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό, τό πῶς θά εἰσέλθουμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τό πῶς θά ζοῦμε αἰωνίως μέ τόν Χριστό. Τόν ἀπασχολοῦσε πολύ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἑνότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Δέν ἦταν ἑπομένως φανατισμένος καί εἶχε ἀπέραντο ἐκκλησιαστικό φρόνημα.

Ἔπρεπε κανείς νά τόν δῆ ἀπό κοντά, νά τόν πλησιάση γιά νά τά καταλάβη ὅλα αὐτά. Οἱ ἄνθρωποι ἔβλεπαν διάφορα ἐξωτερικά γεγονότα καί ρωτοῦσαν: «Γιατί τοῦτο, γιατί ἐκεῖνο, γιατί ἔγινε τό ἕνα, γιατί ἔγινε Ἐπίσκοπος αὐτήν τήν περίοδο». Ὁ ἴδιος εἶχε ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τό ἀπέδειξε. Μέσα στήν Ἱεραρχία, σέ δύσκολες ἐποχές ἦταν ὁ νηφάλιος νοῦς, ὥστε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ νά μοῦ πῆ ὅτι «ὁ Καλλίνικος ποτέ δέν μοῦ ἔκανε ἀντιπολίτευση». Ὅταν τοῦ εἶπα ὅτι ἔτσι εἶπε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, ἔκλαψε καί εἶπε: «Μά, παιδί μου, Ἀρχιερεύς εἶμαι πῶς θά κάνω ἀντιπολίτευση στήν Ἐκκλησία; Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Πολιτική ὀργάνωση, κόμμα εἶναι ἡ Ἐκκλησία;».

Αὐτά ἤθελα νά πῶ στήν ἀγάπη σας καί νά καταλήξω ὡς συμπέρασμα ὅτι μποροῦμε νά ζοῦμε στίς πιό τραγικές καταστάσεις, μποροῦμε νά βιώνουμε μία τραγωδία κοινωνική, οἰκογενειακή, ἐθνική τραγωδία καί ὅμως εἶναι δυνατόν μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά παραμένουμε σέ γαλήνη καί σέ ἠρεμία, ὅπως τό βλέπουμε στόν Ἀπόστολο Παῦλο πού ζοῦσε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις καί ἐνῶ ἦταν μέσα στήν φυλακή, ἔγραφε ἐπιστολές καί μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές αὐτές βγαίνει ἡ χαρά ἐν Χριστῷ, βγαίνει ὅλη αὐτή ἡ εἰρήνη ἡ ἐσωτερική.

Νά ἔχουμε τήν εὐχή καί τίς πρεσβεῖες τοῦ δικοῦ μας ἀνθρώπου, τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Καλλινίκου, Ἐπισκόπου Ἐδέσσης. Ἀμήν.–