Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ "Θρησκεία - Ἔνστικτο" καὶ ἡ Ὀρθοδοξία

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Μέ ἀφορμή τήν τελευταία ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, πού ἔκρινε ἀνεπαρκεῖς τίς ὧρες διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρηκευτικῶν στά Λύκεια, γράφηκαν στόν τύπο πολλά, κυρίως ἀπό νομικούς καί δημοσιογράφους, πού μελέτησαν τό θέμα ἀπό πολλές πλευρές καί μέ ποικίλες προϋποθέσεις. Αὐτό πού φάνηκε ἀπό τήν ἀρθρογραφία εἶναι ὅτι πολλοί διανοούμενοί μας ἔχουν πάρει τά θεολογικά τους μαθήματα ἀπό τούς Ἄγγλους καί τούς Γάλλους δεϊστές τοῦ 17ου καί τοῦ 18ου αἰώνα καί ὄχι ἀπό τούς ἐκφραστές τῆς παραδόσεως τοῦ τόπου μας.

Ὁ δεϊσμός εἶναι ἕνα θρησκευτικό καί φιλοσοφικό κίνημα πού βρίσκεται στούς ἀντίποδες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά καί τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Ὁ Χριστιανισμός, καί ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθοδοξία, στηρίζει τήν πίστη του στήν ἀδιάρρηκτη σχέση μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου, μέσω τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ δεϊσμός δέν δέχεται ὅτι ὑπάρχει τέτοια σχέση. Ὁ ἀθεϊσμός, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἀρνεῖται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ δεϊσμός δέχεται τήν ὕπαρξη δημιουργοῦ Θεοῦ, ἀλλά αὐτός δέν παρεμβαίνει στήν ἱστορική πορεία τοῦ κόσμου, δέν ἐπικοινωνεῖ μέ τούς ἀνθρώπους. Κατά τόν καθηγητή Β. Γιούλτση “χαρακτηριστική διδασκαλία τῶν δεϊστῶν ἦταν ἡ πίστη σέ μιά φυσική θρησκεία, ἀντίθετη σέ μιά “ἀποκεκαλυμμένη θρησκεία”, πιό εἰδικά στό Χριστιανισμό. Οἱ δεϊστές ἀπορρίπτουν τή θεοπνευστία τῆς Βίβλου, ἀρνιοῦνται τά θαύματα, δέν ἐπιτρέπουν χῶρο στή θεολογία τους γιά μιά διδασκαλία σχετική μέ τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, πού θεωροῦν ἁπλά σάν ἕναν πολύ σπουδαῖο ἄνθρωπο. Ὁρισμένοι ἀρνιοῦνται κι αὐτήν τήν ἀθανασία τῆς ψυχής” (Κοινωνιολογία τοῦ ἀθεϊσμοῦ, σέλ.36).

Ἀπόψεις, λοιπόν, πού συντονίζονται μέ τό πνεῦμα τοῦ δεϊσμοῦ εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητας, μέ ἀφορμή τήν τελευταία ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας γιά τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Μέ αὐτά πού γράφηκαν ἐπιβεβαιώνονται τά συμπεράσματα τοῦ καθηγητῆ Φώτη Δημητρακόπουλου γιά τήν ὑποταγή μεγάλου τμήματος τῆς νεοελληνικῆς διανόησης στά δυτικά πρότυπα. Ἔτσι, εἴδαμε κείμενα Νεοελλήνων νά ἀποστασιοποιοῦνται ἀπό τήν πίστη “τῶν Πατέρων ἠμών” καί νά ἐπιστρέφουν σέ μιά πρωτόγονη θρησκευτικότητα ἤ μᾶλλον νά δέχονται τήν θρησκευτικότητα ὡς πρωτογονισμό.

Παίρνω μιά χαρακτηριστική περίπτωση ἀπό τήν ἐφημερίδα “Ἐλευθεροτυπία”. Ο Γ. Σταματόπουλος στό φύλλο τῆς 29ης Μαΐου γράφει: “Τό θρησκευτικό συναίσθημα εἶναι πανάρχαιο, πρωταρχικό ἴσως. Ὑπ’ αὐτό μόνο το πρίσμα - τῆς πρωταρχίας τοῦ - ὀφείλουμε νά τό σεβόμεθα. Καί αὐτό θά ἔπρεπε νά διδάσκεται στά σχολεῖα τῆς χώρας καί ὄχι τά θλιβερά ἱστορικά γεγονότα τῶν θρησκειῶν καί τῶν δοξασιῶν τους. Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ὅπως διδάσκεται τώρα, ὀφείλει νά καταργηθεί”. Κάνοντας πιό συγκεκριμένη τήν ἄποψή του γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στή συνέχεια τοῦ ἄρθρου τοῦ γράφει: “ἡ Παιδεία, ὄχι μόνο ἡ ἑλληνική, ὀφείλει νά δεῖ τή θρησκεία φιλοσοφικῶς, μέ ἀρωγούς τήν ἐθνολογία, τή γλωσσολογία, τήν παλαιοντολογία• ὀφείλει νά ψυχανεμιστεῖ τό πρῶτο μας σκίρτημα καί ὄχι νά ἀδολεσχεῖ, ὅπως οἱ δικαστές, περί θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Ἡ θρησκεία δέν εἶναι συνείδηση εἶναι ἔνστικτο”.

Εἶναι γεγονός ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, ὅπως διδάσκεται τώρα, πρέπει νά ἀναμορφωθῆ. Τό πρόβλημα εἶναι ποιά μορφή θά πάρη καί ποιά θρησκευτικότητα θά καλλιεργῆ. Τήν θρησκευτικότητα ποῦ εἶναι ἔνστικτο ἤ τήν πνευματικότητα ποῦ ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τοῦ ἐνστίκτου;

Πολλοί ἀπό τούς θεολογοῦντες φιλοσοφικῶς (ποῦ ἀρθρογράφησαν τόν τελευταῖο καιρό) συνδέουν τήν θρησκεία μέ τό αἴσθημα τοῦ φόβου ἀπέναντι στό θάνατο, ἀπέναντι στό ἄγνωστο καί τίς δυνάμεις πού ἀπειλοῦν τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, τό “ἔνστικτό της θρησκείας” θεωρεῖται ἔκφραση τοῦ ἐνστίκτου της αὐτοσυντήρησης. Ὑπόβαθρό του δηλαδή εἶναι ὁ φόβος καί ἡ ἰδιοτέλεια. Ἡ θρησκεία, ὅπως διατείνεται ὁ Γ. Σταματόπουλος, ἦταν “ἡ προσπάθεια νά μετριασθεῖ ὁ τρόμος τοῦ ἀνθρώπου πού ἀντιμετωπίζει τά φοβερά φυσικά φαινόμενα καί τό φονικό του ἔνστικτο• ἔνστικτο πού μεταφράζεται ὡς ἐπιβίωση, βεβαίως”.

Ὁ χῶρος εἶναι μικρός γιά νά γίνη ἐδῶ ἡ ἀνάλυση πού χρειάζεται σχετικά μέ τό φαινόμενο τῆς θρησκείας. Ἐπιγραμματικά μονάχα πρέπει νά ἀναφέρουμε, ὅτι δέν μπορεῖ μιά πίστη πού γεννιέται ἀπό τόν φόβο καί τήν ἰδιοτέλεια νά ὁδηγήση κάποιον στόν μαρτυρικό θάνατο καί νά τόν κρατήση ἤρεμο κατά τήν διάρκεια τῶν βασανιστηρίων, γεμάτο εἰλικρινῆ ἀγάπη γιά τούς βασανιστές του. Δέν μπορεῖ ἡ ἰδιοτέλεια καί ὁ φόβος νά κατασκευάσουν κήρυγμα γιά ταπείνωση καί ἀγάπη• γιά ταπείνωση πού δέν εἶναι σύμπλεγμα κατωτερότητας, ἀλλά εἰλικρινής καί νηφάλια γνώση τοῦ ἐαυτοῦ μας καί ἀγάπη πού δέν ζητεῖ “τά ἐαυτής”. Δέν μπορεῖ ποτέ ὁ τρόμος ἀπέναντι στήν ἀπειλή τῆς ζωῆς νά διδάξη το “μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρώ”, ἤ “νίκα ἐν τῷ ἀγαθῶ τό κακόν”. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν ἱστορική της πορεία ἔχει δημιουργήσει ἕναν πολιτισμό, πού σέ ὅλες τίς ἐκφράσεις του, ἀρχιτεκτονικές, λογογραφικές, ποιητικές ἤ εἰκαστικές, προβάλλει τήν κατάργηση τῆς πρωτόγονης θρησκευτικότητας, μέ τήν θεραπεία τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν φιλαυτία καί τήν ἰδιοτελῆ ἀγάπη. Ἡ μελέτη αὐτοῦ του πολιτισμοῦ, πού ἔχει διάρκεια καί ἀπαντᾶ καί στά σύγχρονα ἀγωνιώδη ὑπαρξιακά ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι πρωταρχικό ἔργο τῆς Πολιτείας πού τόν κληρονόμησε. Εἶναι ἀπό κάθε ἄποψη πολύ ἐνδιαφέρον νά μελετήση κανείς, πῶς μέσα στήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία ὑπερβαίνεται “ἡ θρησκεία πού εἶναι ἔνστικτο”.

Ἀντί, λοιπόν, νά μιλᾶμε τήν γλώσσα τῶν δεϊστῶν τοῦ 18ου αἰώνα εἶναι στίς μέρες μας γιά πολλούς λόγους ἀπαραίτητο νά προσεχθῆ καί νά μελετηθῆ ἡ “προκλητική” τοποθέτηση τοῦ π. Ι. Ρωμανίδη, πού εἶναι ὅμως ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξη, ὅτι “ἡ Θρησκεία εἶναι νευροβιολογική ἀσθένεια, ἡ δέ Ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της”. Πιστεύω ὅτι μιά κριτική γιά τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, μπορεῖ νά εἶναι ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἐποικοδομητική, μόνο ἄν γίνη μέ βάση τήν τοποθέτηση αὐτή τοῦ π. Ι. Ρωμανίδη, μέ τήν ἁγιογραφική καί πατερική ἀνάλυση πού τῆς κάνει ὁ ἴδιος, ἀλλά καί ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος στό τελευταῖο βιβλίο του, μέ τίτλο “Εἰκονοφιλικό καί εἰκονοκλαστικό πνεύμα”.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ