Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Προφήτης Ἐλισσαῖος

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Προφήτης στήν γλώσσα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι ὁ θεολόγος, δηλαδή ὁ θεοπτης. Αὐτός πού “ἐν Ἁγίω Πνεύματι” εἶδε τόν Θεό καί ἔχει προσωπική ἐμπειρία τῆς ὑπάρξεώς Του καί τῆς ἀγάπης Του• “Ἁγίω Πνεύματι προσπηγάζει πάσα σοφία ... καί Προφῆται ὀρώσι” καί κηρύττει, αὐτά πού εἶδε, ἄκουσε καί ἐψηλάφισε• “ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἠμῶν καί αἵ χεῖρες ἠμῶν ἐψηλάφησαν” (Ἅ’ Ἰωάν. 1,1). Αὐτός πού βιώνει ἐσωτερικά τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν αἰσθάνεται νά πλημμυρίζη ὅλη του τήν ὕπαρξη, “ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ ποταμοί ρεύσουσιν ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ὕδατος ζώντος”, καί ὁ λόγος τοῦ ἔχει δύναμη, εἶναι ζωοποιός, ἀναγεννητικός καί “ἅλατι ἠρτημένος”, καί μπαίνει κατ’ εὐθείαν στήν καρδιά. Δέν συμβαίνει πολλές φορές καί σέ μᾶς, τό νά ἀκούσουμε ἤ νά διαβάσουμε μιά ὁμιλία ἑνός ἁγίου καί νά αἰσθανθοῦμε ὅτι ἄγγιξε τήν ψυχή μας, ὅτι μᾶς μίλησε στήν καρδιά; Ὁ λόγος τῶν θεοπτῶν Ἁγίων φέρνει στήν ψυχή κατάνυξη, ὄρεξη καί μεράκι γιά προσευχή, δημιουργεῖ ἔμπνευση, ὁδηγεῖ στήν μετάνοια. Εἶναι λόγος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο ὁμιλεῖ μέ τό στόμα τους• “καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ... τό λαλῆσαν διά τῶν προφητών”.

Ἡ ζωή καί ὁ λόγος τῶν Προφητῶν ὅμως δέν συγκινεῖ ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά μόνο τους καλοπροαίρετους. Γιά ὅσους δέν ἔχουν διάθεση νά πιστεύσουν, οἱ ἅγιοι θεωροῦνται ἀφύσικοι καί παράλογοι ἄνθρωποι. Εἶναι βαρεῖς καί ἀνεπιθύμητοι, ὅπως ἦταν ὁ Χριστός γιά τούς Φαρισαίους. Δέν ἤθελαν οὔτε νά τόν βλέπουν, οὔτε νά τόν ἀκοῦνε καί ἐπεδίωκαν τήν ἐξαφάνισή Του. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἦταν ἀδύνατο νά Τόν καταλάβουν ἀφοῦ ἡ ἀλαζονία καί ὁ φθόνος τούς εἶχαν τυφλώσει καί δέν μποροῦσαν νά ἀγαπήσουν, ἀφοῦ ἡ καρδιά τούς εἶχε γίνει σκληρή σάν τήν πέτρα. Ἦταν ἀδύνατο νά πιστεύσουν, γιατί δέν εἶχαν τήν διάθεση νά μετανοήσουν. Ἡ πίστη ἀπαιτεῖ αὐταπάρνηση καί ἀγώνα. Γράφει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στό βιβλίο τοῦ “Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης”:

“Δεν ὑπάρχει δυσκολοτερος καί ὀδυνηρότερος ἄθλος ἀπό τόν ἀγώνα γιά τήν ἀγάπη καί δέν ὑπάρχει κήρυγμα πιό προκλητικό ἀπό τό κήρυγμα τῆς ἀγάπης καί ὅτι λίγοι πιστεύουν τήν μαρτυρία τῶν ἁγίων καί αὐτό ὄχι γιατί δέν εἶναι ἀληθινή ἡ μαρτυρία, μά γιατί ἡ πίστη ἀπαιτεῖ αὐταπάρνηση καί ἀγώνα” (ἔκδοση τετάρτη 1988, σέλ. 2,3).

Ὁ κλῆρος τῶν ἁγίων, κατά κανόνα, εἶναι ἡ ἀμφισβήτησή τους ἀπό τούς συγχρόνους τους, ἡ καχυποψία γιά τήν ἁγιότητά τους καί ὁ διωγμός τους. “Κύριε τίς ἐπίστευσε τή ἀκοή ἠμῶν καί ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη”; Τούς καταλαβαίνουν οἱ συντονισμένοι στήν ἴδια συχνότητα, ὅσοι ἔχουν τόν ἴδιο τρόπο ζωῆς.

Ὁ Ἐλισσαῖος, ὅταν ἐχρίσθη Προφήτης ἀπό τόν διδάσκαλό του Ἠλία, τόν ζηλωτή καί πυρφόρο ἐκεῖνο Προφήτη, γνωρίζοντας πολύ καλά το μέγεθος καί τό βάρος τῆς διακονίας πού ἐπρόκειτο νά ἀναλάβη ἐζήτησε καί ἔλαβε διπλή Χάρη ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὁ προφήτης Ἠλίας πληροφορήθηκε ἀπό τόν Θεό ὅτι θά ἀναληφθῆ “ἐν συσσεισμῶ ὡς εἰς τόν οὐρανόν” τοῦ εἶπε: “Ζήτησέ μου τί θέλεις νά σού κάμω, πρίν ἀναληφθῶ ἀπό σέ στόν οὐρανό”. Καί ὁ Ἐλισσαῖος ὡς ὑπεύθυνος ἄνθρωπος καί ὥριμος πνευματικά δέν ζήτησε ὑλικά πράγματα, ὅπως χρήματα, κτήματα κ.λ.π., ἀλλά τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα διπλή. Σάν νά ἔλεγε στόν διδάσκαλό του ὅτι ἐσύ εἶσαι μεγάλος καί δυνατός καί μέ τήν Χάρη πού ἔλαβες μπόρεσες νά ἀνταποκριθῆς στήν κλίση καί στό ἔργο σου, ἐνῶ ἐγώ ὁ μικρός καί ἀδύνατος γιά μπορέσω νά τελειώσω τήν ἀποστολή μου χρειάζομαι τήν διπλάσια ἀπό σένα Χάρη. “τό πνεῦμα τό ἐπί σοῖ δισσῶς ἐπ’ ἐμέ”. Οἱ ταπεινοί εἶναι οἱ ἐξυπνότεροι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ αὐτή πραγματοποιήθηκε γιά τήν ταπείνωσή του, ἀλλά καί πρός χάρη τοῦ Διδασκάλου του. Τοῦτο τό τελευταῖο το κατάλαβε καλά, ὅταν ἐκτύπησε τά νερά τοῦ Ἰορδάνη μέ τήν μηλωτή τοῦ προφήτη Ἠλία, καί αὐτά δέν διαιρέθηκαν, ὅπως συνέβη λίγο νωρίτερα πού πέρασαν ἀπέναντι καί οἱ δύο. Καί χωρίστηκαν τότε μόνο, ὅταν ἀναζήτησε τόν Θεό τοῦ Ἠλία• “ποῦ ἔστιν ὁ Θεός Ἡλιοῦ ἀπφῶ;”. Ὁ ἀληθινός Θεός εἶναι “Θεός τῶν Πατέρων ἠμών” καί ἐνεργεῖ διά μέσου των Πατέρων ἠμῶν, τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἁγίων.

Θεολόγος μπορεῖ νά ὀνομαστῆ καί ὅποιος ἀκολουθεῖ τήν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν ἁγίων καί παράλληλα ἀγωνίζεται γιά τόν προσωπικό του ἁγιασμό. Καί ζωντας στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τρέφει καί τρέφεται μέ τήν στερεά τροφή τῆς εὐαγγελικῆς καί λατρευτικῆς ζωῆς καί τῆς πατερικῆς Παραδόσεως. Ὁ προφητικός λόγος δέν δημιουργεῖ ψεύτικες ἐντυπώσεις, δέν προκαλεῖ οὔτε φανατίζει, ἀλλά προξενεῖ κατάνυξη, μετάνοια καί ἀληθινή ταπείνωση, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν παράκληση καί προσμονή γιά ἔλευση διπλῆς Χάρης.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ