Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Ἐφραίμ Πατριάρχης Ἀντιοχείας, 7 Μαρτίου

Τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ἔζησε τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ἀμίδα, πού βρίσκεται κοντά στόν ποταμό Τίγρη. Ἦταν κόμης τῆς Ἀντιόχειας, στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστίνου τοῦ Θρακός. Γιά τήν μόρφωση του, καί κυρίως γιά τήν ἀρετή του, ἐκλέχθηκε Πατριάρχης Ἀντιοχείας, καί ἀγωνίσθηκε, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στό ἔργο του «Μυριόβιβλος», μέ ὅλες τίς δυνάμεις του ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Μέ τά πύρινα κηρύγματά του καί τόν δυνατό γραπτό λόγο του, καθώς καί μέ τά θαύματα πού τελοῦσε μέ τήν δύναμη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, κατόρθωσε νά μεταστρέψη πολλούς Μονοφυσίτες στήν Ὀρθόδοξη πίστη. Μεταξύ δέ αὐτῶν καί ἕναν αὐστηρό μοναχό, ὁ ὁποῖος ἠσκεῖτο ἐπάνω σέ στύλο. Αὐτόν, λοιπόν, τόν Στυλίτη μοναχό τόν ἐπισκέφθηκε μέ σκοπό νά τόν βοηθήση νά ἀποκηρύξη τήν αἵρεση καί νά ὁμολογήση τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ὥστε νά μή ἀπολέση τούς κόπους τῆς αὐστηρᾶς καί πολυχρόνιας ἀσκήσεώς του.

Κατ’ ἀρχάς, ὁ Ἅγιος προσπάθησε νά τόν πείση μέ θεολογικά ἐπιχειρήματα, ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἤθελε νά ἀκούση καί παρέμεινε πεισματικά ἀμετάπειστος. Τότε τοῦ πρότεινε κάτι τό παράτολμο καί φαινομενικά παράλογο, πού μόνο ἕνας ἅγιος μπορεῖ νά προτείνη, ἤτοι τό νά ἀνάψουν φωτιά καί νά μποῦν μέσα σέ αὐτήν, καί ὅποιος παραμείνει ἀβλαβής, αὐτό θά σημαίνη ὅτι αὐτοῦ ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀληθινή. Ὁ ἀσκητής συμφώνησε, ἀλλά ὅταν εἶδε τήν φωτιά, φοβήθηκε καί δέν κατέβηκε ἀπό τόν στύλο. Ἀντίθετα, ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί μπῆκε στήν φωτιά, ἡ ὁποία, ὅμως, ἔσβησε ἀμέσως, μέ ἀποτέλεσμα νά παραμείνη ἀβλαβής. Τότε ὁ ἀσκητής, συγκλονισμένος ἀπό τό θαῦμα, κατέβηκε ἀπό τόν στύλο, ἔβαλε μετάνοια στό Ἅγιο καί ὁμολόγησε τήν Ὀρθόδοξη πίστη.

Ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τό ποίμνιό του γιά δεκαοκτώ συναπτά ἔτη, ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ.

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Ἡ ποιμαντική μέριμνα τοῦ «καλοῦ ποιμένος», τοῦ μιμητοῦ τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, εἶναι ἀνύστακτη. Ἐπειδή ἀγαπᾶ ἀληθινά-θυσιαστικά τό ποίμνιό του, γι’ αὐτό καί δέν δίδει «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς του, καί τοῖς βλεφάροις του νυσταγμόν καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις του», κατά τόν λόγο τοῦ Προφητάνακτος Δαβίδ, ἀλλά ἐργάζεται ἀδιάκοπα γιά τήν κατά Θεόν προκοπή του. Αὐτό σημαίνει ὅτι παράλληλα μέ τόν ἀγώνα πού κάνει γιά τήν δική του σωτηρία φροντίζει καί γιά τήν σωτηρία τῶν λογικῶν προβάτων πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός διά τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτή ἡ ποιμαντική μέριμνα καί φροντίδα του δέν εἶναι ἀνθρωποκεντρική, ἀλλά Χριστοκεντρική, πράγμα πού σημαίνει ὅτι φροντίζει νά συνδέση τούς ἀνθρώπους ὄχι μέ τόν ἑαυτό του, ἀλλά μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Δηλαδή, δέν ἐπιδιώκει νά δημιουργήση ὀπαδούς, τούς ὁποίους θά ἐκμεταλλεύεται γιά ἰδιοτελεῖς σκοπούς, ἀλλά ἀνθρώπους ὑγιεῖς «περί τήν πίστιν» καί πολίτες τοῦ Παραδείσου. Καί δέν τούς αἰσθάνεται ὡς κτῆμα του, ὡς κάτι πού τοῦ ἀνήκει, ἀλλά ὡς παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὡς λογικά πρόβατα τῆς ποίμνης Του, πού τοῦ τά ἐμπιστεύθηκε γιά νά τά ποιμάνη θεοφιλῶς καί νά τά ὁδηγήση «εἰς νομάς σωτηρίους».

Βέβαια, δέν λείπουν καί οἱ δυσκολίες, ἀφοῦ ἐκτός ἀπό τούς ἀοράτους ἐχθρούς, τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι προκαλοῦν προσκόμματα στό ἔργο του, ὑπάρχουν καί οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού δέν καταλαβαίνουν τήν ἀγάπη του καί δέν ἐκτιμοῦν τούς κόπους του, τήν ἀγωνία του καί τούς ἀγῶνες τούς ὁποίους καταβάλλει καθημερινά, προκειμένου νά διαφυλαχθῆ ἡ πίστη καθαρή καί ἀνόθευτη καί νά ἐνοικήση ὁ Χριστός στίς καρδιές τῶν πιστῶν, μέ ἀποτέλεσμα νά ἔχουν ἀπέναντί του ἐχθρική συμπεριφορά. Ἡ αἰτία γι’ αὐτό εἶναι κυρίως τά ἀνθρώπινα πάθη, ἀλλά καί ὁ πόνος πού προξενεῖται ἀπό τήν πνευματική θεραπεία, ἡ ὁποία δέν γίνεται χωρίς πόνο, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καί μέ τήν σωματική θεραπεία, κατά τήν διάρκεια τῆς ὁποίας κάποιοι ἀσθενεῖς, ἐπειδή πονοῦν, ἀντιδροῦν ἔντονα, καί πολλές φορές μέ σκληρό καί βίαιο τρόπο, σέ σημεῖο, μάλιστα, πού νά θεωροῦν τόν ἰατρό ὡς ἐχθρό τους.

Ἔτσι, καί ὁ πνευματικός πατέρας καί ἰατρός στήν προσπάθειά του νά βοηθήση τούς πιστούς νά «γεννηθοῦν ἄνωθεν» καί νά ἐνοικήση ὁ Χριστός στίς καρδιές τους «διά Πνεύματος Ἁγίου» δοκιμάζει πόνο, ἀφοῦ πρόκειται γιά πνευματικό τοκετό, ὅπως τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή του. Γράφει: «Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν». Ἐπίσης, σέ ἄλλες Ἐπιστολές του ὁ ἴδιος Ἀπόστολος ἐκφράζει τόν πόνο του καί τό παράπονό του, ἐπειδή σέ κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς του ἐγκαταλείφθηκε ἀπό συνεργάτες του, οἱ ὁποῖοι ἦταν καί πνευματικά του παιδιά. Ὅμως, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, ὁ Χριστός δέν τόν ἐγκατέλειψε ποτέ, ἀλλά πάντοτε τόν ἐνίσχυε καί τόν παρηγοροῦσε.

Τό νά πείσης κάποιον ὅτι εἶναι πλανεμένος, σχισματικός ἤ αἱρετικός, δέν εἶναι εὔκολο, ἐκτός καί ἄν εἶναι καλοπροαίρετος καί προσεύχεται ταπεινά, γιατί τότε θά τόν φωτίση καί θά τόν βοηθήση ὁ Θεός μέ διαφόρους τρόπους νά καταλάβη ὅτι ξεστράτισε ἀπό τήν ἀληθινή ὁδό τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί θά ἐπιστρέψη. Τό θαῦμα δέν προξενεῖ τήν πίστη, ἀλλά εἶναι καρπός τῆς πίστεως, παρά ταῦτα, ὅμως, ὁ Θεός κάποιες φορές πραγματοποιεῖ τό θαῦμα, μετά ἀπό τίς προσευχές τῶν ἁγίων, προκειμένου νά λάμψη ἡ ἀλήθεια καί νά ὠφεληθοῦν οἱ καλοπροαίρετοι.

Δεύτερον. Ἡ ἄσκηση δέν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά μέσον πρός ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ, πού εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό, καί ἀπό μόνη της ἡ ἄσκηση, ὅσο αὐστηρή καί ἄν εἶναι, δέν βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἐκεῖνος δέν διαφυλάσση ἀνόθευτη τήν πίστη, δέν ζῆ μέ μετάνοια καί δέν κάνη ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, πίστη χωρίς μετάνοια, ταπείνωση καί ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔχουν καί τά δαιμόνια, τά ὁποῖα «πιστεύουσι καί φρίττουσι», ἀλλά δέν σώζονται.

Αὐτό πού θεραπεύει πνευματικά τόν ἄνθρωπο καί συντελεῖ στήν πνευματική του ἀναγέννηση καί τήν σωτηρία του εἶναι ἡ πίστη στίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ μετάνοια καί ἡ ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ Θεός ἐργάζεται καί ἐνεργεῖ διά τῆς Ἐκκλησίας. Καί δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία χωρίς τόν Χριστό, ἀλλά οὔτε καί Χριστός χωρίς τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἑπομένως, αὐτό πού ὁδηγεῖ στήν πνευματική ἀναγέννηση καί τήν σωτηρία εἶναι ἡ καθαρή καί ἀνόθευτη πίστη, ὅπως τήν παρέδωσαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, καθώς, ἐπίσης, ἡ μετάνοια καί ἡ ὑπακοή στόν εὐλογημένο Θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ