Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἀδούλωτες ψυχές κατά τήν Τουρκοκρατία

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τέως Καθηγητής τῆς Βυζαντινῆς Τέχνης στό Πανεπιστήμιο τῆς Κύπρου, μ’ ἕνα σημαντικό ἄρθρο του, μέ τίτλο: «Μεμέρισται ὁ Ἑλληνισμός; Τό 1821 στήν παγίδα τοῦ Νεοφαλμεραϋερισμοῦ;»(Κυριακάτικη Δημοκρατία, 2.1.2021), μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά δοῦμε τό «ἀδούλωτο φρόνημα» τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ (τοῦ ἐκχριστιανισμένου Ἑλληνισμοῦ) κατά τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, μέσα ἀπό ἕνα ὄχι πολύ γνωστό ἔργο τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἄρτης.

Παραθέτουμε τήν τελευταία παράγραφο τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Τριανταφυλλόπουλου, πού ἐκφράζει ὅλο τό πνεῦμα του: «Δέν ξέρουμε τί μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ ἐπίσημη ἐπιτροπή ἑορτασμοῦ [γιά τά 200 χρόνια ἀπό τήν κήρυξη τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821]– ἄς εὐχηθοῦμε τό καλύτερο δυνατόν!». Ἐπισημαίνει ὅμως ὅτι «ἡ Πολιτεία δέν φαίνεται νά συνέτρεξε ἐνεργά τά τρία καίρια μουσεῖα γιά τόν βυζαντινό καί μεταβυζαντινό Ἑλληνισμό, τό Βυζαντινό Μουσεῖο Ἀθηνῶν, τό Μουσεῖο Μπενάκη καί τό Μουσεῖο Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ Θεσσαλονίκης, γιά νά δώσουν μιάν ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τοῦ ἑνός καί ἀδιαίρετου, σκλαβωμένου ἀλλά ἀκαταδάμαστου Ἑλληνισμοῦ: ἀπό τίς δύο ἁλώσεις, τή Ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου, τό μαρτύριο τοῦ Πατρο-Κοσμᾶ καί τήν ἀγχόνη τοῦ ἐθνομάρτυρα Πατριάρχη μέχρι τήν καταναυμάχηση τῶν τυράννων στό Ναυαρίνο καί τήν ἔλευση τοῦ κορυφαίου Νεοέλληνα Κυβερνήτη!».

Πίσω ἀπό αὐτήν τήν παραθεώρηση τῆς προεπαναστατικῆς ἱστορίας βλέπει τήν ἐπιβίωση τῆς θεωρίας τοῦ Φαλμεράϋερ. Γι’ αὐτό μιλᾶ γιά Νεοφαλμεραϋερισμό. Ἐν ὄψει, λοιπόν, τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν 200 χρόνων ἀπό τήν Παλιγγενεσία, διατυπώνει ὁρισμένα «θεμελιακά ἐρωτήματα». Γράφει: «Πότε ἀρχίζει ἡ ἀντίσταση τῶν ὑποδούλων κατά τῶν διαφόρων κατακτητῶν τους; Ποιά ἦταν ἡ κυρίαρχη ταυτότητα τῶν ἐξεγερμένων ραγιάδων; Καί ἀκόμη σαφέστερα, εἶναι ἤ ὄχι Ἕλληνες οἱ Βυζαντινοί, πού ἀπό τήν ἑπομένη τῆς ἀποφράδας ἅλωσης τῆς Βασιλεύουσας ἀπό τή Δ´ Σταυροφορία τῆς χριστιανικῆς Δύσης (1204) ξεσηκώνονται γιά τήν ἐλευθερία τους μέ συνείδηση τῆς ταυτότητάς τους; Ἡ τετρακοσίων ἐτῶν Τουρκοκρατία εἶναι μιά μαύρη σελίδα, πού καλά θά κάνουμε νά τή θάψουμε καί νά τήν ξεχάσουμε μιά καί καλή, ὄντας πιά … Εὐρωπαῖοι(!), ἤ μιά περίοδος “φωτεινότερη ἀπό ὅλα τά σεμινάρια τῆς Γοττίγγης”(Τ. Παπατσώνης);».

Τά «θεμελιακά ἐρωτήματα» πού διατυπώνει ὁ ἀρθρογράφος, ὁδήγησαν τήν σκέψη μας σέ ἕνα ἄγνωστο στούς πολλούς ἔργο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἄρτης ὁσίου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου, ὁ ὁποῖος ἔζησε καί ἔδρασε κατά τόν 16ο αἰώνα (περί τό 1520 ἕως τό 1577μ.Χ.), δηλαδή ἕνα περίπου αἰώνα μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης. Στό ἔργο αὐτό φαίνεται καθαρά ἡ ζωντανή θρησκευτική καί ἐθνική συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῶν ὑποδούλων στόν Ὀθωμανικό ζυγό.

Γνωστό ἔργο τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ εἶναι ὁ «Θησαυρός», πού ἔγραψε ὡς Ὑποδιάκονος τῆς συνοδείας τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου, σέ ἁπλή γλώσσα (στό γλωσσικό ἰδίωμα πού μιλοῦσαν, τότε, στήν Θεσσαλονίκη καί τήν Κωνσταντινούπολη). Ἔχουν διασωθῆ ὅμως καί ἄλλα κείμενά του, κάποια ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελοῦν τούς πρώτους βίους Νεομαρτύρων, μαζί μέ τίς ἀκολουθίες τους. Σ’ αὐτά βρίσκουμε, ἴσως γιά πρώτη φορά, τόν χαρακτηρισμό «Νεομάρτυς», πού δίνεται σέ ὅσους ὁδηγήθηκαν μέσα ἀπό σκληρά βασανιστήρια στόν θάνατο, ὁμολογώντας τήν Ὀρθόδοξη πίστη ἀπέναντι στούς ἀλλόθρησκους δυνάστες.

Ἔχουμε ὑπόψη μιά ἔκδοση τοῦ 1930 τῆς ἀκολουθίας τοῦ Νεομάρτυρα ἁγίου Νικολάου τοῦ ἐξ Ἰχθύος Κορινθίας, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1544 μ.Χ., τήν ὁποία, μαζί μέ ἐγκώμιο στόν Νεομάρτυρα, ἔγραψε τό 1548 ὁ σύγχρονός του ὅσιος Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης, Ἱερομόναχος τότε.

Μέσα στήν ἀκολουθία καί τό ἐγκώμιο τοῦ Νεομάρτυρα φαίνεται καθαρά τό ἀδούλωτο φρόνημα τῶν Ρωμηῶν, δηλαδή τῶν φυσικῶν κληρονόμων τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, πού ἐκχριστιανίστηκε μέ τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καί τούς θεολογικούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Ὁ δυνάστης χαρακτηρίζεται παράνομος, θηρίου ἀγριότερος, γεμάτος φονική διάθεση ἀπέναντι στούς ὑποδούλους. Ὁ Νεομάρτυρας μακαρίζεται γιά τήν προσκόλλησή του στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί γιά τό ἀδούλωτο φρόνημα τῆς ψυχῆς του, γιά τήν γενναιότητα, τήν ὑπομονή καί τήν ἀποβολή τοῦ ψεύδους.

Γιά τεκμηρίωση τῶν παραπάνω σταχυολογοῦμε, ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου καί τό Ἐγκώμιο πού συνέθεσε γι’ αὐτόν ὁ ὅσιος Δαμασκηνός, ὁρισμένες χαρακτηριστικές προτάσεις.

Σέ τροπάριο τοῦ Μικροῦ Ἑσπερινοῦ διαβάζουμε: «Τῆς τοῦ Χριστοῦ σε ἀγάπης οὐδέν ἐχώρισεν, οὐ πῦρ, οὐδέ γυμνότης, οὐ δριμύτης βασάνων ἀπείρων θεοκῆρυξ, σῆς γάρ ψυχῆς τό ἀδούλωτον φρόνημα ἐπιδεικνύων, ὑπέμεινας σταθερῶς πάντα πόνον τόν τοῦ σώματος».

Σέ τροπάριο τῆς Λιτῆς ὁ Χριστός μιλᾶ στόν Νεομάρτυρα: «Τάδε λέγει Κύριος τῷ ἀθλοφόρῳ, γενναῖε, τί ἐποίησάν σοι, ἀδίκως οἱ παράνομοι· ταῖς πληγαῖς σε κατέστιξαν, τῇ φρουρᾷ ἐναπέκλεισαν, ὥσπερ θῦμα ἐπί φλόγα ὁλοκαυτώθης, γενναῖε, νῦν ἐγώ σοι ταῦτα πλουσίως ἀνταμείψομαι».

Σέ τροπάριο τοῦ Ὄρθρου ὑμνεῖται ὁ Νεομάρτυρας, γιατί μέ τήν ἄθλησή του «Τύραννον ἐπῃρμένον, κατέρραξεν εἰς γῆν».

Τέτοια τροπάρια συνέθεσε ὁ ὅσιος Δαμασκηνός, τά ὁποῖα ψάλλονταν ἀπό τό 1548 μ.Χ. σ’ ὅλα τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, κρατώντας ζωντανή τήν πίστη τῶν ὑποδούλων καί ἐμφυσώντας σ’ αὐτούς ἡρωϊκό φρόνημα ἀντίστασης πρός τόν δυνάστη.

Τό Ἐγκώμιο ὅμως στόν Νεομάρτυρα εἶναι ἀποκαλυπτικότερο. Μέ γλώσσα λογία, ὄχι τήν ἁπλή τοῦ «Θησαυροῦ», δείχνει καί διδάσκει τήν ἀγάπη στά «ἑλληνικά γράμματα», ἀλλά πρό παντός τήν ἀγάπη στόν Χριστό καί τήν Ὀρθόδοξη πίστη τῆς Ἐκκλησίας.

Παραθέτουμε κατ’ ἀρχήν μιά διατύπωση χαρακτηριστική τῆς γλωσσικῆς αἰσθητικῆς τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ: «Νικολάῳ τῷ ἐν μάρτυσιν ἀρτιφανεῖ, πατρίς μέν ἦν ἡ παρά τῷ Ζάρηκι ὄρει κώμη πάλαι μέν Ἰχθῦς ὀνομαζομένη νῦν δέ τῇ τῶν χυδαίων φωνή Ψάρι προσαγορευμένη».

Ἐπειδή τό Ἐγκώμιο τοῦ Νεομάρτυρα ἦταν ταυτόχρονα διδασκαλία καί κατήχηση τοῦ λαοῦ, παραθέτουμε ἐνδεικτικό ἀπόσπασμα ἀπό τόν διάλογο τοῦ Νικολάου μέ τόν Ἔπαρχο τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Σινάν, «ἄνθρωπος μέν ὤν τῇ φύσει, θηρίου δέ μᾶλλον ἀγριότερος, [...] ἄλλος τις Φαραώ ζυγῷ δουλείας σκληρᾶς, τόν νέον Ἰσραήλ καταδουλούμενος». Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός περιγράφει τόν Σινάν προφανῶς ἀπό προσωπική πείρα.

Στόν Σινάν κατέδωσαν τόν Νικόλαο Ἰσμαηλίτες (Μουσουλμάνοι) μέ τήν κατηγορία ὅτι ὑβρίζει τήν πίστη τους.

Ἀκούγοντας ὁ Ἔπαρχος τήν κατηγορία κάλεσε τόν Μάρτυρα νά ἀπολογηθῆ, γιατί μέ τόση τόλμη δέν ταπεινώνεται οὔτε στήν «βασίλειον ἀρχήν», οὔτε στήν ἐξουσίαν του καί συμπεριφέρεται μέ θρασύτητα, ὑβρίζοντας τόν ἴδιο «καί τόν τοῦ Θεοῦ προφήτην Μωάμεθ».

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός βάζει στό στόμα τοῦ Νεομάρτυρα τά ἑξῆς λόγια: Ἐμένα, Ἔπαρχε, μέ ἐνδιαφέρει ἡ ἀλήθεια καί ὄχι τό ψέμα, «ἔνθεν οὐ φέρων τήν μέν ἀλήθειαν ὑφ’ ὑμῶν ὑβριζομένην ὁρᾶν, τό δέ γε ψεῦδος τιμώμενον· τόν μέν Χριστόν Θεόν γινώσκων ἀληθῆ καταγγέλλω, τήν δέ ψευδῆ θρησκείαν ὑμῶν ἀδεῶς ἀπελέγχω· τοῦτο μοι τῆς ἧς σύ φῆς τόλμης αἴτιον, οὐ γάρ ἐγώ τοῦτο τόλμην, ἀλλά παρρησίαν ἀποκαλῶ». Δηλαδή, δέν τό ὀνομάζω αὐτό θρασύτητα, ἀλλά ἔκφραση τῆς πίστης μου μέ θάρρος καί εἰλικρίνεια.

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός καταγράφοντας τήν τελική ἐρώτηση τοῦ Ἐπάρχου πρός τόν Νεομάρτυρα, ταυτόχρονα παρουσιάζει τήν μουσουλμανική ἀντίληψη περί τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἔπαρχος εἶπε στόν Νικόλαο: Ὁπότε εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού μοῦ εἴπανε, ὅτι «Χριστόν Θεόν εἶναι λέγεις, πνοήν Θεοῦ παρά τῇ ἡμετέρᾳ γραφῇ κηρυττόμενον. Τόν δέ τῆς ἡμῶν εὐσεβοῦς πίστεως καθηγητήν ἀληθῶς προφήτην ὄντα ἀδεῶς υἱόν διαβόλου ἀποκαλεῖν;». Ὁ Νικόλαος ἀπάντησε μέ βεβαιότητα καταφατικά, συμπληρώνοντας: Δέν εἶναι δυνατόν «τόν μέν ἥλιον φάναι σκοτεινόν, τήν δέν νύκτα φωτεινήν». Ὁ Χριστός, ὡς δικαιοσύνης ἥλιος, εἶναι «φῶς καί φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον», ὁ δέ καθηγητής τῆς ἀπωλείας σας Μωάμεθ, «σκότος ὤν ἀφεγγές, πᾶσι τοῖς αὐτῷ ἑπομένοις, κρημνοῦ καί βαράθρων αἴτιος πέφυκεν». Καί συμπληρώνει: «ὁ ἐμός ἔφη Χριστός, τυφλός τυφλόν ἐάν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον ἐκπεσοῦνται». Ἔτσι καί σεῖς «τυφλῷ ἀνδρί πειθόμενοι, εἰς βυθόν ἀπωλείας ἁπαξάπαντες ἐμπεσεῖσθε».

Αὐτό ἦταν ἀνάγνωσμα ἐκκλησιαστικό κατά τήν Τουρκοκρατία.

Στόν ἐπίλογο τοῦ Ἐγκωμίου του ὁ ὅσιος Δαμασκηνός θυμᾶται ἀπό τήν Ἑλληνική παράδοση, τά ἔπαθλα τῶν ἀρχαίων ἀθλητικῶν ἀγώνων· τόν κότινο (κλαδί ἀγριελιᾶς), τά μῆλα, τ΄ἄγρια σέληνα καί τήν πίτυν (κλαδί ἀπό ἄγριο πεῦκο), γιά νά δείξη λαμπρότερα τά ἔπαθλα τοῦ Νεομάρτυρος. Γράφει: «Ταῦτα σοι παρ’ ἡμῶν, ὦ νεομάρτυς, γέρα τῆς ἀθλήσεως, Ὀλυμπιακοῦ κοτίνου καί Πυθικῶν μήλων τιμιώτερα, Νεμαίας τε σελήνων καί Ἰσθμικῆς πίτυος ἐνδοξότερα· οὗτός σοι παρ’ ἡμῶν ὁ στέφανος λογικός μέν, ἀλλ’ ὅμως οὐκ ἄξιος εἰσάπαν τῆς σῆς κεφαλῆς».Καί κλείνει μέ πολυσήμαντη εὐχή: «...καί νῦν μέν [ὦ Νεομάρτυς] ταῖς πρός Θεόν σου ἐντεύξεσι κατευνάσαις τήν τῶν παθῶν ἀγριαίνουσαν θάλατταν· στήσαις δέ καί τόν σάλον τῶν λογισμῶν πρός δέ καί ζωήν εὔθυμον δῴης παντός ἀνιαροῦ πάθους ἀμέτοχον· εἰ δέ καί μετασταίημεν τῶν ἐνθάδε, δέξαιο ἡμᾶς ἐν ταῖς οὐρανίαις σκηναῖς».

Αὐτά εἶναι ἕνα δεῖγμα τοῦ ἐκχριστιανισμένου Ἑλληνισμοῦ, πού ἦταν ἀκμαῖος, κάτω ἀπό τούς θόλους τῶν Ναῶν καί μέσα ἀπό τίς μάνδρες τῶν Μοναστηριῶν, σέ ὅλη τήν Τουρκοκρατία.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ, 1821