Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ἅγιος Μακάριος Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου, 17 Ἀπριλίου

Τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ἅγιος Μακάριος Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου, 17 ἈπριλίουὉ ἅγιος Μακάριος ἔζησε τόν 18ο καί ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ. (1731-1805). Γεννήθηκε στά Τρίκαλα Κορινθίας, καταγόταν ἀπό τό γένος τῶν διάσημων Νοταράδων καί οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Γεώργιος καί Ἀναστασία. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Μιχαήλ. Διδάχθηκε τά πρῶτα γράμματα στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας, τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του, ἀπό τόν Κεφαλλήνα δάσκαλο Εὐστάθιο. Ἀγαποῦσε τήν προσευχή καί τήν ἡσυχαστική ζωή, καί γι’ αὐτό πῆγε στήν Ἱερά Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου γιά νά γίνη μοναχός, ἀλλά ὁ πατέρας του τόν γύρισε πίσω. Μετά τήν κοίμηση τοῦ δασκάλου του ἐξήσκησε κάποιο χρονικό διάστημα τό ἔργο τοῦ δασκάλου μέ ἐπιτυχία. Ἀγαπήθηκε ἀπό τούς Κορινθίους γιά τήν πολυμάθειά του, καί κυρίως γιά τό ἦθος του καί τήν σεμνότητα τῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτό καί μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κορίνθου τόν πρότειναν στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Σαμουήλ ὡς διάδοχό του. Ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου ἀναλώθηκε στήν διαποίμανση τοῦ λογικοῦ ποιμνίου πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός διά τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅταν ἄρχισε ὁ Ρωσοτουρκικός πόλεμος, οἱ Τοῦρκοι ἐκθρόνισαν τόν Ἅγιο, ἐπειδή «ἡ βυζαντινῆς προελεύσεως οἰκογένεια τῶν Νοταράδων συμμετεῖχε στήν ἐξέγερση τοῦ 1770». Πῆγε στήν Ζάκυνθο, μετά στήν Κεφαλληνία, καί τέλος κατέληξε στήν Ὕδρα, ὅπου γνωρίσθηκε μέ τόν νεαρό Νικόλαο, τόν μετέπειτα ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε μέ ἀδιατάρακτη πνευματική φιλία μέχρι τό τέλος τοῦ βίου του. Ὅπως εἶναι γνωστόν, οἱ δύο αὐτοί ἅγιοι συνεργάσθηκαν γιά τήν κατάρτιση τῆς Φιλοκαλίας τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν. Ὁ ἅγιος Μακάριος ἐμπιστεύθηκε στόν ἅγιο Νικόδημο τά χειρόγραφά του γιά νά τά διορθώση καί νά γράψη τόν Πρόλογο. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, μοναχός Εὐθύμιος, λέγει ὅτι ὁ ἅγιος Μακάριος «ὄντας αὐτοῦ (στίς Καρυές τοῦ Ἁγίου Ὄρους) ἔκραξε καί τόν Νικόδημο καί τόν ἐπαρεκάλεσεν νά θεωρήση τήν "Φιλοκαλίαν". Καί μέ τοῦτον τόν τρόπον ἄρχισεν ὁ εὐλογημένος». Ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης λέγει ὅτι «ὁ Ἅγιος Μακάριος παρέδωκε τῷ Ἁγίῳ Νικοδήμῳ τήν "Φιλοκαλίαν" χειρόγραφον, ὅπως τήν ἀποκαθάρη ἐκ τῶν σφαλμάτων, ἑτοιμάση πρόλογον καί τούς συνοπτικούς βίους τῶν ἐν αὐτῇ ἁγίων συγγραφέων». Καί ὁ ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, σέ ἐπιστολή του πρός τόν Βούλγαρο μοναχό Θεοδόσιο, ἀναφέρει ὅτι ὁ ἅγιος Μακάριος ἀντέγραψε τά χειρόγραφα ἀπό τίς Ἁγιορείτικες Βιβλιοθῆκες.

Ὁ ἅγιος Μακάριος ὑπῆρξε «κύριος φορέας, ἡγετική μορφή τοῦ κινήματος τῶν Ἡσυχαστῶν, τῶν λεγομένων "Κολλυβάδων"». Ἔζησε γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα στό Ἅγιον Ὄρος καί μετά στήν Πάτμο. Ὅμως, τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του τά πέρασε στήν Χίο, ὅπου καί ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ. Ἐκεῖ στήν Χίο ἦταν τότε καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ὁ ὁποῖος ἦταν φίλος τοῦ Ἁγίου καί συγγραφέας τοῦ βίου του.

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Ἡ ἡσυχαστική ζωή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ Εὐαγγελική ζωή, ἤτοι ὁ ἀγώνας γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματος Θεοῦ καί τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖο πλάσθηκε ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι ἡ κοινωνία του μέ τόν Θεό. Οἱ Πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο μέ τόν φωτισμένο νοῦ τους ἔβλεπαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί εἶχαν κοινωνία μαζί Του. Μετά τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν Θεό πού εἶναι ἡ πηγή τοῦ Φωτός, καί γι’ αὐτό σκοτίσθηκε ὁ νοῦς τους καί ἔχασαν τήν κοινωνία μαζί Του.

Ὁ νοῦς, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, στόν μεταπτωτικό ἄνθρωπο εἶναι σκοτισμένος καί αἰχμαλωτισμένος στά γήϊνα. Εἶναι μπερδεμένος μέ τήν λογική καί ὑποδουλωμένος στά πάθη, καί ἀντί νά εἶναι συγκεντρωμένος στήν καρδιά, πού εἶναι ὁ φυσικός χῶρος του, ἡ πατρική ἑστία του, περιφέρεται ἐδῶ καί ἐκεῖ ὡς ἄσωτος. Ἡ ἐπαναφορά του στήν πατρική του ἑστία, τήν καρδιά, καί ἀπό ἐκεῖ στόν Θεό, γίνεται μέ τήν μετάνοια, τήν ἄσκηση, τήν μυστηριακή ζωή καί τήν προσευχή, κυρίως δέ μέ τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, ἤτοι τήν συνεχῆ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, καθαρίζεται ἡ καρδιά καί γίνεται κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὁ νοῦς φωτίζεται, καί ὅπως γράφεται στόν «Μέγα Κανόνα», γίνεται «νοῦς ὁρῶν τόν Θεό», καί τότε ὁ ἄνθρωπος «φθάνει τόν ἄδυτον γνόφον ἐν θεωρίᾳ, καί γίνεται "μεγαλέμπορος"».

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό Προοίμιο πού ἔγραψε γιά τήν Φιλοκαλία, προσκαλεῖ τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἐκείνους πού ἀγαποῦν τόν Θεό καί ἐπιθυμοῦν τήν κοινωνία μαζί Του, καί τούς λέγει: «Ἐλᾶτε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, λαϊκοί καί μοναχοί, ὅσοι τρέχετε γιά νά βρῆτε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ὑπάρχει μέσα σας, καί τόν θησαυρό πού εἶναι στόν ἀγρό τῆς καρδιᾶς σας, δηλαδή τόν γλυκύ Ἰησοῦ Χριστό, μέ τόν σκοπό ὅπως, ἀφοῦ ἐλευθερωθεῖ ὁ νοῦς σας ἀπό τήν αἰχμαλωσία στά γήινα καί ἀπό τήν ἄτακτη περιφορά του καί καθαρισθεῖ ἀπό τά πάθη ἡ καρδιά μέ τήν ἀδιάλειπτη καί φοβερά ἐπίκληση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέ τήν συνέργεια τῶν ἄλλων ἀρετῶν, πού διδάσκονται στό βιβλίο αὐτό (Φιλοκαλία), ἑνωθεῖτε πρῶτα μέ τόν ἑαυτό σας καί διά τοῦ ἑαυτοῦ σας μέ τόν Θεό», καί «ἐπανερχόμενοι στόν πρῶτο σκοπό τοῦ Θεοῦ -πού ἦταν ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου- νά δοξάζετε τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τήν μία θεαρχικότατη Θεότητα, στήν ὁποία πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν βίων τῶν ἁγίων καί τῶν λόγων τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, συνδυασμένη μέ τήν ἄσκηση, τήν μυστηριακή ζωή καί τήν προσευχή, ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία φωτίζει τόν νοῦ, δημιουργεῖ ἔμπνευση καί κατάνυξη στήν ψυχή, καθώς καί διάθεση γιά περισσότερη προσευχή καί μεγαλύτερο ἀγώνα γιά τήν βίωση τῶν θείων ἐντολῶν, τήν μεταμόρφωση τῶν παθῶν, τήν ἀπόκτηση τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς θείας ἀγάπης, ἡ ὁποία, κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο, εἶναι ὁ Παράδεισος. Ἐξέχουσα δέ θέση μεταξύ τῶν ψυχωφελῶν ἀναγνωσμάτων κατέχει ἡ Φιλοκαλία, ἡ ὁποία περιέχει κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, τῶν λεγομένων Νηπτικῶν, καί κατά τόν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, «εἶναι ταμεῖο τῆς νήψεως, φυλακτήριο τοῦ νοῦ, μυστικό Σχολεῖο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἐξαίρετη ὑποτύπωση τῆς πρακτικῆς ἀγωγῆς, ἀπλανής ὁδηγός τῆς πνευματικῆς θεωρίας, ὁ πατερικός Παράδεισος, ἡ χρυσῆ ἁλυσίδα τῶν ἀρετῶν, ἡ συνεχής ἐνασχόληση μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἡ σάλπιγγα πού ἐπαναφέρει τήν Χάρη καί τό μυριοπόθητο ὄργανο τῆς θεώσεως».

Εἴθε, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν πνευματικό μας ἀγώνα, νά ἀξιωθοῦμε νά βροῦμε τόν πολύτιμο θησαυρό πού εἶναι κρυμμένος βαθειά στόν ἀγρό τῆς καρδιᾶς μας.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ