Skip to main content

Ἡ παιδεία στήν Τουρκοκρατία

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἕνας ἀπό τούς οὐσιαστικούς παράγοντας πού συνετέλεσε στήν διατήρηση τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας ἦταν καί ἡ παιδεία τήν ὁποία καλλιεργοῦσε ἡ Ἐκκλησία μέ τά Σχολεῖα, ἀμέσως μετά τήν ὑποδούλωση τοῦ Γένους στούς Ὀθωμανούς.

Ἡ παιδεία στήν ΤουρκοκρατίαΒεβαίως, στά πρῶτα χρόνια τῆς δουλείας δέν ὑπῆρχε δυνατότητα νά λειτουργήσουν πολλά Σχολεῖα, ἐπειδή οἱ δυσκολίες ἦταν ἀρκετές, ἀλλά καί τότε πού ἐπιτράπηκε ἡ λειτουργία Σχολείων, ἤτοι ἀπό τόν 17ο αἰώνα καί μετά, ἦταν περιορισμένα.

[…]

Ὁ Τρύφων Εὐαγγελίδης στό περισπούδαστο πολυσέλιδο δίτομο ἔργο του μέ τίτλο Ἡ Παιδεία ἐπί Τουρκοκρατίας, καί ὑπότιτλο Ἑλληνικά Σχολεῖα ἀπό τῆς Ἁλώσεως μέχρι Καποδιστρίου, στήν μέν μακρά εἰσαγωγή ἀναφέρεται στήν παιδεία στό Βυζάντιο καί στήν Τουρκοκρατία μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Καποδιστρίου, στό δέ κύριο μέρος ἀναγράφει λεπτομερῶς τά Σχολεῖα τά ὁποῖα λειτούργησαν σέ διάφορες περιοχές τοῦ ὑποδούλου Γένους ἀπό τήν ἐποχή τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Ἰωάννου Καποδιστρίου (1453-1831).

Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει ὅτι ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή πού ἱδρύθηκε ἀμέσως μετά τήν Ἅλωση ἦταν συνέχεια τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Σχολῆς ἤ Οἰκουμενικοῦ Φροντιστηρίου Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπό τήν Σχολή αὐτή βγῆκαν μεγάλες προσωπικότητες πού κατέλαβαν σημαντικές θέσεις στήν Ἐκκλησία καί τήν τουρκική διοίκηση καί βοήθησαν τό Γένος. Στήν συνέχεια ἱδρύθηκαν καί ἄλλες Σχολές, ὅπως στήν Θεσσαλονίκη, τά Ἰωάννινα, τήν Πάτμο, τήν Ἄρτα, τήν Χίο, τήν Δημητσάνα, τήν Βέροια, τήν Σμύρνη, τήν Κύπρο, τήν Τραπεζοῦντα, τήν Ἀδριανούπολη, τήν Κοζάνη, τήν Ἀθήνα, τήν Ρόδο καί ἀλλοῦ.

Τά Σχολεῖα τά ὁποῖα λειτουργοῦσαν ἦταν δύο εἰδῶν, ἤτοι τά κοινά καί τά ἀνώτερα. Τά κοινά Σχολεῖα λειτουργοῦσαν στά Μητροπολιτικά Μέγαρα τῶν πόλεων ἤ στούς Ἱερούς Ναούς τῶν κωμοπόλεων καί τίς παρακείμενες Ἱερές Μονές. Ὡς ἀναγνωστικά χρησιμοποιοῦσαν διάφορα ἐκκλησιαστικά βιβλία, ὅπως τήν Ὀκτώηχο, τόν Ἀπόστολο, τό Ψαλτήριο, τό Ὡρολόγιο. Τά παιδιά συνήθως κάθονταν στήν ψάθα ἤ στόν τάπητα τοῦ δαπέδου, μάλιστα δέ ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Γ. Γεννάδιος εἰσήγαγε πρῶτος τά θρανία στήν Βλαχία. Ἐπίσης χρησιμοποιοῦσαν τήν ἀρίθμηση, τήν λογαριθμητική κλπ. Τά ἀνώτερα Σχολεῖα εἶχαν διάφορα ὀνόματα, ὅπως Ἀκαδημία, Λύκειον, Μουσεῖον, Ἑλληνομουσεῖον, Παιδαγωγεῖον, Φροντιστήριον, Ὁμακόϊον, Γυμνάσιον, Σχολεῖον, Σχολή. Σημαντική εἶναι ἡ καταγραφή καί ἡ περιγραφή τήν ὁποία κάνει ὁ συγγραφεύς κατά περιοχές ἐντός τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου καί γενικότερα τοῦ βαλκανικοῦ.

Ὁ Gerhard Podskalsky στό μνημονευθέν ὀγκῶδες σύγγραμμά του, Ἡ ἑλληνική θεολογία ἐπί Τουρκοκρατίας, πού ἀναφέρεται στήν θεολογία κατά τήν Τουρκοκρατία, καί μάλιστα στά κεφάλαια «Τά νέα ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα καί τυπογραφεῖα ὡς στοιχεῖο μετεξέλιξης», «Προσήλωση στήν παράδοση. Ἡ ἑλληνική θεολογία 1455-1581», «Ὁ θρησκευτικός ἀνθρωπισμός. Προσπάθεια συνδιαλλαγῆς μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως 1581-1629», «Ἡ ἀντιπαράθεση μέ τόν Διαφωτισμό. Ἡ Ὀρθοδοξία ἐπιστρέφει στίς δικές της πηγές 1727-1821», παρουσιάζει ἀνάγλυφα καί διεξοδικά ἕνα «πανόραμα» τῆς ὅλης πολιτιστικῆς καί πνευματικῆς ἀτμόσφαιρας τῆς Ρωμηοσύνης κατά τήν Τουρκοκρατία, στήν ὁποία σημαντικό ρόλο διεδραμάτισε ἡ Ἐκκλησία μέ τά σημαίνοντα μέλη της, Κληρικούς καί λαϊκούς. Φυσικά δέν εἶναι ὁ χῶρος κατάλληλος γιά νά δοθοῦν μερικά παραδείγματα καί νά ἐκτεθοῦν τά βασικά συμπεράσματα τῆς μελέτης αὐτῆς.

Ὁ Βασίλειος Ἀρβανίτης στό βιβλίο του μέ τίτλο Ἡ Ἐκπαίδευσις τῶν Ἑλληνοπαίδων ἐπί Τουρκοκρατίας, μέ συνοπτικό τρόπο περιγράφει τίς ἕδρες τῶν Σχολείων, τούς διδάξαντες διδασκάλους, τήν μέθοδο διδασκαλίας τους καί τήν ὕλη τῶν μαθημάτων σέ διάφορες περιοχές τοῦ ὑπόδουλου Γένους.

Ἀξιόλογη εἶναι ἡ προσφορά καί τοῦ Καθηγητοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ πού ἀναφέρεται στήν Παιδεία πού ἀναπτύχθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἀπό τόν 15ο αἰώνα καί μετά καί τήν καταγραφή συγκεκριμένων διδασκάλων καί Σχολῶν.

Εἶναι σημαντικό, ὅπως σημειώνει ὁ Θεοχάρης Προβατάκης σέ σχετική μελέτη του, ὅτι ἀπό τόν 17ο αἰώνα στούς νάρθηκες τῶν Ἱερῶν Ναῶν ζωγραφίζονται οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ὅπως ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλούταρχος, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Ὅμηρος, ὁ Πυθαγόρας, κλπ. οἱ περισσότεροι μέ φωτοστέφανο καί ἀνοικτό εἰλητάριο, ἀκόμη καί ὁ Ἀριστοφάνης. Καί αὐτό γίνεται ὄχι μόνον στούς Ναούς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἀλλά ὁλοκλήρου τῆς Βαλκανικῆς.

Τήν ἤδη ὑπάρχουσα παιδεία ἐπηρέασαν καί οἱ νέες ἰδέες πού εἶχαν ἀναπτυχθῆ στήν Δύση καί μέ ἀργούς ρυθμούς εἰσέρχονταν καί στήν τουρκοκρατούμενη ἑλληνική περιοχή. Μεταξύ τῶν Κληρικῶν πού δίδασκαν στά Σχολεῖα, μπορεῖ νά συναντήση κανείς τρεῖς τάσεις. Τήν πρώτη τήν ἐξέφραζαν οἱ φιλελεύθεροι Κληρικοί, πού ἀπεδέχθησαν πλήρως τίς διαφωτιστικές ἰδέες, ἀπορρίπτοντας τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση. Τήν δεύτερη τήν ἐξέφραζαν οἱ συντηρητικοί, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριπταν τίς νέες αὐτές ἰδέες γιά νά παραμείνουν στήν παλαιά φιλοσοφία καί κοσμοθεωρία. Καί τήν τρίτη τάση ἐξέφραζαν οἱ πατερικοί Κληρικοί, στούς ὁποίους συγκαταλέγονταν ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης καί οἱ φιλοκαλικοί Πατέρες, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, οἱ ὁποῖοι ἐπέτυχαν τήν ἰσορροπία, ἀφοῦ ἔκαναν λόγο γιά τήν διπλῆ γνωσιολογική μέθοδο καί ἀναφέρονταν στήν γνώση πού προέρχεται ἀπό τόν νοῦ καί τήν γνώση πού προέρχεται ἀπό τήν λογική.

Ὑπῆρξαν βέβαια περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἔγιναν διώξεις ἐναντίον Κληρικῶν, αὐτό δέν ὀφειλόταν ἁπλῶς στήν ἔλλειψη σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας τους, ἀλλά στό γεγονός ὅτι μαζί μέ τίς νέες ἰδέες μετέφεραν καί τήν ἀθεΐα. Γιά παράδειγμα, τό 1721 ἀφορίσθηκε ὁ Μεθόδιος Ἀνθρακίτης, «γιατί κατηγορήθηκε γιά ἀντιτριαδικές τάσεις». Ἀργότερα τό Πατριαρχεῖο τόν ἀθώωσε καί τόν ἀποκατέστησε. Ὁ Θεόφιλος Καΐρης καταδικάσθηκε γιά τήν θρησκεία τήν ὁποία δημιούργησε, τήν λεγόμενη «Θεοσέβεια», ἡ ὁποία ἀπέρριπτε τήν χριστιανική πίστη, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία τόν ἐπήνεσε γιά τήν προσφορά του στό Γένος. Ἀκόμη, οἱ Ἐγκύκλιοι τοῦ Πατριαρχείου ἐναντίον τῶν «καινοφανῶν διδασκαλιῶν», ὀφειλόταν στό ὅτι ὁ Σεΐχης τοῦ Ἰσλάμ μέ φετφά, λόγῳ τοῦ ἀραβικοῦ φανατισμοῦ, ἀπέρριψε «τά βιβλία τῆς ἀστρονομίας ἱστορίας καί φιλοσοφίας». Τό Πατριαρχεῖο ζώντας σέ αὐτό τό Κράτος δέν μποροῦσε νά ἐνεργήση διαφορετικά.

Πάντως, ἡ Ἐκκλησία κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἀνέπτυξε τήν Παιδεία, ἄλλοτε κρυφά καί ἄλλοτε φανερά. Ἐδῶ ἐντάσσεται καί τό λεγόμενο «Κρυφό Σχολειό».

Ἐπειδή κατά καιρούς δημιουργεῖται μιά ἀμφισβήτηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος καί θεωρεῖται ὅτι τό Κρυφό Σχολειό εἶναι ἕνας μύθος πού πρέπει νά ἀπαλειφθῆ ἀπό τήν ἱστορία πού διδάσκονται τά παιδιά στά Σχολεῖα, θά πρέπει νά γίνουν μερικές ἐπισημάνσεις.

Κατ' ἀρχάς κάθε γεγονός τό ὁποῖο εἶναι θρύλος, δηλαδή κάθε τί πού παραμένει στήν μνήμη τοῦ λαοῦ καί ἐπιδεικνύονται οἱ τόποι στούς ὁποίους πραγματοποιήθηκε, δέν εἶναι μύθος, ἀφοῦ οἱ θρύλοι κατά κανόνα παραπέμπουν σέ ἕνα ἱστορικό γεγονός. Ἔπειτα, κάθε μύθος δέν εἶναι καί ἀπόβλητος, ἀλλά εἶναι ἕνα στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ μυθολογία ἐμπεριέχεται στόν πολιτισμό τοῦ κάθε λαοῦ. Γιά παράδειγμα, ἐάν θελήσουμε νά ἀφαιρέσουμε ἀπό τήν διδασκαλία τῆς ἱστορίας τούς μύθους τοῦ Αἰσώπου, τά ἔργα τοῦ Ὁμήρου, τήν Θεογονία τοῦ Ἠσιόδου κλπ., τότε ἀποβάλλουμε ἕνα πολύ μεγάλο τμῆμα τῆς παραδόσεώς μας. Ἄλλωστε, οἱ μύθοι συνήθως ἐκφράζουν μιά ἀλήθεια.

Ἐπί πλέον, τό λεγόμενο Κρυφό Σχολειό ἑρμηνεύεται ὡς συμπληρωματική διδασκαλία πού γινόταν στήν ἐλεγχόμενη ἀπό τό Ὀθωμανικό Κράτος, κατά διαστήματα καί καιρούς, ἐπιτρεπόμενη παιδεία. Ἐννοῶ ὅτι καί σέ μέρη που ἐπιτρεπόταν ἡ λειτουργία τῶν Σχολείων, καί ὁπωσδήποτε ἐλεγχόταν ἡ ὕλη τήν ὁποία διδάσκονταν τά παιδιά, ἡ ἐπίσημη διδασκαλία συμπληρωνόταν εἴτε ἀπό τήν οἰκογένεια εἴτε ἀπό τούς Κληρικούς καί μοναχούς στούς ὁποίους προσέφευγαν τά παιδιά.

Πέρα ἀπό τούς θρύλους καί τίς παραδόσεις, ἀλλά καί ἀπό τό ποίημα τοῦ Ἰωάννη Πολέμη καί τόν γνωστό πίνακα τοῦ Νικολάου Γκύζη μέ περιεχόμενο τό Κρυφό Σχολειό, πού παραπέμπουν σέ πραγματικά γεγονότα, ὑπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες πού φανερώνουν ὅτι πράγματι λειτουργοῦσαν μερικά ὑποτυπώδη Σχολεῖα μέ διάφορες μορφές, πού ἄλλοτε προσέφεραν στοιχειώδη παιδεία στόν λαό, ὅταν δέν ὑπῆρχαν ἐπίσημα Σχολεῖα, καί ἄλλοτε συμπλήρωναν τήν παιδεία πού δέχονταν στά ἐπιτρεπόμενα, ἀλλά καί ἐλεγχόμενα τότε Σχολεῖα. Δύο τέτοιες μαρτυρίες θά ἀναφέρω.

Ἡ πρώτη προέρχεται ἀπό τόν Charles Tuckermann (Τάρκεμαν), πρῶτο ἀμερικανό Πρόξενο στήν Ἀθήνα, στό βιβλίο του Οἱ Ἕλληνες τῆς σήμερον. Ὁ ἀμερικανός αὐτός διπλωμάτης παρουσιάζει τήν προφορική παράδοση τήν ὁποία εἶχε ἀκούσει ἀπό συνομιλητές του στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα καί τήν καταγράφει. Ἀφοῦ ἐκθέτει τό γνωστό ποίημα «φεγγαράκι μου λαμπρό / φέγγε μου νά περπατῶ / νά πηγαίνω στό σχολειό / νά μαθαίνω γράμματα / τοῦ Θεοῦ τά πράμματα», στήν συνέχεια γράφει:

«Τοιοῦτον περίπου ἦτο τό ᾆσμα, ὅπερ ἐτραγώδουν οἱ Ἑλληνόπαιδες, πορευόμενοι ἐν καιρῷ νυκτός εἰς τό σχολεῖον ἐπί τουρκοκρατίας. Τό ᾆσμα τοῦτο εἶναι γνωστόν εἰς πάντα Ἕλληνα νῦν ὡς καί πρότερον, καί οἱ πατέρες, δεικνύοντες εἰς τά τέκνα των τήν σελήνην, ἐπαναλαμβάνουσι τούς στίχους τούτους, ἀφηγούμενοι αὐτοῖς πόσον τοῖς ἐχρησίμευσεν αὕτη κατά τούς σκοτεινούς χρόνους τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Μή ἐπιθυμοῦντες, ἔστω καί κατ' ἐλάχιστον, νά ἐρεθίσωσι τούς δεσπότας αὐτῶν δυναμένους νά παρακωλύσωσιν τάς πρός ἰδίας παίδευσιν προσπαθείας των, οἱ παῖδες οὐχί δέ σπανίως καί αὐτοί οἱ πατέρες, ἐφοίτων διά νυκτός καί κρύφα εἰς τήν οἰκίαν τοῦ διδασκάλου, ὅπως ἐξακολουθήσωσι τάς σπουδάς των».

Ἡ δεύτερη μαρτυρία προέρχεται ἀπό τόν Γάλλο συγγραφέα René Puaux (Πηώ), ὁ ὁποῖος περιόδευσε τήν Ἤπειρο τό 1913, ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τόν ἑλληνικό στρατό καί συνομίλησε μέ Ἕλληνες Ἠπειρῶτες, οἱ ὁποῖοι τοῦ διηγήθηκαν ἱστορίες ἀπό τήν ζωή τους, κατά τήν διάρκεια τῆς τουρκικῆς κατοχῆς. Μεταξύ τῶν ἄλλων περιγράφει μιά συνάντηση σέ ἕνα σαλόνι μέ τόν δάσκαλο, τήν δασκάλα καί μερικούς μαθητές. Γράφει:

«Τήν ὥρα πού γυρόφερνε, σύμφωνα μέ τό ἔθιμο, ὁ δίσκος μέ τά γλυκά, κουβεντιάζω μέ τούς ἐκπαιδευτικούς. Ἡ περιγραφή τῶν προσπαθειῶν τους νά συντηρήσουν τήν ἑλληνική ἰδέα κάτω ἀπό τουρκική ἐξουσία, προσπάθειες πού τίς περιγράφαν ἁπλά, σάν νά ἦταν γιά κάτι τελείως φυσικό, ἀποκάλυπταν χαρακτηριστικά ἀξιοθαύμαστα. Θά μποροῦσε κανείς νά ἀφιερώσει ἕνα ὡραῖο κεφάλαιο στό σῶμα τῶν Ἑλλήνων δασκάλων τῆς Ἠπείρου πού, ἀντιμετωπίζοντας τόσες ἀντιξοότητες καί ταπεινώσεις, δέν ἔπαυαν γι᾿ αὐτό νά προχωροῦν τό πατριωτικό τους ἔργο. Κανένα ἑλληνικό βιβλίο δέν γινόταν δεκτό, ἄν εἶχε τυπωθεῖ στήν Ἀθήνα. Ἔπρεπε ὅλα νά ἔλθουν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἑλληνική ἱστορία ἦταν ἀπαγορευμένη. Ἔτσι, ἔκαναν συμπληρωματικές μυστικές παραδόσεις, ὅπου χωρίς βιβλίο, χωρίς τετράδιο, ὁ μικρός Ἠπειρώτης μάθαινε νά γνωρίζει τήν πατρίδα μητέρα του, τόν ἐθνικό του ὕμνο, τά ποιήματα καί τούς ἥρωές του. Οἱ μαθητές κρατοῦσαν στά χέρια τους τήν ζωή τῶν δασκάλων τους. Ἕνας λόγος ἀστόχαστος ἤ μιά καταγγελία θά ἦταν μοιραία. Δέ μᾶς συγκινοῦν αὐτά τά διακόσια ἀγοράκια καί τά διακόσια πενήντα κοριτσάκια πού ἀποδέχονταν τίς ὧρες τῆς συμπληρωματικῆς διδασκαλίας –σέ ἡλικία, ὅπου τά παιδιά τόσο ἀγαποῦν τά διαλείμματα– γιά νά μιλήσουν γιά τήν Ἑλλάδα, κι ὕστερα γύριζαν στό σπίτι τους μέ σφραγισμένα τά χείλη καί μέ τό μυστικό ἐνθουσιασμό στήν καρδιά τους;».

Μιά παρόμοια πληροφορία μοῦ ἔδωσε ὁ ἀείμνηστος καθηγητής μου στό Πανεπιστήμιο Ἰωάννης Καλογήρου, ὁ ὁποῖος μοῦ περιέγραψε περιστατικό ἀπό τήν διδασκαλική δράση τῆς μητέρας του στήν τουρκοκρατούμενη Βόρειο Ἤπειρο, πού τούς μάθαινε τραγούδια, σύμφωνα μέ τήν μουσική τοῦ ἐθνικοῦ ὕμνου τῆς Ἑλλάδος, ὥστε μυστικά νά τούς δίνουν τό μήνυμα τοῦ ἐρχομοῦ τῆς ἐλευθερίας.

Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία μέ τά μέλη της, Κληρικούς, Μοναχούς καί λαϊκούς, βοήθησε ἀποτελεσματικά στήν διατήρηση τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ Γένους, μέ ὅλη τήν παράδοσή της, τήν διοίκηση καί τήν παιδεία τήν ὁποία προσέφερε στόν λαό.

Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου «Παλαιά καί Νέα Ρώμη»

  • Προβολές: 1082