Γράφτηκε στις .

Ἀθανάσιος Σακαρέλλος, Ἕνας καλός ἀδελφός

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀπομαγνητοφωνημένος ἐπικήδειος λόγος στόν Ἀθανάσιο Σακαρέλλο
(Θέρμο, 27 Φεβρουαρίου 2020)

Ὅταν ψάλλουμε τήν ἐξόδιο ἀκολουθία σέ ἕναν ὀρθόδοξο Χριστιανό, στήν ἀρχή λέμε στίχους ἀπό τόν 118ο ψαλμό σέ τρεῖς στάσεις, ὅπου γίνεται λόγος γιά τά «μαρτύρια τοῦ Θεοῦ» ἤ γίνεται λόγος γιά τήν «διαθήκη τοῦ Θεοῦ» ἤ γίνεται λόγος γιά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά ἔχουν τήν ἴδια ἔννοια. Δηλαδή, ὅταν διαβάζη κανείς τόν 118ο Ψαλμό τοῦ Δαβίδ, τότε βλέπει ἐκεῖ ὅτι γίνεται πολύς λόγος γιά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί βεβαίως ἀλλάζουν πολλά ὀνόματα, ἀλλοῦ λέγεται ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλοῦ λέγεται δικαιώματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλοῦ λέγεται τά μαρτύρια τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἔννοια ὅτι οἱ ἐντολές δίνουν τήν μαρτυρία τοῦ τί εἶναι ὁ Θεός καί ποιό εἶναι τό θέλημά Του.

Ἀθανάσιος Σακαρέλλος, Ἕνας καλός ἀδελφόςΟἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ λέγονται δικαιώματα τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ Θεός ἔχει δικαιώματα ἐπάνω μας, ἐμεῖς δέν ἔχουμε δικαιώματα ἐπάνω στόν Θεό, ὁ Θεός ἐχει δικαιώματα ἐπάνω σέ μᾶς. Γι’ αὐτό καί στά τροπάρια τά ὁποῖα ψάλαμε προηγουμένως, στά «Εὐλογητάρια», εἴπαμε ἐκεῖ «δίδαξόν με τά δικαιώματά σου». Τό ἴδιο ἀκριβῶς λέμε καί στήν δοξολογία, κάνουμε λόγο γιά τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης γίνεται λόγος γιά τήν διαθήκη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τοῦ ὅτι συνάπτει ὁ Θεός διαθήκη μέ τόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐφαρμόζη αὐτήν τήν διαθήκη στήν ζωή του.

Ἐπέλεξα αὐτό νά πῶ στήν ἀρχή τοῦ μικροῦ αὐτοῦ ἀποχαιρετισμοῦ στόν ἀγαπητό μας Ἀθανάσιο, τοῦ ὁποίου τήν ἐξόδιο ἀκολουθία σήμερα τελέσαμε, γιατί καί ἐκεῖνος σέ ὅλη του τήν ζωή ἐπεδίωκε νά ἐφαρμόση τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ, τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ἦταν αὐτός ὁ πόθος του, ὁ καημός του. Εἶχε μεγάλο πόθο, μεγάλο ζῆλο νά ἐφαρμόση ἀπόλυτα τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ στήν ζωή του.

Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε σέ ὑπερβολικό βαθμό τήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί σέ ὑπερβολικό βαθμό ἀκόμη καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶχε μία μεγάλη εὐαισθησία πάνω στά θεολογικά, δογματικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα. Καί μέσα στά πλαίσια αὐτά ἐκινεῖτο σέ ὅλη του τήν ζωή.

Τόν βλέπουμε νά ἀναζητᾶ καί νά ψάχνη νά συναντήση «ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ», γιατί ἤθελε νά μάθη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν ἀρκέστηκε σέ αὐτά πού ἔμαθε στήν Θεολογική Σχολή καί στήν Νομική ἐπιστήμη, δικηγόρος ἦταν, ἀλλά καί θεολόγος. Δέν ἀρκέστηκε σέ αὐτά πού ἔμαθε ἀπό τήν Θεολογική Σχολή καί σέ ἕνα βαθμό μετά τά ἀπέρριψε ὅλα. Γιατί; Διότι κατάλαβε ἐκεῖνος, ὅπως καί ὅλοι μας καταλάβαμε ὅτι μερικά ἀπό ὅσα διδασκόμασταν στήν Θεολογική Σχολή ἄλλα προέρχονταν ἀπό τόν δυτικό σχολαστικισμό, καί ἄλλα προέρχονταν ἀπό τούς Προτεστάντες. Τά ἀπέρριψε ὅλα αὐτά καί ἀναζητοῦσε τήν ἀλήθεια, ἀναζητοῦσε ἀνθρώπους πού ζοῦσαν αὐτήν τήν κατά Θεόν ζωή. Ἄρχισε νά ἀναζητᾶ διαφόρους ἀνθρώπους.

Ἀπομακρύνθηκε ἀπό τά περιβάλλοντα στά ὁποῖα πρῶτα εἶχε ἀναπτυχθῆ καί εἶχε μεγαλώσει καί ἔκανε κριτική τῶν ἀπόψεών τους. Καί γι’ αὐτό τόν βλέπουμε ὅτι ἀναζητᾶ τήν ὀρθόδοξη ζωή καί νά ἔχη ἐπικοινωνία καί ἐπαφή μέ τόν ἅγιο Πορφύριο. Πήγαινε συχνά στόν ἅγιο Πορφύριο γιά νά τόν ρωτάη γιά θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἔχω τήν πληροφορία ὅτι ὁ ἅγιος Πορφύριος ἀγαποῦσε πάρα πολύ τόν Ἀθανάσιο Σακαρέλλο. Καί ἐνῶ δέν δεχόταν ἕνα διάστημα καθόλου ἀνθρώπους, ὅταν πήγαινε ἐκεῖνος τό βράδυ 9:00 ἡ ὥρα τόν δεχόταν μέ μεγάλη χαρά, ἔλαμπε τό πρόσωπό του γιά νά συζητᾶ μαζί του τά θεολογικά ζητήματα μέχρι τίς 11:00 τό βράδυ. Καί ἐνῶ εἶχε δώσει ἐντολή νά μήν δεχτῆ κανέναν, τόν Ἀθανάσιο τόν δεχόταν. Ἀλλά καί ὁ Ἀθανάσιος ἀγαποῦσε τόν ἅγιο Πορφύριο.

Ἀθανάσιος Σακαρέλλος, Ἕνας καλός ἀδελφόςΜετά γνώρισε τόν ἅγιο Παΐσιο πού τόν φιλοξένησε ἕνα διάστημα ὅταν ἔφευγε ἀπό τό Σινά γιά νά πάη στό Ἅγιον Ὅρος. Στήν συνέχεια μετά γνώρισε τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Δαμιανό, μέ τόν ὁποῖο εἶχε πολύ μεγάλη ἐπικοινωνία. Διασώζονται δύο ὁμιλίες τίς ὁποῖες ἔκανε στήν Ἀθήνα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σιναίου Δαμιανός, ὑπέροχες ὁμιλίες, ἐγώ τίς διάβασα ὅταν ἤμουν στήν Ἔδεσσα καί ἔλεγα εἶναι δυνατόν ὁ Σιναίου Δαμιανός νά ἔχη τέτοια θεολογία; Καί μετά ἔμαθα ὅτι εἶχε ἐπηρεασθῆ ἀπό τόν Ἀθανάσιο Σακαρέλλο.

Καί βεβαίως τό ἀποκορύφωμα ὅλων ἦταν ὅτι γνώρισε τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε πάρα πολύ στενά καί στά νομικά ζητήματα, ἀφοῦ ἦταν ὁ δικηγόρος του, ἀλλά καί στά θεολογικά θέματα. Διότι στήν Ἀθήνα ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης πήγαινε στό γραφεῖο του καί εἶχε συναντήσεις μέ διαφόρους θεολόγους. Ἦταν ἕνας μικρός χῶρος τό γραφεῖο του καί συγκεντρώνονταν μιά μικρή ὁμάδα, μεταξύ τῶν ὁποίων μερικές φορές ἤμουν καί ἐγώ, ἀκούγαμε τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί κυρίως ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός ἦταν πάντοτε ἐκεῖ νά ἀκούη τόν μεγάλο θεολόγο, τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, πἠγαιναν καί μερικοί ἄλλοι καί δίδασκε ὅλους αὐτούς. Τό δικηγορικό γραφεῖο τοῦ Ἀθανασίου Σακαρέλλου ἦταν μιά Θεολογική Σχολή. Καί αὐτός (ὁ Ἀθανάσιος) κρατοῦσε ὅλους τούς λόγους στίς κασέτες πού μαγνητοφωνοῦσε. Ἕνα πλούσιο ὑλικό συγκεντρώθηκε ἀπό τίς συζητήσεις αὐτές πού ἔκανε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, καί, κατά τήν γνώμη μου, δέν ὑπάρχει θεολόγος μεγαλύτερος στόν 20ο αἰώνα ἀπό τόν π. Ἰωάννη τόν Ρωμανίδη. Καί τόν ἀγαποῦσε τόν Ἀθανάσιο Σακαρέλλο καί στό γραφεῖο του ἔκανε ὅλες αὐτές τίς θεολογικές συζητήσεις.Παράλληλα μέ τήν γνωριμία πολλῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων ἔκανε μεγάλους ἐκκλησιαστικούς ἀγῶνες. Κάπου πρέπει νά ὑπάρχη αὐτό τό ὑλικό καί δέν πρέπει νά χαθῆ. Τοῦ ἔλεγα νά συγκεντρώση αὐτό τό ὑλικό καί νά ἐκδοθῆ.

Ἔκανε ἀγῶνες κατά τήν διάρκεια τῆς χούντας ὡς πρός τά ἐκκλησιαστικά θέματα, ἀφοῦ ἦταν ἀντίθετος σέ μερικές ἐκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου Α΄. Στούς ἀγῶνες πού ἔγιναν γιά τά ἐκκλησιαστικά θέματα στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας κλπ, πρωταγωνιστικό ρόλο ἔπαιξε ὁ Ἀθανάσιος, ἀφοῦ ἦταν δικηγόρος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου. Γι’ αὐτό καί τόν ἀγαποῦσε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, γιατί ἤξερε τούς ἀγῶνες τούς ὁποίους ἔκανε.

Ἀλλά ἔκανε καί ἄλλους θεολογικούς ἀγῶνες. Ἐκεῖνος ἦταν πού χρησιμοποίησε πρώτη φορά τόν ὅρο νεορθόδοξοι καί νεορθοδοξία. Ἔγραφε κείμενα ἐναντίον τῶν νεορθοδόξων καί ἐπικράτησε αὐτός ὁ ὅρος γιά τούς θεολόγους αὐτούς. Καί ἄλλους ἀγῶνες θεολογικούς καί ἐκκλησιαστικούς ἔκανε πολύ μεγάλους καί τίς περισσότερες φορές αὐτός παρέμενε στήν ἀφάνεια.

Εἶχε συνδεθῆ ἐπίσης μέ ἕναν μεγάλο πνευματικό στήν Ἀθήνα, τόν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, καί εἶχαν καθημερινή τηλεφωνική ἐπικοινωνία. Καί μάλιστα ὅταν ἐκεῖνος ἤθελε νά γράψη κάτι καί δέν ἤθελε νά ἀσχοληθῆ, ἔλεγε στόν Ἀθανάσιο νά τό γράψη. Καί ἔγραφε μέ ἕναν καταπληκτικό τρόπο, εἶχε ἕναν ἁπλό τρόπο καί οὐσιαστικό.

Εἶχε τέτοια μεγάλη ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ὥστε ἤθελε νά γίνη μοναχός καί ἔκανε πολλές προσπάθειες γιά νά ὑλοποιήση αὐτόν τόν σκοπό. Ὅμως γιά διαφόρους λόγους δέν εὐοδώθηκε αὐτή ἡ ἐπιθυμία του. Πῆγε στό Σινᾶ γιά νά γίνη μοναχός. Στήν συνέχεια, δύο φορές προσπάθησε νά γίνη μοναχός στό Βατοπαίδι στό Ἅγιον Ὄρος, ὅταν ἦταν ἰδιόρρυθμο, ἀλλά γιά διαφόρους λόγους δέν μπόρεσε νά μείνη. Καί στό τέλος, λαϊκός ὤν, παρέμενε σέ ἕνα Μοναστήρι στό Χαλκί Κορινθίας. Καθόταν ἐκεῖ μόνος του μέσα στήν ἔρημο, πάνω στό βουνό. Τοῦ ἔλεγα «Δέν φοβᾶσαι ἐκεῖ;». Καθόταν μέχρι τήν τελευταία στιγμή πρίν καταπέση καί δέν μποροῦσε νά κινηθῆ.

Ἔτσι, ὅταν δέν μποροῦσε νά αὐτοεξυπηρετηθῆ, μέ πολύ στενοχώρια κατέβηκε στό σπίτι στήν Ἀθήνα καί τόν ὑπηρέτησε πάρα πολύ ἡ ἀδερφή του Σοφία, ἀλλά καί ὅλη ἡ οἰκογένεια μέ πολύ ἐνδιαφέρον.

Νομίζω τά τελευταῖα χρόνια ἦταν πραγματικά μαρτυρικά γιά τόν ἴδιο καί βεβαίως κι ἄν εἶχε κάνει καί κάποια λάθη στήν ζωή του ὅλα αὐτά ἐξαλείφθηκαν μέ τήν ἀσθένειά του καί μέ τήν ὑπομονή τήν ὁποία ἔκανε. Δέν ἄντεχε πολύ ἀπό τήν ἀσθένειά του καί στήν ἐπικοινωνία μας τοῦ ἔλεγα νά κάνη τήν «εὐχή». Ἔκανε ὑπομονή καί ἡ ἀδερφή του Σοφία, λόγῳ τῆς ἀσθένειας καί τοῦ πόνου πού αἰσθανόταν ὁ Ἀθανάσιος. Ἐπειδή ἦταν ἕνας ζωντανός ἄνθρωπος, ἀεικίνητος, ἤθελε συνεχῶς νά γράφη, νά ὁμιλῆ καί περιορίσθηκε λόγῳ τῆς ἀσθένειάς του. Αὐτό, κατά τήν διάρκεια τῆς ὀδυνηρῆς ἀσθενείας του, τοῦ δημιουργοῦσε μία ἐσωτερική ἔνταση πού εἶναι δικαιολογημένη σέ πολύ μεγάλο βαθμό.

Ἐγώ συμπορεύτηκα μαζί του καί ἐκεῖνος μαζί μου πολλά χρόνια καί μέ ἀγαποῦσε πολύ καί ἐγώ τόν ἀγαποῦσα. Τόν γνώρισα ἀπό τό 1960, ὅταν ἤμουν μαθητής στό Γυμνάσιο, στό Ἀγρίνιο, καί πήγαινα στίς κατασκηνώσεις τοῦ Ἁγίου Βλασίου καί ἐρχόταν ἐκεῖ νά μᾶς δῆ. Ἦταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος ἀπό μᾶς καί ἔλεγαν τότε ὅλοι οἱ ἄλλοι: «ὁ Ἀθανάσιος Σακαρέλλος». Ἦταν φοιτητής θεολογίας ἤ μόλις εἶχε τελειώσει τήν θεολογία, ἐνῶ ἐμεῖς ἤμασταν μαθητές καί μᾶς μιλοῦσε. Καί φυσικά, ἀργότερα εἴχαμε κάποια ἐπικοινωνία.

Εἶχε ἔλθει στό Νοσοκομεῖο νά δῆ τόν Γέροντά μου ἅγιο Καλλίνικο τόν καιρό τῆς ἀσθενείας του καί ἀπό τότε ἐπανασυνδεθήκαμε. Ἰδιαιτέρως ὅταν κατέβηκα ἀπό τήν Ἔδεσσα στήν Ἀθήνα, ὅταν ἐκοιμήθη ὁ ἅγιος Γέροντάς μου ὁ Καλλίνικος, τόν εὕρισκα στήν ὁδό Κάνιγγος 10, στό γραφεῖο του, ὅπου πήγαινα ὅταν εἶχα μία εὐκαιρία, συζητούσαμε, μιλούσαμε, ἐκεῖνος ἐνδιαφερόταν γιά μένα.

Ἐκεῖ, στό γραφεῖο του γιά πρώτη φορά γνώρισα τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἄν καί εἶχα διαβάσει σχετικά γι' αὐτόν. Δέν τόν εἶχα ποτέ οὔτε καθηγητή, δέν τόν εἶχα δεῖ ὀπτικά, τόν εἶχα δεῖ σέ φωτογραφίες, εἶχα διαβάσει μερικά κείμενά του. Θά ἔλεγα ὅτι πρώτη φορά κατάλαβα τόν π. Ἰωάνννη Ρωμανίδη μέσα ἀπό τίς δύο ὁμιλίες πού ἔκανε στήν Ἀθήνα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σιναίου Δαμιανός, πού ἐξέφραζαν μέ ἁπλότητα τήν σκέψη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καί τοῦ Ἀθανασίου Σακαρέλλου. Τότε ἐξεπλάγην γι’ αὐτήν τήν θεολογία καί ἄρχισα νά διαβάζω τά κείμενά του. Καί, ὅπως εἶπα προηγουμένως, ὅταν κατέβηκα στήν Ἀθήνα, ἐκεῖ γνώρισα ἀπό κοντά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη στό γραφεῖο τοῦ Ἀθανασίου Σακαρέλλου καί βγαίναμε καί οἱ τρεῖς μας τό μεσημέρι, νά πᾶμε κάπου νά φᾶμε σέ ἑστιατόριο, νά μᾶς κάνη τό τραπέζι ὁ Ἀθανάσιος, καί νά συζητᾶμε θεολογικά ζητήματα καί μέ ἀγαποῦσε πάρα πολύ.

Σήμερα ζοῦμε σέ μία ἐποχή πού ἐμφανίζονται τά δύο ἄκρα, τό ἕνα ἄκρο εἶναι οἱ ὑπερσυντηρητικοί, οἱ ζηλωτές καί τό ἄλλο ἄκρο εἶναι αὐτοί οἱ λεγόμενοι νεορθόδοξοι ἤ μεταπατερικοί.

Ὁ Ἀθανάσιος Σακαρέλλος ἦταν διακριτικός, ἔβλεπε τά πράγματα, δέν συμφωνοῦσε καί μέ τούς μέν καί μέ τούς δέ, ἔβλεπε τά λάθη ὅλων καί δέν συμφωνοῦσε. Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του εἶχε ἀναπτυχθῆ μέσα του ἕνας ἐκκλησιολογικός καί θεολογικός προβληματισμός σέ ἔντονο βαθμό, ἀπό μεγάλη ἐκκλησιαστική καί θεολογική εὐαισθησία.

Πάντως, μέ ἀγαποῦσε ὡς ἀδελφός καί ἐγώ ἐπίσης. Καί μοῦ ἔλεγε ὅτι, «ἄν φύγω νωρίτερα ἀπό σένα, ἐσύ θέλω νά μοῦ κάνης τήν κηδεία μου». Γι’ αὐτό καί ἐγώ αἰσθάνθηκα τήν ἀνάγκη νά ἔρθω στό Θέρμο νά τελέσω τήν ἐξόδιο ἀκολουθία του, γιατί ἀκριβῶς ἦταν ἐπιθυμία του αὐτή.

Καί πρέπει νά πῶ ὅτι χθές ἐπικοινώνησα μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τοῦ ἀνακοίνωσα τήν κοίμηση τοῦ Ἀθανασίου Σακαρέλου. Τόν ἤξερε, ἦταν μαζί στό οἰκοτροφεῖο ὡς φοιτητές, μέ τήν διαφορά ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πρῶτα τελείωσε τήν Φιλοσοφική Σχολή καί μετά πῆγε στήν Θεολογική Σχολή, ἐνῶ ὁ Ἀθανάσιος πρῶτα τελείωσε τήν Θεολογική Σχολή καί ἔπειτα πῆγε στήν Νομική Σχολή. Καί μοῦ εἶπε νά σᾶς διαβιβάσω τίς εὐχές του γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του καί τήν παρηγοριά στούς οἰκείους του γιά τό ὅτι ἔφυγε αὐτός ὁ ἄνθρωπος.

Ἴσως ἀργότερα μπορεῖ νά φανῆ τί ἦταν ὁ Ἀθανάσιος. Μέχρι τώρα δέν τόν καταλάβαιναν πολλοί. Ἐμεῖς εἴχαμε ἴδιες ἀντιλήψεις σέ πολλά θέματα, ἤμασταν ἀδελφοί ἐν Χριστῷ. Εἶχε τίς ἀπόψεις του, ἀλλά εἶχε διάκριση.

Καί χθές ὅταν ἔμαθα γιά τήν κοίμηση τοῦ Ἀθανασίου, αἰσθάνθηκα καί μία θλίψη· γιατί; Διότι ἀπό τήν τετράδα: Ρωμανίδης, Μεταλληνός, Σακαρέλλος καί ἐγώ, ἔμεινα μόνος μου. Συζητούσαμε κάθε μέρα, ὅταν ἦταν καλά, ὄχι μία φορά, δύο καί τρεῖς φορές τήν ἡμέρα γιά ὅλη τήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα καί τήν θεολογική ζωή ἤ μοῦ τηλεφωνοῦσε ἤ τοῦ τηλεφωνοῦσα, μιλούσαμε γιά ὅλα τά ἐκκλησιαστικά καί τά θεολογικά θέματα καί τά σχολιάζαμε μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Γι’ αὐτό θά τόν θυμᾶμαι πάντοτε μέ πολύ μεγάλη εὐγνωμοσύνη. Τοῦ ὀφείλω πολλά, τόν εὐχαριστῶ. Εὔχομαι ὁ Θεός νά ἀναπαύση τήν ψυχή του ἐν σκηναῖς δικαίων καί στούς δικούς του ὁ Θεός νά δίνη τήν ἐξ ὕψους παρηγορία.–