Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Γερμανός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, 12 Μαΐου

Τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ὁ ἅγιος Γερμανός γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 640 μ.Χ. Ὁ πατέρας του ἦταν ὁ πατρίκιος Ἰουστινιανός, ἄνθρωπος ἀξιόλογος καί φημισμένος γιά τήν ἀρετή του, ὁ ὁποῖος στά χρόνια τοῦ βασιλέως Ἡρακλείου διοίκησε πολλές δημόσιες ἐξουσίες. Οἱ συνάδελφοί του, ἀλλά καί ἄλλοι πού τόν γνώριζαν τόν θαύμαζαν γιά τήν φιλομάθειά του καί κυρίως γιά τήν εὐσέβεια καί τήν ἀρετή του. Ὅμως, αὐτό ἔγινε αἰτία νά φθονηθῆ ἀπό τόν ἐγγονό τοῦ Ἡρακλείου, τόν Κωνσταντῖνο Πωγωνᾶτο, ὁ ὁποῖος τόν θανάτωσε, λέγοντας ὅτι σκέφθηκε νά ἐπαναστατήση ἐνάντια στήν βασιλεία του. «Φθόνος γάρ οὐκ εἶδε προτιμᾶν τό συμφέρον», καί ἔτσι ὁ Ἅγιος ὀρφάνεψε στήν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν.

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Γερμανός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, 12 ΜαΐουὉ ἅγιος Γερμανός, γιά τήν πολυμάθειά του καί κυρίως γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, ἐκλέχθηκε σέ ἡλικία τριάντα ἑπτά ἐτῶν Μητροπολίτης Κυζίκου καί ἀργότερα ἀνῆλθε στόν Πατριαρχικό Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐποίμανε θυσιαστικά τό ποίμνιό του, τό ὁποῖο καθοδηγοῦσε στήν ὁδό τῆς σωτηρίας μέ τόν ἐμπνευσμένο λόγο του καί τά θεόπνευστα συγγράμματά του. Ἀξιοποίησε δέ καί τό ὑμνολογικό του χάρισμα καί, ὅπως λέγει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «γλύκανε μέ μελωδίες καί ᾄσματα καί τροπάρια τό σκληρό καί βαρύ γνώρισμα τῶν ἀγρυπνιῶν», οἱ ὁποῖες στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι πολύωρες.

Ὅταν, ὅμως, ἔγινε Αὐτοκράτορας ὁ εἰκονομάχος Λέων ὁ Ἴσαυρος, τότε τό πλούσιο ποιμαντικό καί κηρυκτικό ἔργο τοῦ Ἁγίου διακόπηκε. Ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν θρόνο του, ἐπειδή, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀρνήθηκε νά ὑπακούση στά ἀσεβῆ διατάγματα τοῦ Αὐτοκράτορα. Ἀποσύρθηκε σέ πατρικό του κτῆμα, ὅπου παρέμεινε μέχρι τό τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του. Συνέχισε νά ζῆ μέ ἄσκηση καί προσευχή, καθώς καί μέ τήν συγγραφή. Δυστυχῶς, τά περισσότερα ἔργα του, θεολογικά καί ὑμνολογικά, δέν σώθηκαν, ἐπειδή μέ διαταγή τοῦ εἰκονομάχου Αὐτοκράτορα ρίχθηκαν στήν φωτιά, «γιά νά μή διδάσκονται τά ὀρθόδοξα δόγματα καί νά μή ἐλέγχεται ἡ κακοδοξία τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν καί εἰκονομάχων». Ἀπό τούς ὕμνους πού συνέθεσε διασώθηκαν 104 Στιχηρά καί 22 Κανόνες, καί ἀπό τά συγγράμματά του διασώθηκαν τά ἑξῆς: «Περί αἱρέσεων καί Συνόδων», «Τρεῖς δογματικαί ἐπιστολαί», «Ὀκτώ λόγοι σέ Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές» καί «Ὁμιλία στά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου καί τά σπάργανα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία κατεδίκασε τήν αἵρεση τῶν εἰκονομάχων, δικαίωσε καί ἐξύμνησε τόν ἅγιο Γερμανό, τόν ἀποκατέστησε στό ἀρχιερατικό ἀξίωμα καί ἀπεκύρηξε τήν ψευδοσύνοδο τῆς Ἱερείας (754 μ.Χ.), ἡ ὁποία τόν καθήρεσε καί τόν ἀναθεμάτισε.

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνη σέ «γῆρας καλό καί βαθύ». Τό ἅγιο λείψανό του κατά τήν διάρκεια τοῦ ἐνταφιασμοῦ, ἀλλά καί στήν συνέχεια, ἐλευθέρωσε πολλούς ἀνθώπους ἀπό ποικίλες ἀσθένειες, σωματικές καί ψυχικές.

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας πού ψάλλονται στίς ἱερές ἀκολουθίες καί τήν θεία Λειτουργία εἶναι ἔργα ἐμπειρικῶν θεολόγων, οἱ ὁποῖοι μέ τό ὑμνογραφικό τους χάρισμα διετύπωσαν τά δόγματα τῆς πίστεως, μέ τρόπον εὐχάριστο καί μελωδικό, ὥστε νά γλυκαίνουν τήν ἀκοή, νά εὐφραίνουν τήν καρδία καί ταυτόχρονα νά τρέφουν, νά στηρίζουν καί νά αὐξάνουν πνευματικά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί νά τόν ὁδηγοῦν στήν κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀφοῦ τά δόγματα εἶναι ἰσχυρή πνευματική τροφή, ἀλλά καί πνευματικοί ὁδοδεῖκτες.

Πράγματι, μέ τήν μελωδία τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων εὐφραίνεται ἡ ἀκοή, γλυκαίνεται ὁ νοῦς, κατανύσσεται ἡ καρδιά καί ὁ ἄνθρωπος εἰρηνεύει. Ὅταν ψάλλη κανείς καί εἶναι χαρούμενος, τότε ἡ χαρά του αὐξάνεται, καί ὅταν εἶναι λυπημένος, ἡ λύπη του φυγαδεύεται. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος προτρέπει αὐτούς πού ἔχουν χαρά νά ψάλλουν, καί ὁ Μέγας Βασίλειος διδάσκει ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι διώχνουν τήν λύπη καί προξενοῦν σέ αὐτόν πού τούς ψάλλει πνευματική χαρά, ἱλαρότητα, γαλήνη. Ἐπίσης, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αὐτός ὁ μεγάλος λογοτέχνης, ὁ «τραγουδιστής τῆς Ρωμηοσύνης», ὡς φορέας καί ἐφραστής τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἀλλά καί ὡς ἄριστος ἱεροψάλτης, κινεῖται στό ἴδιο μῆκος κύματος, ὅταν προτρέπη τούς ἀναγνῶστες τῶν διηγημάτων του νά ψάλλουν «τά τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ὅπως ἀποκαλεῖ τούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἀπευθύνει αὐτήν τήν προτροπή ἐπειδή γνωρίζει ἀπό τήν προσωπική του πείρα ὅτι τά «τραγούδια τοῦ Θεοῦ» γαληνεύουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ προξενοῦν εἰρήνη, παρηγοριά καί πνευματική ἀγαλλίαση καί εὐφροσύνη.

Νά ἀγαπήσουμε τά «τραγούδια τοῦ Θεοῦ» καί νά τά τραγουδᾶμε καθημερινά, γιά νά τρεφόμαστε πνευματικά, νά διδασκόμαστε, νά χαιρόμαστε, νά παρηγορούμαστε, νά γαληνεύουμε.

Δεύτερον. Ὁ ἅγιος Γερμανός σέ ὁμιλία του στήν προσκύνηση τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀναφέρεται, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί στήν ἐντολή τῆς νηστείας, ἡ ὁποία, ὅπως χαρακτηριστικά τονίζει, προξενεῖ σέ αὐτόν πού νηστεύει εὐωδία καί φωτισμό. Δηλαδή, εὐωδιάζει τό στόμα του καί φωτίζεται ὁ νοῦς του ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, ἡ ἀνυπακοή στήν ἐντολή τῆς νηστείας, ὅπως λέγει, προξενεῖ δυσοσμία καί σκοτίζει τόν νοῦ, πράγμα πού συνέβη μέ τούς Πρωτοπλάστους στόν Παράδεισο. Λέγει: «Ἀκόμη καί ἄν ἀναδίδουν δυσοσμία τά στόματα αὐτῶν πού νηστεύουν ἀπό τήν ἀσιτία, ἐν τούτοις προσφέρονται ὡς θυμίαμα εὔοσμον, εὐάρεστον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, τοῦτο γίνεται φανερό καί ἀπό τά ἀντίθετα. Διότι, ὅταν οἱ προπάτορές μας ἐμασοῦσαν ἀκόμη τόν καρπό τῆς παρακοῆς, καί ἐνῶ ὁ καρπός ἦταν εὐώδης ἐν τούτοις τό στόμα τους ἦταν δύσοσμο καί βρωμερόν, ἀφοῦ περιεῖχε μέσα τούς ἀρραβῶνες τῆς διαφθορᾶς μας». Καί συνεχίζει γιά νά πῆ ὅτι, «ὅταν ἐτρυγήθη καί κατεβροχθίσθη ὁ καρπός τοῦ ξύλου τοῦ Παραδείσου, τότε ἀπεδείχθη πικρότερος καί ἀπό τήν χολή, καί προκάλεσε σέ ἐμέ τόν ἄνθρωπο τέτοια σκοτοδίνη, ὥστε νά θεωρῶ πώς ὅλα περιστρέφονται. Καί ἐνῶ βρισκόμουν στό μέσον τοῦ Παραδείσου, νά νομίζω ὅτι μπορῶ νά κρυφθῶ, ἐπειδή ἀντιλαμβανόμουν τό θρόϊσμα τῶν φύλλων ὡς βήματα ποδῶν».

Κάποτε ἕνας πιστός ρωτήθηκε γιατί νηστεύει καί ἀπάντησε ὅτι «ἡ Ἐκκλησία μου νηστεύει». Αὐτό δείχνει τήν ἀγάπη καί τήν ὑπακοή στόν Χριστό, πού εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ὁποῖος συνέδεσε τήν ἀγάπη στό Πρόσωπό Του μέ τήν ὑπακοή στίς ἐντολές Του, ὅταν εἶπε: «Ἐάν ἀγαπᾶτε με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε».

Ὅσοι ἀγαποῦν τίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, καί κυρίως τήν θεία Λειτουργία, καί ψάλλουν τούς θεόπνευστους ὕμνους, «τά τραγούδια τοῦ Θεοῦ», πού περιέχονται στά λειτουργικά βιβλία, αὐτοί μέ τό ἄρωμα τῆς θείας Χάριτος πού ἐκπορεύεται ἀπό τό στόμα τους καί τήν καρδιά τους εὐωδιάζουν ὅλη τήν ὑφήλιο. Καί ἐπειδή χαίρονται, παρηγοροῦνται καί εἰρηνεύουν, γι’ αὐτό καί κοντά τους χαίρονται, παρηγοροῦνται καί εἰρηνεύουν «χιλιάδες ἄνθρωποι».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 1414