Γράφτηκε στις .

Ἐλισάβετ Ἀρουτζίδου (1931-2021)

Ἀναμνήσεις τῶν Μοναχῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πελαγίας.

Γυναῖκα ἀνδρεία τίς εὑρήσει; (Παροιμιῶν, λα´ 9)

Ἐλισάβετ Ἀρουτζίδου (1931-2021)Ἡ Ἐλισάβετ Ἀρουτζίδου γεννήθηκε τό 1931 στό χωριό Κερασιά Πέλλης καί ἦταν γόνος παραδοσιακῆς οἰκογενείας, Ποντιακῆς καταγωγῆς, τό πρωτότοκο μάλιστα τέκνο τοῦ Δημητρίου καί τῆς Ἀναστασίας, μέ ἄλλα πέντε μικρότερα ἀδέλφια. Σημαντική παρουσία στήν πολύτεκνη οἰκογένεια κατέχει ἡ εὐλαβέστατη γιαγιά Δέσποινα, ἡ ὁποία μέ μωρό στά χέρια τήν κόρη της Ἀναστασία, παίρνει τόν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς, ἀφοῦ προηγουμένως οἱ Τοῦρκοι σκότωσαν ἐμπρός στά μάτια της τόν σύζυγό της. Ἔκτοτε μέ μεγάλη ἀγάπη καί αὐταπάρνηση ἀφιερώνεται νά βοηθήση τήν οἰκογένεια τῆς κόρης της, Ἀναστασίας.

Ἡ μικρή Ἐλισάβετ τήν ἔχει σέ ὅλη της τήν ζωή ὡς ὁρόσημο καί πρότυπο! Κυρίως τήν ἐνθουσιάζει ἡ ἐκκλησιαστική ζωή τῆς γιαγιᾶς. Μαθαίνει κοντά της νά προσεύχεται. Ξυπνᾶ τό βράδυ νά κάνουν μαζί προσευχή, γιατί, ὅπως μᾶς ἔλεγε ἡ γιαγιά, «ὁ Θεός τό βράδυ ἀκούει πιό καλά τίς προσευχές».

- Τί νά λέω, γιαγιά, στόν Θεό; ρωτᾶ ἡ μικρή.

- Χριστέ μου, ἐλέησε ἐμᾶς καί ὅλο τόν κόσμο.

Συνασκοῦνται στίς αὐστηρές νηστεῖες, κάνουν μαζί τό τριήμερο τῆς Σαρακοστῆς.

- Πεινάω πολύ γιαγιά, τῆς ἔλεγε.

- Δέν πειράζει, καλό μου, ὁ Θεός τό γνωρίζει, πήγαινε νά παίξης λίγο, σφίξε καί λίγο τήν ζώνη σου καί θά ξεχαστῆς. Πρέπει νά μάθουμε νά κάνουμε ὑπομονή καί ἄσκηση.

Ἐπισκέπτονται μαζί ὅλα τά ἐξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ νά τά περιποιηθοῦν, νά ἀνάψουν τά καντήλια γιά «νά λάμπουν περισσότερο ἀπό τά σπίτια»! Ὅλη τήν ἡμέρα ἡ γιαγιά ἀσταμάτητα δουλεύει καί προσεύχεται ἔχοντας γιά συνηθισμένη τροφή της μόνο... παξιμάδι ἀπό τά ξεροκόμματα πού περίσσευαν ἀπό τά παιδιά! Ἡ Ἐλισάβετ πάντα ἔχει μπροστά της τήν ζωή τῆς εὐλογημένης γιαγιᾶς της.

Ἀγαπᾶ πολύ καί τούς γονεῖς της. Τόν ἀθόρυβο καί ἥσυχο πατέρα της καί τήν πανέξυπνη, νοικοκυρά μητέρα της. Προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά τούς βοηθήση. Εἶναι εὐφιέστατη καί ἐργατική. Σκοπός της νά βοηθᾶ ὅλους! Δέν χάνει χρόνο στά παιχνίδια, ὅπως ἔλεγε. Δώδεκα χρονῶν ἀκολουθεῖ τούς συγχωριανούς ἄνδρες, μέ τό ἄλογο φορτωμένο ξύλα, σέ καιρό χειμῶνος, νά κατέβη ἀπό τήν Κερασιά στήν Ἔδεσσα νά πουλήση τά ξύλα καί γιά νά πάρη, τότε 20 δρχ., νά ἀναπαύση τόν πατέρα της.

Ἄρχισε νά βραδυάζη καί, ἐνῶ ὅλοι εἶχαν πουλήσει τά φορτία, αὐτή μόνη - 12 ἐτῶν κοριτσάκι - παρακαλεῖ κάποιον νά γίνη ἀγοραστής τῶν ξύλων. Αὐτός προσπαθεῖ νά τήν ἐκμεταλλευθῆ ζητώντας νά τοῦ μεταφέρη τά ξύλα στήν ἀποθήκη. Τό ἀντιλήφθηκαν οἱ συνοδοί της καί τήν ἀπάλλαξαν γιά νά ἀκολουθήσουν τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει νά χιονίζη. Χαιρόταν πού θά γύριζε στό σπίτι ἔχοντας 20 δρχ. καί ἄς ἦταν νηστική καί παγωμένη ὅλη τήν ἡμέρα.

Ἀγαπᾶ πολύ τήν Παράδοση καί τήν Πατρίδα. Διηγεῖτο ὅτι παιδί τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου τούς μάθαινε ὁ δάσκαλος τραγούδια πολιτικοῦ περιεχομένου στά βουλγάρικα καί στήν ἐρώτησή του γιατί αὐτή δέν τραγουδᾶ, ἀπάντησε: «γιατί δέν εἶμαι Βουλγάρα, κύριε». Αὐτό κόστισε στήν σύλληψη τοῦ πατέρα της.

Ἀργότερα, ὅταν τά μικρότερα παιδιά ἔπρεπε νά φοιτήσουν στό σχολεῖο καί ἡ κατάσταση ἦταν δύσκολη στό ἀπομακρυσμένο χωριό, ἡ γιαγιά Δέσποινα μέ ὅλα τά παιδιά κατεβαίνουν στήν Ἔδεσσα καί νοικιάζουν ἕνα μόνο δωμάτιο κοντά στό Ρολόϊ τῆς πόλης. Ἡ γιαγιά ξενοδουλεύει ἀπό τό πρωΐ ὡς τό βράδυ ὡς πλύστρα (πλένει στό σπίτι τοῦ Γιάννη Ἰορδανίδη - τό πατρικό τῆς κ. Ζωζῶς). Τό φαγητό της παραμένει σταθερά τό ἴδιο - τά ξεροκόμματα. Ὅ,τι τῆς προσφέρουν, μέ χαρά τό βράδυ τό μοιράζονται τά ἐγγόνια, στό παγωμένο ξένο δωμάτιο! Ἡ Ἐλισάβετ μικρή καί μόνη της παρουσιάζεται στόν διευθυντή τοῦ Νηματουργείου Ἐδέσσης γιά νά ζητήση δουλειά, νά βγάλη μεροκάματο! Τοῦ ὑπόσχεται ὅτι δέν θά μετανοιώση πού θά τήν προσλάβη! Εἶναι ἔξυπνη, δυνατή, ἐργατική καί σβέλτη καί τά καταφέρνει.

Ὅμως, ὅταν οἱ ἐργάτες κάνουν τό διάλειμμα γιά νά ξεκουραστοῦν καί νά φᾶνε κάτι, ἡ ἴδια, ἐπειδή τό σακούλι της εἶναι ἄδειο, συνεχίζει τήν δουλειά ἤ ἀπομακρύνεται ἀπό τούς ἄλλους, νά μήν ἀντιληφθοῦν τήν κατάστασή της. Αὐτό ὅμως τό ἀντιλήφθηκε ἡ ἀξιόλογη, εὐγενική κ. Ἑλένη Ψυχογιοῦ (μητέρα τῆς Μαρίας Ψυχογιοῦ) καί ἔκτοτε τήν καλεῖ πάντα κοντά της. «Χόρτασα μαζί της φαγητό», ἔλεγε, «καλές συμβουλές, ἀγάπη, εὐγένεια, καί ὅταν προλαβαίναμε διαβάζαμε καί κάτι ἀπό τήν Καινή Διαθήκη».

Ἀργότερα, σέ ἡλικία 17 ἐτῶν βρίσκεται στήν παιδόπολη τῆς Μυτιλήνης. Ἐκεῖ γρήγορα διακρίνονται τά χαρίσματά της, ἡ ἐργατικότητά της, ἡ σβελτάδα της καί προωθεῖται νά εἰδικευθῆ ὡς νοσηλεύτρια. Τήν ἀγαποῦν ὅλοι καί τήν ἐκτιμοῦν. Ἀνταποδίδει μέ τήν εὐγένειά της καί τήν καλοσύνη της. Ἀποτραβιέται μόνη της τό βράδυ γιά νά κάνη τήν προσευχή της.

Ὅταν ἐπιστρέφη στήν Ἔδεσσα, ἀρχίζει καινούργια σελίδα τῆς ζωῆς της πού διαπρέπει. Ἔχει συστατικές ἐπιστολές καί προσλαμβάνεται ὡς βοηθός σέ ἰδιωτικούς ἰατρούς - χειρουργούς - μέ ἄριστα ἀποτελέσματα, ἰδιαίτερα στά χειρουργεῖα μέ «αἰθέρα» τήν ἐποχή ἐκείνη. Ἡ αὐταπάρνησή της στόν χῶρο τοῦ χειρουργείου εἶναι παροιμιώδης καί ἀφάνταστη.

Ὁ τότε στήν Ἐδεσσα χειρουργός (Βρυτζάκης), ἄν καί λίγο αὐστηρός καί ἀπαιτητικός, δέν χειρουργεῖ χωρίς τήν Ἐλισάβετ γιατί εἶναι σίγουρος ὅτι συγχρόνως προσεύχεται. Ἀργότερα προσλαμβάνεται στό Νοσοκομεῖο Ἐδέσσης. Βλέποντας τήν προσφορά της, τῆς διαθέτουν δωμάτιο γιά νά διαμένη μέσα, 24 ὧρες τό εἰκοσιτετράωρο. Δέν ἔχει ὡράριο πλέον. Δουλεύει ἀσταμάτητα. Συγχρόνως μετατρέπει τό δωμάτιό της καί σέ κελλί προσευχῆς.

Τώρα γίνεται ἡ «ἀδελφή τοῦ ἐλέους». Σάν τόν καλό Σαμαρείτη πέφτει ἐπάνω στίς μολυσμένες πληγές τῶν ἀρρώστων γιά νά τίς περιποιηθῆ. Ἐπί ὧρες ἀσχολεῖται ἰδιαιτέρως τά βράδυα μέ τήν προσωπική φροντίδα τῶν ἀσθενῶν. Τήν συγκινοῦν οἱ ἐγκαταλελειμμένοι, οἱ πτωχοί, οἱ μοναχικοί. Τῆς ἀρέσει νά προσεύχεται τό βράδυ γιά αὐτούς πού πονοῦν δίπλα της καί γιά ὅλους τούς ἐργαζόμενους στό Νοσοκομεῖο. Ξενυχτᾶ προσευχόμενη δίπλα στούς ἀρρώστους, τούς πλησιάζει, τούς προσφέρει συντροφιά, τούς διαβάζει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς προτρέπει νά προσευχηθοῦν καί οἱ ἴδιοι μέ τήν «εὐχή». Ἀργότερα τήν συναντοῦν οἱ ἴδιοι οἱ ἀσθενεῖς ἤ οἱ συγγενεῖς τους καί τήν εὐχαριστοῦν. Ἐνδιαφέρεται ἰδιαιτέρως καί βοηθᾶ τούς ἑτοιμοθανάτους. Καλεῖ Ἱερέα νά ἐξομολογηθοῦν καί νά κοινωνήσουν. Κάνει ἔρανο γιά νά καλυφθοῦν τά ἀπαραίτητα ἔξοδα (κηδείας κ.ἄ.) πτωχῶν ἀσθενῶν. Βοηθᾶ καί τό ὑγειονομικό προσωπικό, καλεῖ πνευματικούς γιά ἐξομολόγηση, γιά θεῖες Λειτουργίες, ὀργανώνει ἑορτές, ἀντικαθιστᾶ στά νυχτερινά ὡράρια τίς νοσηλεύτριες μέ οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις.

Οἱ νεοδιορισμένοι γιατροί τοῦ Νοσοκομείου τήν ἔχουν συμπαραστάτη, βοηθό, μητέρα. Φροντίζει γιά ὅλους νά βολευτοῦν• καί τά ὑπόλοιπα χρόνια ἰατροί πλέον ὑψηλῶν προδιαγραφῶν βρίσκουν τρόπο νά τήν εὐχαριστοῦν.

Ἀργότερα κάνει μεγάλο ἀγώνα καί ἀντίσταση στό Νοσοκομεῖο, ὅταν ἄρχισαν νά κατεβάζουν τίς θρησκευτικές εἰκόνες μέσα ἀπό τούς θαλάμους τῶν ἀσθενῶν, τά γραφεῖα καί τά χειρουργεῖα. Ἔχει πολλή ὑπομονή καί καλοσύνη, γλυκό λόγο καί ἐξομαλύνει κάποιες δυσκολίες. Στήν Ἔδεσσα, ἐπίσης, ἀπολαμβάνει τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἀρχίζει νά ἐξομολογῆται, νά κοινωνάη. Σέβεται τόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Παντελεήμονα καί ἔχει πνευματικό τόν πατέρα Στέφανο Ἀφεντουλίδη, Ἐπίσκοπο Ταλαντίου, ἀργότερα Τρίκκης καί Σταγῶν, ὁ ὁποῖος τήν καθοδηγεῖ καί τήν ἀγαπᾶ ἰδιαιτέρως. Ὅταν ἔγινε Μητροπολίτης Ἐδέσσης ὁ ἅγιος Καλλίνικος εἶναι ἀπό τούς πρώτους πού συνδέθηκε, λόγῳ Νοσοκομείου, μαζί του.

Ἐμεῖς τήν γνωρίσαμε στούς Ἑσπερινούς τοῦ Σαββάτου ἐπί τῆς Ἀρχιερατείας τοῦ ἁγίου Καλλινίκου. Τόν ἅγιο αὐτόν Δεσπότη τόν ἀγαποῦσε πολύ, τόν θεωροῦσε πάντοτε Ἅγιο! Ψάχνει τρόπους νά μπορῆ νά τόν ἐξυπηρετῆ: κάποτε πού χρειάσθηκε νά περιποιηθῆ κάποιο τραῦμα στό κεφάλι του, ἔλεγε ὅτι τόν πλησίασε σάν ἅγιο λείψανο.

Ἀγαπᾶ ἐπίσης καί τόν «Πάτερ» τόν π. Ἱερόθεο, νῦν Μητροπολίτη Ναυπάκτου. Ἐνθουσιάζεται ἀπό τόν θεολογικό του λόγο! Μέ πολλή μεγάλη ἄνεση μεταφέρει προφορικά ὁλόκληρο κήρυγμα! Ἡ κάθε της συζήτηση περιέχει αὐτούσιους λόγους τοῦ «Πάτερ», ὅπως τόν ἀποκαλοῦσε. Καλεῖ γνωστούς καί ἀγνώστους νά παρακολουθοῦν τά κηρύγματα καί τίς συνάξεις διευκολύνοντας ὅπου μποροῦσε! Εἶναι παντοῦ πρόθυμη καί ἐφευρετική.

Μόλις ὁ π. Ἱερόθεος ἔπρεπε νά φύγη ἀπό τό οἴκημα τῆς Μητροπόλεως μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγίου Καλλινίκου καί διερωτᾶτο ποῦ νά πάη, ἡ Ἐλισάβετ τοῦ προσφέρει ὁλόκληρο τό σπίτι της καί αὐτή φιλοξενεῖται στήν οἰκογένεια τοῦ ἀδελφοῦ της γιά 6-7 μῆνες. Τό ἴδιο ἔκανε καί ἀργότερα μέ τό αὐτοκίνητό της, ὅταν ἔγινε Μητροπολίτης, δηλαδή τοῦ ἔδωσε τό αὐτοκίνητό της γιά μερικούς μῆνες. Ἄνθρωπος προσφορᾶς καί θυσίας χωρίς ὑστεροβουλίες.

Ὅταν ὁ π. Ἱερόθεος ἤθελε νά κάνη ἕνα ἡσυχαστήριο ἔξω ἀπό τήν Ἔδεσσα, σέ ἕναν λόφο, τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἡ Ἐλισάβετ φρόντισε μέ τήν βοήθεια γνωστῶν της γιά τήν περίφραξη τοῦ χώρου.

Ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς συγκροτήσεως τῆς ἀδελφότητος τοῦ Μοναστηριοῦ εἶναι καί βοηθός καί συμπαραστάτης μας! Δέν θά μποροῦσαν νά περιγραφοῦν ὅλα! Ἀποτελεῖ τό «ἐξωτερικό κοινόβιο», ὅπως τήν ὀνόμαζε ἡ Γερόντισσα Κασσιανή στό Μεσημέρι, στήν Ἱερά Μονή Τιμίου Σταυροῦ. Μᾶς βοηθᾶ στίς ἐξωτερικές ὑποθέσεις, στήν ἰατρική περίθαλψη, στίς μεταφορές μας ἐκτός Μονῆς στήν πόλη τῆς Ἔδεσσας ἤ τῆς Θεσσαλονίκης, ὁσάκις χρειαζόταν.

Φρόντισε μέ πολύ κόπο, τρέξιμο καί ὑποχρεώσεις γιά τήν ἠλεκτροδότηση τῆς Μονῆς μέ πολύ σοβαρά ἐμπόδια. Εἶναι πάντα δίπλα μας σέ καιρούς... χαλεπούς.

Εἶναι αὐτή πού πάρα πολλές φορές μέ τό γλυκύτατο καί πνευματικό της λόγο στήριζε τίς ἀδελφές στίς δύσκολες καταστάσεις πού ἀντιμετώπιζαν, κυρίως, μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγίου Καλλινίκου. «Δέν θά ἀφήση ὁ Θεός», ἔλεγε. «Οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν, μᾶς προδίδουν, ὁ Θεός ὅμως ποτέ». «Καλό μου, ἄσε τήν ψυχούλα σου νά πετάξη. Μήν τήν πνίγης», «Σέ στενοχωρεῖ κάποιος; Κάνε χῶρο νά περάση».

Μετά τήν συνταξιοδότησή της εἶναι πιό ἐλεύθερη πλέον. Μεταφέρει τό πρόγραμμα τῆς Μονῆς στό σπίτι της, ἀγοράζει ὅλη τήν σειρά τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων γιά τίς Ἀκολουθίες τήν ὁποία ἀργότερα χαρίζει σέ νεοχειροτονημένο Ἱερέα. Ξυπνᾶ πολύ νωρίς τό πρωΐ γιά νά προσευχηθῆ, βγαίνει στήν βεράντα τοῦ σπιτιοῦ της καί θυμιατίζει ὅλη τήν Πόλη. Καί ὅταν ἀργότερα ἀκούγεται ἡ καμπάνα κάποιας κοντινῆς ἐνορίας, τρέχει νά προλάβη τήν Θεία Λειτουργία! Ἡ νηστεία της ἀπόλυτη καί αὐστηρότατη χωρίς ὑποχωρήσεις. Καί τό μεγάλο της «χόμπυ», ἡ ἐλεημοσύνη!

Στό χωριό της, τήν Κερασιά, τελεῖ τήν τελευταία του Λειτουργία ὁ ἅγιος Καλλίνικος, πρίν ταξιδέψη γιά τήν Ἀγγλία. Τόν ὑποδέχεται στό φτωχικό πατρικό της σπίτι μέ πολλή ἀγάπη γιά νά τόν ξεκουράση. Γιά τό γεγονός αὐτό χαίρεται ἰδιαιτέρως! Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου, τόν Αὔγουστο τοῦ 1989, ἡ ἑτοιμοθάνατη μητέρα της ἀπό ἀλλεπάλληλα ἐγκεφαλικά ἐπεισόδια, δέχεται τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἁγίου Καλλινίκου μέσα στό φῶς, καί ἀμέσως ἐπανέρχεται καί ζῆ ἄλλα 9 χρόνια! Ἡ Ἐλισάβετ εἶναι παροῦσα καί ἐξίσταται γιά αὐτά πού ἀκούει καί βλέπει.

Πόνεσε πολύ καί συνέπασχε μέ τήν φυγή καί μετακόμιση τῆς ἀδελφότητος ἀπό τήν Ἔδεσσα καί ἔκανε τά πάντα γιά νά ἀποφευχθῆ αὐτό. Δέν σταμάτησε νά νοιάζεται καί νά ἀγαπᾶ τίς ἀδελφές, ἀρχαιότερες καί νεώτερες, χωρίς διακρίσεις. Τουλάχιστον 2-3 φορές (Χριστούγεννα-Πάσχα-καλοκαίρι) ἐρχόταν στήν Μονή Πελαγίας νά συνεορτάση, νά δῆ τίς μοναχές, νά ἐξομολογηθῆ στόν «Πάτερ». Χαιρόταν τίς ἀκολουθίες, βοηθοῦσε ἀκούραστα σέ ὅλα τά διακονήματα, κεντοῦσε τά σχήματα τῶν ἀδελφῶν, ρουφοῦσε τά ἀναγνώσματα καί τίς ὁμιλίες τοῦ Δεσπότη. Συμμετεῖχε ὁλόψυχα στίς χαρές καί τίς λύπες τῆς Μονῆς.

Εἶχε ἐπισκεφθῆ τούς σύγχρονους Ἁγίους μας, ἅγιο Σωφρόνιο στό Ἔσσεξ, ἅγιο Πορφύριο καί ἅγιο Παΐσιο πού ἐπισκεπτόταν συχνά μέ κάποια φίλη ἄρρωστη. Χαιρόταν καί μιλοῦσε γιά αὐτούς πολύ. Ἰδιαίτερα τήν συγκινοῦν οἱ πολύτεκνες οἰκογένειες (ὁ παιδικός καϋμός της) καί οἱ ὀργανωμένοι χῶροι προσφορᾶς σέ μικρά, πτωχά, ὀρφανά παιδιά. Ἐπίσης, εἶναι πολύ εὐαισθητοποιημένη μέ τήν ὅλη προσπάθεια τῆς ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς.

Δυστυχῶς, λόγω τῆς πανδημίας, ἡ μακαριστή Ἐλισάβετ στερήθηκε τίς ἀκολουθίες καί τήν παρουσία τῶν μοναχῶν αὐτόν τόν ἑνάμιση χρόνο, πράγμα πού προκάλεσε πόνο καί στενοχώρια στίς μοναχές πού τήν αἰσθάνονταν ἀναπόσπαστο μέλος τῆς ἀδελφότητος ἐπί 40 συναπτά ἔτη!

Εἴθε ὁ Κύριος τῶν ζώντων καί νεκρῶν νά ἀναπαύση τήν ψυχή της. Ἀμήν.