Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Γιά μιά «δυναμική» παρανόηση

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ Χριστός πολλές φορές στό τέλος τῆς διδασκαλίας ἔλεγε: «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω». Ὄχι ἁπλά «ὁ ἔχων ὦτα», ἀλλά «ὁ ἔχων ὦτα εἰς τό ἀκούειν», ὅπως ἑρμηνευτικά συμπληρώνει τήν διατύπωση ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, διότι δέν ἐπαρκεῖ μόνο του τό ὄργανο τῆς ἀκοῆς γιά τήν ἀποτελεσματική λειτουργία τῆς αἴσθησης. Χρειάζεται τήν συνεργασία τοῦ νοῦ, τήν σύμπραξη τῆς ἐσωτερικῆς προσοχῆς. Ἰσχύει τό ἀρχαῖο γνωμικό, πού ἀποδίδεται στόν κωμωδιογράφο καί φιλόσοφο Ἐπίχαρμο: «νοῦς ὁρᾶ καί νοῦς ἀκούει».

Εἶναι πολύ σημαντικό πράγμα τό νά μπορεῖ κανείς νά ἀκούη. Εἶναι μιά ἱκανότητα πού ἐξαρτᾶται ἀπό τήν εὐνοϊκή διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα συναισθηματικῆς ἰσορροπίας καί ψυχικῆς ὡριμότητας, οἱ ὁποῖες, στόν λαό τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καρποί τῆς εὐαγγελικῆς ταπείνωσης.

Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος εἶναι ὅλος ἀκοή «μετά διακρίσεως». Ἔχει ἀκοή κεκαθαρμένη ἀπό τήν ὑπακοή στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί στόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας. Καί ξέρει νά ἀκούη. Δηλαδή, ἔχει τήν ἱκανότητα νά προσέχη καί νά κατανοῆ αὐτά πού ἀκούει καί κατόπιν «μετά συνέσεως» νά τά δέχεται ἤ νά τά ἀπορρίπτει, ἀφοῦ προηγουμένως ἀμερόληπτα –ἀπαθῶς– διερεύνησε τό νόημά τους καί τόν σκοπό τους.

Συχνά οἱ γονεῖς λένε γιά τά παιδιά τους ὅτι δέν ἀκοῦνε. Αὐτό, προφανῶς, δέν σημαίνει ὅτι δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ σωματική αἴσθηση τῆς ἀκοῆς τους. Σημαίνει ὅτι δέν δίνουν καμμιά προσοχή σ’ αὐτά πού τούς λένε, οὔτε κἄν τά συζητοῦν, διότι εἶναι αἰχμαλωτισμένα ἀπό τίς ἰδέες καί τίς ἐπιθυμίες τῆς παρέας τους. Ὁ νοῦς τους εἶναι ἀλλοῦ. Ἄλλα πράγματα τούς ἐνδιαφέρουν.

Στό πεδίο τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, τό νά μπορεῖ ὁ ἕνας νά ἀκούη τόν ἄλλον, εἶναι βασική προϋπόθεση γιά τήν ὁμαλή λειτουργία τῆς κοινωνίας καί τῶν θεσμῶν της. Θά μποροῦσε νά ἰσχυριστῆ κανείς ὅτι βρίσκεται, ὡς βασικό δομικό στοιχεῖο, στόν πυρήνα τῆς δημοκρατίας. Εἶναι ἀπαραίτητο οἱ δημοκρατικά ἐκλεγμένες ἐξουσίες νά ἀκοῦν «μετά συνέσεως καί διακρίσεως» τόν λαό καί ὁ λαός ἐπίσης τίς ἐξουσίες.

Στίς μέρες μας ὑπάρχουν πολλά καί ἐξελιγμένα μέσα γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν μαθητῶν καί τῶν φοιτητῶν. Ἡ ἱκανότητα ὅμως τῆς ἀκοῆς, ὄχι ἁπλά ὡς σωματικῆς αἰσθήσεως, ἀλλά ὡς προσοχῆς τοῦ νοῦ, (ἀφοῦ καί οἱ κωφοί μποροῦν νά «ἀκοῦν» προσέχοντας καί κατανοώντας τόν συνομιλητή τους) εἶναι προϋπόθεση γιά τήν ἀποδοτική μαθητεία στούς δασκάλους τῆς ἐπιστήμης. Δέν μπορεῖ νά μυηθῆ κανείς σέ ἐπιστήμη, ἄν δέν ἀκούση τούς εἰδικούς δασκάλους καί ἄν αὐτό πού ἔχει ἀκούσει δέν τό ἔχη μελετήσει κατ’ ἰδίαν, ὥστε νά τό ἀφομοιώση.

Δυστυχῶς, ὡς ἀνθρώπινο γένος διαχρονικά παρουσιάζουμε πρόβλημα ὡς πρός τό «ἀκούειν» καί ἄς διαθέτουμε οἱ περισσότεροι ὑγιέστατα «ὦτα». Κάποιος μέ χιούμορ περιγράφοντας αὐτήν τήν κατάσταση παράλλαξε γνωστή παροιμία, λέγοντας: «καί τά αὐτιά ἔχουν τοίχους».

Ὅλα τά παραπάνω, λοιπόν, τά ἀναφέραμε γιά νά μιλήσουμε γι’ αὐτούς τούς τοίχους πού κάνουν ἀπόρθητη τήν αἴσθηση τῆς ἀκοῆς μας, μέ ἀποτέλεσμα νά μή κατανοοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί νά διαχωριζόμαστε γιά πράγματα πού ἔπρεπε νά μᾶς ἑνώνουν. Δυστυχῶς, λοιπόν, βλέποντας τήν σημερινή πραγματικότητα, διαπιστώνουμε ὅτι οἱ διαχωρισμοί, οἱ ταραχές, οἱ ὀργισμένες ἀμφισβητήσεις κυβερνητικῶν ἀποφάσεων ἤ ἐκκλησιαστικῶν-συνοδικῶν προτροπῶν ἤ, ἀκόμη, τῶν προτάσεων τῆς ἐπιτροπῆς τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, τῶν σχετικῶν μέ τήν πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, ἐνσκύπτουν ὡς συμπτώματα μιᾶς «βαρηκοΐας» ἤ ἀπροθυμίας «εἰς τό ἀκούειν».

Δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν πολιτική καί τήν πολιτική ἐξουσία. Θά δοῦμε, μέσα στίς συνθῆκες τῆς πανδημίας, τό πῶς ἀντιμετωπίζουν ὁρισμένοι θρησκευόμενοι τήν ἐπιστήμη, διότι οἱ σημαντικότερες ἀντιδράσεις πού ἐκδηλώθηκαν (γιά μάσκες, ἐμβόλια καί ἄλλα συναφῆ) προσπαθοῦσαν νά δώσουν θεολογική αἰτιολογία στήν ὀργή τους. Βέβαια, ἀνάμεσά τους, μέ ἐμπρηστικές διαθέσεις καί τακτικές, εἰσχώρησαν καί ἄτομα ἐμφορούμενα ἀπό πολιτικές ἰδεολογίες ὅλου τοῦ πολιτικοῦ φάσματος. Ὁ Τ. Θεοδωρόπουλος σχολιάζοντας μιά ἀντιεμβολιαστική συγκέντρωση στήν πλατεία Συντάγματος γράφει: «Μᾶλλον [εἶναι] ἀδιάφορο ἄν πίσω τους κρύβεται κάποιος ἐγκέφαλος πού τούς συντονίζει. Ἐξίσου ἀδιάφορα καί τά συνθήματα πού φώναζαν. Ἐνδιαφέρον, ἀντιθέτως, ἔχουν τά κίνητρα. Πολιτικά ὡς ἕνα σημεῖο, ψυχολογικά ὡς ἐπί τό πλεῖστον».

Ἐμεῖς στήν συνέχεια θά ἐντοπίσουμε τήν αἰτία τῆς ἀντίδρασης σέ μιά παρανόηση, ἡ ὁποία δέν ἀφήνει κάποιους νά ἀντιλαμβάνονται σωστά αὐτά πού ἀκοῦνε.

Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ ἀντιδράσεις πού ἐνέπλεκαν θεολογικές ἐπιχειματολογίες, ὁδήγησαν τήν Ἱερά Σύνοδο μέ ἐγκύκλιό της νά ἐκφράση τήν έμπιστοσύνη της στούς ἐπιστήμονες, ὄχι φυσικά γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά γιά τήν προστασία τῆς ὑγείας τῶν σωμάτων. Ἡ ὑγεία τοῦ σώματος δέν εἶναι τό ἀπόλυτο ἀγαθό, ὅμως ἡ προστασία της ἀφ’ ἑνός μέν εἶναι σεβασμός στό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ συντελεῖ στήν ἀπρόσκοπτη (ἀπό πόνους καί σωματικές ἀδυναμίες) ἄσκηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Ὅσο καί ἄν φαίνεται περίεργο, οἱ ἀντιδρῶντες δείχνουν ὅτι ἀντιμετωπίζουν τήν ἐπιστήμη ὡς ἕνα εἶδος θρησκείας. Περιμένουν ἀπό αὐτήν τήν καθαρότητα τῆς ἀποστολικῆς πίστης, τό ἀμετάβλητο τῶν δογμάτων, τήν σταθερή ἐπιβεβαίωση τῶν προβλέψεών της, ὡς νά εἶναι λόγος οὐρανοδρόμων προφητῶν, καί ἀμφισβητοῦν τούς ἐπιστήμονες πού ἀλλάζουν ἀπόψεις καί τακτικές. Ἡ ἐπιστήμη ὅμως προχωρᾶ μέ ὑποθέσεις καί μέ πειράματα, στά ὁποῖα ἡ περιγραφή καί ἡ ἑρμηνεία τῶν ἀποτελεσμάτων τους πολλές φορές διαφέρει (σέ λεπτομερειακά σημεῖα) ἀπό ἐρευνητή σέ εὐρευνητή.

Δέν μποροῦν νά ἀποδεχθοῦν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἐπιστήμη δέν διαθέτει οὔτε τήν παντογνωσία, οὔτε τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Προχωρᾶ μέ βάση ποσοστά πού τῆς δίνει ἡ στατιστική ἀνάλυση τῶν πειραματικῶν δεδομένων ἤ τῆς μελέτης ἑνός «στατιστικοῦ πληθυσμοῦ» ἀσθενῶν πού προσέφυγε στήν ἰατρική φροντίδα. Προχωρᾶ, δηλαδή, στό περίπου. Αὐτή εἶναι ἡ δυνατότητα πού ἔχει δοθῆ στόν ἄνθρωπο. Σέ ὅ,τι κάνει ὑπάρχει ἕνα μεγάλο ποσοστό ἀνεξερεύνητου ἀγνώστου.

Οἱ ἐρευνητές ἐπιστήμονες ἔχουν αἴσθηση τῆς ὕπαρξης αὐτοῦ τοῦ ἀγνώστου, ἀλλά καί τοῦ ἐνδεχόμενου λάθους, γι’ αὐτό δέν διστάζουν νά βελτιώνουν τίς ἀπόψεις τους καί νά ἀλλάζουν τίς προτάσεις τους πρός τόν κόσμο, ὅταν βλέπουν ὅτι τά δεδομένα ἔχουν ἀλλάξει ἤ ὅταν διαπιστώνουν μέ λεπτομερέστερες παρατηρήσεις ὅτι εἶναι διαφορετικά ἀπό αὐτά πού ἀρχικά εἶχαν. Στήν ἐπιστήμη δέν χωρᾶ φανατική προσκόλληση σέ ἀπόψεις. Μιά ἄποψη πού πειραματικά διαψεύδεται ἀντικαθίσταται ἀπό ἄλλη βελτιωμένη. Ἡ διαπίστωση τῶν λαθῶν εἶναι ἡ πρόοδος τῆς ἐπιστήμης.

Ὁρισμένοι φαίνεται δέν ἔχουν «ὦτα» γιά νά ἀκούσουν τέτοιες ἀπόψεις. Ἴσως δέν ἔμαθαν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου σέ ὅλα τά πεδία τῆς ζωῆς του. Ἀκόμη καί ἡ πορεία πρός τήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ ξεκινᾶ ἀρνητικά, ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐπίγνωση τοῦ σκότους πού ὑπάρχει μέσα μας, ἀπό τήν αἴσθηση τῆς ἀποστασίας μας ἀπό τόν ζωντανό Θεό, ἀπό τήν εἰλικρινῆ παραδοχή ὅτι εἴμαστε «ἁμαρτωλή γῆ», μέ καρδιά πού φορᾶ μάσκα· ὄχι μάσκα προστατευτική ἀπό τούς ἰούς, ἀλλά μάσκα ἁμαρτωλῶν λογισμῶν, τό «εἰδεχθές προσωπεῖο τῶν παθῶν», πού κρύβει τό πρωτόκτιστο κάλλος τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας μας ἀπό τόν Τριαδικό Θεό.

Πρέπει νά σημειώσουμε βέβαια, ὅτι κάποιοι ἐρευνητές, αἰχμαλωτισμένοι ἀπό τό πρόγραμμα τῆς ἔρευνάς τους, χωρίς ἄλλης ποιότητος ὑποδομή, φιλοσοφική ἤ θρησκευτική, βρίσκονται συχνά κοντά στά ὅρια τῆς βιοηθικῆς δεοντολογίας, ἴσως καί ἔξω ἀπό αὐτά. Γι’ αὐτό ὅλες οἱ ἐπιστημονικές προτάσεις, ὅπως, γιά παράδειγμα, γιά φάρμακα, ἐμβόλια καί θεραπευτικές μεθόδους, πρίν δοθοῦν στήν κοινή χρήση ἐγκρίνονται ἀπό ἐπιστημονικές ἐπιτροπές, παγκόσμιες καί ἐθνικές, οἱ ὁποῖες τηροῦν ὅλους τούς περιορισμούς πού θέτει ἡ δεοντολογία τῆς βιοηθικῆς.

Τά ἐγκεκριμένα πορίσματα αὐτῆς τῆς ἐπιστήμης, πού στηρίζονται σέ στατιστικές ἀναλύσεις πειραματικῶν δεδομένων, οἱ ὑποκείμενοι στήν φθορά ἄνθρωποι τά ἐκμεταλλευόμαστε, ὄχι γιά νά πετύχουμε τήν σωτηρία μας (τήν κάθαρση, τόν φωτισμό, τήν θέωσή μας), ἀλλά γιά νά γίνεται ὅσο τό δυνατόν πιό ὑποφερτός ὁ παρών βίος, γιά νά μή μᾶς καταποντίζει ἡ ἀσθένεια κι ὁ πόνος στήν ἀπελπισία. Χρησιμοποιοῦμε τήν ἐπιστήμη μέ τήν ἐλπίδα μας στόν Θεό, ἐπιδιώκοντας ἡ ζωή μας (ἡ αὐθεντική, ἄφθαρτη καί ἔνδοξη) νά εἶναι κρυμμένη, κατά τόν παρόντα αἰῶνα, «σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ», ὥστε «ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ [ἡ]μεῖς σὺν αὐτῷ» νά φανερωθοῦμε «ἐν δόξῃ».

Μέχρι τότε (μέ ἀφανές τό κάλλος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας, ἄν δέν τό ἀμαυρώνουμε) δέν «ἐκπειράζουμε» τόν Θεό προκαλώντας Τον νά θαυματουργήση γιά πράγματα πού μᾶς ἔδωσε τήν φρόνηση νά ἀντιμετωπίζουμε μέ στοιχεῖα τοῦ παρόντος κόσμου.

Δέν ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά κάνη τό ἀνθρώπινο. Ζητοῦμε νά μᾶς δίνη καθοδηγητικό φῶς γιά νά συνεργοῦμε μέ τήν χάρη Του, ὥστε νά ἐπιτύχουμε τήν εἴσοδό μας στήν «ἄνω λαμπροφορία». «Ὁ ἔχων ὦτα εἰς τό ἀκούειν, ἀκουέτω».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ