Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ἅγιοι ἑπτά μάρτυρες Μακκαβαῖοι, ἡ μητέρα τους Σολομονή καί ὁ διδάσκαλός τους Ἐλεάζαρος, 1 Αὐγούστου

Τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Οἱ ἅγιοι ἑπτά μάρτυρες Μακκαβαῖοι ἔζησαν καί μαρτύρησαν πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁ ἱερός ὑμνογράφος τούς ἀποκαλεῖ, ἐκτός ἀπό «φύλακες τῶν τοῦ νόμου δογμάτων», καί «καλλιμάρτυρες τοῦ Χριστοῦ», ἤτοι τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου. Καί τούς ὀνομάζει ἔτσι, ἐπειδή καί οἱ μάρτυρες αὐτοί εἶχαν κοινωνία μέ τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὅλες οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη, ἤτοι στούς Πατριάρχες, τούς Προφῆτες καί τούς Δικαίους, εἶναι ἐμφανίσεις τοῦ Ἀσάρκου Λόγου.

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ἅγιοι ἑπτά μάρτυρες Μακκαβαῖοι, ἡ μητέρα τους Σολομονή καί ὁ διδάσκαλός τους Ἐλεάζαρος, 1 ΑὐγούστουΑὐτοί, λοιπόν, οἱ ἑπτά μάρτυρες ἔζησαν στά χρόνια τοῦ βασιλέα τῆς Συρίας Ἀντιόχου, ὁ ὁποῖος ἦταν σκληρός, βάρβαρος καί ἀπεινής διώκτης ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι λάτρευαν τόν ἀληθινό Θεό. Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἀσεβής βασιλέας, ἀφοῦ πρῶτα συνέλαβε, βασάνισε καί θανάτωσε τόν ἐνενηντάχρονο διδάσκαλό τους Ἐλεάζαρο, ὁ ὁποῖος παρέμεινε σταθερός στήν πίστη καί τήν διδασκαλία του γιά τήν ἀκριβῆ τήρηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, στήν συνέχεια συνέλαβε καί αὐτούς. Στήν ἀρχή τούς συμπεριφέρθηκε μέ ἐπίπλαστη εὐγένεια, τάζοντάς τους τιμές καί ἀξιώματα, ἄν ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους στόν Θεό τῶν Πατέρων τους. Τούς προσέφερε, μάλιστα, νόστιμα φαγητά, τά ὁποῖα, ὅμως, ἀπαγόρευε ὁ νόμος πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν λαό Του, διά τοῦ Προφήτου Μωϋσέως, καί ἐπέμενε νά τά δοκιμάσουν. Αὐτοί ἀρνήθηκαν καί τότε ὁ Ἀντίοχος ἔδειξε τό ἀληθινό του πρόσωπο, τό σκληρό καί ἀπάνθρωπο. Πέρασε ὅλους, ἕναν-ἕναν ἀπό τροχούς, ἀκόντια καί φωτιά. Ἡ μητέρα τους Σολομονή ἦταν συνεχῶς κοντά τους καί τούς ἐνίσχυε, καί στήν συνέχεια τούς ἀκολούθησε καί στό μαρτύριο. Ρίχθηκε καί αὐτή στήν φωτιά καί ἔτσι ἔλαβαν ὅλοι τό ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ βίος τους καί ἡ πολιτεία τους μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καταχωρημένοι καί ἅγιοι οἱ ὁποῖοι ἔζησαν πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί εἶναι οἱ Πατριάρχες, οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν τηρητές τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καί ὁμολογητές τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Μάλιστα, πολλοί ἀπό αὐτούς σφράγισαν τήν ὁμολογία τους μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους. Ὅλοι εἶχαν κοινωνία μέ τόν Θεό Λόγο, δέχθηκαν τήν Θεία ἀποκάλυψη, γι’ αὐτό καί ἡ πίστη τους ἦταν ζωντανή, αὐθεντική, ἐμπειρική πίστη, ἡ ὁποία συνδέεται μέ τήν ὁμολογία καί τό μαρτύριο καί ἑνώνει τούς ἀνθρώπους μέ τόν Θεό, μεταποιώντας τους ἀπό ἀδύνατους καί δειλούς σέ δυνατούς καί γενναίους, καί ἀπό μικρούς καί ἀσήμαντους σέ σημαντικούς καί ἀληθινά μεγάλους.

Γιά τούς ἁγίους αὐτούς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή του καί τούς πλέκει τό ἐγκώμιο, λέγοντας ὅτι οἱ ἅγιοι αὐτοί μέ τήν δύναμη τῆς πίστεως «κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπό ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροί ἐν πολέμῳ, παρεμβολάς ἔκλιναν ἀλλοτρίων». Καί στήν συνέχεια λέγει ὅτι «ἕτεροι δέ ἐμπαιγμῶν καί μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δέ δεσμῶν καί φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καί ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς». Καί ὅλα αὐτά τά κατόρθωσαν ἐπειδή πίστευαν τόν Θεό καί πίστευαν στόν Θεό. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἄλλο εἶναι τό «πιστεύω τόν Θεόν» καί ἄλλο τό «πιστεύω στόν Θεόν».

Πιστεύω τόν Θεό σημαίνει ὅτι θεωρῶ βέβαιες τίς ἐπαγγελίες Του, δηλαδή, ὅτι ὁ Θεός εἶναι πιστός στίς ὑποσχέσεις Του, δέν τίς ἀθετεῖ, δέν μεταμελεῖται, ἀλλά παραγματοποιεῖ τά ὅσα ὑπόσχεται, ὅπως τό ψάλλουμε στό «Εἰσοδικόν» τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ: «Ἐκ γαστρός πρό ἑωσφόρου ἐγέννησά σε, ὤμοσε Κύριος καί οὐ μεταμεληθήσεται». Καί πιστεύω στόν Θεό σημαίνει ὅτι «φρονῶ περί Αὐτοῦ ὀρθῶς», ὄχι ὅτι ἁπλῶς παραδέχομαι τήν ὕπαρξή Του, ἀλλά ὅτι ἔχω ὀρθή πίστη. Δηλαδή, ἡ πίστη συνδέεται μέ τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἀλήθεια ὡς ἀποκάλυψη, ὅπως τήν ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Συνδέεται μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, καί γι’ αὐτό ὅσοι δέν κατέχουν καί τά δύο εἶναι στήν πραγματικότητα ἄπιστοι. Ἑπομένως, ὅπως τονίζει ὁ Ἅγιος, ἄπιστος δέν εἶναι μόνον ἐκεῖνος πού δέν πιστεύει στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἄπιστος εἶναι καί ὁ αἱρετικός, ὁ ὁποῖος νοθεύει τήν πίστη καί ἀλλοιώνει τόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, καθώς καί ἐκεῖνος πού ἔγινε μέν Ὀρθόδοξος μέ τό Βάπτισμα, ἀλλά ὅμως δέν ἔχει ὀρθόδοξο ἦθος καί φρόνημα, καί ὁ τρόπος ζωῆς του δέν εἶναι σύμφωνος μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Μέ ἄλλα λόγια, ἡ πίστη εἶναι βίωμα καί συνδέεται μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα, τήν μετάνοια, τά ἀγαθά ἔργα καί τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Ὅποιος δέν διαθέτει τά παραπάνω χαρακτηριστικά γνωρίσματα εἶναι ἄπιστος ἤ ἔχει πίστη κενή, κίβδηλη, σάν αὐτή τῶν δαιμόνων. Γιατί καί οἱ δαίμονες «πιστεύουσι καί φρίττουσι», ἀλλά ἡ πίστη τους αὐτή δέν τούς σώζει, ἐπειδή λόγῳ τῆς ὑπερηφάνειάς τους δέν μετανοοῦν, καί ὁ τρόπος ζωῆς τους δέν εἶναι σύμφωνος μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ἡ πίστη πού σώζει τόν ἄνθρωπο, εἶναι αὐτή πού παραμένει καθαρή, ἀνόθευτη καί συνδέεται μέ τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη Του καί τίς ὑποσχέσεις Του.

Ἄς ἀκούσουμε καί ἐμεῖς τήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί, ἔχοντας γύρω μας ἕνα τόσο μεγάλο νέφος ἀπό μάρτυρες, ἄς ἀποθέσουμε «κάθε βάρος καί τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, καί ἄς τρέχουμε μέ ὑπομονή τόν ἀγῶνα πού εἶναι μπροστά μας, μέ προσηλωμένη τήν προσοχή μας στόν Ἰησοῦ, τόν ἀρχηγό καί τελειωτή τῆς πίστεώς μας». Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, παλαιοί καί σύγχρονοι ἄς ἀποτελοῦν γιά ὅλους ἐμᾶς πρότυπο πίστεως, ὑπακοῆς, ἐλπίδας, ὑπομονῆς, αὐταπάρνησης καί θυσιαστικῆς ἀγάπης. Νά ἐμπνεόμαστε ἀπό τήν αὐθεντική πίστη τους καί τήν θυσιαστική ἀγάπη τους, γιά νά μποροῦμε νά παραμένουμε ὄρθιοι καί ἀκλόνητοι πάντοτε, καί ἰδιαίτερα στίς δύσκολες στιγμές καί περιστάσεις τῆς ζωῆς μας.

Ὅταν τούς ἐπικαλούμαστε μέ πίστη, θά εἶναι πάντοτε δίπλα μας, γιά νά μᾶς γλυκαίνουν τόν πόνο, νά μᾶς στεγνώνουν τό δάκρυ, νά μᾶς δίνουν κουράγιο, νά μᾶς παρηγοροῦν καί νά μᾶς στηρίζουν, ὥστε νά μπορέσουμε νά ὑπομείνουμε μέχρι τό τέλος καί νά παραμείνουμε πιστοί «ἄχρι θανάτου», γιά νά ἀξιωθοῦμε νά λάβουμε καί ἐμεῖς «τόν στέφανον τῆς ζωῆς».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 1164